(τ) λέξη τουρκική, (περσ.) περσική (αρμεν.) αρμενική (ρωσ.) ρωσική.
αβαράς (τ) = άεργος
αβλούκια = ξυνολάπαθα
αβουτείν = αυτοί
αβραχχιόνα = βραχίονας
αβατζζής (τ) = κυνηγός
αβούτος - ε - ο = αυτός - ή -ό
αβτζζιλούχ (τ) = κυνήγι
αγάπς = της αγάπης
αγιαράευτον = άχρηστο
αγιάτ = χαγιάτι
αγκάλ = να καταγγείλεις
αγλιαεύ (τ) = αργοπορεί
αγνά = παράξενα
αγνόν = παράξενο
αγούρ = άνδρες
άγουρος = άνδρας
αδά = εδώ
αδακά = εδώ κοντά
αδαπέσ = εδώ μέσα
αέρακας = γεράκι
αέτς = έτσι
αητέντζ = αετός
αθέρα = δύναμη, φόρα
άθια = άνθη
αιίδ = κατσίκι
αΐκος , αΐξα, αΐκον = τέτοιος-α-ον
αΐθια = παρ’ ολίγο
αϊνάδας = καθρέπτες
αϊν οϊν = τυχαίο, μικρής αξίας
ακαμάτιν = ακατέργαστο
ακεί = εκεί
ακλείδια = χωρίς κλειδιά
άκλερος = άμοιρος
αλάϊ (τ) = τάγμα
αλάϊ μαλάϊ = και όλο
αλαττσσιαλία (τ) = παρδαλά
αλεπός = 1) αλεπού, 2) το μέρος της φτερωτής
αλήγορα = γρήγορα
αληνά = αληθινά
αλιαπία (τ) = πήχεις
αλισσβερίσσι (τ) = δοσοληψία
αλισσβεριτζζής (τ) = έμπορος
άλλο μίαν = υστέρα από λίγο
αλογάντ = αγωγιάτες μέ άλογα
άμα (τ) αλλά
αμάν (τ) = προσοχή, 2) στη στιγμή
άμε = πήγαινε
αμιάκια (τ) = κόποι
άμον = δπως, σαν
αμοντό = ευθύς ως
αμουρατσούζκον = άμοιρο
αμπάρ (τ) =αποθήκη γεννημάτων
άν (ο Τούρκον) = επέμεινε
άναβα = εξόν, εκτός
αναβάρα = εφιάλτης
αναλλαγάδια = ρούχα γιορτινά
αναλλάζω = φορώ γιορτινά
άναλος = ανάλατος
ανάμνον = περίμενε
αναπλυσία = έλλειψη καθαριότητας
ανασπάλτς = ξεχνάς
αναφαΐα = έλλειψη τροφής
αναχάπαρα = ξαφνικά
ανέννοια = δίχως έγνοια
ανεχχετία = ανέχεια, φτώχεια
ανοιχτής = μάγος
αντάρα = θύελλα
άντζζακ (τ) = μόλις
αντζόπον = κνήμη, πόδι
αντραέφσα = κουνιάδα
αξξτιαμτάν κελετσσέγουμ (τ) = το βράδυ θα έρθω
άξον = άκουσε
αοΐκος βλ. αΐκος = τέτοιος
Απα = άγνωστης σημασίας
απαγκέσ = πάνω, επιφανειακά
απαγκαικά = 1) κάτω 2) επιπλέον
απαδά = από δω
απαδαμέρ = μεθεπόμενη
απάν άτς = επιφάνεια σώματος
απάν καικά = προς τα κάτω
απάν αφκά = πάνω κάτω
απατζζήν (τ) ράφτην
απέ = από
απέσ = μέσα
απεγάνευτος = ακατάδεκτος
απελογέθεν = αποκρίθηκε
απέσ άθ = μέσα του
απιδέβα με = παράτα με
απιδιαβαίνω = παραιτώ
απισσκέσ = αναμεταξύ
αποβρωτίζ = λερώνει
αποθεδέν = από πουθενά
αποκάμ = δαυλός
αποκατάν = προς τα πάνω
από κοντά σ = αφ’ εαυτού σου
αποκουμπιάγ = ξεκουμπώσου
αποκουντά = σπρώχνει από εκεί
απαλάμια = παλάμη
αποκρούται = κρυώνει
αποξαμούνταν = απλώνουν τα χέρια για να χτυπήσουν
αποξάφτς = σου περνά ο οργασμός
αβαράς (τ) = άεργος
αβλούκια = ξυνολάπαθα
αβουτείν = αυτοί
αβραχχιόνα = βραχίονας
αβατζζής (τ) = κυνηγός
αβούτος - ε - ο = αυτός - ή -ό
αβτζζιλούχ (τ) = κυνήγι
αγάπς = της αγάπης
αγιαράευτον = άχρηστο
αγιάτ = χαγιάτι
αγκάλ = να καταγγείλεις
αγλιαεύ (τ) = αργοπορεί
αγνά = παράξενα
αγνόν = παράξενο
αγούρ = άνδρες
άγουρος = άνδρας
αγράρθωπος = άγριος άνθρωπος
αγράσσκεμος = πολύ άσχημοςαδά = εδώ
αδακά = εδώ κοντά
αδαπέσ = εδώ μέσα
αέρακας = γεράκι
αέτς = έτσι
αητέντζ = αετός
αθέρα = δύναμη, φόρα
άθια = άνθη
αιίδ = κατσίκι
αΐκος , αΐξα, αΐκον = τέτοιος-α-ον
αΐθια = παρ’ ολίγο
αϊνάδας = καθρέπτες
αϊν οϊν = τυχαίο, μικρής αξίας
ακαμάτιν = ακατέργαστο
ακεί = εκεί
ακλείδια = χωρίς κλειδιά
άκλερος = άμοιρος
αλάϊ (τ) = τάγμα
αλάϊ μαλάϊ = και όλο
Ισχανάντων-Πινατιάντων-Τερζάντων |
αλεπός = 1) αλεπού, 2) το μέρος της φτερωτής
αλήγορα = γρήγορα
αληνά = αληθινά
αλιαπία (τ) = πήχεις
αλισσβερίσσι (τ) = δοσοληψία
αλισσβεριτζζής (τ) = έμπορος
άλλο μίαν = υστέρα από λίγο
αλογάντ = αγωγιάτες μέ άλογα
άμα (τ) αλλά
αμάν (τ) = προσοχή, 2) στη στιγμή
άμε = πήγαινε
αμιάκια (τ) = κόποι
άμον = δπως, σαν
αμοντό = ευθύς ως
αμουρατσούζκον = άμοιρο
αμπάρ (τ) =αποθήκη γεννημάτων
άν (ο Τούρκον) = επέμεινε
άναβα = εξόν, εκτός
αναβάρα = εφιάλτης
αναλλαγάδια = ρούχα γιορτινά
αναλλάζω = φορώ γιορτινά
άναλος = ανάλατος
ανάμνον = περίμενε
αναπλυσία = έλλειψη καθαριότητας
ανασπάλτς = ξεχνάς
αναφαΐα = έλλειψη τροφής
αναχάπαρα = ξαφνικά
ανέννοια = δίχως έγνοια
ανεχχετία = ανέχεια, φτώχεια
ανοιχτής = μάγος
αντάρα = θύελλα
άντζζακ (τ) = μόλις
αντζόπον = κνήμη, πόδι
αντραέφσα = κουνιάδα
αξξτιαμτάν κελετσσέγουμ (τ) = το βράδυ θα έρθω
άξον = άκουσε
αοΐκος βλ. αΐκος = τέτοιος
Απα = άγνωστης σημασίας
απαγκέσ = πάνω, επιφανειακά
απαγκαικά = 1) κάτω 2) επιπλέον
απαδά = από δω
απαδαμέρ = μεθεπόμενη
απάν άτς = επιφάνεια σώματος
απάν καικά = προς τα κάτω
απάν αφκά = πάνω κάτω
απατζζήν (τ) ράφτην
απέ = από
απέσ = μέσα
απεγάνευτος = ακατάδεκτος
απελογέθεν = αποκρίθηκε
απέσ άθ = μέσα του
απιδέβα με = παράτα με
απιδιαβαίνω = παραιτώ
απισσκέσ = αναμεταξύ
αποβρωτίζ = λερώνει
αποθεδέν = από πουθενά
αποκάμ = δαυλός
αποκατάν = προς τα πάνω
από κοντά σ = αφ’ εαυτού σου
αποκουμπιάγ = ξεκουμπώσου
αποκουντά = σπρώχνει από εκεί
απαλάμια = παλάμη
αποκρούται = κρυώνει
αποξαμούνταν = απλώνουν τα χέρια για να χτυπήσουν
αποξάφτς = σου περνά ο οργασμός
αποξύσμ = το τελευταίο παιδί
απουράταν ασσιαγά (τ) απο δώ προς τα κάτω
αποχιονώνε = ξεχιονίζουν
απραεμένος = άρρωστος, δυστυχής
απράνας = πριν από λίγο
αρ = λοιπόν
αρ (τ) = φιλότιμο
αραεύω (τ)= ζητώ
αραευτής = εκείνος που γυρεύει
αραπάδας (τ) = κάρα
αραπατζζήν = καροτσιέρη
αργαστέρ = μαγαζί
αργαστεράς = καταστηματάρχης
άργυρα = ευτυχισμένα
αρσσίνν = μέτρο ίσο με 68 πόντους
αρτούκ(τ) = λοιπόν, έτσι
αρτούτσσ (τ) = κέδρος
αροθυμία = πόθος επιστροφής
ας= από
άς = άφησε
ας σου = αφού
ασσαευτοσύνια = απροσεξία, αδιαφορία
ασαιαγά (τ) = προς τα κάτω
ασλάεμαν (τ) = εμβολιασμός
ασσιούχς (τ) = λαϊκός ποιητής
ασπαλείς = κλείνεις
άσπλαχνα = αλύπητα
Άσπρη θάλασσα = Αιγαίο
αστάρ (τ) = φόδρα 2) τό πρώτο στοκάρισμα ή βάψιμο
ασχώρετος = ασυγχώρητος
ατείν = αυτοί
ατεινέτερον = αυτών
άτεχνος = χωρίς τέχνη
ατματσσιάς = γεράκι
ατουκά = 1) αυτού κοντά, 2) στην υπόθεση αυτή
ατου πάν = αυτού πάνω
άτρες = διεύθυνση
ατσσιαΐπκον (τ) = παράξενο
ατσσιαλιά (τ) = βιαστικό
ατσσιάπαν (τ) = άραγε
αφεντοπαίδ = αρχοντόπουλο
άφιαρουμ (τ)= εύγε
αφκάτισ = αποκάτω σου
αφουκάτος = δικηγόρος
αφουκρεθέτε = ακούστε
άφσι = άφησε
άφτς = ανάβεις
αχά = να, ιδού
αχάνω = ανοίγω το στόμα
αχαστοί = με ανοικτό στόμα
αχάξαν = νάτο πάλι
αχμάχ (τ) = ανόητος
αχούλ (τ) νους
αχουλία = γνωστικά
αχπαράζ = ξαφνιάζει, τρομάζει
αχπάσσκεται = ξεκινά
άχτ (τ) =πόθος που δύσκολα εκπληρούται
άψιμον = φωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου