Τον Απρίλιο του 1920, στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, οι σύμμαχοι συμφώνησαν για την αναγνώριση του Αρμενικού κράτους, χωρίς όμως να λάβουν κανένα μέτρο για την προστασία του από τους Μπολσεβίκους και τους Κεμαλικούς. «Όσο οι σύμμαχοι συζητούσαν για την Αρμενία στο Σαν Ρέμο», γράφει χαρακτηριστικά η Macmillan, «οι Μπολσεβίκοι κυρίευαν τη γειτονική δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Κομμουνιστικές εξεγέρσεις ξέσπασαν στην ίδια την Αρμενία. Οι Σύμμαχοι ζήτησαν από την Κοινωνία των Εθνών να προστατέψει το ευρύτερο Αρμενικό κράτος που νόμιζαν ότι είχαν δημιουργήσει. Η Κοινωνία των Εθνών απάντησε ότι αφού το κράτος αυτό δεν υπήρχε πραγματικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Οι Σύμμαχοι στράφηκαν μετά στις ΗΠΑ, όπου η πιθανότητα μιας Αμερικανικής εντολής στην Αρμενία είχε εξασθενίσει μετά την επιστροφή του Wilson από την Ευρώπη. Ο άρρωστος πρόεδρος έφερε το αίτημα στο Κογκρέσο, που το απέρριψε με σαφή πλειοψηφία τον Μάιο». Μετά τη συνδιάσκεψη στο Σαν Ρέμο, την 30ή Απριλίου 1920, ο Ελ. Βενιζέλος παρουσίασε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ένα προσχέδιο της συνθήκης μεταξύ της Entente και του Οθωμανικού κράτους (προϊόν της συνδιάσκεψης). Το κείμενο αυτό, με πολλές τροποποιήσεις, αποτέλεσε μετά από μερικούς μήνες τη Συνθήκη των Σεβρών.
Κάνοντας λόγο για την Αρμενία, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι ο καθορισμός των συνόρων της είχε ανατεθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος ήταν υπέρ της δημιουργίας μεγάλης Αρμενίας. «Θα ήθελα μόνον την στιγμήν αυτήν να είπω», τόνισε ο Βενιζέλος, «ότι πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ουίλσον θα αρκεσθή εις την εξασφάλισιν η οποία δίδεται εις την Αρμενίαν προς εμπορικήν διέξοδον διά της Τραπεζούντος και ότι δεν θα θελήση να αποσπάση μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος διά να εξασφαλίση και εδαφικήν διέξοδον εις την Αρμενίαν. Εγώ κατά τούτο όμως ουδαμώς διερμηνεύω τας ιδέας των Ποντίων.
Είχον σκεφθή εν αρχή των διαπραγματεύσεων ότι θα ήτο δίκαιον ο Πόντος, ο οποίος αποτελεί μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος, και θα ηδύνατο να υποβληθή υπό εντολήν μίας Μεγάλης δυνάμεως, όπως ηλπίζετο ότι θα υποβάλλετο η Αρμενία, διαρρυθμιζομένων των τοπικών διαιρέσεων κατά τοιούτον τρόπον ώστε να υπάρχη μία ομοσπονδία των δύο αυτών κρατών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γνωρίζω, οι κάτοικοι οι ενδιαφερόμενοι απέκρουσαν την λύσιν αυτήν. Εγώ και σήμερον, εάν θα επρόκειτο να απαλλαχθή της Τουρκικής κυριαρχίας ολόκληρον το βιλαέτιον της Τραπεζούντος, δεν θα δυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθή μετά της Αρμενίας.Διότι είμαι βέβαιος ότι ο Ελληνισμός του μέρους αυτού είναι τόσον ισχυρός ώστε δεν έχει να φοβηθή τίποτε απολύτως εκ της συνεργασίας του μετ’ άλλου Χριστιανικού κράτους».
Έτσι, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εξήγησε όσο πιο καθαρά ήταν δυνατόν ότι η μη ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία ήταν επιλογή των «ενδιαφερομένων», αντίθετη στη δική του πολιτική. (Των «ενδιαφερομένων» και όχι της ηγεσίας των Ποντίων). Συνδυάζοντας την ομιλία αυτή με τις αναφορές του Καθενιώτη, αντιλαμβανόμαστε τι υποδήλωνε ο Βενιζέλος: Οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του Χρύσανθου και των οργανώσεων της διασποράς καθυστέρησαν τη συμφωνία με τους Αρμενίους, που αν είχε επιτευχθεί νωρίτερα ίσως να οδηγούσε στην ενσωμάτωση του Πόντου στο Αρμενικό κράτος.
Ωστόσο, το Αρμενικό κράτος, με ένα στρατό μόλις 10.000 αντρών, ήταν πολύ ανίσχυρο απέναντι στην ταυτόχρονη επέλαση Μπολσεβίκων και Κεμαλικών. Η «συνομοσπονδία» δεν ήταν πανάκεια. Ήταν απλώς αναβολή. Τον Ιούνιο του 1920 ο Βενιζέλος θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσει από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στην ίδρυση Ποντοαρμενικού κράτους. Το επιχείρημά του δεν ήταν πλέον η βοήθεια προς τους Βρετανούς στο Βατούμ (οι Βρετανοί εκκένωσαν το Βατούμ τον Ιούλιο), αλλά ότι η συνηγορία του Βρετανού πρωθυπουργού θα αποτελούσε μέσο πίεσης προς το Μουσταφά Κεμάλ, ώστε ο τελευταίος να αποδεχθεί το σχέδιο της συνθήκης ειρήνης.
Η αίτηση αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Αντίθετα, συνέχεια είχαν τα διαβήματα των Αρμενίων, οι οποίοι πρότειναν στον Βενιζέλο κοινή επίθεση κατά του Κεμάλ στον Πόντο. Τον Αύγουστο του 1920 η Αρμενική κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή με τους Μπολσεβίκους και αναζήτησε επειγόντως εξωτερικό δάνειο. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε ο Χατισιάν ως υπουργός Εξωτερικών (πρωθυπουργός είχε γίνει ο Αχαρονιάν), ο οποίος μάλιστα επισκέφθηκε στα μέσα Αυγούστου την Αθήνα, καθ’ οδόν από την Αίγυπτο προς την Κωνσταντινούπολη, και συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη (ο Βενιζέλος απουσίαζε στο εξωτερικό).
Στο μεταξύ, η κάθοδος των Μπολσεβίκων οδήγησε μεγάλο αριθμό Ρωμιών του Καυκάσου στα λιμάνια του Βατούμ και του Νοβοροσίσκ, σε αναζήτηση πλοίων προς την Ελλάδα. Περίπου 150.000 Πόντιοι του Καυκάσου μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Από αυτούς, περίπου 40.000 μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου γυρνούσαν γυμνοί και πεινασμένοι. Η Ελλάδα είχε εξαντλήσει κάθε πόρο στη Μικρασιατική Εκστρατεία και η Θεσσαλονίκη ήταν μια καμένη πόλη με δεκάδες χιλιάδες πυροπαθείς. Τον Μάιο του 1920 ο διοικητής της Ελληνικής αποστολής στον Πόντο, αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης, απέστειλε:
«Προς πάντας τους προέδρους των εν Πόντω και Καυκάσω Ελληνικών κοινοτήτων τηλεγραφικήν εγκύκλιον διά της οποίας γνωστοποιεί ότι η Ελληνική κυβέρνησις απηγόρευσε προς το παρόν πάσαν μετανάστευσιν, διετάχθη δε η εις τας πατρίδας των επαναφορά πάντων των αυτοβούλως μεταναστευσάντων και η μη παροχή εις αυτούς οιασδήποτε περιθάλψεως. Η Ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ θα κανονίση τα του τρόπου της μεταναστεύσεως».
Υπήρξαν αρκετές σκέψεις για τη μεταφορά των προσφύγων από τον Καύκασο στο Μικρασιατικό Πόντο, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με παράδοσή τους στον Κεμαλικό στρατό. Ήδη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 άρχισαν να σημειώνονται βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών στην Κερασούντα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε για πρώτη φορά από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στο σχηματισμό Ποντιακού κράτους, με επιχείρημα ότι αυτό θα μπορούσε, σε συνεργασία με την Αρμενία και τη Γεωργία, να ανακόψει την επέκταση των Μπολσεβίκων και τη συνεργασία τους με τους Κεμαλικούς. Αμέσως μετά, ζήτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, με τη δημιουργία δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, στον Πόντο και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά όλα αυτά ήταν απλώς πιέσεις προς τον Κεμάλ, προκειμένου να αναγνωρίσει τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί στο μεταξύ (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920) και δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί ποτέ.
Μέχρι την τελευταία μέρα που έμεινε στην εξουσία (1/11/1920) ο Βενιζέλος προσπάθησε να βοηθήσει την Αρμενία. Σύμφωνα με το άρθρο 89 της Συνθήκης των Σεβρών, τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία, σε ό,τι αφορούσε τα βιλαέτια Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Βαν και Μπιτλίς, θα καθορίζονταν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο Ουίλσον παραχώρησε στην Αρμενία μέρος του πρώτου και τα υπόλοιπα βιλαέτια. Αλλά ήταν πολύ αργά. Αντιμέτωπη με το Ρωσικό και τον Κεμαλικό στρατό, η Αρμενική κυβέρνηση επέλεξε το μικρότερο κακό. Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αρμενία έγινε Σοβιετική δημοκρατία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΕΣΣΔ επέστρεψε τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν στην Τουρκία.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Στον Πόντο οι κάτοικοι άρχισαν να ξαναβγαίνουν στο βουνό. Τον Απρίλιο του 1920 Ελληνική πηγή υπολόγιζε τους αντάρτες στη Σαμψούντα σε 4.000, αλλά σημείωνε ότι είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένοι. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, υπόμνημα της Επιτροπείας Ποντίων προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στην Αθήνα, ανέφερε ότι στην περιοχή της Σαμψούντας υπήρχαν 4.000 οπλισμένοι Ρωμιοί, οι οποίοι απασχολούνταν σε ειρηνικά έργα, αλλά ήταν έτοιμοι να συγκροτήσουν ανταρτικά σώματα. Επίσης, αναφέρονταν 4.000 - 5.000 εμπειροπόλεμοι, που είχαν πολεμήσει κατά του Τουρκικού στρατού, αλλά μετά την ανακωχή πούλησαν τα όπλα τους και επιδόθηκαν στα «ίδια αυτών έργα». Ωστόσο, δεν υπήρχε ενιαία ηγεσία των ανταρτών.Τον Ιούλιο σημειώθηκαν έριδες μεταξύ των πολλών οπλαρχηγών. Αλλά δεν ήταν οι μοναδικές έριδες στο ποντιακό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή (Ιούλιος 1920) συγκρούσεις σημειώνονται και στις οργανώσεις των Ποντίων στην Κωνσταντινούπολη και το Βατούμ. Η αποτυχία όλων των προσπαθειών καθιστούσε υπόλογους όλους όσοι είχαν χειριστεί το πρόβλημα. Σε ένα νέο υπόμνημά του ο Χρύσανθος αρνήθηκε για μία ακόμη φορά την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Ίσως η κίνηση αυτή -το καλοκαίρι του 1920- να διευκόλυνε την τελική στροφή προς τη συνεννόηση με τους Τούρκους και την εξεύρεση λύσης στο εσωτερικό του Τουρκικού κράτους.
Στην Κωνσταντινούπολη ο μητροπολίτης Γερμανός διαπραγματευόταν με αντικεμαλικούς, ενώ στην Τραπεζούντα και τη Ματσούκα έγιναν συναντήσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων προκρίτων. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Ήδη είχαν σχηματισθεί Μουσουλμανικές (Τουρκικές) οργανώσεις με σκοπό να αποτρέψουν την ίδρυση «κυβέρνησης των Ρωμιών» στον Πόντο, που έστελναν και εκείνες υπομνήματα στους «μεγάλους» και περιέγραφαν τα δικαιώματά τους στην περιοχή. Ορισμένες εκδηλώσεις βίας σε βάρος τους και κυρίως ο φόβος της επιστροφής των μεταναστών -που θα προκαλούσε ζήτημα αναδιανομής των περιουσιών-, καθώς και ο εξελισσόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος πύκνωσαν τις τάξεις των «επιτροπών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων» των Μουσουλμάνων του Πόντου.
Ο Χρύσανθος δεν επέστρεψε ποτέ στην επαρχία του, η οποία είχε ήδη καταληφθεί από τα Κεμαλικά στρατεύματα. Κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τελούσε υπό συμμαχική κατοχή. Στο μητροπολιτικό μέγαρο της Τραπεζούντας ενεργήθηκε έρευνα και κατασχέθηκε ολόκληρη η αλληλογραφία του, η οποία στοιχειοθετούσε αποδεικτικό υλικό για να παραπεμφθούν όλοι οι συνεργάτες του με την κατηγορία ότι επιχείρησαν να αποσπάσουν με τη βία τμήμα της Τουρκικής επικράτειας. Οι πρόκριτοι εξορίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο Ρωμαίικος πληθυσμός που είχε απομείνει διατάχθηκε να αναχωρήσει στο εσωτερικό εγκαταλείποντας κινητή και ακίνητη περιουσία.
Τον Δεκέμβριο του 1921 ο Χρύσανθος είχε σταλεί στο Λονδίνο από την κυβέρνηση Γούναρη, προκειμένου να πείσει τους Αγγλικανούς επισκόπους ότι η εκλογή του (Βενιζελικού) Μελετίου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο ήταν παράνομη. Εκεί έμαθε ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από Τουρκικό «δικαστήριο της Ανεξαρτησίας», όπως και πολλοί πρόκριτοι, οι οποίοι και εκτελέστηκαν. Μαζί και ο Κωφίδης, ο πρώτος Πόντιος βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Ο «ρεαλισμός» δεν κερδίζει πάντοτε.
πηγη:http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Οι Σύμμαχοι στράφηκαν μετά στις ΗΠΑ, όπου η πιθανότητα μιας Αμερικανικής εντολής στην Αρμενία είχε εξασθενίσει μετά την επιστροφή του Wilson από την Ευρώπη. Ο άρρωστος πρόεδρος έφερε το αίτημα στο Κογκρέσο, που το απέρριψε με σαφή πλειοψηφία τον Μάιο». Μετά τη συνδιάσκεψη στο Σαν Ρέμο, την 30ή Απριλίου 1920, ο Ελ. Βενιζέλος παρουσίασε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ένα προσχέδιο της συνθήκης μεταξύ της Entente και του Οθωμανικού κράτους (προϊόν της συνδιάσκεψης). Το κείμενο αυτό, με πολλές τροποποιήσεις, αποτέλεσε μετά από μερικούς μήνες τη Συνθήκη των Σεβρών.
Κάνοντας λόγο για την Αρμενία, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι ο καθορισμός των συνόρων της είχε ανατεθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος ήταν υπέρ της δημιουργίας μεγάλης Αρμενίας. «Θα ήθελα μόνον την στιγμήν αυτήν να είπω», τόνισε ο Βενιζέλος, «ότι πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ουίλσον θα αρκεσθή εις την εξασφάλισιν η οποία δίδεται εις την Αρμενίαν προς εμπορικήν διέξοδον διά της Τραπεζούντος και ότι δεν θα θελήση να αποσπάση μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος διά να εξασφαλίση και εδαφικήν διέξοδον εις την Αρμενίαν. Εγώ κατά τούτο όμως ουδαμώς διερμηνεύω τας ιδέας των Ποντίων.
Είχον σκεφθή εν αρχή των διαπραγματεύσεων ότι θα ήτο δίκαιον ο Πόντος, ο οποίος αποτελεί μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος, και θα ηδύνατο να υποβληθή υπό εντολήν μίας Μεγάλης δυνάμεως, όπως ηλπίζετο ότι θα υποβάλλετο η Αρμενία, διαρρυθμιζομένων των τοπικών διαιρέσεων κατά τοιούτον τρόπον ώστε να υπάρχη μία ομοσπονδία των δύο αυτών κρατών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γνωρίζω, οι κάτοικοι οι ενδιαφερόμενοι απέκρουσαν την λύσιν αυτήν. Εγώ και σήμερον, εάν θα επρόκειτο να απαλλαχθή της Τουρκικής κυριαρχίας ολόκληρον το βιλαέτιον της Τραπεζούντος, δεν θα δυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθή μετά της Αρμενίας.Διότι είμαι βέβαιος ότι ο Ελληνισμός του μέρους αυτού είναι τόσον ισχυρός ώστε δεν έχει να φοβηθή τίποτε απολύτως εκ της συνεργασίας του μετ’ άλλου Χριστιανικού κράτους».
Έτσι, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εξήγησε όσο πιο καθαρά ήταν δυνατόν ότι η μη ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία ήταν επιλογή των «ενδιαφερομένων», αντίθετη στη δική του πολιτική. (Των «ενδιαφερομένων» και όχι της ηγεσίας των Ποντίων). Συνδυάζοντας την ομιλία αυτή με τις αναφορές του Καθενιώτη, αντιλαμβανόμαστε τι υποδήλωνε ο Βενιζέλος: Οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του Χρύσανθου και των οργανώσεων της διασποράς καθυστέρησαν τη συμφωνία με τους Αρμενίους, που αν είχε επιτευχθεί νωρίτερα ίσως να οδηγούσε στην ενσωμάτωση του Πόντου στο Αρμενικό κράτος.
Ωστόσο, το Αρμενικό κράτος, με ένα στρατό μόλις 10.000 αντρών, ήταν πολύ ανίσχυρο απέναντι στην ταυτόχρονη επέλαση Μπολσεβίκων και Κεμαλικών. Η «συνομοσπονδία» δεν ήταν πανάκεια. Ήταν απλώς αναβολή. Τον Ιούνιο του 1920 ο Βενιζέλος θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσει από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στην ίδρυση Ποντοαρμενικού κράτους. Το επιχείρημά του δεν ήταν πλέον η βοήθεια προς τους Βρετανούς στο Βατούμ (οι Βρετανοί εκκένωσαν το Βατούμ τον Ιούλιο), αλλά ότι η συνηγορία του Βρετανού πρωθυπουργού θα αποτελούσε μέσο πίεσης προς το Μουσταφά Κεμάλ, ώστε ο τελευταίος να αποδεχθεί το σχέδιο της συνθήκης ειρήνης.
Η αίτηση αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Αντίθετα, συνέχεια είχαν τα διαβήματα των Αρμενίων, οι οποίοι πρότειναν στον Βενιζέλο κοινή επίθεση κατά του Κεμάλ στον Πόντο. Τον Αύγουστο του 1920 η Αρμενική κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή με τους Μπολσεβίκους και αναζήτησε επειγόντως εξωτερικό δάνειο. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε ο Χατισιάν ως υπουργός Εξωτερικών (πρωθυπουργός είχε γίνει ο Αχαρονιάν), ο οποίος μάλιστα επισκέφθηκε στα μέσα Αυγούστου την Αθήνα, καθ’ οδόν από την Αίγυπτο προς την Κωνσταντινούπολη, και συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη (ο Βενιζέλος απουσίαζε στο εξωτερικό).
Στο μεταξύ, η κάθοδος των Μπολσεβίκων οδήγησε μεγάλο αριθμό Ρωμιών του Καυκάσου στα λιμάνια του Βατούμ και του Νοβοροσίσκ, σε αναζήτηση πλοίων προς την Ελλάδα. Περίπου 150.000 Πόντιοι του Καυκάσου μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Από αυτούς, περίπου 40.000 μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου γυρνούσαν γυμνοί και πεινασμένοι. Η Ελλάδα είχε εξαντλήσει κάθε πόρο στη Μικρασιατική Εκστρατεία και η Θεσσαλονίκη ήταν μια καμένη πόλη με δεκάδες χιλιάδες πυροπαθείς. Τον Μάιο του 1920 ο διοικητής της Ελληνικής αποστολής στον Πόντο, αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης, απέστειλε:
«Προς πάντας τους προέδρους των εν Πόντω και Καυκάσω Ελληνικών κοινοτήτων τηλεγραφικήν εγκύκλιον διά της οποίας γνωστοποιεί ότι η Ελληνική κυβέρνησις απηγόρευσε προς το παρόν πάσαν μετανάστευσιν, διετάχθη δε η εις τας πατρίδας των επαναφορά πάντων των αυτοβούλως μεταναστευσάντων και η μη παροχή εις αυτούς οιασδήποτε περιθάλψεως. Η Ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ θα κανονίση τα του τρόπου της μεταναστεύσεως».
Υπήρξαν αρκετές σκέψεις για τη μεταφορά των προσφύγων από τον Καύκασο στο Μικρασιατικό Πόντο, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με παράδοσή τους στον Κεμαλικό στρατό. Ήδη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 άρχισαν να σημειώνονται βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών στην Κερασούντα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε για πρώτη φορά από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στο σχηματισμό Ποντιακού κράτους, με επιχείρημα ότι αυτό θα μπορούσε, σε συνεργασία με την Αρμενία και τη Γεωργία, να ανακόψει την επέκταση των Μπολσεβίκων και τη συνεργασία τους με τους Κεμαλικούς. Αμέσως μετά, ζήτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, με τη δημιουργία δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, στον Πόντο και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά όλα αυτά ήταν απλώς πιέσεις προς τον Κεμάλ, προκειμένου να αναγνωρίσει τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί στο μεταξύ (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920) και δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί ποτέ.
Μέχρι την τελευταία μέρα που έμεινε στην εξουσία (1/11/1920) ο Βενιζέλος προσπάθησε να βοηθήσει την Αρμενία. Σύμφωνα με το άρθρο 89 της Συνθήκης των Σεβρών, τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία, σε ό,τι αφορούσε τα βιλαέτια Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Βαν και Μπιτλίς, θα καθορίζονταν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο Ουίλσον παραχώρησε στην Αρμενία μέρος του πρώτου και τα υπόλοιπα βιλαέτια. Αλλά ήταν πολύ αργά. Αντιμέτωπη με το Ρωσικό και τον Κεμαλικό στρατό, η Αρμενική κυβέρνηση επέλεξε το μικρότερο κακό. Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αρμενία έγινε Σοβιετική δημοκρατία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΕΣΣΔ επέστρεψε τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν στην Τουρκία.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Στον Πόντο οι κάτοικοι άρχισαν να ξαναβγαίνουν στο βουνό. Τον Απρίλιο του 1920 Ελληνική πηγή υπολόγιζε τους αντάρτες στη Σαμψούντα σε 4.000, αλλά σημείωνε ότι είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένοι. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, υπόμνημα της Επιτροπείας Ποντίων προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στην Αθήνα, ανέφερε ότι στην περιοχή της Σαμψούντας υπήρχαν 4.000 οπλισμένοι Ρωμιοί, οι οποίοι απασχολούνταν σε ειρηνικά έργα, αλλά ήταν έτοιμοι να συγκροτήσουν ανταρτικά σώματα. Επίσης, αναφέρονταν 4.000 - 5.000 εμπειροπόλεμοι, που είχαν πολεμήσει κατά του Τουρκικού στρατού, αλλά μετά την ανακωχή πούλησαν τα όπλα τους και επιδόθηκαν στα «ίδια αυτών έργα». Ωστόσο, δεν υπήρχε ενιαία ηγεσία των ανταρτών.Τον Ιούλιο σημειώθηκαν έριδες μεταξύ των πολλών οπλαρχηγών. Αλλά δεν ήταν οι μοναδικές έριδες στο ποντιακό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή (Ιούλιος 1920) συγκρούσεις σημειώνονται και στις οργανώσεις των Ποντίων στην Κωνσταντινούπολη και το Βατούμ. Η αποτυχία όλων των προσπαθειών καθιστούσε υπόλογους όλους όσοι είχαν χειριστεί το πρόβλημα. Σε ένα νέο υπόμνημά του ο Χρύσανθος αρνήθηκε για μία ακόμη φορά την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Ίσως η κίνηση αυτή -το καλοκαίρι του 1920- να διευκόλυνε την τελική στροφή προς τη συνεννόηση με τους Τούρκους και την εξεύρεση λύσης στο εσωτερικό του Τουρκικού κράτους.
Στην Κωνσταντινούπολη ο μητροπολίτης Γερμανός διαπραγματευόταν με αντικεμαλικούς, ενώ στην Τραπεζούντα και τη Ματσούκα έγιναν συναντήσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων προκρίτων. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Ήδη είχαν σχηματισθεί Μουσουλμανικές (Τουρκικές) οργανώσεις με σκοπό να αποτρέψουν την ίδρυση «κυβέρνησης των Ρωμιών» στον Πόντο, που έστελναν και εκείνες υπομνήματα στους «μεγάλους» και περιέγραφαν τα δικαιώματά τους στην περιοχή. Ορισμένες εκδηλώσεις βίας σε βάρος τους και κυρίως ο φόβος της επιστροφής των μεταναστών -που θα προκαλούσε ζήτημα αναδιανομής των περιουσιών-, καθώς και ο εξελισσόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος πύκνωσαν τις τάξεις των «επιτροπών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων» των Μουσουλμάνων του Πόντου.
Ο Χρύσανθος δεν επέστρεψε ποτέ στην επαρχία του, η οποία είχε ήδη καταληφθεί από τα Κεμαλικά στρατεύματα. Κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τελούσε υπό συμμαχική κατοχή. Στο μητροπολιτικό μέγαρο της Τραπεζούντας ενεργήθηκε έρευνα και κατασχέθηκε ολόκληρη η αλληλογραφία του, η οποία στοιχειοθετούσε αποδεικτικό υλικό για να παραπεμφθούν όλοι οι συνεργάτες του με την κατηγορία ότι επιχείρησαν να αποσπάσουν με τη βία τμήμα της Τουρκικής επικράτειας. Οι πρόκριτοι εξορίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο Ρωμαίικος πληθυσμός που είχε απομείνει διατάχθηκε να αναχωρήσει στο εσωτερικό εγκαταλείποντας κινητή και ακίνητη περιουσία.
Τον Δεκέμβριο του 1921 ο Χρύσανθος είχε σταλεί στο Λονδίνο από την κυβέρνηση Γούναρη, προκειμένου να πείσει τους Αγγλικανούς επισκόπους ότι η εκλογή του (Βενιζελικού) Μελετίου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο ήταν παράνομη. Εκεί έμαθε ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από Τουρκικό «δικαστήριο της Ανεξαρτησίας», όπως και πολλοί πρόκριτοι, οι οποίοι και εκτελέστηκαν. Μαζί και ο Κωφίδης, ο πρώτος Πόντιος βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Ο «ρεαλισμός» δεν κερδίζει πάντοτε.
πηγη:http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου