ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Οι παλαιές ισορροπίες είχαν για πολλούς αιώνες ευνοήσει μια Οθωμανική επαρχία στις βορειοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας, στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Πόντος αντίκριζε το πέλαγος και ταυτόχρονα σκιαζόταν από ψηλά βουνά και δυσπρόσιτες οροσειρές. Σε γενικές γραμμές, η περιοχή ταυτιζόταν με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όπου κυριαρχούσαν άρχοντες Κομνηνοί, γόνοι μίας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μακριά από τη Βασιλεύουσα, σε συνεχή διαμάχη με τη Μουσουλμανική ενδοχώρα και σε στενή σχέση με τα Χριστιανικά βασίλεια του Καυκάσου, τη Γεωργία ιδιαίτερα, το κράτος των Κομνηνών γνώρισε άλλοτε ημέρες δόξας και σχετικού πλούτου.


Παρ' όλα αυτά, η κυριαρχία του δεν κράτησε παρά οκτώ μόλις χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το 1461, η Τραπεζούντα έγινε με τη σειρά της μέρος του αχανούς Οθωμανικού χώρου. Όπως συνήθιζε η εξουσία των σουλτάνων η περιοχή οργανώθηκε σε νέες βάσεις, πολλοί κάτοικοί της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές για να κλείσουν τα δημογραφικά κενά, ένα τμήμα αλλαξοπίστησε για να αναλάβει τις αναλογούσες στους πιστούς του Προφήτη κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες, η καλλιεργήσιμη γη στις παράλιες πεδιάδες και τις κοιλάδες μοιράστηκε σε τιμάρια και η ζωή άλλαξε τρόπους και ρυθμούς.
Συνηθισμένα πράγματα για εκείνους τους Υστερομεσαιωνικούς καιρούς. Ο πλούτος όμως της περιοχής βρισκόταν κάτω από τη γη και, κατά συνέπεια, έξω από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φεουδαρχών τιμαριούχων. Στα νότια της Τραπεζούντας, στα βουνά, υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου (ασημιού) γνωστά από παλαιότερους χρόνους. Το κράτος των σουλτάνων, όπως και κάθε άλλο ισχυρό κράτος εκείνου του καιρού, διψούσε για πολύτιμα μέταλλα που θα μπορούσαν να κοπούν σε νόμισμα και να κινήσουν τη δημόσια και την ιδιωτική οικονομία. Το ασήμι ήταν υπερπολύτιμο αγαθό, ειδικά το 16ο αιώνα όπου οι σουλτάνοι είχαν απέναντί τους τους Αψβούργους που πλήρωναν τους στρατούς και τους στόλους τους με το άφθονο ασήμι της Αμερικής.
Η εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων του Πόντου ήταν ζωτική ανάγκη για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, διέθετε μόνο περιορισμένες πηγές αυτού του σπάνιου μετάλλου. Στον οθωμανικό όμως κόσμο οι πιστοί, οι Μουσουλμάνοι, ήταν δεμένοι με την καλλιεργήσιμη γη. Με τα «τιμάρια», τα κτήματα, που τους παραχωρούσε, σύμφωνα με το φεουδαλικό σύστημα, ο σουλτάνος για να τα καλλιεργήσουν σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών -στρατιωτικών κυρίως- που θα πρόσφεραν, όταν ερχόταν η ώρα, στον ηγεμόνα τους. Πέρα από την εκμετάλλευση της γης, τίποτε άλλο δεν άρμοζε στο δεμένο με τη σουλτανική εξουσία πιστό του Θεού.
Κατά συνέπεια, όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να τα υλοποιήσουν οι άπιστοι, οι «ραγιάδες», εκείνοι που δεν είχαν προνομιακές σχέσεις με τον Θεό και, κατά συνέπεια, με το σουλτάνο. δεν πήγαιναν στον πόλεμο δηλαδή. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, του Πόντου και της Μικράς Ασίας ήταν εκείνοι που θα αναλάμβαναν να βγάλουν το ασήμι από τα έγκατα της γης και να το μετατρέψουν σε νόμισμα και πλούτο για τη λειτουργία και τη δόξα της Αυτοκρατορίας. Με τα τεχνικά μέσα της εποχής η εξόρυξη του μεταλλεύματος, ο εμπλουτισμός και η επεξεργασία του, μέχρι του σημείου να αποκτηθεί καθαρό ασήμι, ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε πλήθος εργατικών χεριών και επαρκείς δεξιότητες για να πραγματοποιηθεί.
Φαίνεται πως οι σουλτάνοι επιχείρησαν σε μια πρώτη φάση να χρησιμοποιήσουν παραδοσιακές σχέσεις εργασίας για να εξασφαλίσουν το εργατικό δυναμικό των μεταλλείων. Πάροικοι των ισχυρών τιμαριούχων της παραλίας ή, το κυριότερο, πάροικοι των ισχυρών μοναστηριών στα ορεινά (η Μονή της Παναγίας Σουμελά πρωτοστάτησε σε αυτήν την πρώτη σταδιοδρομία των μεταλλείων) «εκμισθώθηκαν» από τους αφέντες τους για να δουλέψουν στα μεταλλεία. Αυτού του τύπου όμως το εργατικό δυναμικό διατίθετο σε περιορισμένους αριθμούς, ενώ το χαρακτήριζε και έντονη εποχικότητα: πολύ συχνά ο τιμαριούχος ή η μονή θεωρούσαν ότι τα εργατικά χέρια θα τους ήταν πιο χρήσιμα σε δικές τους αγροτικές ή κατασκευαστικές εργασίες.
Καθώς όμως στην αυγή του 16ου αιώνα οι λαμπροί σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης διψούσαν για ασημένια νομίσματα -που θα πλήρωναν τους στρατούς, τους στόλους και τα λαμπρά τους παλάτια- η αξιοποίηση των κοιτασμάτων του Πόντου ανατέθηκε προοδευτικά σε πλέον ειδικευμένο και αφιερωμένο στο στόχο του εργατικό δυναμικό. Χριστιανικοί πληθυσμοί κλήθηκαν να μετοικήσουν στην πλουτοφόρα περιοχή και να μετατραπούν σε επαγγελματίες μεταλλωρύχους. Το δέλεαρ ήταν σημαντικά προνόμια εγγυημένα από το σουλτάνο και τους τοπικούς εκπροσώπους του. Οι έποικοι πήραν τον τίτλο του «μπεϊλικτσή». Δεν ήταν δούλοι ή πάροικοι κανενός και θεωρούνταν άνθρωποι που εργάζονταν απευθείας για λογαριασμό του σουλτάνου.
Οπωσδήποτε ήταν Χριστιανοί καθώς στο θρησκευτικοκοινωνικό καταμερισμό των εργασιών στην Αυτοκρατορία οι Μουσουλμάνοι είχαν, όπως είδαμε, άλλα καθήκοντα. Και καθώς χρειάζονταν πλήθη από αυτούς η περιοχή έγινε προορισμός ευρύτατων μεταναστευτικών ρευμάτων: Χριστιανοί από τα πλησίον παράλια της Μαύρης Θάλασσας αλλά και από όλη σχεδόν τη Μικρά Ασία έσπευδαν στα όρη του Πόντου για να εργαστούν στα μεταλλεία. Τα προνόμια και οι απολαβές πολλαπλασιάζονταν και τροφοδοτούσαν με επιχειρήματα τη μετανάστευση. Η εργασία στα μεταλλεία, στα «πλυντήρια» του μεταλλεύματος ή στους φούρνους της εκκαμίνευσης κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν.
Καθώς όμως οι εγκαταστάσεις των μεταλλουργών βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο οι επιδημίες και οι πυρετοί των πεδινών και των παράλιων έπλητταν λιγότερο αυτόν το χώρο και ισοσκέλιζαν τη δημογραφική ισορροπία. Οι μεταλλουργοί, οι «μπεϊλικτσήδες» ήταν απαλλαγμένοι από τον «κεφαλικό» φόρο που πλήρωναν οι υπόλοιποι Χριστιανοί και απαλλάσσονταν από τις ευκαιριακές «αγγαρείες» και τις άλλες επιπρόσθετες επιβαρύνσεις των «ραγιά». Καθώς μάλιστα μπορούσαν, με την απόδοσή τους, να αποκτήσουν πρόσθετες αμοιβές ή προνόμια πολύ γρήγορα έγιναν ένα είδος «εκλεκτών» στον Οθωμανικό κόσμο.
Προοδευτικά, η εργασία τους απέδιδε ολοένα και περισσότερα στο Αυτοκρατορικό ταμείο και, συνακόλουθα, βελτίωνε τη δική τους θέση και ζωή στο δύσκολο Οθωμανικό στερέωμα. Το 1546 στην Τζάντζα φαίνεται πως ιδρύθηκε νομισματοκοπείο για την επιτόπια παραγωγή αργυρών νομισμάτων και στις επόμενες δεκαετίες το θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης έκανε τακτική μνεία στα έσοδα που πρόσφερε η περιοχή. Οι οικισμοί των «μπεϊλικτσήδων» βελτιώθηκαν και προοδευτικά, μέσα στο 16ο αιώνα, στο χώρο των εργασιών δημιουργήθηκε μια ολόκληρη πολιτεία, η Γκιουμούζ Χανέ - το σπίτι του ασημιού. Εξυπακούεται ότι, παρά το Τουρκικο-Περσικό όνομά της, η νέα αυτή πόλη ήταν Χριστιανική.
Εκκλησίες χτίστηκαν, ενορίες οργανώθηκαν και, το 1617, επανασυστάθηκε η Επισκοπή της Χαλδίας, η οποία είχε χάσει τον τίτλο και την υπόστασή της από τον καιρό που αποσαρθρώθηκε η Βυζαντινή κυριαρχία στο χώρο. Η οργάνωση των εκκλησιαστικών αρχών περιόρισε -σε δημοκρατικότερη βάση- την επικυριαρχία των μοναστηριών και η εκκλησιαστική δομή άρχισε να εκπροσωπεί συμφέροντα των μεταλλουργών και της κοινωνίας παρά τα στενά -φεουδαλικά- συμφέροντα των μοναστηριακών ηγουμένων. Η προνομιακή θέση των μεταλλουργών δεν αποκτήθηκε χωρίς προστριβές, στο τοπικό επίπεδο.


Οι τοπικοί άρχοντες -οι μεγάλοι τιμαριούχοι των παραλιακών πεδιάδων του Πόντου, οι μπέηδες- αντιδρούσαν στους νέους ισχυρούς της μεταλλευτικής δραστηριότητας που, επιπλέον, ετύγχανε να είναι «άπιστοι». Μερικές φορές η σύγκρουση έπαιρνε αιματηρό χαρακτήρα, όπως το 1722 όταν δολοφονήθηκε ο Ουστάμπασης Ιωάννης Σαρακίτης. Η κεντρική διοίκηση της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε να επέμβει πολλές φορές για να αποκαταστήσει την τάξη και τις ισορροπίες, συνήθως σε όφελος των μεταλλουργών. Προοδευτικά δημιουργήθηκε ένα ειδικό καθεστώς διοίκησης στην περιοχή όπου ο εκπρόσωπος του σουλτάνου, ο Maden Emini (τοποτηρητής των μεταλλείων), ήταν ο ουσιαστικός κυβερνήτης της αργυροφόρου ζώνης.
Γύρω από αυτόν δημιουργήθηκε ένα άτυπο συμβούλιο ισχυρών αρχόντων, οι Madenci Usta Basi (οι Ουσταμπασήδες στη Ελληνική απόδοση του όρου). Επρόκειτο για τους αρχιμεταλλουργούς, οι οποίοι διηύθυναν είτε τις εργασίες της εξόρυξης του μεταλλεύματος είτε τις αντίστοιχες της επεξεργασίας και του καθαρισμού του. Στο σύνολό τους οι τελευταίοι ήταν Χριστιανοί. Το 16ο, το 17ο και το 18ο αιώνα αυτοί έγιναν οι πλέον σημαντικοί άρχοντες του Πόντου καθώς δεν στερούνταν ούτε πλούτου ούτε πολιτικής ισχύος. Οι αντιπροσωπείες που έστελναν ενίοτε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν είτε προστασία είτε πρόσθετα προνόμια πετύχαιναν, κατά κανόνα, τους στόχους τους - το ασήμι ήταν ακαταμάχητο επιχείρημα.
Το συμβούλιο των Ουσταμπασί θύμιζε στη λειτουργία και την ισχύ του τις σύγχρονες με αυτό Ιταλικές «δημοκρατίες», τη Βενετία για παράδειγμα, όπου οι πλούσιοι έμποροι μοιράζονταν τις ευθύνες της διακυβέρνησης της πόλης τους. Πραγματικά, οι εξουσίες τους δεν περιορίζονταν στα τεχνικά ζητήματα που σχετίζονταν με την εξόρυξη και την επεξεργασία του μεταλλεύματος. Συντόνιζαν καταρχήν έναν ευρύτερο οικονομικό χώρο από όπου και αντλούσαν ξυλεία για τις κατασκευές, καύσιμη ύλη, εργατικά χέρια για τις βοηθητικές εργασίες και τις μεταφορές, υποζύγια και άμαξες, υλικά οικοδόμησης, τρόφιμα για τις πολυάνθρωπες κοινότητες των μεταλλουργών και όλα όσα ήταν αναγκαία.
Επιπλέον, πέρα από τις μεταφορές, ήταν υποχρεωμένοι να συντονίζουν εκτεταμένα δίκτυα εμπορίου, είτε για το ίδιο το προϊόν των μεταλλείων τους είτε για όλα όσα ήταν απαραίτητα για τη ζωή της πόλης και της επαρχίας τους. Η πρωτεύουσα των Ουσταμπασήδων και ισχυρό κέντρο της τεχνικής και της οικονομικής εξουσίας τους ήταν η Γκιουμούζ Χανέ, «το σπίτι του ασημιού», η Αργυρούπολη. Για την ακρίβεια, το τελευταίο της όνομα, με το οποίο και καταγράφηκε στην Ιστορία του Ελληνισμού του Πόντου, ήταν μια πολύ καθυστερημένη κατασκευή. Πρωτοακούστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ίσως γύρω στο 1850, όταν η πνευματική ζωή των Ελλήνων κατοίκων της αναπτύχθηκε σε σημείο ώστε να βρίσκει ενοχλητικές τις προηγούμενες ονομασίες της πόλης.
Προγενέστερα οι Χριστιανοί Ελληνόφωνοι κάτοικοί της την ονόμαζαν απλώς Καν και τους κατοίκους της Κανέτες. Η πόλη βρισκόταν στο κέντρο της μεταλλευτικής περιοχής, ψηλά πάνω στα βουνά του Πόντου, σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρων. Από τη θέση της δέσποζε της πεδιάδας της Τραπεζούντας και των παραλίων που βρίσκονταν σε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα απόσταση. Η πόλη πολύ γρήγορα γιγαντώθηκε για τα μέτρα του τόπου και της εποχής. Ξεπέρασε γρήγορα τις 30.000 και στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα λέγεται ότι έφθασε τις 60.000.
Συγκριτικά οι μεγαλύτερες πόλεις της εποχής αυτής αριθμούσαν μόλις 5.000 έως 15.000 κατοίκους (π.χ. Πάτρα 15.000, Αθήνα 10.000 κ.λπ.) και μόνο πρωτεύουσες όπως η Κωνσταντινούπολη ή περιφερειακές μητροπόλεις όπως η Θεσσαλονίκη έφθαναν ή ξεπερνούσαν τέτοιους αριθμούς κατοίκων. Η ιδιαιτερότητα της Γκιουμούζ Χανέ (Αργυρούπολης) ήταν ο «βιομηχανικός» χαρακτήρας της. Πέρα από τους ασχολουμένους με την εξόρυξη και τις υποστηρικτικές σε αυτήν εργασίες δραστηριοποιούνταν εδώ τεχνίτες αργυροχοΐας και νομισματοκόποι με υψηλές προδιαγραφές στην τέχνη τους και ιδιαίτερα προχωρημένες δεξιότητες.
Η παραδοσιακή πρωτεύουσα του Πόντου, η Τραπεζούντα, επωφελήθηκε έμμεσα από τη μεταλλευτική δραστηριότητα των ορεινών. Πόλη εξαιρετικά πλούσια και ισχυρή στο παρελθόν, πρωτεύουσα της ομώνυμης Αυτοκρατορίας των Κομνηνών (1204 - 1461), σταθμός στο «δρόμο του μεταξιού», εμπορικό κέντρο των Ιταλικών πόλεων Γένοβας και Βενετίας με οικονομικά πλέγματα που απλώνονταν στον Καύκασο, στην Κεντρική Ασία αλλά και την Κιλικία, πνευματικό κέντρο, η πόλη είχε βαρύ παρελθόν έτσι ώστε να μην κινδυνέψει να επισκιαστεί από τη νεόκοπη δραστηριότητα των ορεινών. Σε τελευταία ανάλυση η Τραπεζούντα ήταν λιμάνι και διοικητικό κέντρο.
Και τα δύο αυτά ήταν απαραίτητα στην επικοινωνία της ορεινής Γκιουμούζ Χανέ με τον έξω κόσμο. Έχοντας διατηρήσει σε μεγάλο ποσοστό το χριστιανικό χαρακτήρα της, εξαιτίας των ναυτικών και εμπορικών της δραστηριοτήτων, υπήρξε ταυτόχρονα κέντρο ισχυρών μπεηρλεμπέηδων (Beylerbey), τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων σε στενή σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη και τα ανάκτορα των σουλτάνων. Ήταν η γενέτειρα πόλη του Σουλεϊμάν του Α' του Μεγαλοπρεπή (1495). Καθώς ο Πόντος ήταν πολυάνθρωπη επαρχία και στην Τραπεζούντα συγκεντρώνονταν οι πολεμικές φυλές των ορεινών και του εσωτερικού, η πόλη υπήρξε σημαντικό στρατολογικό κέντρο -όπως και στη Βυζαντινή εποχή- και τροφοδοτούσε με αξιόμαχους στρατιώτες την Υψηλή Πύλη.
Σε αυτές τις δύο πόλεις, την Γκιουμούζ Χανέ και την Τραπεζούντα, οι άρχοντες του ασημιού εγκατέστησαν τη δύναμή τους. Η τελευταία αποτυπώθηκε στην πνευματική ζωή των δύο αστικών κέντρων. Το 1682 κιόλας ο Σεβαστός Κομινήτης ίδρυσε το «Φροντιστήριο Τραπεζούντος», σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που μετεξελίχθηκε σε ονομαστό γυμνάσιο στους μετέπειτα αιώνες. Λίγα χρόνια αργότερα, η Γκιουμούζ Χανέ - Αργυρούπολη απέκτησε και αυτή ισάξιο, ως προς την ποιότητα και τη δόξα, εκπαιδευτήριο, το «Φροντιστήριον Αργυρουπόλεως» όπως αργότερα ονομάστηκε.
Η εξέλιξη των δύο ιδρυμάτων μέχρι τον καταιγιστικό σε αλλαγές 19ο αιώνα δεν υπήρξε φυσικά γραμμική και συνεχώς προοδευτική. Ισχυρές διαμάχες, ανάμεσα κυρίως σε εκκλησιαστικούς κύκλους, προκάλεσαν κραδασμούς στη λειτουργία τους χωρίς όμως να διακόψουν τη συνέχειά της. Στον εκκλησιαστικό τομέα, μέσα από τον οποίο, όπως είδαμε, εκφραζόταν και η πολιτική ισχύς των πλούσιων μεταλλουργών - Ουσταμπασί, οι εξελίξεις υπήρξαν επίσης σημαντικές. Όσο η γη του Πόντου έδινε το κλεισμένο στα σπλάχνα της ασήμι, ετούτοι οι «άπιστοι» -για το Οθωμανικό καθεστώς- ισχυροί όμως άρχοντες επένδυαν την πολιτική και την κοινωνική τους προβολή μέσα από την Εκκλησία.


Τα μοναστήρια του Πόντου απέκτησαν ασύγκριτη ακτινοβολία, οικονομική και πνευματική επιφάνεια μέσα από αυτήν τη μακρόχρονη και πλουτοφόρα σχέση. Η Εκκλησία της Χαλδίας -όπως ονομαζόταν στη Βυζαντινή περίοδο το Θέμα της περιοχής του Πόντου- γνώρισε εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη και ουσιαστικά κυριάρχησε στην εκκλησιαστική ιεραρχία στο Μικρασιατικό χώρο, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η ισχυρή δυναμική προκάλεσε ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις, ειδικά όταν ομάδες μεταλλουργών εγκαθίσταντο σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής ενδοχώρας για να αξιοποιήσουν νέα κοιτάσματα μεταλλευμάτων.
Οι εποικισμοί αυτοί κρατούσαν τους στενούς δεσμούς τους με τη Μητρόπολη της Χαλδίας αγνοώντας τις τοπικές αντίστοιχες. Αυτός ο εκκλησιαστικός «ιμπεριαλισμός» -εάν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι- προκάλεσε διαδοχικές συγκρούσεις με άλλες Μητροπόλεις, της Θεοδοσιούπολης (Ερζουρούμ), της Νεοκαισάρειας (Νικσάρ) ή του Ντιγιαρμπεκίρ. 
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε να παρέμβει και αυτό με τη σειρά του για να περιορίσει τις προστριβές ανάμεσα στους άρχοντες της Εκκλησίας. Η τελευταία είχε και αυτή ανάγκη το ασήμι του Πόντου.

πηγή:http://greekworldhistory.blogspot.gr/ 
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah