Αφήγηση του Χρυσόστομου Παυλίδη:
"Δυό μήνες πριν γίνει η καταστροφή της Σάντας, στις 8 Ιούλη του 1921 με πιάσανε οι Τούρκοι μέσ' στην Τραπεζούντα μαζί με πολλούς Τραπεζούντιους και χωρικούς της Γεμουράς και μας εκτόπισαν όλους στο εσωτερικό του Πόντου.
Kαι οι μεν παραλήδες Τραπεζούντιοι πέτυχαν με τον τρόπον που ξέρομε να παραμείνουν στο Ερζερούμ όπου έζησαν μια ζωή χαρισάμενη, ενώ εμείς οι φτωχοί υποφέραμε πολύ. Μας άφησαν μερικούς στο Ερζερούμ, μερικούς μας πήγανε στο Χούνους, στο Κίγ , στο Ερζιγκιάν κι αλλού βαθιά στο εσωτερικό της Μικρασίας. Εμένα και πολλούς άλλους μας πήγανε στο Χούνους, όπου ζούσαμε μια ζωή τρισάθλια που δεν περιγράφεται.
Το Χούνους ήταν πόλη Αρμένικη, μα μετά την σφαγή των Αρμενίων το κατέλαβαν οι Κούρδοι των περιχώρων. Μαζί με τους Κούρδους αυτούς μπήκαν στο Χούνους και λίγοι Τούρκοι, οι οποίοι μαζί με τους δημόσιους υπαλλήλους, με τον στρατό και την χωροφυλακή πέτυχαν να προσδώσουν Τούρκικη χροιά στην πόλη αυτή.
Στο Χούνους κατέφθασαν κατά τον Ιούλη του 1921 πολλοί εξόριστοι Τραπεζούντιοι, οι οποίοι με τα κεφάλαια που διέθεταν άνοιξαν λίγα μαγαζιά και έκαναν μερικές ευκολίες στους άλλους εξόριστους. Μερικούς από τους εξόριστους του Χούνους τους πήραν με κακό μάτι οι Τούρκικες Αρχές και τους εξόρισαν εκ δευτέρου στο εσωτερικό με την απόφαση να τους εξοντώσουν, μα οι εξόριστοι αυτοί ζήτησαν την επέμβαση μερικών προυχόντων Τούρκων που κατόρθωσαν να τους επαναφέρουν στο Χούνους και να αποτρέψουν τα περαιτέρω δεινά τους.
Πολλοί είχαμε και την υποψία μήπως μας σκοτώσουν σαν τους Αρμένιους και μας ρίξουν στον Ευφράτη ποταμό. Άμα φτάσαμε στο Χούνους μας τριγύρισαν από περιέργεια οι κάτοικοι. Ρωτούσαν αυτοί τους χωροφύλακες για μας κι οι χωροφύλακες τους λέγανε ψέματα πως είμαστε Γιουνάνηδες αιχμάλωτοι πολέμου πιασμένοι στο Εσκή Σεχίρ. Αυτή την ψευτιά την λέγανε για να φανατίσουν περισσότερο το πλήθος εναντίον μας και πραγματικά το πλήθος στο άκουσμα αυτό μουρμούριζε και κουνούσε το κεφάλι απειλητικά. Μας κατέγραψαν και μας έβαλαν σ' ένα ελεεινό κτίριο της Δημαρχίας. Το κρύο μας πέθανε κι εμείς αναγκασθήκαμε να κοιμηθούμε πάνω στο χώμα δίχως στρώματα, δίχως σόμπα , δίχως φωτισμό.
Αυτή η κατάσταση βάσταξε βδομάδες ολόκληρες και τέλος βρέθηκαν μερικοί Τούρκοι υπάλληλοι της Δημαρχίας σπλαχνικοί που μας μετέφεραν σε άλλο κτίριο υποφερτό, όπου μας επέτρεψαν να ανάψουμε φωτιά. Ήμασταν υποχρεωμένοι κάθε πρωί να δίνουμε το παρών στην Αστυνομία. Επιπλέον μας αγγάρεψαν να φτιάξουμε στην κεντρική αγορά τοίχους, γεφύρια και οτιδήποτε άλλο. Τα περισσότερα μαρτύρια υποφέραμε εγώ, ο Χρήστος Τεντέλ και ο Κοσμάς Λιανίδης που δουλεύαμε αγγαρεία πολλές μέρες θεονήστικοι, ξυπόλητοι, γυμνοί και ψειριάρηδες. Επί τέλους ο θεός μας λυπήθηκε και ήρθαν στο κατάλυμα μας μερικοί Τούρκοι του Χούνους εύποροι, που μας απέσυραν από την αγγαρεία και μας έβαλαν να κάνουμε κάτι επιδιορθώσεις των σπιτιών τους που τις καταφέραμε, αν και δεν ήμασταν ειδικευμένοι μαστόροι.
Στην εξορία μας αυτή μας έγινε κάτι το εκπληκτικό. Όλοι εμείς οι φτωχοί εξόριστοι κατεβαίναμε στον Ευφράτη ποταμό κι αφού κλαίγαμε για τα δεινά της εξορίας μας φροντίζαμε κατόπιν για την καθαριότητά μας πλένοντας τα ρούχα μας και κάνοντας το λουτρό μας στον Ευφράτη. Λοιπόν η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως Ιστορία του Ισραήλ. Στις όχθες του ποταμού Βαβυλώνος (του Ευφράτη) καθήσαμε και κλάψαμε, λέει ο Ιερεμίας και στις όχθες του ίδιου ποταμού καθίσαμε κι εμείς ,οι εξόριστοι και κλάψαμε.
Εκεί που εμείς οι εξόριστοι άνδρες Σανταίοι και άλλοι κυλούσαμε τις μέρες μας στο Χούνους μεταξύ ζωής και θανάτου, να και μας ήρθαν γυναικόπαιδα εξόριστα. θεέ μου, τι βλέπω! Ήσαν γυναικόπαιδα της Σάντας, του χωριού μου, με μεγάλο φορτίο στην πλάτη από ρούχα, στρώματα κ.λπ. ξυπόλητα, ρακένδυτα, κιτρινιάρικα από την πείνα και την εξάντληση, γιατί πεζοπόρησαν 300 χιλιόμετρα! Αίσχος σας Γάλλοι και Ιταλοί, που αφήσατε στα χέρια ενός άγριου τυράννου τον ευγενέστερο και ενδοξότερο λαό της γης!
Απορώ πως δεν παραφρόνησα στη στιγμή που αντίκρισα τα αξιοθρήνητα αυτά πλάσματα! Ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες εξόριστων γυναικόπαιδων και ανδρών θυμούμαι μερικούς: Τον Ισαάκ Πελαγίδη, τον Ηλία Πελαγίδη, την Πελαγιδάβα, τον Κοσμά Λιανίδη, την Παρθένα Τσουμπάν, την Κυριακή Σιονάρα με την νύφη της Μαρία, την μητέρα του Γιάννη Κουφατζή Ελένη με την νύφη της Κυριακή, την Ελένη Κουφατζή του Ισαάκ, τον Χρήστο Τεντέλ, την Μαρία Καλογέρ με τον άντρα της τον Γιάννη, την Αλχαζίνα, την Ειρήνη Γωνιάδη, την Κυριακή Γωνιάδη, τον Παπά Αναστάση Καλαΐτσίδη, τον παπά Θεόδωρο Οράχ, τον παπά Αναστάση Οράχ, τον Αβραάμ Γιαλαμά, τον Γιάννη Πιστοφίδη, τον Αλκιβιάδη Τοπαλίδη, τον Ευριπίδη Χειμωνίδη, την Ελένη Νυμφοπούλου, τον Θεόδωρο Γιαλαμά, τον Γιάννη Πιστοφίδη, τον Παύλο Χρυσοστομίδη, τον Χριστόφορο Βενετικίδη, τον Χρήστο Πολιτίδη, τον Νικόλαο Πολιτίδη κ.ά. Οι τρεις παραπάνω εξόριστοι ιερείς μας, ο Παπά Θεόδωρος Οράχ, ο Παπά Αναστάσης Οράχ και ο Παπά Αναστάσης Καλαϊτσίδης λειτουργούσαν κάποτε μέσα σ’ ένα δωμάτιο και παρηγορούσαν κατά τι τα ευσεβή πλην δυστυχισμένα γυναικόπαιδα της Σάντας.
Οι τούρκικες αρχές έριξαν επί τέλους τους εξόριστους αυτούς σε κάτι παγερούς στρατώνες. Εκεί υπέφεραν απ' το κρύο και την πείνα. Εκεί πέθαναν από αρρώστιες και κακουχίες oι Ισαάκ Πελαγιδης δικηγόρος, Άγγελος Πελαγίδης, Κοσμάς Λιανίδης, Κυριακή Σιονάρα, η μητέρα του Κουφατζή, η Ελένη Κουφατζή του Ισαάκ, η Μαρία Καλογέρ, ο άντρας της Γιάννης, η Κυριακή Γωνιάδου, ο Παπά Αναστάσης Καλαϊτσίδης, ο Παπά Θεόδωρος Οράχ, ο Αβραάμ Γιαλαμάς, ο Γιάννης Πιστοφίδης κ.ά.
Ελάχιστοι ήσαν οι εξόριστοι που είχαν λίγα λεφτά και επαρκούσαν στο ψωμί τους, οι άλλοι οι περισσότεροι δεν είχαν που την κεφαλήν κλίναι. Τα γυναικόπαιδα μας της Σάντας προπαντός απροστάτευτα σχεδόν και απεριποίητα ήσαν εκ των προτέρων καταδικασμένα σε θάνατο! Και στο Ερζερούμ είχαμε χιλιάδες εξόριστα γυναικόπαιδα της Σάντας, μα αυτά τα προστάτεψαν αρκετά οι εξόριστοι τής Ερζερούμ Τραπεζούντιοι, και έτσι δεν υπέκυψαν στην πείνα.
Εγώ προσωπικά έπαθα πολλά. Μπήκα πρώτα υπηρέτης σ’ ένα σπίτι Τούρκου Αγά. Του έφερνα το νερό του σπιτιού, του έκοβα ξύλα και του έκανα τόσες άλλες δουλειές, και όμως δεν με πλήρωνε ούτε δεκάρα. Με πόνεσε η Αρμένισα υπηρέτριά του, έκλεψε πολλές φορές ψωμί και καπνό και μου τάδωσε. Μια μέρα πηγαίνω βρίσκω το αφεντικό μου και του ζητώ τα μεροδούλια μου. Αυτός σαν σκληρός και ασυνείδητος που ήταν με κοίταξε περιφρονητικά και μου είπε: «Βρε γκιαούρη δεν φτάνει που σε ταγίζω θέλεις και ρέστα. Αντίς για μεροκάματο ετοίμασε το κρεβάτι σου για το αχούρι μου.
θα πλαγιάσεις εκεί όλη τη νύχτα να φυλάξεις τα ζώα μου. Σε βεβαιώ όλοι σας είστε πουλημένοι σε μας. Σε αγόρασα από το κράτος και θα σ' έχω υπηρέτη αιώνια. Μην νομίσετε πως θα γυρίσετε στα μέρη σας. Οχι. Έδώ είναι η παντοτινή σας κατοικία».
Ο εξευτελισμός μου αυτός από ένα τέρας με μορφή ανθρώπου με τσάκισε και δεν ήξερα τι να κάνω! Να τον σκοτώσω τον κερατά, ή να αυτοκτονήσω! Έστρωσα το κρεβάτι μου στο αχούρι και την βραδιά εκείνη μου φάνηκε πώς μου έφυγε το μυαλό!! Ούτε οικογένεια είχα κοντά μου, ούτε φίλους, ούτε σπίτι, ούτε περιουσία! Θα ζούσα μέσα σ' ένα αχούρι σαν σκλάβος του Μεσαίωνα στα χέρια τυράννων. Μου φάνηκε τότε πως δεν υπάρχει θεός στον κόσμο!
Αφού πλάγιασα κάμποσες νύχτες στον στάβλο, πήγα μια μέρα στην αγορά και βρήκα τους φίλους μου Χρήστο Τεντέλ, Ισαάκ Πελαγίδη και Γιάννη Πιστοφίδη, οι οποίοι ήθελαν ν’ ανοίξουν συνεταιρικά ένα φούρνο που ήταν ιδιοκτησία του ισχυρότερου Αγά του Χούνους και τους λέω: «Πάρτε με κι εμένα στον φούρνο σας συνέταιρο. Έχω και λίγα λεφτουδάκια ως 35 πανκανότες, που θα σας ευκολύνουν λιγάκι στη δουλειά σας. Θα σας παρακαλέσω όμως να πείτε του Αγά να με σώσει από τα νύχια του αφεντικού μου, του οποίου τα ζώα φυλάγω κάθε νύχτα στον στάβλο».
Οι φίλοι μου αυτοί ως τότε δεν βρήκαν λεφτά και σκέφτηκαν να διαλύσουν τον συνεταιρισμό τους, μόλις όμως τους μίλησα πήγαν και παρακάλεσαν τον Αγά να με προστατέψει και την ίδια μέρα αγοράσαμε άλευρα με τα δικά μου τα λεφτά κι ανοίξαμε τον φούρνο. Το βράδυ της ίδιας μέρας, 21 του Νοέμβρη 1921, έρχεται το αφεντικό μου που ήταν γραμματέας της διοίκησης και με διατάζει απειλητικά να πάω να κοιμηθώ στο αχούρι. Μόλις του είπα πως δεν μπορώ να πάω γιατί έχω δουλειά στο φούρνο του Μουσταφά αγά αποπειράθηκε να με δείρει μ' έβρισε και μου είπε: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Τι αγάδες μου λες; θα σε χώσω μέσα, ετοιμάσου».
Φοβήθηκα και πήγα στο αχούρι όπου κοιμήθηκα δίχως στρώμα. Το πρωί που ξύπνησα έκανα όλες τις δουλειές του αφεντικού όπως πριν και ξαναπήγα στον φούρνο. Έξαφνα έρχεται στον φούρνο ένας βλοσυρός χωροφύλακας με σημείωμα στο χέρι και ρωτά: «Ποιος είναι εδώ ο αριθμός 91; ». Του απάντησα πως είμαι εγώ "Κατέβα γλήγορα κερατά " μου είπε «που άφησες το σπίτι του αγά και έφυγες; Εμπρός!»
Και τότε με κλωτσιές και βρισιές μ' έριξε έξω από τον φούρνο, μ’ έφερε στο σπίτι του αφεντικού μου και μ' έσπρωξε μέσα λέγοντας: «Αν τολμάς γκιαούρη και βγαίνεις στο εξής έξω από δώ, θα πάει το κεφάλι σου». Από πάνω άκουσε η χανούμισσα του αφεντικού κι' άρχισε η σκρόφα αυτή να φωνάζει και να λέει «Ούλαν ετεπσίζ (αδιάντροπε) ερίφ χωρίς νερό μας άφησες. Ας έρθει το αφεντικό να δεις πως θα σου σπάσει τα πλευρά σου για να βάλεις γνώση". Εγώ τότε μπήκα στη συλλογή: Τι να κάνω; Που να σταθώ; Πως να ζήσω; Αν ζήσω μεσ' στ' αχούρι θα πεθάνω απ' τις βρωμιές και την κακοπέραση. Αν φύγω απ' τ' αχούρι θα με σκοτώσει αυτό το γαϊδούρι. θεέ μου, τι θα γίνω;
Τότε σαν από μηχανής θεός, ο Κοσμάς Λιανίδης ήρθε να με επισκεφθεί και είδε τα χάλια μου. Έτρεξε τότε στους συνεταίρους μου και τους τα είπε όλα. Οι συνεταίροι μου έτρεξαν τότε στον Μουσταφά Αγά που ήταν μιλημένος από πριν. Ο Μουσταφάς Αγάς ήρθε στο σπίτι του αφεντικού μου, χτύπησε την πόρτα είδε την χανούμισα και φώναξε: «Χανούμ γιατί κρατάτε εδώ τον δικό μου μάστορη; βγάλτε τον να πάει στη δουλειά του». Η χανούμισα αρνήθηκε, κι ο Μουσταφά αγάς έφυγε οργισμένος. Ύστερα από λίγη ώρα ο Μουσταφα Αγάς περιμάζεψε το αφεντικό μου και μαζί οι δυο ήρθαν στο σπίτι. Εκεί μπροστά στην Χανούμ λέει ο Μουσταφά Αγάς: «Ούλαν ετεπσίζ ερίφ ποιος σου 'δωσε το δικαίωμα ν’ αποσύρεις τον μάστορή μου από τον πάγκο του φούρνου μου;» Ύστερα γύρισε σ' εμένα και μου είπε: «Τώρα μάστορη πάρε, ότι έχεις εδώ και τράβα στη δουλειά σου. Να ξέρεις ότι στο εξής είσαι υπό την προστασία μου». Το αφεντικό μου και η Χανούμ απολιθώθηκαν και έτσι έφυγα και βρήκα την ελευθερία μου.
Κοντά στην τόση μας κακοπέραση μας επισκέφθηκε κι ο εξανθηματικος τύφος. Με τις συνθήκες που ζούσαμε εμείς και τα γυναικόπαιδα στην εξορία μας έκανε φοβερή θραύση ο τύφος.
Η αρρώστια αυτή άρχισε από τα γυναικόπαιδα και προχώρησε αστραπιαία. Η αστυνομία πήρε τότε αυστηρά μέτρα για να μην διαδοθεί η αρρώστια στο εντόπιο στοιχείο. Το τι έγινε σε κείνες τις δύσκολες μέρες δεν περιγράφεται. Ούτε φάρμακα, ούτε γιατροί, ούτε λεφτά, ούτε τροφή. Γενική εξαθλίωση, δυστυχία αφάνταστη! Η μάννα έκλαιγε το παιδί και το παιδί την μάννα! Τα μέλη μιας οικογένειας βλέπανε το ένα το άλλο να ψυχορραγούν και ήταν απερίγραπτος ο καημός τους που δεν μπορούσαν να προμηθέψουν στους άρρωστους τους κανένα καθάρσιο ή κανένα κινίνο ή τέλος κανένα ψευτοφάρμακο για παρηγοριά δική τους και του άρρωστου. Και η καθεμιά γυναικούλα αγκάλιαζε τον άρρωστο της με αφάνταστη οδύνη μεγαλοποιημένη από την σκέψη πως βρέθηκε στην εξορία και δεν κατόρθωσε να περιποιηθεί τον άρρωστο και να του δώσει την πρέπουσα Ιατρική περίθαλψη.
Τα μοιρολόγια της εξορίας ήσαν τελείως διαφορετικά από εκείνα της Σάντας γιατί στη Σάντα οι μητέρες ύστερα από την περιποίηση που έκαναν στα παιδιά τους και στους σπιτικούς τους απέδιδαν τον θάνατο τους στο πεπρωμένο και με την σκέψη αυτή παρηγοριόνταν, ενώ στην εξορία ήσαν βέβαιες πως πέθαιναν άδικα τα αγαπημένα τους πρόσωπα και δεν έπαιρναν παρηγοριά.
Άντρες και γυναικόπαιδα αρρώστησαν όλοι μαζί μέσα σε λίγες μέρες, έτσι δε δεν ήταν δυνατόν οι άρρωστοι να βρουν έστω και μια στοιχειώδη περιποίηση και πέθαιναν πολλοί, παρά πολλοί. Γι’ αυτόν τον λόγο το πένθος των επιζώντων συγγενών και σπιτικών ήταν βαρύ, βαρύτατο, πέτρα, μολύβι! Μαζί με την θλιβερή ανάμνηση των αγαπημένων νεκρών στριφογύριζε για πολλά χρόνια στο μυαλό των συγγενών που επέζησαν και η πικρή ανάμνηση της θλιβερής εξορίας, που δεν είδε όμοια της ο κόσμος, εξορίας που ατίμασε την ανθρωπότητα.
Επειδή ο τύφος μεταδιδόταν από την ψείρα, όλες σχεδόν οι εξόριστες γυναικούλες της Σάντας φρόντιζαν να περικόψουν το έξοδο του ψωμιού τους και με τα λεφτά αυτά να προμηθευτούν λίγα καυσόξυλα για να ζεσταθούν και να πλένουν τα ρούχα τους, τα οποία κατόπιν τα έβαζαν στον φούρνο για να στεγνώσουν και ν' απολυμανθούν συγχρόνως. Η αστυνομία απαγόρευσε την τέτοιου είδους απολύμανση, και οι άμοιρες γυναικούλες μας ήσαν απαρηγόρητες γι' αυτό.
Εγώ μυστικά βοηθούσα τις γυναικούλες να βάζουν τα ρούχα τους στον φούρνο, και πάνω σ’ αυτό μου κόλλησε ο εξανθηματικός. Αν και άρρωστος στάθηκα τρεις μέρες στον πάγκο του φούρνου και πουλούσα ψωμί. Μετά τρεις μέρες με απέσυραν οι συνεταίροι μου απ' τον πάγκο, γιατί δεν ήξερα τι έκανα. Πλάγιασα 15 μέρες και σ’ αυτό το διάστημα όλο παραληρούσα. Οι συνεταίροι μου υποψιάστηκαν μήπως πεθαίνω και πήγαν και μου άνοιξαν το μνήμα. Λίγες μέρες ύστερα από μένα αρρώστησε από εξανθηματικό ο Ισαάκ Πελαγίδης και πέθανε και τον θάψανε στο δικό μου μνήμα. Ύστερα από τον Ισαάκ αρρώστησε κι ο Κοσμάς Λιανίδης. Η Αστυνομία έμαθε τις αρρώστιες και τους θανάτους μας και έσπευδε στον φούρνο. Διέταξε να ξεσηκώσουν όλους μας τους άρρωστους από κει και να μας φέρουν στους στρατώνες. Ο φούρνος έκλεισε, και ο μόνος υγιής συνεταίρος μας Χρήστος Τεντέλ τσέπωσε όλα τα λεφτά, και σε μένα άφησε μονάχα 100 δράμια ζάχαρη και λίγο πετρέλαιο, γιατί είδε τα χάλια μου και φανταζόταν πως σε λίγες μέρες θα τα ξοφλούσα με τον Χάρο. Τη μέρα που μας μετέφεραν στους στρατώνες είχαμε χιόνια άφθονα και κρύο 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Πέσαμε αναίσθητοι στους στρατώνες. Μας έριξαν σε μια κόχη του κτιρίου όπου άναβε μια φωτιά πολύ αδύνατη. Δίπλα στη φωτιά ήταν πλαγιασμένη η Σιονάρα που ψυχορραγούσε.
Γύρω απ' αυτήν πλάγιαζαν άρρωστες η Κυριακή Κουφατζή, η Αλχαζίνα, η Ελένη του Ισαάκ Κουφατζή και πολλοί άλλοι άντρες και γυναίκες. Όλοι αυτοί οι άρρωστοι ξέχασαν το λογικό τους από τον ψηλό πυρετό και από την μεγάλη εξάντληση. Πολλοί απ' αυτούς εκεί που ήσαν πλαγιασμένοι στα πάτωμα πάνω σε κουρέλια τα "έκαναν πάνω τους" μπροστά σ' όλους, χωρίς να ξέρουν που βρίσκονται και τι κάνουν.
Τους περιμάζεψαν τότε μερικοί που βρίσκονταν σε ανάρρωση, άναψαν φωτιά για χάρη τους, τους ζέσταναν, τους έκαναν τσάι και έτσι γλύτωσαν μερικούς από τον θάνατο.
"Δυό μήνες πριν γίνει η καταστροφή της Σάντας, στις 8 Ιούλη του 1921 με πιάσανε οι Τούρκοι μέσ' στην Τραπεζούντα μαζί με πολλούς Τραπεζούντιους και χωρικούς της Γεμουράς και μας εκτόπισαν όλους στο εσωτερικό του Πόντου.
Kαι οι μεν παραλήδες Τραπεζούντιοι πέτυχαν με τον τρόπον που ξέρομε να παραμείνουν στο Ερζερούμ όπου έζησαν μια ζωή χαρισάμενη, ενώ εμείς οι φτωχοί υποφέραμε πολύ. Μας άφησαν μερικούς στο Ερζερούμ, μερικούς μας πήγανε στο Χούνους, στο Κίγ , στο Ερζιγκιάν κι αλλού βαθιά στο εσωτερικό της Μικρασίας. Εμένα και πολλούς άλλους μας πήγανε στο Χούνους, όπου ζούσαμε μια ζωή τρισάθλια που δεν περιγράφεται.
Το Χούνους ήταν πόλη Αρμένικη, μα μετά την σφαγή των Αρμενίων το κατέλαβαν οι Κούρδοι των περιχώρων. Μαζί με τους Κούρδους αυτούς μπήκαν στο Χούνους και λίγοι Τούρκοι, οι οποίοι μαζί με τους δημόσιους υπαλλήλους, με τον στρατό και την χωροφυλακή πέτυχαν να προσδώσουν Τούρκικη χροιά στην πόλη αυτή.
Στο Χούνους κατέφθασαν κατά τον Ιούλη του 1921 πολλοί εξόριστοι Τραπεζούντιοι, οι οποίοι με τα κεφάλαια που διέθεταν άνοιξαν λίγα μαγαζιά και έκαναν μερικές ευκολίες στους άλλους εξόριστους. Μερικούς από τους εξόριστους του Χούνους τους πήραν με κακό μάτι οι Τούρκικες Αρχές και τους εξόρισαν εκ δευτέρου στο εσωτερικό με την απόφαση να τους εξοντώσουν, μα οι εξόριστοι αυτοί ζήτησαν την επέμβαση μερικών προυχόντων Τούρκων που κατόρθωσαν να τους επαναφέρουν στο Χούνους και να αποτρέψουν τα περαιτέρω δεινά τους.
Πολλοί είχαμε και την υποψία μήπως μας σκοτώσουν σαν τους Αρμένιους και μας ρίξουν στον Ευφράτη ποταμό. Άμα φτάσαμε στο Χούνους μας τριγύρισαν από περιέργεια οι κάτοικοι. Ρωτούσαν αυτοί τους χωροφύλακες για μας κι οι χωροφύλακες τους λέγανε ψέματα πως είμαστε Γιουνάνηδες αιχμάλωτοι πολέμου πιασμένοι στο Εσκή Σεχίρ. Αυτή την ψευτιά την λέγανε για να φανατίσουν περισσότερο το πλήθος εναντίον μας και πραγματικά το πλήθος στο άκουσμα αυτό μουρμούριζε και κουνούσε το κεφάλι απειλητικά. Μας κατέγραψαν και μας έβαλαν σ' ένα ελεεινό κτίριο της Δημαρχίας. Το κρύο μας πέθανε κι εμείς αναγκασθήκαμε να κοιμηθούμε πάνω στο χώμα δίχως στρώματα, δίχως σόμπα , δίχως φωτισμό.
Αυτή η κατάσταση βάσταξε βδομάδες ολόκληρες και τέλος βρέθηκαν μερικοί Τούρκοι υπάλληλοι της Δημαρχίας σπλαχνικοί που μας μετέφεραν σε άλλο κτίριο υποφερτό, όπου μας επέτρεψαν να ανάψουμε φωτιά. Ήμασταν υποχρεωμένοι κάθε πρωί να δίνουμε το παρών στην Αστυνομία. Επιπλέον μας αγγάρεψαν να φτιάξουμε στην κεντρική αγορά τοίχους, γεφύρια και οτιδήποτε άλλο. Τα περισσότερα μαρτύρια υποφέραμε εγώ, ο Χρήστος Τεντέλ και ο Κοσμάς Λιανίδης που δουλεύαμε αγγαρεία πολλές μέρες θεονήστικοι, ξυπόλητοι, γυμνοί και ψειριάρηδες. Επί τέλους ο θεός μας λυπήθηκε και ήρθαν στο κατάλυμα μας μερικοί Τούρκοι του Χούνους εύποροι, που μας απέσυραν από την αγγαρεία και μας έβαλαν να κάνουμε κάτι επιδιορθώσεις των σπιτιών τους που τις καταφέραμε, αν και δεν ήμασταν ειδικευμένοι μαστόροι.
Στην εξορία μας αυτή μας έγινε κάτι το εκπληκτικό. Όλοι εμείς οι φτωχοί εξόριστοι κατεβαίναμε στον Ευφράτη ποταμό κι αφού κλαίγαμε για τα δεινά της εξορίας μας φροντίζαμε κατόπιν για την καθαριότητά μας πλένοντας τα ρούχα μας και κάνοντας το λουτρό μας στον Ευφράτη. Λοιπόν η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως Ιστορία του Ισραήλ. Στις όχθες του ποταμού Βαβυλώνος (του Ευφράτη) καθήσαμε και κλάψαμε, λέει ο Ιερεμίας και στις όχθες του ίδιου ποταμού καθίσαμε κι εμείς ,οι εξόριστοι και κλάψαμε.
Εκεί που εμείς οι εξόριστοι άνδρες Σανταίοι και άλλοι κυλούσαμε τις μέρες μας στο Χούνους μεταξύ ζωής και θανάτου, να και μας ήρθαν γυναικόπαιδα εξόριστα. θεέ μου, τι βλέπω! Ήσαν γυναικόπαιδα της Σάντας, του χωριού μου, με μεγάλο φορτίο στην πλάτη από ρούχα, στρώματα κ.λπ. ξυπόλητα, ρακένδυτα, κιτρινιάρικα από την πείνα και την εξάντληση, γιατί πεζοπόρησαν 300 χιλιόμετρα! Αίσχος σας Γάλλοι και Ιταλοί, που αφήσατε στα χέρια ενός άγριου τυράννου τον ευγενέστερο και ενδοξότερο λαό της γης!
Απορώ πως δεν παραφρόνησα στη στιγμή που αντίκρισα τα αξιοθρήνητα αυτά πλάσματα! Ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες εξόριστων γυναικόπαιδων και ανδρών θυμούμαι μερικούς: Τον Ισαάκ Πελαγίδη, τον Ηλία Πελαγίδη, την Πελαγιδάβα, τον Κοσμά Λιανίδη, την Παρθένα Τσουμπάν, την Κυριακή Σιονάρα με την νύφη της Μαρία, την μητέρα του Γιάννη Κουφατζή Ελένη με την νύφη της Κυριακή, την Ελένη Κουφατζή του Ισαάκ, τον Χρήστο Τεντέλ, την Μαρία Καλογέρ με τον άντρα της τον Γιάννη, την Αλχαζίνα, την Ειρήνη Γωνιάδη, την Κυριακή Γωνιάδη, τον Παπά Αναστάση Καλαΐτσίδη, τον παπά Θεόδωρο Οράχ, τον παπά Αναστάση Οράχ, τον Αβραάμ Γιαλαμά, τον Γιάννη Πιστοφίδη, τον Αλκιβιάδη Τοπαλίδη, τον Ευριπίδη Χειμωνίδη, την Ελένη Νυμφοπούλου, τον Θεόδωρο Γιαλαμά, τον Γιάννη Πιστοφίδη, τον Παύλο Χρυσοστομίδη, τον Χριστόφορο Βενετικίδη, τον Χρήστο Πολιτίδη, τον Νικόλαο Πολιτίδη κ.ά. Οι τρεις παραπάνω εξόριστοι ιερείς μας, ο Παπά Θεόδωρος Οράχ, ο Παπά Αναστάσης Οράχ και ο Παπά Αναστάσης Καλαϊτσίδης λειτουργούσαν κάποτε μέσα σ’ ένα δωμάτιο και παρηγορούσαν κατά τι τα ευσεβή πλην δυστυχισμένα γυναικόπαιδα της Σάντας.
Οι τούρκικες αρχές έριξαν επί τέλους τους εξόριστους αυτούς σε κάτι παγερούς στρατώνες. Εκεί υπέφεραν απ' το κρύο και την πείνα. Εκεί πέθαναν από αρρώστιες και κακουχίες oι Ισαάκ Πελαγιδης δικηγόρος, Άγγελος Πελαγίδης, Κοσμάς Λιανίδης, Κυριακή Σιονάρα, η μητέρα του Κουφατζή, η Ελένη Κουφατζή του Ισαάκ, η Μαρία Καλογέρ, ο άντρας της Γιάννης, η Κυριακή Γωνιάδου, ο Παπά Αναστάσης Καλαϊτσίδης, ο Παπά Θεόδωρος Οράχ, ο Αβραάμ Γιαλαμάς, ο Γιάννης Πιστοφίδης κ.ά.
Ελάχιστοι ήσαν οι εξόριστοι που είχαν λίγα λεφτά και επαρκούσαν στο ψωμί τους, οι άλλοι οι περισσότεροι δεν είχαν που την κεφαλήν κλίναι. Τα γυναικόπαιδα μας της Σάντας προπαντός απροστάτευτα σχεδόν και απεριποίητα ήσαν εκ των προτέρων καταδικασμένα σε θάνατο! Και στο Ερζερούμ είχαμε χιλιάδες εξόριστα γυναικόπαιδα της Σάντας, μα αυτά τα προστάτεψαν αρκετά οι εξόριστοι τής Ερζερούμ Τραπεζούντιοι, και έτσι δεν υπέκυψαν στην πείνα.
Εγώ προσωπικά έπαθα πολλά. Μπήκα πρώτα υπηρέτης σ’ ένα σπίτι Τούρκου Αγά. Του έφερνα το νερό του σπιτιού, του έκοβα ξύλα και του έκανα τόσες άλλες δουλειές, και όμως δεν με πλήρωνε ούτε δεκάρα. Με πόνεσε η Αρμένισα υπηρέτριά του, έκλεψε πολλές φορές ψωμί και καπνό και μου τάδωσε. Μια μέρα πηγαίνω βρίσκω το αφεντικό μου και του ζητώ τα μεροδούλια μου. Αυτός σαν σκληρός και ασυνείδητος που ήταν με κοίταξε περιφρονητικά και μου είπε: «Βρε γκιαούρη δεν φτάνει που σε ταγίζω θέλεις και ρέστα. Αντίς για μεροκάματο ετοίμασε το κρεβάτι σου για το αχούρι μου.
θα πλαγιάσεις εκεί όλη τη νύχτα να φυλάξεις τα ζώα μου. Σε βεβαιώ όλοι σας είστε πουλημένοι σε μας. Σε αγόρασα από το κράτος και θα σ' έχω υπηρέτη αιώνια. Μην νομίσετε πως θα γυρίσετε στα μέρη σας. Οχι. Έδώ είναι η παντοτινή σας κατοικία».
Ο εξευτελισμός μου αυτός από ένα τέρας με μορφή ανθρώπου με τσάκισε και δεν ήξερα τι να κάνω! Να τον σκοτώσω τον κερατά, ή να αυτοκτονήσω! Έστρωσα το κρεβάτι μου στο αχούρι και την βραδιά εκείνη μου φάνηκε πώς μου έφυγε το μυαλό!! Ούτε οικογένεια είχα κοντά μου, ούτε φίλους, ούτε σπίτι, ούτε περιουσία! Θα ζούσα μέσα σ' ένα αχούρι σαν σκλάβος του Μεσαίωνα στα χέρια τυράννων. Μου φάνηκε τότε πως δεν υπάρχει θεός στον κόσμο!
Αφού πλάγιασα κάμποσες νύχτες στον στάβλο, πήγα μια μέρα στην αγορά και βρήκα τους φίλους μου Χρήστο Τεντέλ, Ισαάκ Πελαγίδη και Γιάννη Πιστοφίδη, οι οποίοι ήθελαν ν’ ανοίξουν συνεταιρικά ένα φούρνο που ήταν ιδιοκτησία του ισχυρότερου Αγά του Χούνους και τους λέω: «Πάρτε με κι εμένα στον φούρνο σας συνέταιρο. Έχω και λίγα λεφτουδάκια ως 35 πανκανότες, που θα σας ευκολύνουν λιγάκι στη δουλειά σας. Θα σας παρακαλέσω όμως να πείτε του Αγά να με σώσει από τα νύχια του αφεντικού μου, του οποίου τα ζώα φυλάγω κάθε νύχτα στον στάβλο».
Οι φίλοι μου αυτοί ως τότε δεν βρήκαν λεφτά και σκέφτηκαν να διαλύσουν τον συνεταιρισμό τους, μόλις όμως τους μίλησα πήγαν και παρακάλεσαν τον Αγά να με προστατέψει και την ίδια μέρα αγοράσαμε άλευρα με τα δικά μου τα λεφτά κι ανοίξαμε τον φούρνο. Το βράδυ της ίδιας μέρας, 21 του Νοέμβρη 1921, έρχεται το αφεντικό μου που ήταν γραμματέας της διοίκησης και με διατάζει απειλητικά να πάω να κοιμηθώ στο αχούρι. Μόλις του είπα πως δεν μπορώ να πάω γιατί έχω δουλειά στο φούρνο του Μουσταφά αγά αποπειράθηκε να με δείρει μ' έβρισε και μου είπε: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Τι αγάδες μου λες; θα σε χώσω μέσα, ετοιμάσου».
Φοβήθηκα και πήγα στο αχούρι όπου κοιμήθηκα δίχως στρώμα. Το πρωί που ξύπνησα έκανα όλες τις δουλειές του αφεντικού όπως πριν και ξαναπήγα στον φούρνο. Έξαφνα έρχεται στον φούρνο ένας βλοσυρός χωροφύλακας με σημείωμα στο χέρι και ρωτά: «Ποιος είναι εδώ ο αριθμός 91; ». Του απάντησα πως είμαι εγώ "Κατέβα γλήγορα κερατά " μου είπε «που άφησες το σπίτι του αγά και έφυγες; Εμπρός!»
Και τότε με κλωτσιές και βρισιές μ' έριξε έξω από τον φούρνο, μ’ έφερε στο σπίτι του αφεντικού μου και μ' έσπρωξε μέσα λέγοντας: «Αν τολμάς γκιαούρη και βγαίνεις στο εξής έξω από δώ, θα πάει το κεφάλι σου». Από πάνω άκουσε η χανούμισσα του αφεντικού κι' άρχισε η σκρόφα αυτή να φωνάζει και να λέει «Ούλαν ετεπσίζ (αδιάντροπε) ερίφ χωρίς νερό μας άφησες. Ας έρθει το αφεντικό να δεις πως θα σου σπάσει τα πλευρά σου για να βάλεις γνώση". Εγώ τότε μπήκα στη συλλογή: Τι να κάνω; Που να σταθώ; Πως να ζήσω; Αν ζήσω μεσ' στ' αχούρι θα πεθάνω απ' τις βρωμιές και την κακοπέραση. Αν φύγω απ' τ' αχούρι θα με σκοτώσει αυτό το γαϊδούρι. θεέ μου, τι θα γίνω;
Τότε σαν από μηχανής θεός, ο Κοσμάς Λιανίδης ήρθε να με επισκεφθεί και είδε τα χάλια μου. Έτρεξε τότε στους συνεταίρους μου και τους τα είπε όλα. Οι συνεταίροι μου έτρεξαν τότε στον Μουσταφά Αγά που ήταν μιλημένος από πριν. Ο Μουσταφάς Αγάς ήρθε στο σπίτι του αφεντικού μου, χτύπησε την πόρτα είδε την χανούμισα και φώναξε: «Χανούμ γιατί κρατάτε εδώ τον δικό μου μάστορη; βγάλτε τον να πάει στη δουλειά του». Η χανούμισα αρνήθηκε, κι ο Μουσταφά αγάς έφυγε οργισμένος. Ύστερα από λίγη ώρα ο Μουσταφα Αγάς περιμάζεψε το αφεντικό μου και μαζί οι δυο ήρθαν στο σπίτι. Εκεί μπροστά στην Χανούμ λέει ο Μουσταφά Αγάς: «Ούλαν ετεπσίζ ερίφ ποιος σου 'δωσε το δικαίωμα ν’ αποσύρεις τον μάστορή μου από τον πάγκο του φούρνου μου;» Ύστερα γύρισε σ' εμένα και μου είπε: «Τώρα μάστορη πάρε, ότι έχεις εδώ και τράβα στη δουλειά σου. Να ξέρεις ότι στο εξής είσαι υπό την προστασία μου». Το αφεντικό μου και η Χανούμ απολιθώθηκαν και έτσι έφυγα και βρήκα την ελευθερία μου.
Κοντά στην τόση μας κακοπέραση μας επισκέφθηκε κι ο εξανθηματικος τύφος. Με τις συνθήκες που ζούσαμε εμείς και τα γυναικόπαιδα στην εξορία μας έκανε φοβερή θραύση ο τύφος.
Η αρρώστια αυτή άρχισε από τα γυναικόπαιδα και προχώρησε αστραπιαία. Η αστυνομία πήρε τότε αυστηρά μέτρα για να μην διαδοθεί η αρρώστια στο εντόπιο στοιχείο. Το τι έγινε σε κείνες τις δύσκολες μέρες δεν περιγράφεται. Ούτε φάρμακα, ούτε γιατροί, ούτε λεφτά, ούτε τροφή. Γενική εξαθλίωση, δυστυχία αφάνταστη! Η μάννα έκλαιγε το παιδί και το παιδί την μάννα! Τα μέλη μιας οικογένειας βλέπανε το ένα το άλλο να ψυχορραγούν και ήταν απερίγραπτος ο καημός τους που δεν μπορούσαν να προμηθέψουν στους άρρωστους τους κανένα καθάρσιο ή κανένα κινίνο ή τέλος κανένα ψευτοφάρμακο για παρηγοριά δική τους και του άρρωστου. Και η καθεμιά γυναικούλα αγκάλιαζε τον άρρωστο της με αφάνταστη οδύνη μεγαλοποιημένη από την σκέψη πως βρέθηκε στην εξορία και δεν κατόρθωσε να περιποιηθεί τον άρρωστο και να του δώσει την πρέπουσα Ιατρική περίθαλψη.
Τα μοιρολόγια της εξορίας ήσαν τελείως διαφορετικά από εκείνα της Σάντας γιατί στη Σάντα οι μητέρες ύστερα από την περιποίηση που έκαναν στα παιδιά τους και στους σπιτικούς τους απέδιδαν τον θάνατο τους στο πεπρωμένο και με την σκέψη αυτή παρηγοριόνταν, ενώ στην εξορία ήσαν βέβαιες πως πέθαιναν άδικα τα αγαπημένα τους πρόσωπα και δεν έπαιρναν παρηγοριά.
Άντρες και γυναικόπαιδα αρρώστησαν όλοι μαζί μέσα σε λίγες μέρες, έτσι δε δεν ήταν δυνατόν οι άρρωστοι να βρουν έστω και μια στοιχειώδη περιποίηση και πέθαιναν πολλοί, παρά πολλοί. Γι’ αυτόν τον λόγο το πένθος των επιζώντων συγγενών και σπιτικών ήταν βαρύ, βαρύτατο, πέτρα, μολύβι! Μαζί με την θλιβερή ανάμνηση των αγαπημένων νεκρών στριφογύριζε για πολλά χρόνια στο μυαλό των συγγενών που επέζησαν και η πικρή ανάμνηση της θλιβερής εξορίας, που δεν είδε όμοια της ο κόσμος, εξορίας που ατίμασε την ανθρωπότητα.
Επειδή ο τύφος μεταδιδόταν από την ψείρα, όλες σχεδόν οι εξόριστες γυναικούλες της Σάντας φρόντιζαν να περικόψουν το έξοδο του ψωμιού τους και με τα λεφτά αυτά να προμηθευτούν λίγα καυσόξυλα για να ζεσταθούν και να πλένουν τα ρούχα τους, τα οποία κατόπιν τα έβαζαν στον φούρνο για να στεγνώσουν και ν' απολυμανθούν συγχρόνως. Η αστυνομία απαγόρευσε την τέτοιου είδους απολύμανση, και οι άμοιρες γυναικούλες μας ήσαν απαρηγόρητες γι' αυτό.
Εγώ μυστικά βοηθούσα τις γυναικούλες να βάζουν τα ρούχα τους στον φούρνο, και πάνω σ’ αυτό μου κόλλησε ο εξανθηματικός. Αν και άρρωστος στάθηκα τρεις μέρες στον πάγκο του φούρνου και πουλούσα ψωμί. Μετά τρεις μέρες με απέσυραν οι συνεταίροι μου απ' τον πάγκο, γιατί δεν ήξερα τι έκανα. Πλάγιασα 15 μέρες και σ’ αυτό το διάστημα όλο παραληρούσα. Οι συνεταίροι μου υποψιάστηκαν μήπως πεθαίνω και πήγαν και μου άνοιξαν το μνήμα. Λίγες μέρες ύστερα από μένα αρρώστησε από εξανθηματικό ο Ισαάκ Πελαγίδης και πέθανε και τον θάψανε στο δικό μου μνήμα. Ύστερα από τον Ισαάκ αρρώστησε κι ο Κοσμάς Λιανίδης. Η Αστυνομία έμαθε τις αρρώστιες και τους θανάτους μας και έσπευδε στον φούρνο. Διέταξε να ξεσηκώσουν όλους μας τους άρρωστους από κει και να μας φέρουν στους στρατώνες. Ο φούρνος έκλεισε, και ο μόνος υγιής συνεταίρος μας Χρήστος Τεντέλ τσέπωσε όλα τα λεφτά, και σε μένα άφησε μονάχα 100 δράμια ζάχαρη και λίγο πετρέλαιο, γιατί είδε τα χάλια μου και φανταζόταν πως σε λίγες μέρες θα τα ξοφλούσα με τον Χάρο. Τη μέρα που μας μετέφεραν στους στρατώνες είχαμε χιόνια άφθονα και κρύο 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Πέσαμε αναίσθητοι στους στρατώνες. Μας έριξαν σε μια κόχη του κτιρίου όπου άναβε μια φωτιά πολύ αδύνατη. Δίπλα στη φωτιά ήταν πλαγιασμένη η Σιονάρα που ψυχορραγούσε.
Γύρω απ' αυτήν πλάγιαζαν άρρωστες η Κυριακή Κουφατζή, η Αλχαζίνα, η Ελένη του Ισαάκ Κουφατζή και πολλοί άλλοι άντρες και γυναίκες. Όλοι αυτοί οι άρρωστοι ξέχασαν το λογικό τους από τον ψηλό πυρετό και από την μεγάλη εξάντληση. Πολλοί απ' αυτούς εκεί που ήσαν πλαγιασμένοι στα πάτωμα πάνω σε κουρέλια τα "έκαναν πάνω τους" μπροστά σ' όλους, χωρίς να ξέρουν που βρίσκονται και τι κάνουν.
Τους περιμάζεψαν τότε μερικοί που βρίσκονταν σε ανάρρωση, άναψαν φωτιά για χάρη τους, τους ζέσταναν, τους έκαναν τσάι και έτσι γλύτωσαν μερικούς από τον θάνατο.
Ο Κοσμάς Λιανίδης που αναφέραμε παραπάνω αρρώστησε πολύ βαριά. Μαύρισαν τα πόδια του, ξύλιασε το κορμί του και περιμέναμε το τέλος του. Κόντεψα να τον μιμηθώ κι εγώ, γιατί το κρύο άρχισε να μπαίνει στα κόκαλά μου και να μου πριονίζει το κορμί. Στρώματα δεν είχαμε παρά μόνο λίγο χόρτα από κάτω και έναν λεπτό καλοκαιρινό μανδύα από πάνω. Παρακάλεσα τις φτωχές γυναικούλες μας να μου βρουν κανένα παλαιό πάπλωμα να μου ρίξουν και αν θα ζούσα θα τις το πλήρωνα τετραπλάσια. Με λυπήθηκαν κι από κάπου εξοικονόμησαν ένα παπλωματάκι λερωμένο και τρύπιο και μ’ αυτό σκέπασαν εμένα και τον ετοιμοθάνατο Κοσμά. Σε κείνη την περίπτωση την ζωή μου την έσωσε η Παρθένα της Σονάρας, η οποία περιποιήθηκε κι' εμένα και πολλούς άλλους σαν αδελφή. Εκείνη την χειμωνιάτικη νύχτα πέθανε δίπλα μας η Σονάρα κι’ άρχισαν οι γυναικούλες μας ένα ατέλειωτο μοιρολόι συγκινητικό, συγκλονιστικό! Εγώ ανησύχησα τρομερά, και νόμιζα πως βλέπω αντίκρυ μου τον Χάρο, νόμιζα πως πλησίασε και το δικό μου το τέλος! θεέ μου, τι τρομερές στιγμές !! Ανατριχιάζω, μου φεύγει το μυαλό σα θυμούμαι την φοβερή εκείνη εξαθλίωση του λαού μας!!
Τα βάσανά μας δεν τέλειωσαν ακόμα. Εκεί που μοιρολογούσαν οι γυναίκες για τον θάνατο της Σονάρας, ο Κοσμάς Λιανίδης παραληρούσε και βρισκόταν στο τέλος του, η Ελένη του Ισαάκ Κουφατζή που ήταν βαριά άρρωστη και σύρθηκε ως την φωτιά για να ζεσταθεί τάχασε, κι' εγώ τότε ζαλισμένος και μισότρελος όπως ήμουν από την αρρώστια πετάχτηκα πάνω σαν είδα τον Κοσμά να ξεψυχάει δίπλα μου και φώναξα: «Ποιος μ’ έφερε εδώ; Εγώ θα πάω στον φούρνο». Οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να μ' εμποδίσουν και βάδισα, κατά τον φούρνο. Εκεί όμως υπέφερα .... Εκεί ζούσε με την άδεια της αστυνομίας η Πελαγιδάβα με το μικρό της τον γιο τον Ηλία που αρρώστησε κι' αυτός βαριά. Σαν χτύπησα την πόρτα μου άνοιξε η Πελαγιδάβα και απόρησε πως τόλμησα να εγκαταλείψω τους στρατώνες και να έρθω στον φούρνο, αφού η Αστυνομία δεν επέτρεπε σε κανένα να μπει εκεί..
Η Παρθένα της Σονάρας που με συνόδευσε ως τον φούρνο άφησε τα ψευτοπράματά μου εκεί και γύρισε στους στρατώνες. Τα πράγματά μου ήσαν όλο-όλο ένα σακί γεμάτο χόρτα για στρώμα, τα λίγα ρούχα μου και δυο σακιά άδεια που τα μεταχειριζόμουν για πάπλωμα. Η Πελαγιβάδα μετάνοιωσε που μου άνοιξε την πόρτα και μου είπε: Εσύ τι δουλειά είχες και ήρθες εδώ; Δεν ήταν καλύτερα να πεθάνεις εσύ παρά ο γιος μου ο Ισαάκ; Να φύγεις γλίγωρα γιατί θα σε καταγγείλω στην αστυνομία».
Εγώ την κοίταζα σαν αφηρημένος και έλεγα μέσα μου: Κρίμα! Λυπάμαι αυτήν την γυναίκα! Πέθαναν εδώ στην εξορία δύο παιδιά της επιστήμονες, ο Ισαάκ και ο Άγγελος, το τρίτο παιδί της ο Ηλίας είναι άρρωστος βαριά και το τέταρτο παιδί της ο Τηλέμαχος εξαφανίστηκε. Αφού έπαθε τόσα κακά αυτή η γυναίκα, δεν είναι παράξενο, να τρελάθηκε κι' αυτή σαν κι' εμένα».
Επάνω σ’ αυτήν την ψυχική μου φουρτούνα μου μπήκε στα μάτια ο γιατρός Χατζηνότας, ο οποίος μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι να πλαγιάζεις εκεί εσύ που είσαι νέος; Δεν έχεις τίποτε. Σήκω να φας και να πας να γυρίσεις». Ο άτιμος, ο ασυνείδητος αυτός, μήπως ήταν γιατρός; Χωρίς θερμόμετρο, χωρίς ακουστικό, χωρίς καν να με εξετάσει, μας έκανε τον γιατρό! Ας πάει στ' ανάθεμα.
Η Πελαγιδάβα ως τόσο με λυπήθηκε μια μέρα και μου ετοίμασε φαΐ για να φάω και να γίνω καλά. Έλιωσε πάχος στο τηγάνι, έβαλε κριθαρίσιο άλευρο και μου ετοίμασε έναν μισοβρασμένο λαπά και μου τον πρόσφερε. Εγώ ήμουν βέβαιος πως αν δοκιμάσω ένα τέτοιο φαΐ θα πεθάνω, και δεν έφαγα. Παράδειγμα είχα πολλούς αρρώστους εξόριστους που πέθαναν από το φαΐ, τον Γιάννη Πιστοφίδη που έφαγε κρέας και πέθανε,την Σονάρα που έφαγε χαβίτσι και πέθανε και την Μαρία Καλογέρ αδελφή του Πολύκαρπου που έφαγε με τον άντρα της πουσιούντια και πέθαναν και οι δυο. Ξαφνικά όμως μου ήρθε η ιδέα να αυτοκτονήσω γιατί ήμουν απελπισμένος από την άθλια ζωή που ζούσα και ζήτησα ξαφνικά και επιτακτικά της Πελαγιδάβας να μου φέρει τον λαπά που ετοίμασε.
Ο θεός όμως με γλύτωσε, γιατί δεν μπορούσα ν’ ανοίξω τα σαγόνια μου για να μασήσω τον λαπά. Με πολλή δυσκολία έριξα επιτέλους στο στόμα μου μεσ' από τα μισόκλειστα δόντια μου μισή κουταλιά φαΐ, που κόλλησε στο λαρύγγι μου και κόντεψε να με πνίξει. Σταμάτησα τότε άθελα το φαΐ και γλίτωσα το τομάρι μου. Ύστερα από 15 μέρες έγινα αρκετά καλά, μα η μοίρα μου ήθελε να βασανιστώ ακόμα, και μια μέρα που πήγα στην αγορά αδυνατισμένος όπως ήμουν για ν’ αγοράσω λίγα καυσόξυλα με πείραξε τόσο πολύ το φοβερό κρύο, ώστε μόλις έφτασα στον φούρνο έπεσα χτυπημένος από γρίπη. Παραληρούσα όλη τη νύχτα και δεν ήξερα που βρισκόμουν.
Είχα πυρετό 40. Χωρίς «φάρμακα, χωρίς ιατρική περίθαλψη, χωρίς οικογενειακή περιποίηση πέρασα δυο βδομάδες μέσ’ στη φωτιά του πυρετού και δεν ξέρω πως μου πέρασε τελευταία η φουρτούνα εκείνη. Όταν έγινα καλά και από την γρίπη είδα τον Ευριπίδη Χειμωνίδη να μου φέρνει γράμμα από την οικογένεια μου που βρισκόταν εξόριστη στο Ερζερούμ και πέρασε τους ίδιους κινδύνους με μένα. Άνοιξα το γράμμα μα δεν μπόρεσα να το διαβάσω γιατί χάθηκε το φως μου και έβλεπα τα πράγματα θολά σαν ογδοντάρης γέρος. Έδωσα τότε στον Ηλία Πελαγίδη να μου διαβάσει το γράμμα και απ' αυτό έμαθα τι υπέφερε η οικογένεια μου, μα στο τέλος έμεινα ικανοποιημένος που ξεπέρασαν τον εξανθηματικό η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Περισσότερο ικανοποιημένος έμεινα όταν είδα τα υπόλοιπα γυναικόπαιδά μας στο Χούνους πως ξεπέρασαν τον εξανθηματικό".
Εδώ τελειώνει η δραματική αφήγηση του Χρυσοστόμου Παυλίδη. Τα ίδια με αυτόν πάθανε όλοι οι εξόριστοι. Η αφήγηση αυτή δεν αφήνει σκοτεινή καμιά πτυχή του φοβερού δράματος των εξόριστων γυναικόπαιδων της Σάντας.
Τα βάσανά μας δεν τέλειωσαν ακόμα. Εκεί που μοιρολογούσαν οι γυναίκες για τον θάνατο της Σονάρας, ο Κοσμάς Λιανίδης παραληρούσε και βρισκόταν στο τέλος του, η Ελένη του Ισαάκ Κουφατζή που ήταν βαριά άρρωστη και σύρθηκε ως την φωτιά για να ζεσταθεί τάχασε, κι' εγώ τότε ζαλισμένος και μισότρελος όπως ήμουν από την αρρώστια πετάχτηκα πάνω σαν είδα τον Κοσμά να ξεψυχάει δίπλα μου και φώναξα: «Ποιος μ’ έφερε εδώ; Εγώ θα πάω στον φούρνο». Οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να μ' εμποδίσουν και βάδισα, κατά τον φούρνο. Εκεί όμως υπέφερα .... Εκεί ζούσε με την άδεια της αστυνομίας η Πελαγιδάβα με το μικρό της τον γιο τον Ηλία που αρρώστησε κι' αυτός βαριά. Σαν χτύπησα την πόρτα μου άνοιξε η Πελαγιδάβα και απόρησε πως τόλμησα να εγκαταλείψω τους στρατώνες και να έρθω στον φούρνο, αφού η Αστυνομία δεν επέτρεπε σε κανένα να μπει εκεί..
Η Παρθένα της Σονάρας που με συνόδευσε ως τον φούρνο άφησε τα ψευτοπράματά μου εκεί και γύρισε στους στρατώνες. Τα πράγματά μου ήσαν όλο-όλο ένα σακί γεμάτο χόρτα για στρώμα, τα λίγα ρούχα μου και δυο σακιά άδεια που τα μεταχειριζόμουν για πάπλωμα. Η Πελαγιβάδα μετάνοιωσε που μου άνοιξε την πόρτα και μου είπε: Εσύ τι δουλειά είχες και ήρθες εδώ; Δεν ήταν καλύτερα να πεθάνεις εσύ παρά ο γιος μου ο Ισαάκ; Να φύγεις γλίγωρα γιατί θα σε καταγγείλω στην αστυνομία».
Εγώ την κοίταζα σαν αφηρημένος και έλεγα μέσα μου: Κρίμα! Λυπάμαι αυτήν την γυναίκα! Πέθαναν εδώ στην εξορία δύο παιδιά της επιστήμονες, ο Ισαάκ και ο Άγγελος, το τρίτο παιδί της ο Ηλίας είναι άρρωστος βαριά και το τέταρτο παιδί της ο Τηλέμαχος εξαφανίστηκε. Αφού έπαθε τόσα κακά αυτή η γυναίκα, δεν είναι παράξενο, να τρελάθηκε κι' αυτή σαν κι' εμένα».
Επάνω σ’ αυτήν την ψυχική μου φουρτούνα μου μπήκε στα μάτια ο γιατρός Χατζηνότας, ο οποίος μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι να πλαγιάζεις εκεί εσύ που είσαι νέος; Δεν έχεις τίποτε. Σήκω να φας και να πας να γυρίσεις». Ο άτιμος, ο ασυνείδητος αυτός, μήπως ήταν γιατρός; Χωρίς θερμόμετρο, χωρίς ακουστικό, χωρίς καν να με εξετάσει, μας έκανε τον γιατρό! Ας πάει στ' ανάθεμα.
Η Πελαγιδάβα ως τόσο με λυπήθηκε μια μέρα και μου ετοίμασε φαΐ για να φάω και να γίνω καλά. Έλιωσε πάχος στο τηγάνι, έβαλε κριθαρίσιο άλευρο και μου ετοίμασε έναν μισοβρασμένο λαπά και μου τον πρόσφερε. Εγώ ήμουν βέβαιος πως αν δοκιμάσω ένα τέτοιο φαΐ θα πεθάνω, και δεν έφαγα. Παράδειγμα είχα πολλούς αρρώστους εξόριστους που πέθαναν από το φαΐ, τον Γιάννη Πιστοφίδη που έφαγε κρέας και πέθανε,την Σονάρα που έφαγε χαβίτσι και πέθανε και την Μαρία Καλογέρ αδελφή του Πολύκαρπου που έφαγε με τον άντρα της πουσιούντια και πέθαναν και οι δυο. Ξαφνικά όμως μου ήρθε η ιδέα να αυτοκτονήσω γιατί ήμουν απελπισμένος από την άθλια ζωή που ζούσα και ζήτησα ξαφνικά και επιτακτικά της Πελαγιδάβας να μου φέρει τον λαπά που ετοίμασε.
Ο θεός όμως με γλύτωσε, γιατί δεν μπορούσα ν’ ανοίξω τα σαγόνια μου για να μασήσω τον λαπά. Με πολλή δυσκολία έριξα επιτέλους στο στόμα μου μεσ' από τα μισόκλειστα δόντια μου μισή κουταλιά φαΐ, που κόλλησε στο λαρύγγι μου και κόντεψε να με πνίξει. Σταμάτησα τότε άθελα το φαΐ και γλίτωσα το τομάρι μου. Ύστερα από 15 μέρες έγινα αρκετά καλά, μα η μοίρα μου ήθελε να βασανιστώ ακόμα, και μια μέρα που πήγα στην αγορά αδυνατισμένος όπως ήμουν για ν’ αγοράσω λίγα καυσόξυλα με πείραξε τόσο πολύ το φοβερό κρύο, ώστε μόλις έφτασα στον φούρνο έπεσα χτυπημένος από γρίπη. Παραληρούσα όλη τη νύχτα και δεν ήξερα που βρισκόμουν.
Είχα πυρετό 40. Χωρίς «φάρμακα, χωρίς ιατρική περίθαλψη, χωρίς οικογενειακή περιποίηση πέρασα δυο βδομάδες μέσ’ στη φωτιά του πυρετού και δεν ξέρω πως μου πέρασε τελευταία η φουρτούνα εκείνη. Όταν έγινα καλά και από την γρίπη είδα τον Ευριπίδη Χειμωνίδη να μου φέρνει γράμμα από την οικογένεια μου που βρισκόταν εξόριστη στο Ερζερούμ και πέρασε τους ίδιους κινδύνους με μένα. Άνοιξα το γράμμα μα δεν μπόρεσα να το διαβάσω γιατί χάθηκε το φως μου και έβλεπα τα πράγματα θολά σαν ογδοντάρης γέρος. Έδωσα τότε στον Ηλία Πελαγίδη να μου διαβάσει το γράμμα και απ' αυτό έμαθα τι υπέφερε η οικογένεια μου, μα στο τέλος έμεινα ικανοποιημένος που ξεπέρασαν τον εξανθηματικό η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Περισσότερο ικανοποιημένος έμεινα όταν είδα τα υπόλοιπα γυναικόπαιδά μας στο Χούνους πως ξεπέρασαν τον εξανθηματικό".
Εδώ τελειώνει η δραματική αφήγηση του Χρυσοστόμου Παυλίδη. Τα ίδια με αυτόν πάθανε όλοι οι εξόριστοι. Η αφήγηση αυτή δεν αφήνει σκοτεινή καμιά πτυχή του φοβερού δράματος των εξόριστων γυναικόπαιδων της Σάντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου