Ημερολόγιο της Δράσης των Ελλήνων Ανταρτών της Σαντάς. Δεκέμβρης 1923

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

1. Επειδή όλο το καλοκαίρι είχαμε το ζήτημα της φυγής, δεν εφροντίσαμε να προμηθευτούμε αρκετά τρόφιμα δια τον χειμώνα και τα ολίγα που είχαμε κοντεύουν να τελειώσουν. Εις δε τους Τούρκους δεν υπήρχε πια εμπιστοσύνη και αποφασίσαμε να πάμε κατά την Κρώμνην και Ίμερα, όπου ακόμη εστέκοντο οι Έλληνες, δια να περάσωμεν ένα δύο μήνας και να γυρίσουμε. Θα μέναμε και το καλοκαίρι το ερχόμενον και κατ’ Αύγουστο ή Σεπτέμβριο σχεδιάζαμε να φύγωμε δια την Ρωσίαν από ξηράς, πράγμα το οποίον θα ήτο πολύ εύκολον, διότι σχεδόν μέχρι των συνόρων ο Ευκλείδης εγνώριζε τους δρόμους. 
Επίσης γνώριζε και τα περίχωρα του Βατούμ κοντά στα σύνορα, όπου υπήρχαν και χωριά πατριωτών μας Σανταίων. Εφύγαμε από το λημέρι και φθάσαμε εις το Τσακαλάντων.
Εκκλησία Αγ. Θεοδώρων στην Κρώμνη

2. Από τα Μετσίτια και με καλόν καιρόν εφθάσαμε εις το Τζαμί πογαζίκ και επειδή βλέπομε ότι ο δρόμος δουλεύει και πηγαινοήρχοντο διαβάτες, εμείναμε εις το παρχάρι της Κρώμνης, ανάψαντες φωτιά μέχρι το βράδυ.

 Μόλις νύκτωσε, κατεβήκαμε εις την Μόχωραν, αλλά το χωριό ήτο έρημον και δεν βρήκαμε κανένα. Μόνον εις ένα σταύλον βρήκαμε ένα πρόβατον και καταλάβαμε ότι οι κάτοικοι θα είναι ασφαλώς εις το παρακάτω χωριό, το Αληθινόν, διότι εδώ θα εφοβήθησαν να μείνουν. Εφθάσαμε εις το Σαράντων, όπου έμειναν μόνον τρεις τέσσαρες οικογένειες και χτυπήσαμε στην πόρτα ενός σπιτιού. Μας άνοιξαν και ζεσταθήκαμε. 
Ήτο εκεί και ο παπά Χρήστος και ωμιλήσαμε επί τρεις ώρας και μετά φύγαμε δια την Ίμεραν. Εφθάσαμε στο σπίτι του Γεωργίου Τσερμενίδου, τον οποίον γνωρίζαμε και από τα προηγούμενα χρόνια και ο οποίος μας τροφοδοτούσε, όταν πηγαίναμε σ’ αυτά τα μέρη. Αμέσως μας έφερε εις ένα έρημο και καλό σπίτι στην άκραν του χωριού ευρισκόμενον.

3. Το πρωί ήλθε ο Τσερμενίδης κοντά μας και του είπαμε τον σκοπόν μας, ότι δηλαδή, αν θέλουν να μείνωμε ένα δύο μήνας εδώ, δια να φύγη ο χειμώνας και ότι δεν θα τους επιβαρύναμε σε τίποτε, διότι είχαμε λεπτά να συντηρηθούμε, αρκεί μόνον να θέλουν οι κάτοικοι και να συνεννοηθή με τους προύχοντας του χωρίου.


4. Ο καιρός εχάλασε και άρχισε να χιονίζη. Ήλθαν κοντά μας ως αντιπρόσωποι του χωριού ο Δημήτρης Φωστηρόπουλος και Στυλιανός Παλτατσής, οίτινες μας εδήλωσαν ότι «είναι αδύνατον να σας φυλάξωμε εδώ, διότι φοβούμεθα και ότι πρέπει αμέσως απόψε να φύγετε, δια να μη καταστραφούμε κι εμείς».

 Όσον και αν τους παρακαλέσαμε και τους είπαμε ότι εδώ δεν μας ξέρει κανείς που ήλθαμε, εστάθη αδύνατον και μας επρότειναν να μας δώσουν δέκα είκοσι παγκανότες και να φύγωμε, ως να επρόκειτο περί ελεημοσύνης. Ιδόντες ότι δεν θέλουν, τους είπαμε ότι το βράδυ θα φύγωμε, να μείνουν ήσυχοι και ότι δεν θέλομε τίποτε, διότι εμείς έχομε λεφτά και δεν χρειάζεται να υποστούν θυσίας δια εμάς.
 Επειδή όμως ο καιρός όσο πήγαινε και αγρίευε και το χιόνι περίσσευε, εφοβήθηκαν μήπως δεν θα φύγωμε και προς το βράδυ έρχεται πάλιν ο Στυλιανός Παλτατσής και μας λέγει ότι έφθασε στρατός εις το πλησίον τουρκικόν χωρίον Μολά Αλή και πρέπει να φύγωμε αμέσως· έφεραν και λίγο ψωμί δια τον δρόμον, φοβηθέντες μήπως το μεγάλο χιόνι μας εμποδίζει να φύγωμε. 
Ετοιμασθήκαμε με όλην την ψυχικήν μας ταραχήν και απελπισίαν να γυρίσωμε πίσω, βλέποντες ανοιχτά τον θάνατόν μας σ’ εκείνα τα βουνά από το χιόνι και το κρύο.
Ο Χαράλαμπος Αγγελίδης και Χριστόφορος Αγγελίδης, μη τολμώντες πια να γυρίσουν, έμειναν πίσω χωρισθέντες από εμάς. Νύχτα φύγαμε και με χιονοθύελλαν φοβεράν εφθάσαμε εις το Σαράντων και βλέποντες ότι είναι αδύνατον να προχωρήσωμε, πήγαμε πάλιν στο σπίτι του Τσίπογλου που καθίσαμε και πριν και χτυπήσαμε την πόρτα.
 Αμέσως μας άνοιξαν οι δύο γριούλες και μας έδωσαν φαγί και έστρωσαν στρώματα να κοιμηθούμε λέγοντας ότι είναι αδύνατον να φύγετε με τέτοιον καιρόν, θα μείνετε εδώ και όταν ο καιρός επιτρέπη, φεύγετε· ετόνισαν μάλιστα ότι «εδώ μπορούμε να σας κρύψωμε, διότι το χωριό είναι σχεδόν έρημο και κανένας δεν θα σας βλέπη».
Από την συγκίνησίν μας εδακρύσαμε, αναλογιζόμενοι την ευσπλαχνίαν και τόλμην αυτών των δύο γυναικών έναντι της ασπλαχνίας και λιποψυχίας των Ιμεραίων. Και πράγματι οι δύο αυτές γυναίκες ήσαν οι σωτήρες μας, διότι ασφαλώς θα μέναμε στο βουνό από το χιόνι και την παγωνιά.

5.  Με ένα παιδάκι που είχαν, παραγγείλαμε να έρχεται ο Γεώργιος Φυρδινίδης από το Αληθινόν, δια να συνεννοηθούμε μαζί του, αν μπορή να γίνη τίποτε και μείνωμε. Εσυμφωνήσαμε το βράδυ να πάμε στο σπίτι του και εκεί με τον θείον του Αχιλλέα Φυρδινίδην να συνεννοηθούμε καλύτερα, διότι ήτο άνθρωπος πολύ λογικός και μεγαλόψυχος και γνώστης όλης της περιφερείας.

6. Νύχτα φθάσαμε στο σπίτι του Φυρδινίδη. Ωμιλήσαμε με τον γέρο Αχιλλέα, όστις μας είπε ότι αυτός θα μπορούσε να μας φυλάγη, αν ήτο στο σπίτι του εις την Μόχωρα, αλλά εδώ το σπίτι που κάθεται είναι απάνω στον δρόμον και σχεδόν κάθε βράδυ έχει και ξένους στο σπίτι του· είπε όμως ότι δεν μπορείτε να φύγετε και γι’ αυτό θα κάνωμε κάτι άλλο.
 Μας υπέδειξε το χωρίον Λυκάστ’ ως κατάλληλον και ασφαλές δι’ εμάς, όπου μας είπε είναι και ο διδάσκαλος Σπύρος Παπαδόπουλος και στον οποίον θα γράψω και, αν είναι δυνατόν, να σας τακτοποιήση· ενώ εγώ από εδώ, όσον το δυνατόν, θα φροντίσω για σας. 
Το απεφασίσαμε και, επειδή δεν γνωρίζαμε τον δρόμον το βράδυ, έστειλε μαζί μας τον ανεψιόν του Γεώργιον και μας έφερε κάτω εις το Πιαρτίν και μας έδειξε τον δρόμον και πού είναι το σπίτι του Σπύρου. Αυτός εγύρισε πίσω, εμείς δε εφθάσαμε στο χωριό και βλέποντες σε ένα παράθυρον φως και ομιλίες μέσα, έμειναν οι άλλοι λίγο μακριά και δίχως όπλον, εγώ πήγα στο παράθυρον και τους φώναξα να με ανοίξουν, διότι είμαι φυγόστρατος και κοντεύω να παγώσω. Αμέσως άνοιξαν και με κάλεσαν να πάγω μέσα, αλλά τους είπα ότι δεν είμαι μονάχος, έχω και άλλους συντρόφους, οίτινες είναι ωπλισμένοι και να μη φοβηθούν.
Μόλις ήλθαν και οι άλλοι και είδαν αυτούς αι γυναίκες και τα παιδιά που ήσαν μέσα, εφοβήθηκαν και είπαν ότι μας γελάτε, εσείς δεν είσθε φυγόστρατοι. Τους είπαμε τότε ποίοι είμεθα και ζητήσαμε να ιδούμε τον Σπύρον, αλλά αυτός έλειπε, πήγε εις την Άρδασαν δια κάποιαν υπόθεσιν του χωριού.

Αμέσως αι γυναίκες, διότι άνδρες δεν υπήρχαν στο χωριό εκτός από ένα, στον οποίον δεν ηθέλησαν να φανερώσουν την παρουσία μας, φορτώθηκαν ξύλα και πήγαν στο σχολείον και άναψαν την θερμάστραν και μας έφεραν εκεί μέχρι που να έρχεται ο Σπύρος. Μας έδωσαν φαγί και στρώματα και κοιμηθήκαμε καλά.

7. Όλην την ημέραν εμείναμε στο σχολείον και μας περιποιήθηκαν καλά.


8. Το πρωί ήλθε ο Σπύρος και τον έφεραν κοντά μας. Του δώσαμε την επιστολήν του Αχιλλέα Φυρδινίδη, όστις τον ενεθάρρυνε δια την υπόθεσιν και εμείς του διηγηθήκαμε τον σκοπόν μας και τα αίτια της εκεί ελεύσεώς μας. Με όλην του την ευχαρίστησιν εδέχθη, λέγων ότι «και εγώ απλώς θα κάνω το καθήκον μου σε τέτοιες περιστάσεις που είναι επικίνδυνες δια το έθνος. Θα φροντίσω όσον μπορώ». Το βράδυ φύγαμε δια το Αληθινόν, να
πάρωμε μερικά πράγματα που αφήσαμε εκεί. Μόλις φύγαμε, ο Σπύρος εις ερώτησιν των γυναικών διατί φεύγομεν, είπεν εις αυτάς ότι τους έδιωξα, διότι δεν μπορούμε να τους φυλάξωμεν εδώ. Οι γυναίκες εξεμάνησαν εναντίον του και εκόντεψε να τον λυντσάρουν επειδή ενόμισαν ότι η πράξις του δεν ήταν σωστή, ενώ αυτός ήθελε να τας δοκιμάση τι θα πουν.

10. Ο Αχιλλέας πήγε εις την Ίμεραν, βρήκε τον Δ. Φωστηρόπουλον και Παλτατσήν και τους κατηγόρησε δια την πράξιν των, επειδή μας έστειλε εις την Λυκάστην, ενώ έπρεπε να βοηθήσουν και αυτοί. Ήλθε προς το βράδυ και μας είπε ότι και οι δύο που έμειναν εκεί, ο Χαράλαμπος και Χριστόφορος Αγγελίδης, έφυγαν εκείθεν και ήλθαν εις το Σαράντων, διότι τους έδιωξαν εξ Ίμερας. Επίσης είπαν ότι είναι εκεί και ο Χαράλαμπος Λογαρίδης και Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος, οίτινες πήγαν εις του Φραγκάντων στον παπά Χρήστον, αλλά δεν τους φύλαξε και γύρισαν πίσω.

11. Ήλθε πάλιν μαζί μας ο Χαράλαμπος Λαζαρίδης και το βράδυ εφθάσαμε εις το Λυκάστ’, όπου ο Σπύρος μας ητοίμασε ένα σπίτι να μείνωμε.

12. Ετακτοποιήσαμε καλά το σπίτι και εμείναμε εκεί ησυχάσαντες. Εδώσαμε και μερικά λεφτά εις τον Σπύρον να μας αγοράση άλευρα και να μας ετοιμάσουν ψωμί και άλλα διάφορα τρόφιμα και μας ετοίμασαν, ενώ αι γυναίκες καθημερινώς μας έφερον φαγί και διάφορα άλλα και μας επεριποιούντο πολύ. Μόνον πέντε οικογένειαι έμειναν στο χωριό αυτό, ενώ οι άλλοι έφυγαν.

19. Ήλθε ο Γεώργιος Φυρδινίδης και μας είπε ότι τα παιδιά που έμειναν πίσω δεν βρήκαν πουθενά μέρος, δεν τους φυλάγει κανείς και εν ανάγκη θα τους φέρωμε εδώ.

20. Μαθών τούτο ο Σπύρος και αι γυναίκες, ότι δηλαδή οι Κρωμναίοι και Ιμερίτες εφοβήθησαν να φυλάξουν τους τρεις, άρχισαν να φοβούνται και αυτοί και μας είπε ο Σπύρος ότι «το βράδυ θα τους φωνάξω και θα τους μιλήσω καταλλήλως και να ιδούμε τι θα γίνη».

25. Το πρωί ήλθαν και οι τρεις, μη δυνηθέντες να μείνουν πουθενά και τους δεχθήκαμε ευχαρίστως, αν και αυτοί εν ώρα ανάγκης μας εγκατέλειψαν.


26. Πήγε ο Σπύρος εις την Ίμεραν να συνεννοηθή μαζί τους, ώστε εν ώρα ανάγκης να τον ειδοποιήσουν, διότι δεν μπορεί να μας διώξη, όπως είπε προς αυτούς. Παρευρεθείς εκεί και ο Αχιλ. Φυρδινίδης, τον ενεθάρρυνε και του υπεσχέθη πάσαν συνδρομήν εκ μέρους του λέγων: «Αν θα ανακαλυφθής, να πης ότι ο Φυρδινίδης τους έστειλε εκεί. Ευθύνομαι εγώ και μην φοβάσαι».


27. Ήλθε ο Σπύρος και μας είπε ότι οι Ιμερίτες ελιποψύχησαν και μόνον ο Φυρδινίδης εφάνη πραγματικός άνδρας εις λόγια και έργα, διότι οι Ιμερίτες ούτε ήθελαν να συνδράμουν έστω και υλικώς, ενώ ο Φυρδινίδης υπεσχέθη να συνδράμη ηθικώς και υλικώς.



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)


  Κωνσταντίνος Κουρτίδης
 (Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)










Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη,    σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah