Μετά τον πόλεμο, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες, κατάφεραν να ξαναβρούν σύντομα σε ένα βαθμό τον παλιό ρυθμό της ζωής τους. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι διακηρύξεις, κυρίως των ΗΠΑ, περί αυτοδιάθεσης των λαών, είχαν δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες στους Έλληνες του Πόντου για εθνική αποκατάσταση. Οι Μουσουλμάνοι, καθώς ήταν φοβισμένοι λόγω της πιθανής διάλυσης της Αυτοκρατορίας και της τιμωρίας για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, κρατούσαν στάση αναμονής. Η ειρηνική αυτή περίοδος, που έμελλε να είναι και η τελευταία για τον Ελληνισμό του Πόντου, δεν κράτησε πολύ και από τον Μάρτιο του 1919 ξεκίνησαν πάλι οι επιθέσεις κατά των Ελλήνων.
Η αισιοδοξία των Ελλήνων του Πόντου για εθνική αποκατάσταση δεν στηριζόταν σε κάποια θετικά δεδομένα για το ζήτημα. Στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει στο διπλωματικό πεδίο καμία ανάλογη συζήτηση. Όταν ο Βενιζέλος, παρά τα υπομνήματα που είχε αποστείλει ο Κωνσταντινίδης τον Νοέμβριο του 1918 προς τους Συμμάχους με τα οποία ζητούσε την ανεξαρτησία του Πόντου, στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 στο υπόμνημα που υπέβαλε προς το Συμμαχικό Συμβούλιο με τις διεκδικήσεις της Ελλάδος ζήτησε να περιληφθεί ο ανατολικός Πόντος στην Αρμενία, ο εφησυχασμός των Ποντίων γύρω από το ζήτημα έλαβε τέλος.
Η κινητοποίηση των Ποντίων προκειμένου να πείσουν τον Βενιζέλο να αλλάξει πολιτική δεν είχε αποτέλεσμα, όπως και τα υπομνήματα που υπέβαλαν στους Συμμάχους. Έτσι, αποφασίσθηκε να σταλεί ο Χρύσανθος στο Παρίσι ως εκπρόσωπος των Ελλήνων του Πόντου με σκοπό να προωθήσει το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Ο Χρύσανθος στο Παρίσι συναντήθηκε με τον Βενιζέλο, ο οποίος μετά την ενημέρωση που είχε, χωρίς να εγκαταλείψει τη λύση που είχε προτείνει, συμφώνησε να προωθήσει το ζήτημα σύμφωνα με τη θέληση των Ποντίων.
Έτσι, ο Χρύσανθος στις αρχές Μαΐου υπέβαλε υπόμνημα με τα Ελληνικά αιτήματα και στη συνέχεια συναντήθηκε με ηγέτες και αξιωματούχους των Μ. Δυνάμεων, ο σημαντικότερος εκ των οποίων ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος κράτησε μία γενικώς θετική στάση υποσχόμενος πως «θα πράξωμεν παν το δυνατόν διά τον λαόν σας». Δεν υπήρξε όμως στη συνέχεια καμία ουσιαστική εξέλιξη στο ζήτημα, αφού δεν υπήρχε συνολικότερα διευθέτηση του Οθωμανικού προβλήματος. Ο Χρύσανθος ήρθε σε συνεννόηση με τον Βενιζέλο και για δημιουργία Στρατιωτικού Σώματος Ποντίων.
Ενώ ο Βενιζέλος τον Ιούλιο έστειλε στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία μία Αποστολή Περίθαλψης των Ελλήνων προσφύγων, της οποίας το πολιτικό σκέλος με επικεφαλής τον Ι. Σταυριδάκη είχε επιφορτισθεί με τη διερεύνηση του ζητήματος της ανεξαρτησίας του Πόντου. Προς ενίσχυση της προσπάθειας του Χρύσανθου πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1919 συνέδριο των Ποντίων στο Βρετανοκρατούμενο Βατούμ, στο οποίο εκλέχθηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, αποφασίστηκε η ένωση της Ελλάδος και του Πόντου και ζητήθηκε η στρατιωτική κατάληψη του Πόντου από τους Συμμάχους προς αποτροπή της εξόντωσης των Ελλήνων που είχε και πάλι ξεκινήσει.
Και πράγματι την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να αυξάνεται η επιθετικότητα των Μουσουλμάνων, εξέλιξη που ήταν κυρίως εμφανής στην προσπάθεια αποτροπής επιστροφής των Ελλήνων προσφύγων από τη Ρωσία. Νέες διαστάσεις έλαβε η Μουσουλμανική επιθετικότητα μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό, την κίνηση αυτοδιάθεσης του Πόντου και κυρίως μετά την εκδήλωση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ στις 19 Μαΐου στην Αμισό. Ουσιαστικά ξεκινούσε μία νέα περίοδος σύγκρουσης που όλο και περισσότερο έδειχνε ότι θα ήταν η τελική και άρα η πιο σκληρή.
Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αρμοστές στον Πόντο, και όχι μόνο, απηύθυναν συχνά εκκλήσεις καθ’ όλη την περίοδο του καλοκαιριού του 1919 για αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων προκειμένου να προστατευθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί. Η παρουσία μικρών συμμαχικών δυνάμεων στην Τραπεζούντα, στην Αμισό και τη Μερζιφούντα δεν μπορούσε φυσικά να περιορίσει τη δράση των Μουσουλμανικών συμμοριών. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε επανεμφάνιση των ανταρτικών σωμάτων κυρίως στον δυτικό Πόντο, τα οποία προσπάθησαν να προστατέψουν τους Έλληνες από την επιθετικότητα των Μουσουλμάνων.
Η συνάντηση του Χρύσανθου με τον Ουίλσον είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενδιαφέροντος των Αμερικανών για την περιοχή, σε συνδυασμό πάντοτε με το Αρμενικό ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως. Έτσι, το καλοκαίρι του 1919 συντάχθηκαν τρεις εκθέσεις από μικρές Αμερικανικές αποστολές στον Πόντο και την Αρμενία, που παρουσίαζαν κάποια στοιχεία για πρώτη φορά για την κατάσταση στον Πόντο και τη θέση των Ελλήνων. Αντιθέτως, μία μεγάλη αποστολή που ακολούθησε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, η αποστολή Χάρμπορντ, ασχολήθηκε κυρίως με την Αρμενία και είχε ελάχιστα στοιχεία για τον Ελληνισμό του Πόντου.
Καμία πάντως από τις εκθέσεις των αποστολών αυτών δεν πρότειναν να ανεξαρτητοποιηθεί ο Πόντος. Η τελμάτωση του ζητήματος του Πόντου οδήγησε τον Χρύσανθο κατά την επιστροφή του στον Πόντο το φθινόπωρο να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις Μουσουλμάνων προκρίτων του Πόντου που διαφωνούσαν με τον Κεμάλ για συνεργασία με τους Έλληνες. Οι συζητήσεις δεν κατέληξαν πουθενά. Ο χρόνος όμως που περνούσε χωρίς να βρεθεί λύση λειτουργούσε εναντίον των Ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, ο Χρύσανθος μαζί με την Ελληνική αποστολή στον Καύκασο προσέγγισε τους Αρμενίους, με τους οποίους κατέληξαν σε συμφωνία για τη δημιουργία ομόσπονδου Ποντοαρμενικού κράτους τον Ιανουάριο του 1920.
Η συμφωνία αυτή, όμως, παρέμεινε στα χαρτιά καθώς δεν τη δέχτηκε η Αρμενική αντιπροσωπία στο Παρίσι, αλλά και η Ελληνική πλευρά δεν είχε τη δύναμη να πιέσει για την υλοποίησή της. Χαρακτηριστικό είναι ότι τελικά το Στρατιωτικό Σώμα Ποντίων που συγκροτήθηκε, έπειτα από πολλές δυσκολίες λόγω και περιορισμένης προέλευσης εθελοντών, αποτελείτο μόνο από ένα τάγμα με περίπου 370 στρατιώτες, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το ζήτημα του Πόντου αλλά εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μ. Ασίας στη Σμύρνη. Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης γνώρισε μία νέα και τελευταία αναλαμπή, κάπως ανέλπιστα ύστερα από μία πολύμηνη στασιμότητα.
Σε συζητήσεις του Βενιζέλου με τους Βρετανούς για μία τελική επίθεση στο Κεμαλικό κίνημα υπήρξε η πρόταση τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 να γίνει απόβαση Ελληνικών, αλλά πιθανώς και Βρετανικών δυνάμεων στον Πόντο ώστε να βληθεί ο Κεμαλικός Στρατός από δύο πλευρές και από τη δυτική Μ. Ασία και από τον Πόντο. Οι διαπραγματεύσεις όμως για το Οθωμανικό ζήτημα που έβαιναν τότε στο τέλος τους οδήγησαν στη διακοπή των συζητήσεων. Στη Συνθήκη των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920 προβλεπόταν ο ανατολικός Πόντος να περιληφθεί στην Αρμενία.
Το σχέδιο απόβασης επανήλθε στις συζητήσεις Βενιζέλου και Βρετανών ύστερα και από τις εκκλήσεις του Έλληνα αλλά και άλλων αρμοστών στην Πόλη για στρατιωτική επέμβαση στον Πόντο είτε της Ελλάδας είτε των Συμμάχων λόγω των εντεινόμενων σφαγών των Ελλήνων. Την απόβαση στον Πόντο επιθυμούσαν και οι Αρμένιοι, καθώς ο Κεμάλ είχε ξεκινήσει την επίθεσή του στην Αρμενία τον Σεπτέμβριο του 1920. Ο Βρετανός στρατάρχης Χένρυ Ουίλσον, στον οποίο ο Βενιζέλος πρότεινε με λεπτομέρειες το σχέδιο απόβασης, αν και ήταν επιφυλακτικός, λόγω αμφισβήτησης της δυνατότητας του Ελληνικού στρατού να προχωρήσει σε μία τέτοια επιχείρηση, δεν το απέρριψε.
Η ήττα όμως του Βενιζέλου στις εκλογές την 1/14 Νοεμβρίου 1920 ματαίωσε το σχέδιο. Η κατάληψη, δε, την ίδια περίοδο της Αρμενίας από τον Κεμάλ και τους Μπολσεβίκους ακύρωσε και τη δημιουργία Αρμενικού κράτους που θα περιελάμβανε τον ανατολικό Πόντο. Οι εξελίξεις αυτές σήμαναν την αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό του Πόντου. Από τη μία πλευρά η νέα Ελληνική κυβέρνηση, την οποία σύντομα όλοι οι «σύμμαχοι» έσπευσαν να εγκαταλείψουν, δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για τον Πόντο. Από την άλλη πλευρά οι Κεμαλικοί, έχοντας επικρατήσει στην ανατολική Μ. Ασία και έχοντας να αντιμετωπίσουν μια απομονωμένη Ελληνική κυβέρνηση, δρομολόγησαν το τελικό σχέδιό τους εξόντωσης του Ελληνισμού του Πόντου.
Έτσι, από τις αρχές του 1921 ενέτειναν τις ανθελληνικές τους ενέργειες, οι οποίες περιελάμβαναν και φυλακίσεις προκρίτων και εύπορων Ελλήνων. Από τον Μάιο του 1921 οι ανθελληνικές επιθέσεις έλαβαν τη μορφή οργανωμένου και μαζικού εκτοπισμού των Ελλήνων του δυτικού Πόντου με σκοπό την εξόντωσή τους με τη γνωστή δικαιολογία περί κινδύνου απόβασης Ελληνικών δυνάμεων και συνεργασίας των κατοίκων με τους αντάρτες. Οι εκτοπισμοί αρχικά γίνονταν με περιοδικές αποστολές. Από τον Ιούλιο όμως αποφασίσθηκε συνολικός εκτοπισμός, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν εκτεταμένες σφαγές Ελλήνων. Σύντομα επεκτάθηκαν οι εκτοπισμοί και στον παράλιο και στον Μεσόγειο Πόντο.
Η αντίδραση των ανταρτών και οι νίκες που σημείωσαν κατά των Κεμαλικών τον Ιούλιο περιόρισαν σε ένα βαθμό, έστω και προσωρινά, την εξόντωση των Ελλήνων, δεν κατάφεραν όμως να αποτρέψουν τον εκτοπισμό. Την ίδια αναποτελεσματικότητα είχε και ο βομβαρδισμός λιμανιών του Πόντου από Ελληνικά πολεμικά πλοία. Μετά την αποτυχία της Ελληνικής προέλασης τον Αύγουστο του 1921 ο Κεμάλ συνέχισε το σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 τα λεγόμενα «δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια οδήγησαν στην εκτέλεση εκατοντάδες σημαίνοντες Έλληνες που είχαν συλληφθεί με την κατηγορία συμμετοχής στην κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Οι διαμαρτυρίες, Ελλήνων αλλά και ξένων ιθυνόντων, ακόμη και όταν έγιναν γνωστές οι σφαγές των Ελλήνων τον Μάιο του 1922 μέσα από δημοσιεύματα Βρετανικών και Αμερικανικών εφημερίδων, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο η δράση των Ελλήνων ανταρτών και οι επιτυχίες που είχαν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στις συγκρούσεις με τον πολυάριθμο Κεμαλικό στρατό κατάφεραν να περιορίσουν τις διώξεις των Ελλήνων. Η συνέχιση μάλιστα των επιτυχιών τους στις αρχές του 1922 οδήγησε τον Κεμάλ στην πρόταση αμνηστίας στους αντάρτες του δυτικού Πόντου, την οποία όμως αυτοί αρνήθηκαν.
Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, το 1922 και έως την καταστροφή οι Έλληνες του Πόντου επεδίωξαν να επιτύχουν συμμαχική ή Ελληνική επέμβαση στον Πόντο περισσότερο για να προστατευθούν οι Ελληνικοί πληθυσμοί από τον ολοκληρωτικό αφανισμό παρά για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους. Οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν καμία τύχη. Αντιθέτως οι Κεμαλικοί προχώρησαν τον Μάιο και τον Ιούνιο σε νέες σφαγές. Η Μικρασιατική Καταστροφή εξέπληξε και απογοήτευσε όπως ήταν φυσικό τους Ποντίους. Ο Κεμάλ, προκειμένου να φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων την Ελλάδα ως προς την ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε να πιέζει τους Ποντίους να φύγουν.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζώντας υπό άθλιες συνθήκες υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους, προσπάθησαν και επέτυχαν τα επόμενα χρόνια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να προοδεύσουν συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πρόοδο της Ελλάδας, μην ξεχνώντας όμως ποτέ την καταγωγή τους και την πατρίδα τους, τον Πόντο.
πηγή: http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Η αισιοδοξία των Ελλήνων του Πόντου για εθνική αποκατάσταση δεν στηριζόταν σε κάποια θετικά δεδομένα για το ζήτημα. Στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει στο διπλωματικό πεδίο καμία ανάλογη συζήτηση. Όταν ο Βενιζέλος, παρά τα υπομνήματα που είχε αποστείλει ο Κωνσταντινίδης τον Νοέμβριο του 1918 προς τους Συμμάχους με τα οποία ζητούσε την ανεξαρτησία του Πόντου, στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 στο υπόμνημα που υπέβαλε προς το Συμμαχικό Συμβούλιο με τις διεκδικήσεις της Ελλάδος ζήτησε να περιληφθεί ο ανατολικός Πόντος στην Αρμενία, ο εφησυχασμός των Ποντίων γύρω από το ζήτημα έλαβε τέλος.
Η κινητοποίηση των Ποντίων προκειμένου να πείσουν τον Βενιζέλο να αλλάξει πολιτική δεν είχε αποτέλεσμα, όπως και τα υπομνήματα που υπέβαλαν στους Συμμάχους. Έτσι, αποφασίσθηκε να σταλεί ο Χρύσανθος στο Παρίσι ως εκπρόσωπος των Ελλήνων του Πόντου με σκοπό να προωθήσει το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Ο Χρύσανθος στο Παρίσι συναντήθηκε με τον Βενιζέλο, ο οποίος μετά την ενημέρωση που είχε, χωρίς να εγκαταλείψει τη λύση που είχε προτείνει, συμφώνησε να προωθήσει το ζήτημα σύμφωνα με τη θέληση των Ποντίων.
Έτσι, ο Χρύσανθος στις αρχές Μαΐου υπέβαλε υπόμνημα με τα Ελληνικά αιτήματα και στη συνέχεια συναντήθηκε με ηγέτες και αξιωματούχους των Μ. Δυνάμεων, ο σημαντικότερος εκ των οποίων ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος κράτησε μία γενικώς θετική στάση υποσχόμενος πως «θα πράξωμεν παν το δυνατόν διά τον λαόν σας». Δεν υπήρξε όμως στη συνέχεια καμία ουσιαστική εξέλιξη στο ζήτημα, αφού δεν υπήρχε συνολικότερα διευθέτηση του Οθωμανικού προβλήματος. Ο Χρύσανθος ήρθε σε συνεννόηση με τον Βενιζέλο και για δημιουργία Στρατιωτικού Σώματος Ποντίων.
Ενώ ο Βενιζέλος τον Ιούλιο έστειλε στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία μία Αποστολή Περίθαλψης των Ελλήνων προσφύγων, της οποίας το πολιτικό σκέλος με επικεφαλής τον Ι. Σταυριδάκη είχε επιφορτισθεί με τη διερεύνηση του ζητήματος της ανεξαρτησίας του Πόντου. Προς ενίσχυση της προσπάθειας του Χρύσανθου πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1919 συνέδριο των Ποντίων στο Βρετανοκρατούμενο Βατούμ, στο οποίο εκλέχθηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, αποφασίστηκε η ένωση της Ελλάδος και του Πόντου και ζητήθηκε η στρατιωτική κατάληψη του Πόντου από τους Συμμάχους προς αποτροπή της εξόντωσης των Ελλήνων που είχε και πάλι ξεκινήσει.
Και πράγματι την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να αυξάνεται η επιθετικότητα των Μουσουλμάνων, εξέλιξη που ήταν κυρίως εμφανής στην προσπάθεια αποτροπής επιστροφής των Ελλήνων προσφύγων από τη Ρωσία. Νέες διαστάσεις έλαβε η Μουσουλμανική επιθετικότητα μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό, την κίνηση αυτοδιάθεσης του Πόντου και κυρίως μετά την εκδήλωση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ στις 19 Μαΐου στην Αμισό. Ουσιαστικά ξεκινούσε μία νέα περίοδος σύγκρουσης που όλο και περισσότερο έδειχνε ότι θα ήταν η τελική και άρα η πιο σκληρή.
Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αρμοστές στον Πόντο, και όχι μόνο, απηύθυναν συχνά εκκλήσεις καθ’ όλη την περίοδο του καλοκαιριού του 1919 για αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων προκειμένου να προστατευθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί. Η παρουσία μικρών συμμαχικών δυνάμεων στην Τραπεζούντα, στην Αμισό και τη Μερζιφούντα δεν μπορούσε φυσικά να περιορίσει τη δράση των Μουσουλμανικών συμμοριών. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε επανεμφάνιση των ανταρτικών σωμάτων κυρίως στον δυτικό Πόντο, τα οποία προσπάθησαν να προστατέψουν τους Έλληνες από την επιθετικότητα των Μουσουλμάνων.
Η συνάντηση του Χρύσανθου με τον Ουίλσον είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενδιαφέροντος των Αμερικανών για την περιοχή, σε συνδυασμό πάντοτε με το Αρμενικό ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως. Έτσι, το καλοκαίρι του 1919 συντάχθηκαν τρεις εκθέσεις από μικρές Αμερικανικές αποστολές στον Πόντο και την Αρμενία, που παρουσίαζαν κάποια στοιχεία για πρώτη φορά για την κατάσταση στον Πόντο και τη θέση των Ελλήνων. Αντιθέτως, μία μεγάλη αποστολή που ακολούθησε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, η αποστολή Χάρμπορντ, ασχολήθηκε κυρίως με την Αρμενία και είχε ελάχιστα στοιχεία για τον Ελληνισμό του Πόντου.
Καμία πάντως από τις εκθέσεις των αποστολών αυτών δεν πρότειναν να ανεξαρτητοποιηθεί ο Πόντος. Η τελμάτωση του ζητήματος του Πόντου οδήγησε τον Χρύσανθο κατά την επιστροφή του στον Πόντο το φθινόπωρο να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις Μουσουλμάνων προκρίτων του Πόντου που διαφωνούσαν με τον Κεμάλ για συνεργασία με τους Έλληνες. Οι συζητήσεις δεν κατέληξαν πουθενά. Ο χρόνος όμως που περνούσε χωρίς να βρεθεί λύση λειτουργούσε εναντίον των Ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, ο Χρύσανθος μαζί με την Ελληνική αποστολή στον Καύκασο προσέγγισε τους Αρμενίους, με τους οποίους κατέληξαν σε συμφωνία για τη δημιουργία ομόσπονδου Ποντοαρμενικού κράτους τον Ιανουάριο του 1920.
Η συμφωνία αυτή, όμως, παρέμεινε στα χαρτιά καθώς δεν τη δέχτηκε η Αρμενική αντιπροσωπία στο Παρίσι, αλλά και η Ελληνική πλευρά δεν είχε τη δύναμη να πιέσει για την υλοποίησή της. Χαρακτηριστικό είναι ότι τελικά το Στρατιωτικό Σώμα Ποντίων που συγκροτήθηκε, έπειτα από πολλές δυσκολίες λόγω και περιορισμένης προέλευσης εθελοντών, αποτελείτο μόνο από ένα τάγμα με περίπου 370 στρατιώτες, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το ζήτημα του Πόντου αλλά εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μ. Ασίας στη Σμύρνη. Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης γνώρισε μία νέα και τελευταία αναλαμπή, κάπως ανέλπιστα ύστερα από μία πολύμηνη στασιμότητα.
Σε συζητήσεις του Βενιζέλου με τους Βρετανούς για μία τελική επίθεση στο Κεμαλικό κίνημα υπήρξε η πρόταση τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 να γίνει απόβαση Ελληνικών, αλλά πιθανώς και Βρετανικών δυνάμεων στον Πόντο ώστε να βληθεί ο Κεμαλικός Στρατός από δύο πλευρές και από τη δυτική Μ. Ασία και από τον Πόντο. Οι διαπραγματεύσεις όμως για το Οθωμανικό ζήτημα που έβαιναν τότε στο τέλος τους οδήγησαν στη διακοπή των συζητήσεων. Στη Συνθήκη των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920 προβλεπόταν ο ανατολικός Πόντος να περιληφθεί στην Αρμενία.
Το σχέδιο απόβασης επανήλθε στις συζητήσεις Βενιζέλου και Βρετανών ύστερα και από τις εκκλήσεις του Έλληνα αλλά και άλλων αρμοστών στην Πόλη για στρατιωτική επέμβαση στον Πόντο είτε της Ελλάδας είτε των Συμμάχων λόγω των εντεινόμενων σφαγών των Ελλήνων. Την απόβαση στον Πόντο επιθυμούσαν και οι Αρμένιοι, καθώς ο Κεμάλ είχε ξεκινήσει την επίθεσή του στην Αρμενία τον Σεπτέμβριο του 1920. Ο Βρετανός στρατάρχης Χένρυ Ουίλσον, στον οποίο ο Βενιζέλος πρότεινε με λεπτομέρειες το σχέδιο απόβασης, αν και ήταν επιφυλακτικός, λόγω αμφισβήτησης της δυνατότητας του Ελληνικού στρατού να προχωρήσει σε μία τέτοια επιχείρηση, δεν το απέρριψε.
Η ήττα όμως του Βενιζέλου στις εκλογές την 1/14 Νοεμβρίου 1920 ματαίωσε το σχέδιο. Η κατάληψη, δε, την ίδια περίοδο της Αρμενίας από τον Κεμάλ και τους Μπολσεβίκους ακύρωσε και τη δημιουργία Αρμενικού κράτους που θα περιελάμβανε τον ανατολικό Πόντο. Οι εξελίξεις αυτές σήμαναν την αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό του Πόντου. Από τη μία πλευρά η νέα Ελληνική κυβέρνηση, την οποία σύντομα όλοι οι «σύμμαχοι» έσπευσαν να εγκαταλείψουν, δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για τον Πόντο. Από την άλλη πλευρά οι Κεμαλικοί, έχοντας επικρατήσει στην ανατολική Μ. Ασία και έχοντας να αντιμετωπίσουν μια απομονωμένη Ελληνική κυβέρνηση, δρομολόγησαν το τελικό σχέδιό τους εξόντωσης του Ελληνισμού του Πόντου.
Έτσι, από τις αρχές του 1921 ενέτειναν τις ανθελληνικές τους ενέργειες, οι οποίες περιελάμβαναν και φυλακίσεις προκρίτων και εύπορων Ελλήνων. Από τον Μάιο του 1921 οι ανθελληνικές επιθέσεις έλαβαν τη μορφή οργανωμένου και μαζικού εκτοπισμού των Ελλήνων του δυτικού Πόντου με σκοπό την εξόντωσή τους με τη γνωστή δικαιολογία περί κινδύνου απόβασης Ελληνικών δυνάμεων και συνεργασίας των κατοίκων με τους αντάρτες. Οι εκτοπισμοί αρχικά γίνονταν με περιοδικές αποστολές. Από τον Ιούλιο όμως αποφασίσθηκε συνολικός εκτοπισμός, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν εκτεταμένες σφαγές Ελλήνων. Σύντομα επεκτάθηκαν οι εκτοπισμοί και στον παράλιο και στον Μεσόγειο Πόντο.
Η αντίδραση των ανταρτών και οι νίκες που σημείωσαν κατά των Κεμαλικών τον Ιούλιο περιόρισαν σε ένα βαθμό, έστω και προσωρινά, την εξόντωση των Ελλήνων, δεν κατάφεραν όμως να αποτρέψουν τον εκτοπισμό. Την ίδια αναποτελεσματικότητα είχε και ο βομβαρδισμός λιμανιών του Πόντου από Ελληνικά πολεμικά πλοία. Μετά την αποτυχία της Ελληνικής προέλασης τον Αύγουστο του 1921 ο Κεμάλ συνέχισε το σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 τα λεγόμενα «δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια οδήγησαν στην εκτέλεση εκατοντάδες σημαίνοντες Έλληνες που είχαν συλληφθεί με την κατηγορία συμμετοχής στην κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Οι διαμαρτυρίες, Ελλήνων αλλά και ξένων ιθυνόντων, ακόμη και όταν έγιναν γνωστές οι σφαγές των Ελλήνων τον Μάιο του 1922 μέσα από δημοσιεύματα Βρετανικών και Αμερικανικών εφημερίδων, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο η δράση των Ελλήνων ανταρτών και οι επιτυχίες που είχαν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στις συγκρούσεις με τον πολυάριθμο Κεμαλικό στρατό κατάφεραν να περιορίσουν τις διώξεις των Ελλήνων. Η συνέχιση μάλιστα των επιτυχιών τους στις αρχές του 1922 οδήγησε τον Κεμάλ στην πρόταση αμνηστίας στους αντάρτες του δυτικού Πόντου, την οποία όμως αυτοί αρνήθηκαν.
Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, το 1922 και έως την καταστροφή οι Έλληνες του Πόντου επεδίωξαν να επιτύχουν συμμαχική ή Ελληνική επέμβαση στον Πόντο περισσότερο για να προστατευθούν οι Ελληνικοί πληθυσμοί από τον ολοκληρωτικό αφανισμό παρά για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους. Οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν καμία τύχη. Αντιθέτως οι Κεμαλικοί προχώρησαν τον Μάιο και τον Ιούνιο σε νέες σφαγές. Η Μικρασιατική Καταστροφή εξέπληξε και απογοήτευσε όπως ήταν φυσικό τους Ποντίους. Ο Κεμάλ, προκειμένου να φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων την Ελλάδα ως προς την ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε να πιέζει τους Ποντίους να φύγουν.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζώντας υπό άθλιες συνθήκες υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους, προσπάθησαν και επέτυχαν τα επόμενα χρόνια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να προοδεύσουν συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πρόοδο της Ελλάδας, μην ξεχνώντας όμως ποτέ την καταγωγή τους και την πατρίδα τους, τον Πόντο.
πηγή: http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου