Ο ΠΟΝΤΟΣ ΥΠΟ ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ (1908 - 1912) ΜΕΡΟΣ 3ο

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016


Στο διάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 1908 και του 1912, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να ακυρώσουν οποιαδήποτε δυνατότητα πολιτικής οργάνωσης των Χριστιανών. Αυτό επιτεύχθηκε σε ένα βαθμό με την ψήφιση του νόμου περί συνδέσμων, τον Αύγουστο του 1909, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύθηκε η σύσταση πολιτικών κομμάτων ή συλλόγων με βάση εθνική. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα πολλοί εθνικοί σύλλογοι να κλείσουν ή να μεταλλαχθούν φαινομενικά σε πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς, γυμναστικούς ή άλλου είδους. Ακόμη όμως και αυτοί οι σύλλογοι γνώρισαν διώξεις, τους τέθηκαν ποικίλα προσκόμματα ή αναγκάσθηκαν να διαλυθούν.
Συνάμα, όμως, το Νεοτουρκικό καθεστώς επέτρεψε τη συνέχιση της λειτουργίας των Τουρκικών Συνδέσμων με εθνική ονομασία με την αιτιολόγηση ότι χρησιμοποιούσαν την επίσημη γλώσσα… Στον Πόντο, μετά το κίνημα του 1908, ιδρύθηκαν αρκετοί Ελληνικοί σύλλογοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων όμως έπεσαν σε αδράνεια μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Το φαινόμενο, όμως, αυτό δεν αφορούσε μόνο τους Έλληνες του Πόντου, αλλά ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου έγινε το 1910 προσπάθεια σύστασης Ελληνικών πολιτικών συλλόγων σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
Στην Τραπεζούντα, έπειτα από αντεγκλήσεις και διαφωνίες για την ίδρυση ανάλογου συλλόγου, δεν κατέστη τελικώς δυνατή η ίδρυσή του, λόγω του φόβου που επικρατούσε. Το φθινόπωρο, ωστόσο, του 1911 υπήρξε έντονη πολιτική δραστηριοποίηση των Ελλήνων του Πόντου εν όψει των εκλογών του 1912. Παρά όμως τον περισσότερο χρόνο προεκλογικής ετοιμασίας σε σχέση με το 1908, τον ενεργητικότερο ρόλο του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και τη συνεργασία με τους φιλελεύθερους Οθωμανούς, δεν υπήρξε καλύτερο αποτέλεσμα για τους Έλληνες υποψηφίους βουλευτές του Πόντου όχι μόνο εξαιτίας της Νεοτουρκικής δράσης, αλλά και λόγω εσωτερικών αντιπαλοτήτων.
Στην Αμισό, λοιπόν, υπήρξαν διαφοροποιήσεις ως προς τα πρόσωπα που θα υποδείκνυαν για υποψηφίους βουλευτές, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των Ελληνικών ψήφων μεταξύ των δύο κυριότερων υποψηφίων του Συμεωνίδη, που υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους, και του Αρζόγλου, που υποστηρίχθηκε από την Ε.Ε.Π. Η κατάσταση για τους Έλληνες επιδεινώθηκε με την επανάληψη των παρανομιών και της νοθείας, μόνο που τώρα ήταν χειρότερες από αυτές των εκλογών του 1908. Τα κρατικά στελέχη, μαζί με μέλη της Ε.Ε.Π και χωροφύλακες, απειλούσαν, εκφόβιζαν, αλλά και ασκούσαν σωματική βία στον Ελληνικό πληθυσμό προκειμένου να ψηφίσει τους Νεότουρκους υποψηφίους.
Η κεντρική Ε.Ε.Π είχε δώσει εντολή στην τοπική οργάνωση να μεταχειριστεί κάθε μέσο για την επιτυχία στις εκλογές και να ακυρώσει τις εκλογές σε περίπτωση που κέρδιζε η αντιπολίτευση. Όπως ήταν αναμενόμενο, στις εκλογές επικράτησαν και πάλι οι Νεότουρκοι. Ο μόνος Έλληνας που εκλέχθηκε βουλευτής σε όλο τον Πόντο ήταν και πάλι ο Κωφίδης με τις ψήφους μόνο των Μουσουλμάνων εκλεκτόρων. Θα μπορούσε, όμως, να είχε εκλεγεί Έλληνας βουλευτής στην Αμισό, βάσει των αποτελεσμάτων, εάν δεν είχαν διασπαστεί οι ψήφοι των Ελλήνων. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της χώρας, σύμφωνα με τα οποία εκλέχθηκαν μόνο έξι φιλελεύθεροι βουλευτές και 279 Νεότουρκοι, φανερώνουν και πάλι το μέγεθος της νοθείας.
Ενώ το μέγεθος της ανθελληνικής επίθεσης των Νεοτούρκων φαίνεται και στη μείωση των εκλεγέντων Ελλήνων βουλευτών, που έφτασαν μόνο τους 15, εκ των οποίων μόνο τρεις με τους φιλελεύθερους. Λόγω, όμως, των πολλών αντιδράσεων και της παρέμβασης της ομάδας των Σωτήρων Αξιωματικών, η Νεοτουρκική κυβέρνηση παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα χωρίς τη συμμετοχή Νεοτούρκων, ενώ παράλληλα προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για το φθινόπωρο του 1912. Η έκρηξη όμως του Α' Βαλκανικού Πόλεμου οδήγησε στη ματαίωση των εκλογών. Η μικρή περίοδος από την πτώση της Νεοτουρκικής κυβέρνησης μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων χαρακτηρίστηκε από μία πιο ήπια πολιτική έναντι των Ελλήνων.
Όμως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σήμαναν την οριστική ρήξη των Ελλήνων όχι μόνο με τους Νεότουρκους, αλλά και με τους Φιλελεύθερους Μουσουλμάνους. Με την έναρξη του πολέμου οι Μουσουλμάνοι του Πόντου διοργάνωσαν διαδηλώσεις εναντίον των Χριστιανών, εξοπλίστηκαν και μέσω του τοπικού Τύπου άσκησαν μία ανθελληνική προπαγάνδα με σκοπό να φανατίσουν το λαό. Με πρόφαση τις πολεμικές ανάγκες, οι Οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε επιτάξεις Ελληνικών ιδιοκτησιών (εκκλησίες, σχολεία, ζώα, τρόφιμα, ενδύματα κ.ά.), αλλά και σε υποχρεωτικούς εράνους μόνο για τους Χριστιανούς υπέρ του Οθωμανικού στρατού.
Οι Έλληνες του Πόντου, διαπιστώνοντας την οριστική ρήξη, προχώρησαν σε μεγαλύτερη έκταση, γιατί ήδη είχαν πραγματοποιήσει ανάλογους εράνους, στη διενέργεια κρυφών εράνων υπέρ του Ελληνικού στρατού και ναυτικού. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν σημαντικότατες επιπτώσεις στη σύνθεση του πληθυσμού στον Πόντο λόγω της φυγής των νέων Ελλήνων προκειμένου να αποφύγουν την επιστράτευση και της εγκατάστασης Μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Οι περισσότεροι από τους φυγόστρατους κατέφυγαν στη Ρωσία, ενώ ένας μικρός αριθμός κατευθύνθηκε προς την ελεύθερη Ελλάδα και κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό. Αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς που στρατεύτηκαν τελικά λιποτάκτησαν.


Οι λιποτάκτες τις περισσότερες φορές επέστρεφαν στην περιοχή τους και κρύβονταν, όπως και κάποιοι φυγόστρατοι, συνήθως στα κοντινά βουνά. Παρά τις απειλές των Οθωμανικών αρχών, την εκτέλεση συλληφθέντων λιποτακτών και τη φυλάκιση συγγενών φυγόστρατων και λιποτακτών, δεν περιορίσθηκαν τα φαινόμενα αυτά. Με το πρόσχημα της έρευνας για τη σύλληψη λιποτακτών, οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν σειρά επιθέσεων και λεηλασιών όχι μόνο στα σπίτια των συγγενών των λιποτακτών, αλλά και σε ολόκληρα Ελληνικά χωριά. Οι λιποτάκτες άρχισαν να οργανώνονται σταδιακά σε ένοπλες ομάδες για να αντιμετωπίσουν την καταδίωξή τους από τον Οθωμανικό στρατό και τη Χωροφυλακή, αλλά και για να προστατέψουν τις οικογένειές τους.
Οι ομάδες αυτές αποτέλεσαν το προοίμιο των ανταρτικών ομάδων του 1916. Από τους Έλληνες που τελικά στρατεύτηκαν αρκετοί αυτομόλησαν στον Ελληνικό στρατό, ενώ άλλοι προσπάθησαν με έμμεσο τρόπο να βλάψουν τον Οθωμανικό στρατό. Σημαντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε από την υποχρεωτική εγκατάσταση προσφύγων Μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια μόνο σε Ελληνικές περιοχές και χωριά του Πόντου με αρπαγή των κτημάτων των Ελλήνων. Μία τέτοια προσπάθεια έγινε τον Μάιο του 1913, όταν επιχειρήθηκε να εγκατασταθούν σε Ελληνικά χωριά της Αμισού περίπου 2.500 Τουρκαλβανοί από τη Βόρειο Ήπειρο. Η αντίδραση των Ελλήνων, που οδήγησε μέχρι και σε σύγκρουση με τη Χωροφυλακή και το στρατό, δεν είχε αποτέλεσμα.
Οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες, κυρίως οι Τουρκοκρήτες, χρησιμοποιήθηκαν από το καθεστώς και ως προπαγανδιστικά όργανα για να διαδώσουν δήθεν ωμότητες των Ελλήνων κατά των Μουσουλμάνων στη διάρκεια των Βαλκανικών με σκοπό να δημιουργηθεί ανθελληνικό κλίμα. Αρκετοί δε από τους πρόσφυγες αυτούς, που ήταν πρώην κρατικοί υπάλληλοι, επανατοποθετήθηκαν σε κρατικές υπηρεσίες στον Πόντο από όπου καταπίεζαν και εκφόβιζαν τους Έλληνες. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, η ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και κυρίως το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου αποτέλεσαν αφορμή για νέες εκδηλώσεις κατά των Ελλήνων.
Όπως είναι γνωστό, στη Θράκη από το τέλος του 1913 και στη δυτική Μ. Ασία από την άνοιξη του 1914, οι Νεότουρκοι, με πρόφαση την ασφάλεια του κράτους, προχώρησαν σε εκτοπισμό των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Οι Νεότουρκοι στον Πόντο διοργάνωσαν σειρά συλλαλητηρίων για τα ζητήματα αυτά, στα οποία υποχρέωναν τους Έλληνες να πάρουν μέρος, ενώ τους επεβλήθησαν και νέες αναγκαστικές εισφορές για στρατιωτικές δαπάνες. Η συμμετοχή των Ελλήνων του Πόντου στην απόφαση του Πατριαρχείου να κλείσει τις εκκλησίες και τα σχολεία τον Μάιο του 1914 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το διωγμό των Ελλήνων όξυνε την αντιπαράθεση με τους Μουσουλμάνους.
Παράλληλα, εντατικοποιήθηκε και ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός, ο οποίος είχε γνωρίσει νέα ένταση μετά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Στον Πόντο όμως η εφαρμογή του αποκλεισμού ακυρώθηκε στις αρχές του 1914 από τους ίδιους τους μουσουλμάνους εμπόρους, γιατί φοβήθηκαν τα αντίποινα των Ελλήνων και, κυρίως, των μεγάλων Ελληνικών τραπεζικών οίκων, γεγονός που δείχνει πως ακόμη η οικονομική θέση των Ελλήνων ήταν υπολογίσιμη.
Σε όλη αυτή την κατάσταση δεν υπήρξε αντίδραση από τους Έλληνες βουλευτές, καθώς η νέα Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές που διεξήχθησαν το χειμώνα του 1913 - 1914 ήταν εξ ολοκλήρου Νεοτουρκική, αφού δεν είχε επιτραπεί να λάβουν μέρος όσοι διαφωνούσαν με τους Νεοτούρκους. Είχαν εκλεγεί μάλιστα σε αυτές τις εκλογές τρεις Έλληνες βουλευτές από τον Πόντο, σε συνολικό αριθμό 16 Ελλήνων βουλευτών, ο Κωφίδης, ο Ιωαννίδης και ο Αρζόγλου.


πηγή: http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah