Ο ΠΟΝΤΟΣ ΥΠΟ ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ (1908 - 1912) . ΜΕΡΟΣ 1ο

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Το Νεοτουρκικό κίνημα, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1908, επέφερε σημαντικές αλλαγές, όπως ήταν φυσικό, και στον Πόντο, καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για την εκδήλωση της υποβόσκουσας επιθετικότητας των Μουσουλμάνων έναντι των Ελλήνων. Στην περιοχή της Τραπεζούντας υπήρξε έντονη επιφυλακτικότητα από τους Έλληνες στο άκουσμα της είδησης της έκρηξης και επικράτησης του κινήματος. Μάλιστα, μόνο ύστερα από προτροπή του Ελληνικού προξενείου και ένα μήνα μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος, οι Έλληνες ουσιαστικά υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις υπέρ του κινήματος.
Αντιθέτως, στην περιοχή της Αμισού, τη δεύτερη σε μέγεθος και σημασία πόλη του Πόντου, οι Έλληνες φάνηκαν περισσότερο θετικοί και συμμετείχαν σχεδόν εξαρχής στις εκδηλώσεις υποστήριξης του κινήματος. ωστόσο, και αυτοί ήταν επιφυλακτικοί γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι η εκλογή των βουλευτών στις εκλογές του Νοεμβρίου δεν θα γινόταν άμεσα από το λαό, αλλά έμμεσα δι’ αντιπροσώπων. Είναι όμως χαρακτηριστικό του πρόσκαιρου του κλίματος σύμπνοιας στην Αμισό πως ύστερα από διαμαρτυρία των μουσουλμάνων σβήστηκε το σύνθημα αδελφοσύνη. Η θετική στάση των Ελλήνων στην Αμισό ίσως να οφείλεται εν μέρει και στην ύπαρξη πολλών Ελλήνων εργατών καπνού, οι οποίοι ήλπισαν πως με το νέο καθεστώς θα βελτιωνόταν η θέση τους, αφού αυτό είχε αυτοπροβληθεί σαν ένα δημοκρατικό κίνημα. 

Σύντομα όμως διαψεύσθηκαν καθώς στο αίτημά τους για αυξήσεις αντιμετώπισαν όχι μόνο την άρνηση της εταιρίας καπνού Regie, αλλά και την ένοπλη αντίδραση στις εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις, από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο του 1908, που κατέληξαν σε αιματηρές συγκρούσεις. Έπειτα από παρέμβαση κυρίως του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη, καθώς η πλειοψηφία των καπνεργατών και οι πρωταγωνιστές των κινητοποιήσεων ήταν Έλληνες, αλλά και προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, έγινε δεκτό το αίτημα των απεργών για αύξηση του ημερομισθίου.
Το Νεοτουρκικό καθεστώς, διαπιστώνοντας την ισχύ των συνδικάτων και σε αυτή, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων στη χώρα, προχώρησε στην υποχρεωτική διάλυσή τους βάσει νόμου που ψηφίστηκε το 1909. Οι Νεότουρκοι αμέσως μετά την επικράτησή τους, και πριν ακόμη εκδηλωθούν έναντι του κινήματος οι Έλληνες αλλά και οι Μουσουλμάνοι στον Πόντο, προχώρησαν σε εφαρμογή του προπαγανδιστικού τους σχεδίου με την αποστολή στον Πόντο προπαγανδιστών από την Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης και της Προόδου (Ε.Ε.Π) στην Κωνσταντινούπολη ήδη στις 22 Ιουλίου, ελάχιστες ημέρες μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος.
Σκοπός τους ήταν όχι μόνο να ιδρύσουν τοπικές Νεοτουρκικές οργανώσεις για να προσελκύσουν μέλη, αλλά, πολύ περισσότερο, να οργανώσουν ποικιλότροπη νοθεία στις επικείμενες εκλογές, ώστε να εξασφαλισθεί καθολική νίκη και παράλληλα να αποκλεισθεί οποιαδήποτε πιθανότητα εκλογής Ελλήνων. Η αληθινή πολιτική των Νεοτούρκων και η πραγματική τους αντίληψη περί δημοκρατίας, ισότητας, ισονομίας και αδερφοσύνης έγιναν έκδηλα φανερές στον τρόπο που πραγματοποιήθηκαν η προεκλογική εκστρατεία και οι ίδιες οι εκλογές του 1908. Ιδιαίτερα, δε, αποκαλύφθηκε ότι η πολιτική τους είχε χαρακτήρα κυρίως ανθελληνικό και δευτερευόντως στρέφονταν εναντίον άλλου έθνους ή πολύ περισσότερο άλλου πολιτικού κόμματος.

Το μέγεθος της νοθείας μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς βλέποντας τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών: Το κόμμα των «Ενωτικών» που υποστηριζόταν από την Ε.Ε.Π εξέλεξε 288 βουλευτές, ενώ η αντιπολίτευση των φιλελεύθερων μόνο έναν. Από αυτούς 24 μόνο ήταν Έλληνες, ενώ σύμφωνα με τον Ελληνικό πληθυσμό θα έπρεπε, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, να είχαν εκλεγεί αναλογικά 65. Είναι ενδεικτικό ότι άλλα έθνη της Αυτοκρατορίας εξέλεξαν τον αναλογούντα με τον πληθυσμό τους αριθμό βουλευτών, και σε κάποιες περιπτώσεις και περισσότερο (π.χ. 60 Άραβες, 27 Αλβανοί, 14 Αρμένιοι, 10 Σλάβοι), γεγονός που φανερώνει τον ανθελληνικό κυρίως χαρακτήρα της Νεοτουρκικής πολιτικής.
Οι περισσότεροι Έλληνες βουλευτές που εκλέχθηκαν απλώς συνεργάστηκαν με τους «Ενωτικούς» γιατί δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα εκλογής. Ανάλογη με την υπόλοιπη χώρα ήταν και η κατάσταση που επικράτησε στον Πόντο, όπου εκλέχθηκε μόνο ένας Έλληνας βουλευτής, ο Ματθαίος Κωφίδης, με την υποστήριξη της Ε.Ε.Π, χωρίς μάλιστα να λάβει ούτε μία ψήφο Έλληνα εκλέκτορα. Αυτό σήμαινε ότι οι Έλληνες με τις ψήφους τους δεν ανέδειξαν κανέναν Έλληνα βουλευτή, ενώ θα έπρεπε να εκλέξουν ανάλογα με τον πληθυσμό τους από τέσσερις έως επτά, αφού ανά 100.000 κατοίκων αντιστοιχούσε ένας βουλευτής και, σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς στατιστικές, οι Έλληνες στον Πόντο έφταναν τους 450.000.
Ενώ σύμφωνα με τους Έλληνες ο αριθμός τους έφτανε τους 700.000 περίπου. Τον αριθμό των 7 βουλευτών μάλιστα δέχτηκαν και οι φιλελεύθεροι στις επόμενες εκλογές του 1912 στις συζητήσεις που υπήρξαν για συνεργασία φιλελευθέρων και Ελλήνων. Το απογοητευτικό αποτέλεσμα για τους Έλληνες ήρθε παρά την ιδιαίτερη κινητοποίηση των Ελλήνων με τη δημιουργία πολιτικών συλλόγων και παρά την καθολική σχεδόν αποδοχή των υποψηφίων Ελλήνων βουλευτών και τη συμπόρευση του εκλογικού σώματος και των εκλεκτόρων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι Έλληνες εκλέκτορες ψήφισαν μόνο τους Έλληνες υποψηφίους βουλευτές που δεν είχαν συνταχθεί ή συνεργασθεί με το κόμμα των Νεοτούρκων.
Οι Νεότουρκοι, προκειμένου να φτάσουν στο ποθητό εκλογικό αποτέλεσμα, μεταχειρίστηκαν ποικίλα μέσα: από τον εξοπλισμό των Μουσουλμάνων και την τρομοκρατία έως την κατά τέτοιον τρόπο διαίρεση των εκλογικών τμημάτων ώστε τα μουσουλμανικά να εκλέγουν έναν εκλέκτορα με 251 ψηφοφόρους, ενώ τα Ελληνικά με 500 - 750 ψηφοφόρους. Τα δε μικτά τμήματα καταρτίσθηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να υπερτερεί το Μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ αμιγώς Ελληνικές περιοχές ή συνοικίες στις πόλεις διαιρέθηκαν έτσι ώστε να αποτελούν μειοψηφία σε ευρύτερες Μουσουλμανικές περιοχές. Είναι ενδεικτικό ότι στην Αμισό οι Έλληνες με 2.045 ψηφοφόρους μπορούσαν να εκλέξουν 4 εκλέκτορες, ενώ οι Νεότουρκοι με 1.500 ψηφοφόρους να εκλέξουν 5.
Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη λόγω της Νεοτουρκικής πολιτικής ώστε οι Έλληνες της Αμισού ζήτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση μέσω του υποπροξενείου να τους σταλούν όπλα «προκειμένου να είναι έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν όταν έρθει η ώρα», αφού και οι Μουσουλμάνοι είχαν εξοπλισθεί αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος. Οι εκλογές, όμως, δεν ήταν το μόνο πεδίο όπου εκδηλώθηκε η ανθελληνική πολιτική των Νεοτούρκων. Λίγο μετά, στο τέλος του 1908, ξεκίνησε ο οργανωμένος από την Ε.Ε.Π ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός με αφορμή τη διακήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα στις 6 Οκτωβρίου του 1908.
Το ίδιο μέτρο είχε εφαρμοσθεί και κατά της Αυστροουγγαρίας μετά την ανακήρυξη της προσάρτησης της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης, αλλά υποτίθεται ότι δεν ήταν επίσημη πολιτική της κυβέρνησης. Στην περίπτωση όμως του Ελληνικού αποκλεισμού η Νεοτουρκική κυβέρνηση όχι μόνο δεν αντέδρασε στο μέτρο, αλλά, φανερώνοντας την πραγματική θέση της, επέτρεψε τη χρησιμοποίηση των κατά τόπους διοικητικών μηχανισμών και της αστυνομίας. Ενώ ο αποκλεισμός των Αυστριακών προϊόντων έληξε τον Μάρτιο του 1909, ο αποκλεισμός των Ελληνικών προϊόντων όχι μόνο δεν έληξε σύντομα, αλλά εντάθηκε το επόμενο διάστημα και γνώρισε έως τους Βαλκανικούς Πολέμους ποικίλες διακυμάνσεις.
Οι Νεότουρκοι, θέλοντας να δημιουργήσουν μια εθνική «Τουρκική» οικονομία, στράφηκαν κυρίως κατά των Ελλήνων για να το πετύχουν αυτό γιατί οι Έλληνες ήταν ο ισχυρότερος οικονομικά πληθυσμός στην Αυτοκρατορία και ο οποίος όχι μόνο ήταν διασκορπισμένος σε όλο σχεδόν το εύρος της, αλλά κυριαρχούσε οικονομικά στις νευραλγικότερες οικονομικά περιοχές. Οι Έλληνες στον Πόντο, παρά την απώλεια σημαντικού μέρους του εξωτερικού εμπορίου το οποίο είχε περάσει στις αρχές του 20ού αιώνα στα χέρια ξένων, συνέχισαν να κατέχουν κυρίαρχη θέση στο οικονομικό πεδίο με την ενασχόλησή τους κυρίως με το τοπικό εμπόριο, τις τράπεζες και τη βιοτεχνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτήν την περίοδο, περίοδο έκρηξης της παραγωγής καπνού λόγω Αμερικανικής ζήτησης, στην Αμισό η εμπορία καπνού ανήκε κατά 60% σε Έλληνες εμπόρους, 15% σε Αμερικανική εταιρία, 10% σε ξένα μονοπώλια, 10% σε Αρμένιους και μόνο 5% σε Μουσουλμάνους. Ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός στον Πόντο ξεκίνησε διστακτικά τον Δεκέμβριο του 1908 στο λιμάνι της Τραπεζούντας. Αρχικά αφορούσε μόνο τα προϊόντα από το Ελληνικό κράτος και μόνο τους Έλληνες υπηκόους εμπόρους του Πόντου, οι περισσότεροι όμως εκ των οποίων ήταν Πόντιοι που απλώς είχαν πάρει την Ελληνική υπηκοότητα για φορολογικούς περισσότερο λόγους.
Πρωταγωνιστές στον ανθελληνικό αποκλεισμό αναδείχθηκαν οι λεμβούχοι, οι αχθοφόροι και οι λιμενεργάτες, οι οποίοι αποτέλεσαν τα κυριότερα μέλη της Ε.Ε.Π στην Τραπεζούντα και λίγο αργότερα ανέλαβαν ουσιαστικά τον έλεγχο της πόλης. Ο εμπορικός αποκλεισμός προκάλεσε αναστάτωση στην αγορά της πόλης σε τέτοιο σημείο που μέρος των Μουσουλμάνων της πόλης διαμαρτυρήθηκε προς την Ε.Ε.Π, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα επόμενα δύο έτη συνεχίστηκε ο αποκλεισμός με αρκετές διακυμάνσεις. Σταδιακά εφαρμόσθηκε σε όλους τους Έλληνες εμπόρους και παραγωγούς ανεξαρτήτως υπηκοότητας.
Έτσι απομακρύνθηκαν με διάφορα προσχήματα -οι Έλληνες εργαζόμενοι- από τις δημόσιες υπηρεσίες, την Οθωμανική Τράπεζα, το μονοπώλιο καπνού και από Μουσουλμανικές και ξένες επιχειρήσεις, ενώ επιβλήθηκαν επιπρόσθετοι φόροι, καταργήθηκαν φορολογικές απαλλαγές των Ελλήνων υπηκόων και προβλήθηκαν διάφορα προσκόμματα στη λειτουργία των Ελληνικών τραπεζών στον Πόντο. Στα αστικά κέντρα του Πόντου συστάθηκαν και επιτροπές Μουσουλμάνων για αποτελεσματικότερη εφαρμογή του. Έτσι, απαγορεύθηκε η είσοδος στα καταστήματα Ελλήνων υπηκόων, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων αυτών, μέτρο το οποίο εφαρμόσθηκε με την επιστασία της αστυνομίας.


Και επιβλήθηκε κατά παράνομο τρόπο φόρος επιτηδεύματος μόνο στους Έλληνες Ελληνικής υπηκοότητας, ενώ οι πολίτες άλλων Ευρωπαϊκών χωρών με τους οποίους ήταν εξισωμένοι οι Έλληνες πολίτες δεν πλήρωναν ανάλογο φόρο. Μάλιστα τους ζητήθηκε να πληρώσουν το φόρο αναδρομικά και με ποσά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που πλήρωναν οι Οθωμανοί υπήκοοι, ποσά που έφταναν στο πενταπλάσιο ή και εξαπλάσιο ποσό. Οι ανθελληνικές ενέργειες στο χώρο της οικονομίας ανακόπηκαν για ένα μικρό διάστημα, το 1910, λόγω των δυσμενών επιπτώσεων που είχε ο ανθελληνικός αποκλεισμός (όπως προβλήματα επισιτισμού, μείωση εσόδων από έμμεσους φόρους και τελωνειακούς δασμούς κ.ά.).
Όμως το 1911 ο αποκλεισμός γνώρισε νέα έξαρση και έφτασε στην κορύφωσή του με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μία αφόρητη κατάσταση για τους Έλληνες. Έτσι, προχώρησαν σε απελάσεις Ελλήνων Ελληνικής υπηκοότητας με παράλληλη προσπάθεια να δημευθεί η έγγειος ιδιοκτησία τους. Η Ελλάδα προχώρησε σε διαβήματα διαμαρτυρίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η προσπάθεια του καθεστώτος να θεωρήσει τις Ελληνικές τράπεζες, που είχαν κερδίσει στον ανταγωνισμό με τις Οθωμανικές, σαν Οθωμανικές απέτυχε μετά την αντίδραση της Ελλάδας.
Με αφορμή τον Ιταλοοθωμανικό Πόλεμο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1911, επιβλήθηκε νέος φόρος για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα υπέρ του Οθωμανικού στόλου, ο οποίος έπληττε κυρίως τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν η μεγάλη πλειοψηφία των εμπόρων στον Πόντο. Ήταν δε τόσο δυσβάσταχτος που ορισμένοι έμποροι άφησαν τα εμπορεύματά τους στο τελωνείο. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ανθελληνικών μέτρων ήταν πολλοί Έλληνες έμποροι να οδηγηθούν σε χρεοκοπία και τη θέση τους να πάρουν Μουσουλμάνοι, οι οποίοι με μειωμένο ανταγωνισμό και υπό την κρατική προστασία κατάφεραν σταδιακά να επικρατήσουν.
Οι Νεότουρκοι την περίοδο μεταξύ 1908 - 1912 στήριξαν την ανθελληνική τους πολιτική στο πρόσχημα της κατάργησης των προνομίων των εθνικο-θρησκευτικών ομάδων βάσει της υποτιθέμενης πολιτικής ισότητας και ισονομίας που διακήρυτταν και την οποία όμως χρησιμοποιούσαν κατά το δοκούν. Την πολιτική αυτή επικαλέστηκαν εν μέρει για τις ανθελληνικές επιθέσεις τους και στις εκλογές του 1908 και στην οικονομική θέση των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο όμως χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία την εφαρμογή αυτής της ιδεολογικής αντίληψης στην κατάργηση των προνομίων των Χριστιανών στα εκκλησιαστικά ζητήματα, στην εκπαίδευση και στη, για πρώτη φορά, στρατολόγηση των Χριστιανών.
Καθώς κύριος φορέας των προνομίων των Ελλήνων Ορθοδόξων ήταν η διοικούσα Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε προσπάθεια κατάργησής τους ουσιαστικά υπονόμευε την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας στους Έλληνες. ωστόσο, δεν στράφηκαν άμεσα εναντίον των καθαρά εκκλησιαστικών της δικαιοδοσιών γιατί δεν ήθελαν να προκαλέσουν το θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων το οποίο εκείνη την εποχή ίσως ήταν ισχυρότερο και από το εθνικό αίσθημα, ιδίως στη Μ. Ασία. Έτσι, βάσει του προσχήματος περί εκκοσμικεύσεως του Οθωμανικού κράτους και της υποτιθέμενης δυνατότητας μέσω των εκλογών να εκφραστούν πολιτικά οι Χριστιανοί, οι Νεότουρκοι προχώρησαν στον περιορισμό αρχικά και στην κατάργηση εν συνεχεία του πολιτικού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη και των μητροπολιτών.
Συνάμα όμως περιόρισαν ή κατάργησαν τη δικαιοδοσία που είχε η διοικούσα Εκκλησία στη διευθέτηση βάσει του Εκκλησιαστικού δικαίου αστικών ζητημάτων μεταξύ των Χριστιανών, όπως ήταν οι γάμοι, τα διαζύγια και οι διαθήκες, αλλά και τη θέση των εκπροσώπων της Εκκλησίας στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σταδιακά προχώρησαν και σε άλλες ενέργειες, όπως η όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη σε εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, η αμφισβήτηση των εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών, η παρεμπόδιση του έργου των κληρικών και η σύλληψη και φυλάκιση ιερέων με απλή καταγγελία. Η εκπαίδευση ήταν ένας από τους χώρους που έγινε ιδιαιτέρως αισθητή η κατάργηση των προνομίων.


πηγή: http://greekworldhistory.blogspot.gr/
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah