"Και έφτασαν την πέμπτη ημέρα (οι μύριοι) στο βουνό που το λένε Θήχης. Όταν οι πρώτοι ανέβηκαν στην κορυφή του έβγαλαν μεγάλες φωνές: Θάλαττα, Θάλαττα......
Από δω προχώρησαν στη θάλασσα, στην Τραπεζούντα, που ήταν πόλη Ελληνική, στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων στη χώρα των Κόλχων...Τρόφιμα πρόσφεραν στον στρατό οι Τραπεζούντιοι και δέχτηκαν τους Έλληνες στην πόλη και τους έδωσαν ακόμη δώρα φιλοξενίας........ ώστε οι Έλληνες την διεκήρυτταν σ' όλα τα μέρη της Ελλάδας.
‘Κύρου Ανάβαση’ Ξενοφώντα.
Ο Αλέξιος ήταν τότε, ένα τετράχρονο παιδάκι μ' αγγελικό πρόσωπο και περίσσια εξυπνάδα. Η Θεοδώρα τούτο το ξαδερφάκι της το υπεραγαπούσε. Μερικές φορές είχε τύψεις, που χωρίς να το θέλει το ξεχώριζε από τ' άλλα της ξαδέρφια, του θείου της Δαβίδ, που και κείνα ήταν χαριτωμένα και καλοκαμωμένα, όπως δα και όλοι οι Μεγαλο-Κομνηνοί, άνδρες και γυναίκες. Μα, και ο Αλέξιος της είχε μεγάλη αδυναμία. Σαν ο παιδαγωγός του ήθελε να τον κάνει προσεκτικό, δεν είχε παρά να την αναφέρει και τότε όλα γίνονταν εύκολα.
Έτσι και κείνη τη μέρα, για τον αποτραβήξει από τα παιγνίδια του, του είπε:
-Άφησε τώρα τα παιγνίδια. Έχω να σου πω τόσα ωραία πράγματα, θέλεις σαν θα έρθει η πριγκίπισσα Θεοδώρα να σε πάρει, να μην έχουμε τελειώσει και να στενοχωρηθεί;
-Α, όχι, δεν θέλω να στενοχωρηθεί η Θεοδώρα, κι αφού ένα μονάχα μήνα θα' ναι κοντά μας, απάντησε λυπημένα. 'Υστερα σφίγγοντας τις γροθίτσες του φώναξε θυμωμένα:
-Αχ, αυτός ο Χασαν, που θα μου την πάρει μακρυά, τι θυμό που τον έχω... και ρώτησε μ' αγωνία:
- Θα την ξαναδώ ποτέ; και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
-Μα και βέβαια παιδί μου, θα την ξαναδείς. Ακούς εκεί;
Ο άρχοντας Χασάν, σαν μάθει την αγάπη που σου έχει, σίγουρα και θα την φέρνει συχνά για χάρη σου εδώ.
-Κι είναι αλήθεια τόσο γενναίος, όπως λένε;
-Σίγουρα. Είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος στις μέρες μας.
-Πιο γενναίος και από τον Διγενή Ακρίτα; και πριν πάρει απάντηση με παρακλητική φωνή απόσωσε: - Αχ, σε παρακαλώ, μίλησε μου για τον Ακρίτα.
-Πρέπει όμως, να τα πάρουμε όλα με τη σειρά. Μονάχα έτσι θα καταλάβεις καλύτερα. Ξεκινούμε από πολύ παλιά, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός μας. Τότε, όλη τούτη την περιοχή την ονόμαζαν Πόντο, από τη θάλασσα που τη βρέχει. Κι όλα τούτα ξεκινούν, πριν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Από την Αργοναυτική εκστρατεία.
-Που την έκανε ο Ιάσονας, για ν' αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας;
Αυτό γνωρίζω.
-Ωραία! Τότε τούτη τη θάλασσα την έλεγαν Μαύρη θάλασσα ή "Άξεινο Πόντο", γιατί ήταν και είναι και σήμερα, πολύ άγρια κι ένα γύρω στις ακρογιαλιές του κατοικούσαν άγριοι λαοί.
-Εύξεινο Πόντο, όμως τη λέμε σήμερα. Έτσι δεν είναι;
-Ακριβώς έτσι, κι αυτή η ονομασία ξεκινάει από τότε που οι Μιλήσιοι που ήταν Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι Ίωνες, έχτισαν εδώ τις πρώτες αποικίες. Ορίστε, ας παρατηρήσουμε το χάρτη, για να καταλάβεις καλύτερα.
Για λίγη ώρα περιεργάστηκαν τον μεγάλο χάρτη κι ο παιδαγωγός συνέχισε:
-Θάλασσα, παιδί μου, καθαρά Ελληνική από παλιά. Η Σινώπη, η Τραπεζούντα μας, κι άλλες πολλές πόλεις ήταν από τότε Ελληνικές.
-Ένα, δεν καταλαβαίνω, τον σταμάτησε πάλι ο μικρός πρίγκιπας.
Αφού αυτή η θάλασσα, ήταν πάντα άγρια και φουρτουνιασμένη κι ένα γύρω κατοικούνταν από άγριους ανθρώπους, γιατί οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι Μιλήσιοι, στείλαν συμπατριώτες τους να την κατοικήσουν;
Από δω προχώρησαν στη θάλασσα, στην Τραπεζούντα, που ήταν πόλη Ελληνική, στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων στη χώρα των Κόλχων...Τρόφιμα πρόσφεραν στον στρατό οι Τραπεζούντιοι και δέχτηκαν τους Έλληνες στην πόλη και τους έδωσαν ακόμη δώρα φιλοξενίας........ ώστε οι Έλληνες την διεκήρυτταν σ' όλα τα μέρη της Ελλάδας.
‘Κύρου Ανάβαση’ Ξενοφώντα.
Ο Αλέξιος ήταν τότε, ένα τετράχρονο παιδάκι μ' αγγελικό πρόσωπο και περίσσια εξυπνάδα. Η Θεοδώρα τούτο το ξαδερφάκι της το υπεραγαπούσε. Μερικές φορές είχε τύψεις, που χωρίς να το θέλει το ξεχώριζε από τ' άλλα της ξαδέρφια, του θείου της Δαβίδ, που και κείνα ήταν χαριτωμένα και καλοκαμωμένα, όπως δα και όλοι οι Μεγαλο-Κομνηνοί, άνδρες και γυναίκες. Μα, και ο Αλέξιος της είχε μεγάλη αδυναμία. Σαν ο παιδαγωγός του ήθελε να τον κάνει προσεκτικό, δεν είχε παρά να την αναφέρει και τότε όλα γίνονταν εύκολα.
Έτσι και κείνη τη μέρα, για τον αποτραβήξει από τα παιγνίδια του, του είπε:
-Άφησε τώρα τα παιγνίδια. Έχω να σου πω τόσα ωραία πράγματα, θέλεις σαν θα έρθει η πριγκίπισσα Θεοδώρα να σε πάρει, να μην έχουμε τελειώσει και να στενοχωρηθεί;
-Α, όχι, δεν θέλω να στενοχωρηθεί η Θεοδώρα, κι αφού ένα μονάχα μήνα θα' ναι κοντά μας, απάντησε λυπημένα. 'Υστερα σφίγγοντας τις γροθίτσες του φώναξε θυμωμένα:
-Αχ, αυτός ο Χασαν, που θα μου την πάρει μακρυά, τι θυμό που τον έχω... και ρώτησε μ' αγωνία:
- Θα την ξαναδώ ποτέ; και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
-Μα και βέβαια παιδί μου, θα την ξαναδείς. Ακούς εκεί;
Ο άρχοντας Χασάν, σαν μάθει την αγάπη που σου έχει, σίγουρα και θα την φέρνει συχνά για χάρη σου εδώ.
-Κι είναι αλήθεια τόσο γενναίος, όπως λένε;
-Σίγουρα. Είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος στις μέρες μας.
-Πιο γενναίος και από τον Διγενή Ακρίτα; και πριν πάρει απάντηση με παρακλητική φωνή απόσωσε: - Αχ, σε παρακαλώ, μίλησε μου για τον Ακρίτα.
-Πρέπει όμως, να τα πάρουμε όλα με τη σειρά. Μονάχα έτσι θα καταλάβεις καλύτερα. Ξεκινούμε από πολύ παλιά, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός μας. Τότε, όλη τούτη την περιοχή την ονόμαζαν Πόντο, από τη θάλασσα που τη βρέχει. Κι όλα τούτα ξεκινούν, πριν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Από την Αργοναυτική εκστρατεία.
-Που την έκανε ο Ιάσονας, για ν' αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας;
Αυτό γνωρίζω.
-Ωραία! Τότε τούτη τη θάλασσα την έλεγαν Μαύρη θάλασσα ή "Άξεινο Πόντο", γιατί ήταν και είναι και σήμερα, πολύ άγρια κι ένα γύρω στις ακρογιαλιές του κατοικούσαν άγριοι λαοί.
-Εύξεινο Πόντο, όμως τη λέμε σήμερα. Έτσι δεν είναι;
-Ακριβώς έτσι, κι αυτή η ονομασία ξεκινάει από τότε που οι Μιλήσιοι που ήταν Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι Ίωνες, έχτισαν εδώ τις πρώτες αποικίες. Ορίστε, ας παρατηρήσουμε το χάρτη, για να καταλάβεις καλύτερα.
Για λίγη ώρα περιεργάστηκαν τον μεγάλο χάρτη κι ο παιδαγωγός συνέχισε:
-Θάλασσα, παιδί μου, καθαρά Ελληνική από παλιά. Η Σινώπη, η Τραπεζούντα μας, κι άλλες πολλές πόλεις ήταν από τότε Ελληνικές.
-Ένα, δεν καταλαβαίνω, τον σταμάτησε πάλι ο μικρός πρίγκιπας.
Αφού αυτή η θάλασσα, ήταν πάντα άγρια και φουρτουνιασμένη κι ένα γύρω κατοικούνταν από άγριους ανθρώπους, γιατί οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι Μιλήσιοι, στείλαν συμπατριώτες τους να την κατοικήσουν;
-Γιατί ήταν πάντα πλούσιο μέρος, παιδί μου. Γι' αυτό και οι Έλληνες από -αλιά ενδιαφέρθηκαν τόσο πολύ. Από τότε άρχισε ν' ανυπτύσσεται το εμπόριο κι ο πολιτισμός.
-Κι υστέρα ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας;
-Ναι και δεν πρέπει να ξεχνάς, πως αυτό έγινε το 1204, τότε που στην Κωνσταντινούπολη την πήραν οι Φράγκοι.
-Ναι, ξέρω. Ήταν ο Αλέξιος, ο εγγονός του αυτοκράτορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, του Ανδρόνικου Α' Κομνηνού. Εκείνος με τη βοήθεια του αδερφού του του Δαβίδ, ίδρυσε την Αυτοκρατορία μας. Έτσι δεν είναι;
-Μπράβο! Εσύ θα ξέρεις την καλύτερη ιστορία απ' όλους. Από το 1204, λοιπόν, αρχίζει η ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, με πρώτο αυτοκράτορα τον.....
-Αλέξιο τον Α', Μεγάλο-Κομνηνό. Όμως, για τον Ακρίτα, δεν θα μιλήσουμε καθόλου;
-Και βέβαια, αλλά, πρώτα θα μιλήσουμε για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στην οποία είπαμε πως ένας από τους Αυτοκράτορές της ήταν:
-Ο Ανδρόνικος Α', από την ξακουστή Δυναστεία των Κομνηνών.
-Συγχαρητήρια! Λοιπόν, αυτή η αυτοκρατορία ήταν η πρώτη στον κόσμο. Πιο Λαμπρή και δοξασμένη απ' αυτή δεν ήταν άλλη. Κι όλοι οι λαοί σ' Ανατολή και Δύση, ένα είχαν στο μυαλό τους. Να την κατακτήσουν. Να την κάνουν δική τους. ’ι να σου πω, αμέτρητοι εχθροί στα σύνορό της. Τους χτυπούσαν από το ένα μέρος, άλλοι ξεφύτρωναν στο άλλο.
-Σαν την Λερναία Ύδρα, δηλαδή;
-Ακριβώς έτσι. Τ' ακρινά της Αυτοκρατορίας, τα σύνορα, που επειδή Βρίσκονταν στην άκρη της τα 'λεγαν ακριτικά, τα φύλαγαν συνέχεια τα πιο γενναία παλληκάρια, οι Ακρίτες μας. Αυτοί αγωνίζονταν, αιώνες πριν ιδρυθεί η Τραπεζουντιακή Αυτοκρατορία.
-Το 1204!
-Πολύ σωστά! Γιατί μέχρι τότε και η όμορφη πρωτεύουσά μας η Τραπεζούντα, με την γύρω περιοχή, αποτελούσαν μέρος αυτής της δοξασμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ήταν μοιρασμένη σε θέματα, δηλαδή μεγάλες περιοχές. Αποτελούσε λοιπόν, το 9ον θέμα.
-Μα για τον Διγενή Ακρίτα, πότε θα μιλήσουμε;
-Μην ανυπομονείς. Έφτασε η ώρα, του απάντησε με τρυφερότητα και συνέχισε:
-Σε τούτη, λοιπόν την περιοχή, εκεί κοντά στις πηγές του μεγάλου ποταμού Ευφράτη, οι εχθροπραξίες ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους Πέρσες και τους Άραβες δεν είχαν σταματημό. Γιατί, από κει περνούσαν οι καραβανοδρόμοι, που 'φερναν οι έμποροι τόσα καλά από τη μακρινή Κίνα και Ινδία.
Μπαχαρικά, μετάξι, πολύτιμες πέτρες και τόσα άλλα. Ο Διγενής Ακρίτας, είναι, βέβαια, το σύμβολο της παλικαριάς και της δικαιοσύνης. Πολεμιστής σπουδαίος, κι όχι γιατί αγαπούσε τον πόλεμο, μα για να διατηρήσει την Ειρήνη.
0 μικρός πρίγκιπας ρουφούσε τα λόγια του παιδαγωγού του, με μάτια μεγαλωμένα από το θαυμασμό για όσα άκουγε.
-Βέβαια, υπήρξε ένας τέτοιος σπουδαίος ήρωας, ένας ακρίτας. Λεγόταν Διγενής, γιατί οι γονείς του προέρχονταν από δυο διαφορετικές γενιές. Αυτός ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας απόκτησε τόση φήμη, που κάποτε στο κάστρο του εκεί στη Χαιρίαινα τον επισκέφτηκε, ο ίδιος ο αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμανός, με πολλά δώρα. Τον θαύμαζε για τα ηρωικά του κατορθώματα, μα και για τις ειρηνικές του ασχολίες. Δεν λέει το ποίημα:
Ακρίτας κάστρο έκτιζε κι Ακρίτας περιβόλι"; κι ο Αλέξιος συμπλήρωσε:
- σε μια καλόβολη γωνιά, σ' ένα λιβαδοτόπι.
Όλα του κόσμου τα φυτά, εκεί καλοφυτεύει,
φυτεύει και καλλιεργεί λογιών-λογιών αμπέλια, και βιάστηκε να προσθέσει:
-Δεν πιστεύω, να γεννήθηκε τέτοιο παληκάρι άλλο στον κόσμο αφού "εκεί που δυο δεν περπατούν συν τρεις δεν κουβεντιάζουν, αλλά πενήντα κι εκατό και πάλι λίγοι είναι". Κι όμως για τον Διγενή Ακρίτα, αυτό ήταν παιγνίδι.
-Εδώ, του 'κοψε τον ενθουσιασμό του ο παιδαγωγός, πρέπει να σου εξηγήσω κάτι. Μπορεί να μιλάνε όλα τα ακριτικά τραγούδια, για τον Διγενή Ακρίτα, γιατί πραγματικά ήταν μεγάλος ήρωας, κι "ο τάφος του είναι έξω από την Τραπεζούντα, στην "Τρύπια πέτρα". Όμως, κι άλλοι ακρίτες ήταν παλληκάρια, που αν χρειαζόταν, θυσίαζαν και τη ζωή τους για την Αυτοκρατορία. Είναι, λοιπόν τα τραγούδια αυτά, για όλους τους ακρίτες μας.
-Εγώ, μίλησε αναψοκοκκινισμένος, ο Αλέξιος, θέλω να γίνω σαν τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα. Τόσο γενναίος! Και τότε, θα την πάρω από τον άρχοντα Χασάν τη Θεοδώρα, όσο μακρυά κι αν μου την πάει, κι άρχισε ν' απαγγέλει:
"Όταν Ακρίτας όργωνε στου ποταμού την άκρη
πηγαινοερχόταν κι όργωνε την ώρα πέντε αυλάκια".
-Υπάρχει, παιδί μου συνέχισε ο παιδαγωγός, αυτός ο θρύλος. Ζει μέχρι σήμερα και πάντα θα ζει. Μάλιστα εκεί κοντά στις όχθες του Άνω Ευφράτη, όπου ο Διγενής είχε το φρούριο-ανάκτορό του και που αποτελούσε το προπύργιο του ενάντια στις πολυάριθμες φυλές, που έρχονταν ενάντια του στην Αρσίγγη από την Ανατολή. Σου έχω εξηγήσει, νομίζω, πως η Αρσίγγη, λεγόταν Ρωμανόπολη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό και πως ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Αργότερα όμως, έπαψε να' ναι βυζαντινή. Εκεί μια προγιαγιά σου Μεγαλοκομνηνή, κόρη του Αλέξιου του Γ', δόθηκε γυναίκα του Εμίρη Ταχαρτίν. Και χάρη στην όμορφη πριγκίπισσά μας ο σκληρός εμίρης έγινε σύμμαχός μας.
-Και για τον Διγενή Ακρίτα; τον ρώτησε μ'ανυπομονησία.
-Έχεις δίκιο, μα το κάθε μέρος έχει τόση ιστορία, γνώρισε δόξες παλιές που ξεχνιέμαι. Εκεί, λοιπόν, στη Χαιριαίνα, ο Διγενής Ακρίτας κοντά στο ξακουστό φρούριό του, με το σκαλισμένο σταυρό στα βυζαντινά του προπύλαια, έφτιαξε ένα τεράστιο κήπο με όλα τα είδη των φυτών. Εκεί, κοντά στον Ευφράτη. Βλέπεις, λοιπόν, πως αγαπούσε τα ειρηνικά έργα.
-Πολεμούσε, όμως, σαν λιοντάρι.
-Ναι, μα για να φέρει ή να υπερασπιστεί την ειρήνη.
-Ακριβώς τότε φάνηκε η πανέμορφη Θεοδώρα, ίδια με νεράιδα, μπροστά σ'αυτό το νεραϊδόπουλο, με τα καταπόρφυρα μάγουλα!
Αυγή Β. Παπακου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου