1
Κοκκίνισε το ποτάμι!» έκραξε ο Γαληνός.
Ο Πάντζιος κωπηλατούσε με αργές κινήσεις, κοιτάζοντας ίσια μπροστά, και δεν του ’δωκε σημασία.
«Και κοκκινίζει πιότερο!»
Στράφηκε ο Πάντζιος, έτοιμος να τον περιγελάσει. Να του πει ότι θόλωσαν τη σκέψη του τα γράμματα κι οι μυθιστορίες που διάβαζε και θωρεί ονείρατα ξυπνητός. Σουλουπώνοντας, βεβαίως, κατά το δυνατόν τη χοντροκοπιά των λόγων του, καθώς ήταν στη δούλεψη του νονού του Γαληνού κι όφειλε να δείχνει το ανάλογο σέβας.
Πυξίτης ποταμός (Από την Παναγία Σουμελά) |
Ωστόσο, ρίχνοντας το βλέμμα στις εκβολές του ποταμού Πυξίτη ή Δαφνοπόταμου, άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Όπως σαστίζει κανείς με τ’ απρόσμενα της ζωής.
«Τι στο διάολο!» αναφώνησε.
Κατόπιν βάλθηκε να λάμνει με κατεύθυνση προς την ακτή, ώσπου προσάραξε η βάρκα στον αμμώδη βυθό.
«Πάω να δω τι συμβαίνει. Έχε τον νου σου!» τον ορμήνεψε, και πήδηξε στο νερό.
Βγήκε στην παραλία, στάθηκε λίγο στις εκβολές του ποταμού κι ύστερα προχώρησε με γοργά βήματα πλάι στην όχθη, ωσότου τον έκρυψαν τα λιγοστά πλατάνια κι οι ιτιές.
Με τούτη τη σκηνή άρχισε να μου διηγείται ο Γαληνός Φιλονίδης τη ζωή του. Την ιστορία του αποφάσισα να τη μεταφέρω στο χαρτί. Γιατί άραγε; Ρώτησα αμέτρητες φορές τον εαυτό μου κι η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: Για να τον γνωρίσω καλύτερα πατώντας χνάρι στο χνάρι σε κάθε βίωμά του. Κι ακόμη, επειδή θαρρώ ότι θα ωφεληθούν πολλοί απ’ τα πάθη και τα παθήματά του. Όσον αφορά ποιος είμαι εγώ που σας τα αφηγούμαι, θα ’ρθει η στιγμή να το αποκαλύψω.
Είχαν ταξιδέψει την προηγουμένη στη Χότση, το άλλοτε χωριό Κύμινα, προκειμένου να προμηθευτούν λεπτοκάρυα. Φημιζόταν η περιοχή για τα στρογγυλά λεπτοκάρυα, τα φουντούκια εκ της τουρκικής, και κρατούσαν οι παραγωγοί μπόλικες ποσότητες στ’ αμπάρια τους απ’ τη σοδειά του περασμένου χρόνου. Αιτία η αναστάτωση που προκάλεσε στις αγορές ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος, ο μετέπειτα ονομαζόμενος Πρώτος Παγκόσμιος, και το γεγονός ότι από τον Νοέμβριο του 1914 τάχτηκε στο πλευρό της Γερμανίας και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μία ώρα απείχε η Χότση απ’ την Τραπεζούντα κι αντί της πεζοπορίας επέλεξαν τη βάρκα του Πάντζιου, ώστε το επόμενο πρωί να δοκιμάσουν την τύχη τους στις εκβολές του ποταμού όπου συγκεντρώνονταν πλήθη ψαριών. Παρά το τεταμένο κλίμα των ημερών ήθελε ο Γαληνός να ζήσει αυτή την εμπειρία. Ίσως να τον βοηθούσε και να ξεπεράσει τον ζόφο που βασάνιζε την ψυχή του. Εξάλλου τον συγκινούσε η ιδέα να βρεθεί στη γενέθλια γη του Σεβαστού Κυμινήτη, του επιφανέστερου Τραπεζούντιου λόγιου του 17ου αιώνα.
Ολοκλήρωσαν την εμπορική δοσοληψία, διανυκτέρευσαν στον Αιγιαλό, ένα από τα χωριά της περιοχής Χότση, και το χάραμα κίνησαν για τις εκβολές του Πυξίτη στα ανατολικά της Τραπεζούντας. Όμως έξω απ’ το λιμανάκι εντόπισε ο Πάντζιος ένα σμάρι σκουμπριά κι έριξαν εκεί το δίχτυ. Ίσαμε είκοσι οκάδες ανέσυραν και βάλθηκαν να ξεψαρίζουν επιτόπου. Αυτός ήταν κι ο λόγος που καθυστέρησαν και πλησίαζε δέκα το πρωί όταν παρέπλεαν στις εκβολές του Πυξίτη.
Αναρωτιόταν ο Γαληνός τι μπορούσε να σημαίνει το κόκκινο χρώμα του ποταμού, ώσπου στο βάθος της ακτής φάνηκε να επιστρέφει τρέχοντας ο Πάντζιος. Αστείος φάνταζε με το παράξενο σουλούπι του. Προεξείχαν παράταιρα απ’ το κοντό του κορμί τα τεράστια χέρια και τα μακριά του ποδάρια, και το κεφάλι του στεκόταν θαρρείς δίχως λαιμό. Όλα ατσού-μπαλα πάνω του. Ακόμη και τα πεπλατυσμένα του αυτιά, η ωσάν μελιτζάνα μύτη και το θεόρατο στόμα του.
Όρμησε ο Πάντζιος τσαλαβουτώντας με μεγάλες δρασκελιές στη θάλασσα, έσπρωξε τη βάρκα να ξεκολλήσει απ’ την άμμο και πήδηξε στην πρύμνη της. Αλαφιασμένος έπιασε να κωπηλατεί με δύναμη, ενώ το λαχάνιασμα δεν του επέτρεπε ν’ αρθρώσει λέξη. Τον βάραιναν και τα σαράντα επτά του χρόνια.
«Έσφαξαν τους Αρμένιους!» πήρε επιτέλους να λέγει κοντανασαίνοντας. «Στην αρχή θωρούσα ολοκόκκινο το ποτάμι και κατόπιν μακελεμένα κορμιά. Σκόρπια εδώ κι εκεί να τα παρασέρνει το ρεύμα. Όσο ζύγωνα στην πέτρινη γέφυρα, τόσο αβγάτιζαν. Γυναίκες, άντρες, γέροι, γριές, κεφάλια να τα γυροφέρνει το νερό, ξεκοιλιασμένοι, κομμένα χέρια και ποδάρια. Νίλα! Τόλμησα να κοντέψω ως τα εκατό μέτρα απ’ το γιοφύρι. Φαντάροι και τσέτες* σύναζαν τους σκοτωμένους και πετούσαν δεκάδες μαζί σε λάκκους δώθε κείθε. Δεν ξανάδαν τα μάτια μου τέτοιο πράμα! Να προλάβουμε να φύγουμε πριν μας τύχει κανένα κακό!»
«Μα η διαταγή έγραφε ότι θα τους εκτοπίσουν».
«Άσε τι έγραφαν, εδώ μιλάνε οι πεθαμένοι. Μακελεμένα κορμιά, σου λαλώ, παντού! Πεντακόσιοι, χίλιοι, δεν ξεύρω. Γιόμισε το ποτάμι κι οι όχθες. Σ’ ορμηνεύω να μη βγάλεις άχνα πουθενά. Άσε να μαθευτεί από άλλους».
1920: Λιμάνι Δαφνούντας |
Η πόλη έδειχνε άδεια και άγρια. Στους δρόμους ελάχιστοι οι άνθρωποι και τα ζωντανά κι απλωνόταν παντού ησυχία. Θαρρείς κι όλοι αποφάσισαν να χαμηλώσουν τους τόνους ή να σωπάσουν. Ήταν κι ολοφάνερη η απουσία των Αρμενίων. Μόνη έντονη παρουσία οι φρουρές στρατιωτών και χωροφυλάκων σε κάθε σταυροδρόμι.
Προσπερνώντας το Ισκεντέρ Πασά τζαμί ο Πάντζιος έκοψε αριστερά για τη συνοικία Θεοσκεπάστου, ν’ αφήσει την ψαριά στο σπίτι του κι ύστερα να κατέβει στη βιοτεχνία. Ο Γαληνός συνέχισε κατά το Γκιαούρ Μεϊντάν, την κεντρική πλατεία και μαζί Δημόσιο Κήπο· ο πάλαι ποτέ χώρος του ιπποδρόμου επί Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Εκεί έδρευε το Δημαρχείο και κατέληγαν ή ξεκινούσαν τα καραβάνια από και προς την Περσία.
Έξω απ’ το Δημαρχείο στέκονταν κάμποσοι χωροφύλακες, προσδίδοντας αιμάτινο χρώμα στην ατμόσφαιρα με τις κόκκινες στολές τους κι αυξάνοντας την ανησυχία του Γαληνού. Βόρεια, στην είσοδο του τρίπατου Ελληνικού Προξενείου, δε φαινόταν ψυχή.
Διέσχισε τον κήπο και την πλακόστρωτη πλατεία, η οποία ήταν περιτριγυρισμένη από χάνια, ξενοδοχεία, προξενεία και καταστήματα με ευρωπαϊκά είδη, ενώ αποτελούσε τον κύριο τόπο περιπάτου για Ρωμιούς και Φράγκους. Αντίκρυ, και κάπως διαγωνίως απ’ το Δημαρχείο, ορθωνόταν το ξενοδοχείο Γκιουνές του Τεφίκ, με τον Μπουγιούκ Καφενέ στο ισόγειο. Μπήκε στην απλόχωρη και πολυτελή αίθουσα, περιέφερε το βλέμμα και μην εντοπίζοντας ανάμεσα στους θαμώνες κανέναν γνωστό του Ρωμιό αποχώρησε.
Με τις σκέψεις του να στροβιλίζονται πορεύτηκε στον δρόμο των Κουντουράδικων και κοντοστάθηκε έξω απ’ την τράπεζα του Καπαγιαννίδη. Πλάι του διάβαιναν δυο σαρικοφόροι Λαζοί.
«Τα κριθάρια θερίστηκαν, απομένουν τα σιτάρια», κάγχασε ο ένας.
Συμβολικά φάνταζαν τα λόγια του. Τι εννοούσε;
«Πήραν πολλούς Αρμένιους και στο Χαμσίκιοϊ. Θα στομώσουν τα μαχαίρια!» πρόλαβε ν’ ακούσει και τον δεύτερο προτού απομακρυνθούν.
Τα κριθάρια αποκαλύφθηκε ποιοι ήταν, οι Αρμένιοι. Τα σιτάρια;
Ο Γαληνός ρίγησε και τάχυνε τον βηματισμό του. Στο τέλος του δρόμου κοίταξε προς την αρμένικη εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και τη γύρωθε γειτονιά. Μπουλούκια χωροφύλακες στέκονταν στις γωνίες κι άλλοι σφράγιζαν με αλυσίδες, κλειδωνιές και βουλοκέρι τα σπίτια και τα μαγαζιά των Αρμενίων.
Προχώρησε στο Σεμελτσιλέρ Πασί σοκάκι και στα τριάντα σαράντα μέτρα χώθηκε στο τυπογραφείο των Μιχαηλίδη-Συμεωνίδη. Να ενημερωθεί περί των γεγονότων και να μοιραστεί τις εκτιμήσεις του με όσους Έλληνες σύχναζαν εκεί, προτού τραβήξει για τη συνοικία της Υπαπαντής.
* Άτακτα σώματα ενόπλων, ληστοσυμμορίες, πολλές φορές συνεργάζονταν ή καθοδηγούνταν από τον οθωμανικό στρατό και τους τοπικούς άρχοντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου