Ηταν αναγκαία η «Σύμβαση Ανταλλαγής»;

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Η Σύμβαση για την «Αναγκαστική ανταλλαγή των Ελληνο-τουρκικών πληθυσμών» είναι η πρώτη στο Διεθνές Δίκαιο, γεγονός που και επαινέθηκε και επικρίθηκε στην εποχή της υπογραφής της και συνεχίζει να απασχολεί ακόμα ορισμένους μελετητές, όπως τον πολιτικό Ισαάκ Λαυρεντίδη, που στα 1971, με άρθρο του επιτέθηκε δριμύτατα εναντίον της Συμβάσεως αυτής. «Πρόκειται, έγραψε, περί τόσον ανατριχιαστικής, αποτρόπαιας και εγκληματικής πράξεως, ώστε και αυτοί οι εμπνευσταί της και δημιουργοί της να αισχύνωνται δια το ανοσιούργημά των...»
Αλλά και στο έργο του «Πρόσφυγες εξ ανταλλαγής και ανταλλάξιμος περιουσία» επανέρχεται στην επίθεσή του εναντίον της Συμβάσεως  και δεν παραλείπει ευκαιρία που να μη κατακρίνει τη Σύμβαση αυτή. 
Παρ' όλες αυτές τις ελάχιστες μεμψιμοιρίες για τη Σύμβαση Ανταλλαγής εκείνο που παραδέχονται σχεδόν όλοι οι μελετητές του θέματος είναι ότι η Σύμβαση αυτή ήλθε να νομιμοποιήσει απλώς μια κατάσταση που είχε πια δημιουργηθεί, επειδή, σχεδόν τα 80-90% του πληθυσμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου συμπεριλαμβανόμενου, είχαν διωχθεί, είχαν εκπατρισθεί βίαια, είχαν καταδιωχθεί μέχρι τη θάλασσα, μέχρι το Αιγαίο και σώθηκαν με δυσκολία, ενώ ένα μεγάλο τμήμα ανδρών μεταφέρονταν στα βάθη της Ανατολής για να μην επανέλθει πια.
 Μια άρνηση υπογραφής της Συμβάσεως θα σήμαινε πόλεμο και νικηφόρο, μάλιστα, εναντίον της Τουρκίας για να επανέλθει ο πληθυσμός των μερών αυτών πίσω στις εστίες του.
Ο Ε. Βενιζέλος με τα μέλη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στο Συνέδριο  Ειρήνης των Παρισίων

« Άνευ νέου πολέμου - γράφει ο A. I. Αιγίδης - και καταπληκτικής νίκης κατά της Τουρκίας και αυτή η εκ μέρους της κεμαλικής κυβερνήσεως αποδοχή της παλιννοστήσεως των φυγάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, θα ήτο πιθανώς ατελεσφόρητος εν τη πραγματικότητι, διότι οι πληθυσμοί, οι καταφυγόντες ήδη εις την Ελλάδα, κατά την διάρκειαν των πολεμικών επιχειρήσεων, έχοντες σκληροτάτην πείραν των νέων συνθηκών, αίτινες είχον δημιουργηθεί εν Τουρκία, επ' ουδενί λόγω θα εδέχοντο να επανέλθωσι εις τας εστίας των, προτιμώντες τον δακρύβρεκτον ξηρόν άρτον, υπό ουρανόν ελεύθερον, παρά την ασφυκτικήν ατμόσφαιραν και το περιβάλλον του δέους και της τρομοκρατίας...». 
Αν λοιπόν, δεν υπόγραφε η Ελλάδα τη Σύμβαση, η Τουρκία όχι μόνο δεν θα έχανε τίποτα - γιατί ήδη οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν, κατά 80-90% εγκαταλείψει το έδαφος της και τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους, αλλα θα απαλλασσόταν από το βάρος των 350.000 Τούρκων της Ελλάδος, οι οποίοι δεν ήσαν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στην Τουρκία, οπότε η Ελλάδα θα είχε ένα τεράστιο πρόβλημα εγκαταστάσεως των προσφύγων σε γαίες που δεν επαρκούσαν, εφόσον οι γαίες των Τούρκων της Ελλάδος δεν μπορούσαν να απαλλοτριωθούν. «Αρκεί ν αναλογισθεί κανείς οποίας καταθλιπτικάς δυοχερείας συνήντησεν η αποκατάστασις των Ελλήνων προσφύγων και παρά το γεγονός της αναχωρήσεως των 354.647 Μουσουλμάνων της Ελλάδος και την παρ αυτών εγκατάλειψιν μυριάδων οικημάτων και εκτεταμένων αγροκτημάτων εις την Μακεδονίαν, την  Ήπειρον και τας νήσους, δια να αντιληφθή τι θα εσήμαινεν η άρνησις της Ελλάδος να αναγνώριση το τετελεσμένον, κατά το μέγιστον αυτού μέρος, αλλά και μοιραίως αναπόφευκτον, δια τας υπολοίπους 150 ή 200 χιλιάδας Ελλήνων της Τουρκίας, γεγονός του εκπατρισμού των». 
Ο A. Α. Πάλλης, που συμμετείχε στην Επιτροπή Ανταλλαγής των Ελληνο-βουλγαρικών πληθυσμών και μελέτησε όσο κανείς άλλος τις επιπτώσεις της ανταλλαγής των πληθυσμών, γράφοντας για την αναγκαστική ανταλλαγή Τούρκων και Ελλήνων, διαπιστώνει: «...Σαν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης στη Λωζάνη, την 21 ην Νοεμβρίου 1922, τα εννέα δέκατα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και Θράκης ήσαν πια στο ελληνικό έδαφος, ως πρόσφυγες, μέσα δε στο εσωτερικό της Τουρκίας δεν παρέμεινε παρά ελάχιστος αριθμός -150.000 όλοι-όλοι - συγκεκριμένα δε, όπως αναφέρουν οι αριθμοί της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής, που τους χορήγησε διαβατήρια για να πάνε στην Ελλάδα, 90.000 στην Κεντρική και Ανατολική Μικρά Ασία και 18.000 στην Ανατολική Θράκη, πλέον 38.000 ανταλλάξιμοι Θράκες και Μικρασιάτες της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων...». 
Αλλά ποιος μπορούσε να εγκρίνει μιαν ανταλλαγή ανθρώπων, μέσα στον «πολιτισμένο» κόσμο, που έβλεπε αδιάφορος τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό χιλιάδων και χιλιάδων οικογενειών που κάρπισαν τη γη των προγόνων τους και δημιούργησαν εστίες οικονομικής ανθήσεως και ελληνικού πολιτισμού; Πού ήταν οι «σύμμαχοι» τη στιγμή της σκληρής ήττας, που ήθελαν την Ελλάδα μόνο για την προώθηση των συμφερόντων τους και εξυμνούσαν αφειδώλευτα την ανδρεία των Ελλήνων κλπ κλπ; Αυτοί οι πρώην σύμμαχοι της χώρας μας έβλεπαν αδιάφοροι και πιθανόν, ευχαριστημένοι, τις ουρανομήκεις φλόγες της Σμύρνης που κατάκαψαν τον δυναμισμό του Ελληνισμού, κατάκαψαν τις ελπίδες εκατομμυρίων ανθρώπων, που πίστεψαν στις φλογερές διακηρύξεις τους για Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφότητα-λόγια κενά περιεχομένου μπροστά στα αδίστακτα συμφέροντά τους.
Και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέκρινε την πράξη ανταλλαγής ανθρώπων, σαν να ήταν ζώα: «Το αίσχος τούτο δεν θα βαρύνη ημάς, οίτινες υποκύπτομεν εις την σκληράν ανάγκην, εις ην και θεοί πείθονται, αλλά τον σημερινόν πολιτισμόν, όστις είναι ανίκανος να το προλάβη...».
Η ανταλλαγή των Ελληνο-τουρκικών πληθυσμών, κατά τον τρόπο αυτόν ήταν μια αναπόδραστη ανάγκη, νομιμοποιούσε ένα τετελεσμένο γεγονός και προσπαθούσε, η ηττημένη Ελλάδα να αξιοποιήσει τα ευνοϊκά σημεία αυτού του αναπόφευκτου γεγονότος, του τόσο θλιβερού για τον Ελληνισμό γενικά. Δεν υπήρχε τη στιγμή εκείνη άλλη λύση: ήμασταν ηττημένοι και ο νικητής υπαγόρευε τους όρους του. «Υπό το πρίσμα τούτο της σκληρής πραγματικότητος ορωμένη η Σύμβασις Ανταλλαγής της 30ης Ιανουαρίου 1923 - θα γράψει ο Αιγίδης - και δη δέκα έτη μετά την σύναψιν και εκτέλεσιν αυτής (το έργο του ο Αιγίδης το εξέδωσε στα 1934), εμφανίζεται ως μία αθέλητος μεν ίσως αρχικώς και ακούσια, αλλά πραγματική επιτυχία της Ελλάδος, ως εν αντίδοτον της καταστροφής, εκ του οποίου η Ελλάς και ήντλησε και θα εξακολουθεί επί μακράν ν' αντλή ωφελήματα μεγίστης σημασίας...». 
Και αυτά τα ωφελήματα τα αναφέρει ο Ε. Βενιζέλος και άλλοι μελετητές για την εποχή εκείνη και τα αποδεικνύουν οι αδιάψευστοι αριθμοί, που θα παραθέσουμε στη συνέχεια του κειμένου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν πια ήταν αυτοεξόριστος στη Γαλλία, έγραψε ένα γράμμα στα 1934, στον A. I. Αιγίδη, ως απάντηση στο βιβλίο του «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για το θέμα της υπογραφής της Συμβάσεως, παρόλο ότι ως πράξη Διεθνούς Δικαίου, την κατάκρινε, όπως είδαμε. Μαζί μ' αυτά δικαιολογούσε τη συμμετοχή της Ελλάδος στο πλευρό των συμμάχων ( Αγγλων, Γάλλων, Ρώσων και Αμερικανών):
Η Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Λωζάνη  1922-23, στη μέση ο Ε. Βενιζέλος

BAGNOLES DE L’ORNE 28 Ιουνίου 1934
Φίλε κ. Αιγίδη
Σας ευχαριστώ θερμώς δια την αποστολήν του έργου σας. «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας» και σας συγχαίρω ακόμη θερμότερον διότι εσκέφθητε να το γράψετε και δια την επιμέλειαν με την οποίαν το εγράψατε.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς σήμερον που μπορεί να αρνηθή ότι μετά την επελθούσαν Μικρασιατικήν καταστροφήν, η άφιξις επί του ελληνικού εδάφους των εκατόν είκοσι μυριάδων προσφύγων υπήρξεν ευλογία δια το ελληνικόν κράτος. Είναι τούτο τόσον αληθές, ώστε όταν τον Οκτώβριον του 1930 συνήψαμεν εις την Αγκυραν το Σύμφωνον της Ελληνοτουρκικής φιλίας, έλεγα μίαν ημέραν εις τον Ισμέτ Ινονού: «Δεν βλέπω παρά μίαν ακόμη αφορμήν, η οποία δύναται να ανατρέψη την φιλίαν μας». «Ποίαν»; «Εάν ποτέ επιχειρούσατε να παραπείθετε τους πρόσφυγας να επανέλθουν εις τας παλαιάς εστίας των». Αλλά το ζήτημα διετυπώθη άλλως: Εάν ο Βενιζέλος δεν έκανε το σφάλμα να μετάσχη εις τον Μεγάλον Πόλεμον (1914-1918), οι πρόσφυγες θα έμενον εις τας εστίας των και τότε θα είμεθα και ημείς (οι της Παλαιάς Ελλάδος, δηλ.) καλά και εκείνοι καλύτερα. Αλλά οι διατυπώνοντες την κατηγορίαν αυτήν είναι κακής πίστεως, διότι λησμονούν ότι δια να κατορθώσωμεν να διατηρηθούν οι Έλληνες της Τουρκίας εις τας εστίας των, εισήλθομεν εις τον πόλεμον. Άλλως, η απόφασις της Νέας Τουρκίας να απαλλαγή των ξένων εθνικών στοιχείων ήτο ειλημμένη προ του Μεγάλου Πολέμου και είχεν αρχίσει μάλιστα η εκτέλεσις της προηγουμένως και ήδη μέχρι του Ιουνίου 1914 πολλαί μυριάδες ομογενών είχον απελαθή από τα παράλια της Μικράς Ασιας και της Ανατολικής Θράκης.
Θα επιτρέψετε να επανορθώσω μίαν μικράν ανακρίβειαν της μελέτης σας. Ισχυρίζεσθε ότι η μετοχή μας εις τον πόλεμον μας έδωσε την Δυτικήν Θράκη, αλλά μας έδωσε και την Σάμον, την Ικαρίαν, την Χίον, την Μυτιλήνην και την Λήμνον, ως προς τας οποίας τίτλους κυριαρχίας δεν είχομεν προ της Συνθήκης της Λωζάνης. Διότι είχε μεν ανατεθή δια της Συνθήκης του Λονδίνου εις τας μεγάλας Δυνάμεις να αποφασίσουν περί της τύχης των εν λόγω Νήσων και αι μεγάλαι Δυνάμεις απεφάσισαν πράγματι να μας παραχωρηθούν, αλλ η Τουρκία ουδέποτε εκύρωσε την Συνθήκην του Λονδίνου, αλλά τουναντίον απεκήρυξεν αυτήν και προέβη εις την ανακατάληψιν της Ανδριανουπόλεως.
 Δεν προσθέτω, άλλωστε, αν δεν μετείχομεν εις τον πόλεμον, θα εχάναμεν και την Μακεδονίαν, διότι είναι γνωστόν ότι κατά τας αρχάς του 1918 η Βουλγαρία επρότεινε χωριστήν ειρήνην εις τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως υπό τον όρον να εκκενώση όλα τα Σέρβικά εδάφη, να εκκενώσουν δε και οι Σύμμαχοι τα Ελληνικά, ότε θα προήλαυνε εις κατάληψιν αυτών η Βουλγαρία. Η πρότασις δε αυτή, απερρίφθη ακριβώς ένεκα της μετοχής μας εις τον πόλεμον.

Φιλικώτατα 

Ελευθέριος Βενιζέλος




Γιώργος Ν. Λαμψίδης




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah