Εγώ εμ’ π’ ετραγώδεσα εφτά νύχτας κι ημέρας
ση Δεσποινίτσας τη χαράν, ση Κωνσταντή το γάμον.
Εφτά ημέρας σο ποδάρ’ και ξάι πουθέν ’κ’ εκάτσα,
εφτά ημέρας σο χορόν κι ομμάτια απάν’ ’κ’ έγκα.
΄Επαιξα κι ετραγώδεσα, το στόμα μ’ ξάι ’κ’ εστάθεν,
έναν τραγώδ’ δύο φοράς κανείς ’κ’ έκ’σεν να λέγω.
Σα τραγωδίας, σο χορόν κανείς ’κι παραβγαίν’με,
τη κόρ’ς το γλυκοτέρεμαν έκαψεν την καρδία μ’.
Εγώ είμαι που τραγούδησα...
Εγώ ’μαι που τραγούδησα εφτά νύχτες και μέρες
στης Δεσποινούλας τη χαρά, στου Κωνσταντή το γάμο.
Και πουθενά δεν κάθησα, στο πόδι εφτά μέρες,
εφτά ημέρες στο χορό, χωρίς να κλείσω μάτι.
Έπαιξα κι τραγούδησα κι αναπνοή δεν πήρα,
σ’ ένα τραγούδι δυο φορές κανείς δεν μ’ έχει ακούσει.
Μα στα τραγούδια, στο χορό, κανένας δεν με φτάνει,
μόν’ ή ματιά της κοπελιάς έκαψε την καρδιά μου.
Το χαρακτηριστικό τούτο τραγούδι καθρεφτίζει την συναισθηματική ψυχή του πόντιου λαϊκού οργανοπαίχτη και φανερώνει ταυτόχρονα το καλλιτεχνικό του τάλαντο. Οργανοπαίχτες αυτού του είδους, συνήθως και τραγουδιστές, είναι οι πιο γνήσιοι εκπρόσωποι της ποντιακής μούσας. Καλλιτέχνες αληθινοί και ανιδιοτελείς, εκφράζουν και διαλαλούν τις χαρές και τους καημούς του λαού. Η μούσα τους είναι ψαλμός στο βωμό της ζωής.
Η ευαίσθητη ψυχή των λαϊκών οργανοπαιχτών γίνεται δέκτης των ανθρωπίνων συγκινήσεων. Με την αισθαντικότητά τους αγγίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της λαϊκής ψυχής και βάζουν σε λειτουργία τις μυστηριακές δυνάμεις της. Νιώθουν βαθιά τον πόνο και τη χαρά της ζωής και εκφράζουν έτσι σωστά την ομορφιά της.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες του Πόντου, με κυρίαρχο τον λυράρη, είναι οι δημιουργοί των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών. Υπέροχοι λειτουργοί στο ναό της μούσας, υμνούν τον Θεό του Έρωτα, ψάλλουν συμφορές και θριάμβους τής Φυλής.
ση Δεσποινίτσας τη χαράν, ση Κωνσταντή το γάμον.
Εφτά ημέρας σο ποδάρ’ και ξάι πουθέν ’κ’ εκάτσα,
εφτά ημέρας σο χορόν κι ομμάτια απάν’ ’κ’ έγκα.
΄Επαιξα κι ετραγώδεσα, το στόμα μ’ ξάι ’κ’ εστάθεν,
έναν τραγώδ’ δύο φοράς κανείς ’κ’ έκ’σεν να λέγω.
Σα τραγωδίας, σο χορόν κανείς ’κι παραβγαίν’με,
τη κόρ’ς το γλυκοτέρεμαν έκαψεν την καρδία μ’.
Εγώ είμαι που τραγούδησα...
Εγώ ’μαι που τραγούδησα εφτά νύχτες και μέρες
στης Δεσποινούλας τη χαρά, στου Κωνσταντή το γάμο.
Και πουθενά δεν κάθησα, στο πόδι εφτά μέρες,
εφτά ημέρες στο χορό, χωρίς να κλείσω μάτι.
Έπαιξα κι τραγούδησα κι αναπνοή δεν πήρα,
σ’ ένα τραγούδι δυο φορές κανείς δεν μ’ έχει ακούσει.
Μα στα τραγούδια, στο χορό, κανένας δεν με φτάνει,
μόν’ ή ματιά της κοπελιάς έκαψε την καρδιά μου.
Ο Σταύρης ο κεμεντζετσής με κάμποσα παιδία επαίρεν την παρέαν ατ' κι ερρούξεν σα χωρία... |
Το χαρακτηριστικό τούτο τραγούδι καθρεφτίζει την συναισθηματική ψυχή του πόντιου λαϊκού οργανοπαίχτη και φανερώνει ταυτόχρονα το καλλιτεχνικό του τάλαντο. Οργανοπαίχτες αυτού του είδους, συνήθως και τραγουδιστές, είναι οι πιο γνήσιοι εκπρόσωποι της ποντιακής μούσας. Καλλιτέχνες αληθινοί και ανιδιοτελείς, εκφράζουν και διαλαλούν τις χαρές και τους καημούς του λαού. Η μούσα τους είναι ψαλμός στο βωμό της ζωής.
Η ευαίσθητη ψυχή των λαϊκών οργανοπαιχτών γίνεται δέκτης των ανθρωπίνων συγκινήσεων. Με την αισθαντικότητά τους αγγίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της λαϊκής ψυχής και βάζουν σε λειτουργία τις μυστηριακές δυνάμεις της. Νιώθουν βαθιά τον πόνο και τη χαρά της ζωής και εκφράζουν έτσι σωστά την ομορφιά της.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες του Πόντου, με κυρίαρχο τον λυράρη, είναι οι δημιουργοί των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών. Υπέροχοι λειτουργοί στο ναό της μούσας, υμνούν τον Θεό του Έρωτα, ψάλλουν συμφορές και θριάμβους τής Φυλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου