Ο Ευριπίδης εξέφρασε τη μία άποψη - μόνο τη μία - όταν έγραψε μία μεγάλη αλήθεια: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος σ' αυτή τη γη από το χαμό της πατρίδας». Τουλάχιστον δύο μελέτες των γεγονότων της δεκαετίας του 1920 που έγιναν από προοδευτικούς Τούρκους διανοητές αναφέρουν αυτά τα λόγια.
Αλλά όσο συγκινητικά και να ακούγονται, δεν εκφράζουν απόλυτα την αλήθεια, γιατί, όταν ζυγίσει κανείς τα υπέρ και τα κατά, η εγκατάσταση σε έναν ξένο τόπο είναι προτιμότερη από το θάνατο στην πατρίδα.
Ήταν όμως απαραίτητο να χωριστούν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους, οι Έλληνες από τους Τούρκους, και να εγκατασταθούν σε διαφορετικά μέρη;
Υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς αυτό το ζήτημα: από τη σκοπιά εκείνων που πήραν τις αποφάσεις και από τη σκοπιά όσων έζησαν τις επιπτώσεις.
Η ανταλλαγή των χριστιανο- μουσουλμανικών πληθυσμών που αποφασίστηκε το 1923 μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε και τις δύο όψεις του νομίσματος.
Ίσως έτσι φωτιστεί με τη σειρά της η πραγματική σημασία των ερειπωμένων εκκλησιών και των τζαμιών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Σε πρώτο επίπεδο μας μιλούν για το πέρασμα από την παραδοσιακή ζωή στη σύγχρονη, με όλο τον πόνο, τις πληγές - και την λύτρωση - που συνεπάγεται ένα τέτοιο πέρασμα.
Μας θυμίζουν επίσης κάτι άλλο που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό από τους προοδευτικούς κατοίκους της Δύσης, αλλά είναι ουσιαστικό αν θέλουμε να καταλάβουμε τα αίτια της διαμάχης σε πολλές γωνιές της γης.
Στον οθωμανικό κόσμο, όπως και σε πολλά άλλα μέρη όπου θρησκείες και εθνότητες υποχρεώθηκαν να συνυπάρξουν κάτω από μία κοινή στέγη αυταρχισμού, ο ερχομός του μοντερνισμού και της ελευθερίας όπως την εννοούμε σήμερα οδήγησε σε διχασμό και όχι σε μόνιασμα.
Θρησκείες, γλώσσες και παραδόσεις ανθρώπων που κάποτε ζούσαν δίπλα-δίπλα χωρίζονται λόγω έλλειψης νέων κανόνων συνύπαρξης. Καλώς ή κακώς, οι σουλτάνοι παρείχαν κάποιου είδους προστασία, οι μουσουλμάνοι σεΐχηδες της Θεσσαλονίκης μπορούσαν να δέχονται τους πιστούς και οι χριστιανοί μύστες να κάνουν τα θαύματα τους στα χωριά της Καππαδοκίας.
Όταν η στέγη αυτή κατέρρευσε, άνθρωποι και από τις δύο πλευρές του θρησκευτικού σχίσματος αναγκάστηκαν να τρέξουν για να γλιτώσουν.
Είναι λυπηρό ότι οι πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες αντικαταστάθηκαν όχι από πολυπολιτισμικές δημοκρατίες αλλά από εθνοκεντρικά κρατίδια και ο δρόμος προς τον επαναπροσδιορισμό ήταν συχνά στρωμένος με αίμα.
Ακόμα και όταν δεν οδηγεί σε ανοιχτή σύρραξη, αυτό τραυματίζει τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση του γιατί αναδεικνύει αιτίες διχασμού που ίσως κάποτε δεν ήταν και τόσο φανερές.
Χαράζει διαχωριστικές γραμμές και αναγκάζει τους ανθρώπους να σταθούν από τη μία ή την άλλη πλευρά. Οι γέροντες της Ελλάδας και της Τουρκίας που έζησαν την αναγκαστική μετανάστευση τα καταλαβαίνουν πολύ καλά όλα αυτά, όπως άλλωστε και οι κάτοικοι της Βοσνίας ή του Καυκάσου. Τα παιδιά των προσφύγων γαλουχήθηκαν από ανθρώπους των οποίων το παρελθόν ήταν πλούσιο, σύνθετο και πολυπολιτισμικό.
Αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν υιοθετώντας μία και μοναδική ταυτότητα, η οποία ήταν απλουστευμένη, αυστηρά επιβεβλημένη και το τίμημα για όποιον την αμφισβητούσε ήταν πολύ υψηλό.
Από μία άποψη, ο απόλυτος διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων μπορεί να γίνει κατανοητός σαν πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης μιας άμεσης πολιτικής και ανθρωπιστικής κρίσης.
Πρόσφυγες |
Σαν αποτέλεσμα του πολέμου που είχε μόλις κερδίσει η Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι, φτωχοί, άρρωστοι και απελπισμένοι. Η απόφαση να μεταναστεύσει μαζικά μία μεγάλη μερίδα λαού πρόσφερε έναν ρεαλιστικό τρόπο να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση, με υψηλό αλλά ελεγχόμενο κόστος, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν ότι ήταν ο μοναδικός.
Παράλληλα η ανταλλαγή ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας η οποία συνεχιζόταν για περισσότερο από έναν αιώνα. Για διάφορους λόγους, το παλαιό οθωμανικό μοντέλο της συνύπαρξης κοινοτήτων και θρησκειών ήταν καταδικασμένο από την επέλαση ενός πιο σύγχρονου κόσμου.
Στην κλασσική του μορφή το οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης βασιζόταν σε έναν άρτια οργανωμένο και σκληρότατο καταμερισμό εργασίας των υπηκόων του σουλτάνου.
Σε γενικές γραμμές τα τρομερά στρατεύματα της αυτοκρατορίας διοικούνταν και αποτελούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Οι νεοσύλλεκτοι στα επίλεκτα τμήματα του στρατού ήταν παιδιά που τα άρπαζαν από χριστιανικές οικογένειες και αμέσως ασπάζονταν το Ισλάμ.
Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να φέρει όπλα στο όνομα του ισχυρότερου μουσουλμάνου ηγέτη του κόσμου αν δεν ήταν ο ίδιος μουσουλμάνος. Όσοι υπήκοοι δεν ήταν μουσουλμάνοι, οι χριστιανοί δηλαδή και οι Εβραίοι, απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία αλλά ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν βαρύτερους φόρους.
Αν παρέμεναν πιστοί στον ηγεμόνα και στους κατά τόπους αντιπροσώπους του και σέβονταν την πρωτοκαθεδρία των μουσουλμάνων, όσοι ανήκαν στις μειονότητες ήταν ελεύθεροι να βγάζουν το ψωμί τους ως έμποροι, τεχνίτες ή αγρότες.
Ελάχιστοι χριστιανοί απολάμβαναν το προνόμιο να ασκούν επιρροή ως τοπικοί άρχοντες ή διπλωμάτες.
Σαν μέθοδος διοίκησης μιας αχανούς και πολυπολιτισμικής επικράτειας που εκτεινόταν από τη βόρεια Αφρική μέχρι την Κασπία, και σαν μέσο χειραγώγησης των θρησκευτικών μειονοτήτων και περιορισμού της επιρροής των ηγετών τους, το σύστημα λειτουργούσε αρκετά καλά. Αλλά στις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε να καταρρέει.
Αυτό συνέβη από τη μία λόγω των συνεχιζόμενων πολέμων με τη Ρωσία, μία εξίσου παραδοσιακή αυτοκρατορία που αγωνιζόταν να εκσυγχρονιστεί, και από την άλλη λόγω των οικονομικών και ιδεολογικών αλλαγών που κατέφθαναν με βήμα ταχύ από τη δυτική Ευρώπη.
Οι χριστιανικές κοινότητες όπως οι 'Ελληνες, οι Αρμένιοι και οι Σλάβοι αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δεκτικές στις ανατρεπτικές ιδέες που έφταναν από τη Γαλλία και τη Γερμανία, ακόμα και όταν αυτές έφερναν απόγνωση στους θρησκευτικούς τους ηγέτες.
Μεταξύ των νέων ιδεών ήταν η ευρεία εξωεκκλησιαστική παιδεία και η διάδοση της γνώσης μέσω τυπωμένων βιβλίων προσιτών σε όλους. Από τα δυτικά ερχόταν επίσης μία μοντέρνα αντίληψη της ελευθερίας και της δημοκρατίας (είναι αλήθεια ότι εισερχόμενη στην οθωμανική επικράτεια έχανε σιγά-σιγά κάτι από τη λάμψη της) και μία θεωρία ότι τα έθνη-κράτη αποτελούν το συστατικό στοιχείο της ιστορίας.
Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες φάνηκαν δεκτικές και σε άλλου είδους επιδράσεις από το εξωτερικό. Καθώς ο κόσμος εκβιομηχανιζόταν και οι εμπορικές δοσοληψίες της αυτοκρατορίας με το εξωτερικό γίνονταν με ατμόπλοια και τρένα, οι χριστιανοί και οι Εβραίοι βρέθηκαν στην πλεονεκτική θέση να λειτουργούν σαν συνδετικοί κρίκοι μεταξύ της επικράτειας του σουλτάνου και των πρόθυμων συνεργατών της στη Δύση.
Από το τέλος του 18ου αιώνα και ύστερα η ελληνική, κυρίως, οθωμανική μειονότητα γνώρισε πολύ μεγάλη οικονομική άνθηση και ορισμένα από τα επιφανή μέλη της απέκτησαν τεράστιες περιουσίες ως τραπεζίτες του σουλτάνου. Η βικτωριανή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης έκανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία πιο δυναμική αλλά και πιο ασταθή.
Καθώς οι ηγεμόνες της προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να αποφευχθεί ο
διαμελισμός της αυτοκρατορίας, ο «ελληνικός παράγοντας» αποδείχτηκε γι' αυτούς αστάθμητος.
Στη μία πλευρά του Αιγαίου υπήρχε το νεαρό Βασίλειο της Ελλάδος, πάμφτωχο αλλά φιλόδοξο, διαμορφωμένο από τη δυσφορία του αγροτικού πληθυσμού σε συνδυασμό με ρομαντικά όνειρα για μία νέα περίοδο ακμής, ένα νέο Χρυσό Αιώνα και, γιατί όχι, μία νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είχαν εξάψει τη φαντασία μιας μερίδας της ελληνικής άρχουσας τάξης και των δυτικών φίλων της.
Στην αντίπερα όχθη, ελληνο-ορθόδοξοι υπήκοοι του σουλτάνου ευημερούσαν ως έμποροι, επιχειρηματίες και τραπεζίτες προάγοντας την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στους οθωμανούς χριστιανούς που την είχαν σχεδόν ξεχάσει.
Δεν χρειαζόταν πολιτική διάνοια για να καταλάβει κανείς ότι η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Μία σφοδρή σύγκρουση για τον έλεγχο του Αιγαίου και επομένως για το ρόλο της κυρίαρχης δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο ήταν πλέον πολύ πιθανή.
Η υποχώρηση του σουλτάνου από την Ευρώπη είχε ξεκινήσει ήδη από την Σέρβικη Επανάσταση το 1804 και την ίδρυση το 1829 του Βασιλείου της Ελλάδος που επρόκειτο να είναι συνειδητά και αποκλειστικά χριστιανικό. Όσοι μουσουλμάνοι ζούσαν στην Ελλάδα θανατώθηκαν, απελάθηκαν ή ασπάστηκαν το χριστιανισμό.
Ως το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των νέων, κυρίως χριστιανικών κρατών, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας που, όπως και η Ελλάδα, προσδοκούσαν στη διεύρυνση των συνόρων τους.
Εν τω μεταξύ ένα κομμάτι της μουσουλμανικής άρχουσας τάξης της Τουρκίας και κυρίως η φιλοδυτική γραφειοκρατία, αισθανόταν όλο και περισσότερη δυσαρέσκεια και απαιτούσε το δικό της μερίδιο από τους καρπούς του εκσυγχρονισμού, όχι μόνο υλικούς αλλά και πολιτιστικούς. Συγχρόνως, ο μουσουλμανικός πληθυσμός στο εσωτερικό της χώρας αυγάταινε.
Ύστερα από κάθε μάχη με την Ρωσία και όταν η Ρωσία κατακτούσε μία περιοχή, εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι επέλεγαν να μετακινηθούν προς την Ανατολία αντί να ζήσουν υπό τον τσαρικό ζυγό. Οι χριστιανοί πάλι μετακινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Όσο τα Βαλκάνια εκχριστιανίζονταν, η Ανατολία γινόταν όλο και πιο ισλαμική.
Μέχρι το 1900 όμως αυτή η μετακίνηση δεν είχε τελειώσει ούτε ήταν σίγουρο ότι θα τελείωνε ποτέ. Η πιθανότητα σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχε μεν αλλά θα μπορούσε να αποκλειστεί. Τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των Ελλήνων και των Τούρκων φαινόταν να συμπίπτουν τουλάχιστον προσωρινά.
Πρόσφυγες στην Κέρκυρα |
Οι πλούσιοι οθωμανοί 'Ελληνες είχαν μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες από εκείνες που θα μπορούσε να τους προσφέρει το νεόκοπο Βασίλειο της Ελλάδας που αγωνιζόταν να επιβιώσει και κάθε άλλο παρά είχαν την επιθυμία να επιστρέψουν.
Στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τη φτώχεια που μάστιζε τη χώρα τους, πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν εκείνη την εποχή στην Τουρκία.
Η οθωμανική Μακεδονία εν τω μεταξύ είχε γίνει το επίκεντρο ενός σκληρού αγώνα επικράτησης μεταξύ τριών χριστιανικών δυνάμεων, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, οι οποίες θεωρούσαν ότι η απόσυρση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη ήταν θέμα χρόνου.
Bruce Clark
Bruce Clark
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου