Έλληνες και Τούρκοι

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ο Ταλάτ πασάς, μέλος της νεοτουρκικής τριανδρίας 
που σταθεροποίησε τον Μάιο του 1914
 την πολιτική της θέση πατώντας, κυριολεκτικά,
 επί πτωμάτων των εχθρών της.
Η πρώτη φάση της συγκρότησης του τουρκικού έθνους-κράτους περνούσε μέσα από τις σχέσεις του με τους Έλληνες. Πραγματικά μετά την εξολόθρευση των Αρμενίων και τον προσεταιρισμό των Κούρδων -μέσα και από τη μεταφορά αρμενικών περιουσιών σε ισχυρούς παράγοντες των Κούρδων- το μόνο εμπόδιο για τον εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας ήσαν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. 
Οι δημογραφικοί συσχετισμοί ήσαν, σε αυτήν την περίπτωση, πιο ισορροπημένοι, σε σχέση με την αρμενική περίπτωση, παρέμεναν όμως εξαιρετικά δυσμενείς για το ελληνικό στοιχείο. Το τελευταίο είχε σημαντικά συρρικνωθεί στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς πλήθη προσφύγων είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους για να αποφύγουν τις ελλείψεις, την πείνα, την ανασφάλεια και, προπαντός, τη στράτευση των ανδρών, στις βοηθητικές μονάδες του οθωμανικού στρατού -στα Τάγματα Εργασίας. 
Κάτι ανάλογο όμως είχε συμβεί και με τους τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι όμως κάλυπταν σε κάποιο ποσοστό τις χαοτικές απώλειες που είχαν προκαλέσει ο πόλεμος και οι στερήσεις -ίσως περισσότεροι από 2.000.000 Τούρκοι να είχαν σκοτωθεί ή πεθάνει από το 1911 ως το 1918- με την έλευση προσφύγων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι ζώνες μάλιστα υποδοχής των μουσουλμάνων προσφύγων ήσαν ακριβώς εκείνες όπου το ελληνικό στοιχείο παρουσίαζε τις ευνοϊκότερες αριθμητικές αναλογίες - βορειοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και Πόντος.
Παρά τις αυξομειώσεις των πληθυσμών, η αριθμητική αναλογία ήταν καταθλιπτικά σε βάρος των Ελλήνων, τους οποίους γενικότερα δεν ευνοούσαν ούτε οι ευρύτερες ανθρωπογεωγραφικές παράμετροί: τα κύματα της μετανάστευσης προς τις μικρασιατικές ακτές -του Αιγαίου ή της Μαύρης Θάλασσας- είχαν αντιστραφεί απ;o το 1911 τουλάχιστον και η γενική τάση βρισκόταν στην επιστροφή προς τη διευρυμένη εξάλλου Ελλάδα, παρά η αναζήτηση τύχης στην εχθρική Ανατολή. 
Τυχόν επιτυχία των ελληνικών σχεδίων για πρόσκτηση μέρους της Μικράς Ασίας θα έπρεπε να στηρίζεται είτε σε καταλυτική παρέμβαση του ξένου παράγοντα -των Δυνάμεων- είτε σε ισχυρό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για υπέρ πάντων αγώνα στη διεκδίκηση αυτή. Η πρώτη παράμετρος εξαντλήθηκε στις «Εντολές» των Συμμάχων για ελληνική στρατιωτική κατοχή στην Ανατολική Θράκη, στη Σμύρνη και την ενδοχώρα της και, τέλος, στη Συνθήκη των Σεβρών. Τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα διεκδικήσουν οι Έλληνες μόνοι τους. Η δεύτερη παράμετρος υπήρξε ακόμα πιο ασθενής από την πρώτη. Με κάθε σχεδόν τρόπο η ελληνική κοινωνία του 1919-1922 έδειχνε ότι ελάχιστα τη συγκινούσε το μικρασιατικό όραμα. Από την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 ως τη γενίκευση των φαινομένων ανυποταξίας και λιποταξίας που τελικά παρέλυσαν τον ελληνικό στρατό, τίποτε δεν θύμιζε και δεν συγκρινόταν με εθνικούς ενθουσιασμούς όπως εκείνοι του 1912.
Αντίθετα, η τουρκική πλευρά είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις και τις συνεπακόλουθες πολιτικές με τις οποίες θα πορευόταν. Η άρνηση των συμφωνιών που υπέγραφε η «αιχμάλωτη» στην Κωνσταντινούπολη σουλτανική κυβέρνηση, η προάσπιση του εθνικού στοιχείου πλέον -όχι πια αυτοκρατορικού-που είχε απομείνει (δηλαδή της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας), η μη συμμόρφωση με τις εντολές των νικητών και η ανασύνταξη ενός τουρκικού πλέον έθνους-κράτους ήταν οι επαναστατικοί, για την εποχή τους, άξονες, πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Η Ελλάδα, ο ελληνικός στρατός και μαζί τους οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας θα πλήρωναν το λογαριασμό αυτής της ανατροπής.
Ο σχεδιασμός της ελληνικής πολιτικής, όπως τη διατύπωσε η κυβέρνηση Βενιζέλου, επικέντρωσε την προσοχή της στη βορειοδυτική Μικρά Ασία-από τη Σμύρνη ως τη θάλασσα του Μαρμαρά-, καθώς ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η διεκδίκηση και των δύο ισχυρών κέντρων του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Αυτό σήμαινε ουσιαστικά εγκατάλειψη του Πόντου ή τη χρησιμοποίηση της εκεί έκρυθμης κατάστασης ως αντιπερισπασμού. Ίσως γι’ αυτό ο Γερμανός Καραβαγγέλης (γνωστός από τη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα), από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες για την εφαρμογή της ελληνικής πολιτικής, βρέθηκε στη θέση του μητροπολίτη Αμάσειας για να οργανώσει τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή της Σαμψούντας. 
Ο Τζεμάλ, μέλος της νεοτουρκικής τριανδρίας,
δολοφονήθηκε στην Τιφλίδα.
Ανάμεσα στα άλλα που οργάνωσε ήταν και χριστιανικά ένοπλα σώματα. Τα τελευταία προϋπήρχαν στην περιοχή του Πόντου από τον καιρό της επιστράτευσης των χριστιανών στον οθωμανικό στρατό. Όπως σε πολλές περιπτώσεις στην ευρύτερη ζώνη της Εγγύς Ανατολής, ο συνδυασμός ανυποταξίας και λιποταξίας τροφοδοτούσε ομάδες φυγόδικων που κινούνταν στις παρυφές του αδύναμου κράτους και συνήθως συντηρούνταν σε βάρος του τοπικού πληθυσμού, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά ή εθνικά χαρακτηριστικά του. 
Πάνω σε τέτοιου είδους σώματα -που συχνά γεννιούνταν απευθείας από την εξέγερση των μονάδων «σκαπανέων» (Αμελέ Ταμπουρού), όπου τοποθετούνταν οι ύποπτοι χριστιανοί- επένδυσαν και οι Ρώσοι στη διάρκεια του πολέμου. Εξυπακούεται ότι οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν ρήξη και εντάσεις ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής.
Στην Τραπεζούντα, ο επικεφαλής της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας Χρύσανθος Φιλιππίδης -συνεχίζοντας την παράδοση των παλαιών Κομνηνών βασιλέων- εφάρμοσε μια πολύ πιο σύνθετη πολιτική, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία του ελληνικού κράτους να συνδράμει αποφασιστικά την υπόθεση του Ελληνισμού του Πόντου. Στη ρωσο-οθωμανική διαμάχη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Τραπεζούντα και η περιοχή του Πόντου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ο Χρύσανθος ανέλαβε ένα είδος «τρίτης εξουσίας» στο όνομα της προστασίας των τοπικών πληθυσμών. Η επίσημη παράδοση των πολιτικών εξουσιών σε αυτόν από την οθωμανική στρατιωτική διοίκηση που εγκατέλειπε την πόλη μπροστά στον προελαύνοντα ρωσικό στρατό παρέμεινε έκτοτε ως συμβολική αναγέννηση της παλαιάς χριστιανικής κυριαρχίας.
Ο Χρύσανθος, ο οποίος, ας σημειωθεί, είχε εναντιωθεί στη συμμετοχή της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία του 1912 -καθότι θεωρούσε ότι αυτή θα έκλεινε το δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη-, εκμεταλλεύτηκε την ισχυρή πολιτική του θέση για να διαπραγματευθεί με όλες τις πλευρές -Τούρκους, Ρώσους, Αρμένιους, συμμάχους-, στην κατεύθυνση της όσο το δυνατό μεγαλύτερης αυτονόμησης του Πόντου ή και ανεξαρτοποίησής του. Οι διάφορες εκδοχές του σχεδίου αυτού αποδείχθηκαν χωρίς εξαίρεση εφήμερες και ουτοπικές. Οι τοπικοί συσχετισμοί καθώς και το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της περιοχής άφηναν ελάχιστες δυνατότητες για την υλοποίηση χιμαιρικών σχεδίων.
                                                                  

Οι λιμοκτονούντες Τούρκοι στρατιώτες πλήρωσαν με διάφορες αρρώστιες τις νίκες του 1914-­1916, δυσανάλογο κόστος σε σχέση με εκείνο που προκαλούσε ο εχθρός στις μάχες.

Τον Μάιο του 1919, τις ίδιες σχεδόν ημέρες που τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη και ξεκινούσε ο Ελληνο-τουρκικός Πόλεμος, ο Μουσταφά Κεμάλ έφθασε στη Σαμψούντα για να επιθεωρήσει τη συμμόρφωση του τουρκικού στρατού στους όρους της ανακωχής με τους νικητές συμμάχους. Στην πράξη, άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους και του στρατού και την αντίσταση στις επιταγές των νικητών. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που εξέτασε ήταν η κατάσταση στην περιοχή του Πόντου. Οι κινήσεις των Ρωμιών στην περιοχή και οι γύρω από αυτές σχεδιασμοί της Ελλάδας ή των νικητών συμμάχων έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τον πλέον ριζικό τρόπο. Λίγο αργότερα ο Τοπάλ Οσμάν, πολιτευτής και οπλαρχηγός της περιοχής, άρχισε τον αγώνα του ενάντια στους Έλληνες του Πόντου.
Ακολούθησε μια περίοδος μακρόχρονης αναμέτρησης, άλλοτε ανοιχτής, άλλοτε υπόγειας, ανάμεσα στα δύο θρησκευτικά στοιχεία της περιοχής, που πλέον χρειάστηκε να αναμετρηθούν στο χώρο της πολιτικής και του πολέμου. 
Η αποκοπή των χριστιανών του Πόντου από τη Σοβιετική πλέον Ρωσία, η απόσυρση του βρετανικού ενδιαφέροντος για τα πετρέλαια του Καυκάσου, οι παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης που άλλοτε έστελνε τα ελληνικά πολεμικά πλοία να βομβαρδίσουν τις ακτές της περιοχής -χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα- και άλλοτε αδιαφορούσε πλήρως για τα εκεί συμβαίνοντα, σφράγισαν την τύχη του όποιου Ποντιακού Ελληνισμού είχε απομείνει. Την άνοιξη του 1922 η 10η Μεραρχία του τουρκικού στρατού καταδίωξε και περιόρισε τα ένοπλα σώματα των χριστιανών της περιοχής, επαναφέροντας πλήρως την τουρκική κυριαρχία στη ζώνη αυτή.
Εξυπακούεται ότι η «ειρήνευση» της περιοχής έγινε με τη γνωστή μέθοδο με την οποία πετυχαίνουν οι ειρηνεύσεις: με εκτοπίσεις, εκτελέσεις, φυλακίσεις, δημεύσεις, βασανιστήρια, σκοτωμούς δικαίων και αδίκων, πυρπολήσεις περιουσιών και όλα τα συναφή. Όσο για τους αριθμούς των θυμάτων, φαίνεται πως ο προσδιορισμός των μεγεθών έχει πλέον ανατεθεί στα Κοινοβούλια και ότι οι ιστορικοί είναι αναρμόδιοι να τα εκτιμήσουν. Ο τουρκικός στρατός πάντως αναφέρει ότι 1.800 περίπου στρατιώτες του σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών του Πόντου την περίοδο αυτή. Για τους αμάχους οι αριθμοί δυσκολεύουν: Η πρώην Προσωρινή Κυβέρνηση του Πόντου έδωσε στον Βενιζέλο -εν όψει των διαπραγματεύσεων ειρήνης- το φθινόπωρο του 1922 (sic) τον αριθμό των 303.000 θυμάτων (χριστιανών), που διορθώθηκαν λίγες εβδομάδες μετά σε 353.000... 
Ένας Ρωμιός ιστορικός, ο Στέφανος Γεράσιμος, υπολογίζει τα θύματα σε 65.000 με 70.000 - ευλογοφανής αριθμός. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν αριθμοί για κάθε άποψη και θέση. 
Το γεγονός πάντως είναι ότι ο πληθυσμός της επικράτειας που αποτέλεσε την Τουρκία στα 1922 μειώθηκε από 14.100.000 σε 11.600.000 κατοίκους ανάμεσα στα 1911 και στα 1922. Δηλαδή συρρικνώθηκε κατά 2.500.000 ανθρώπους, παρά την έλευση πολύ μεγάλου αριθμού προσφύγων (μουσουλμάνων των Βαλκανίων, της Συρίας, της Αραβίας, της Ρωσίας κ.λπ.) και παρά τη φυσική δημογραφική ανάπτυξη του πληθυσμού.
 Έχω την αίσθηση ότι ο προσδιορισμός της θρησκείας και της εθνότητας των θυμάτων είναι δευτερεύον ζήτημα. Η τουρκική εθνογένεση θεμελιώθηκε και αυτή σε ποταμούς αίματος, όπως συνήθως συμβαίνει στις εθνογενέσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

ΥΓ.: Στον γράφοντα δεν αρέσει το παιχνίδι του εκβιασμού των αριθμητικών δεδομένων στο όνομα κάποιας ιστορικής δικαίωσης, η οποία μάλιστα δύσκολα συνυφαίνεται με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, δεν οδηγεί παρά σε παραϊστορικά αναθέματα που μετά βίας υποκρύπτουν φυλετικές θεωρήσεις του κόσμου - ότι δηλαδή υπάρχουν «κακές» φυλές και «καλές» φυλές.
 Βρίσκει, δε, το «λογικό» συμπέρασμα της φυλετικής αξιολόγησης -ότι οι «καλές» φυλές «πρέπει» να έχουν αυξημένα δικαιώματα στην Ιστορία και την πολιτική σε σχέση με τις «κακές»- εξαιρετικά επικίνδυνο και θανατηφόρο - ενίοτε για τους θεωρούμενους «καλούς» που αφήνονται να παρασυρθούν στη φαντασίωση. Είναι χρήσιμο να τα σκεφτόμαστε αυτά, μέρες που ζούμε.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah