Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι ακόμη περισσότερα. Για ποιο λόγο η αρμενική κυβέρνηση αναγνώριζε ως εκπρόσωπο του Πόντου το μητροπολίτη Χρύσανθο;
Για ποιο λόγο ο Χατισιάν έμπαινε στον κόπο να διανύσει δύο φορές τα 300 περίπου χιλιόμετρα που χωρίζουν το Ερεβάν από την Τιφλίδα (Τμπίλισι) και να συνομιλήσει μαζί του;
Ηταν πράγματι σημαντική η διαφορά που είχαν μεταξύ τους ως προς τη δομή του νέου κράτους;
Το ενδιαφέρον των Αρμενίων εξηγείται, εν μέρει, από την επιστολή που έστειλε ο Χατισιάν προς τον Βενιζέλο και προς τις αποστολές της Αρμενίας και του Πόντου στο Παρίσι, με ημερομηνία 3/16 Ιανουαρίου 1920, δηλαδή την ίδια ημέρα που προέβη στην ερμηνευτική δήλωση προς τον Χρύσανθο:
«Οι αντιπρόσωποι των δύο ομόσπονδων χωρών [δηλαδή ο ίδιος και ο Χρύσανθος], αφού εξέτασαν από κοντά την κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Αντικαύκασο, τις τελευταίες επιτυχίες των μπολσεβίκων και την εξακολουθητική προέλασή τους σε συνεργασία με τους Τούρκους, βρίσκονται στην ανάγκη να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου προς την πολιτισμένη Ευρώπη και να την εκλιπαρήσουν να λάβει αυτή τη φορά προληπτικά μέτρα για να μη θρηνήσει νέες βιαιοπραγίες και τουρκικές σφαγές Ειδικά, καθορίζουν τα αιτήματά τους ως εξής:
(α) Παρακαλούν την εντολοδόχο δύναμη που θα ορίσει η διάσκεψη της ειρήνης να αποστείλει όσο το δυνατόν ταχύτερα συμμαχικά στρατεύματα, ικανά να αναχαιτίσουν την επαπειλούμενη προέλαση των μπολσεβίκων.
(β) Παρακαλούν την ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο, για να προστρέξει σε βοήθεια των Ελλήνων του Πόντου, οι οποίοι από συμφώνου με τους Αρμένιους καθόρισαν ότι τα στρατεύματα, αφού αποβιβαστούν στην παραλία, θα προελάσουν προς το Ερζιντζάν και το Ερζερούμ [σημείωση: σε βάθος 180 χιλιομέτρων], για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που προέρχεται από τα τουρκικά τακτικά στρατεύματα. Ταυτοχρόνως, ο αρμενικός στρατός θα ασχοληθεί με την ενδεχόμενη προέλαση των μπολσεβίκων από τον Καύκασο.
(γ) Παρακαλούν την ελληνική κυβέρνηση να εγκρίνει από τώρα την αποστολή στρατού και εφοδίων από την Ελλάδα, που είναι απαραίτητα για την οργάνωση του αρμενικού στρατού.
Χατισιάν, Πρόεδρος της κυβέρνησης της Αρμενίας
Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντας».
Ταυτοχρόνως, με άλλη επιστολή του προς τον Ελ. Βενιζέλο, ο Χατισιάν ζητούσε την αποστολή 10.000 γαλλικών τουφεκιών Lebel, καθώς και τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης για να αναγνωρίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την αρμενική.
Στο μεταξύ, στις 3.1.1920 ο Ε. Βενιζέλος ειδοποίησε τον Χρύσανθο ότι καμία συμμαχική χώρα -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- δεν αναλάμβανε την τήρηση της τάξης στον Πόντο, ελλείψει επαρκών δυνάμεων. Αυτό σήμαινε στην πράξη εγκατάλειψη όχι μόνον του αιτήματος της ανεξαρτησίας αλλά και των σχεδίων για περιφερειακή αυτονομία στο πλαίσιο χριστιανο-μουσουλμανικής διοίκησης.
Αμέσως, το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου στην Τιφλίδα έστειλε τηλεγράφημα προς τον Βενιζέλο και διαμαρτυρήθηκε, για μία ακόμη φορά, ότι η Ευρώπη είχε εγκαταλείψει τους Ποντίους. Από την πλευρά του, ο Χρύσανθος ζήτησε από τον Βενιζέλο να προσπαθήσει «με την πολιτική δεξιότητά του» να πείσει την αρμενική αποστολή στο Παρίσι να υιοθετήσει τη δική του εκδοχή για τη «συνομοσπονδία».
Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα φαίνονταν απελπιστικά, ο Καθενιώτης πίστευε ότι ο κίνδυνος καθόδου των μπολσεβίκων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο Βατούμ είχαν απομείνει μόνον 2.000 Βρετανοί στρατιώτες, καθιστούσε αναγκαία τη στρατιωτική συνεργασία Ποντίων και Αρμενίων και λοιπών Καυκασίων. Εχοντας έρθει πλέον σε ευθεία διαφωνία με τον Χρύσανθο και την ανεδαφική αισιοδοξία του ότι θα σχηματισθεί ανεξάρτητο κράτος, ο Καθενιώτης επιχείρησε να επηρεάσει τις ποντιακές οργανώσεις στην Κωνσταντινούπολη και στο Βατούμ, με μία σαφή υπόδειξη: «Ως καλοί Ελληνες προσπαθήσατε να καταλήξετε εις συμφωνίας με τους Αρμενίους».
Για ποιο λόγο ο Χατισιάν έμπαινε στον κόπο να διανύσει δύο φορές τα 300 περίπου χιλιόμετρα που χωρίζουν το Ερεβάν από την Τιφλίδα (Τμπίλισι) και να συνομιλήσει μαζί του;
Ηταν πράγματι σημαντική η διαφορά που είχαν μεταξύ τους ως προς τη δομή του νέου κράτους;
Η σημαία του Πόντου που σχεδίασε ο γιατρός Γεώργιος Θωΐδης |
Το ενδιαφέρον των Αρμενίων εξηγείται, εν μέρει, από την επιστολή που έστειλε ο Χατισιάν προς τον Βενιζέλο και προς τις αποστολές της Αρμενίας και του Πόντου στο Παρίσι, με ημερομηνία 3/16 Ιανουαρίου 1920, δηλαδή την ίδια ημέρα που προέβη στην ερμηνευτική δήλωση προς τον Χρύσανθο:
«Οι αντιπρόσωποι των δύο ομόσπονδων χωρών [δηλαδή ο ίδιος και ο Χρύσανθος], αφού εξέτασαν από κοντά την κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Αντικαύκασο, τις τελευταίες επιτυχίες των μπολσεβίκων και την εξακολουθητική προέλασή τους σε συνεργασία με τους Τούρκους, βρίσκονται στην ανάγκη να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου προς την πολιτισμένη Ευρώπη και να την εκλιπαρήσουν να λάβει αυτή τη φορά προληπτικά μέτρα για να μη θρηνήσει νέες βιαιοπραγίες και τουρκικές σφαγές Ειδικά, καθορίζουν τα αιτήματά τους ως εξής:
(α) Παρακαλούν την εντολοδόχο δύναμη που θα ορίσει η διάσκεψη της ειρήνης να αποστείλει όσο το δυνατόν ταχύτερα συμμαχικά στρατεύματα, ικανά να αναχαιτίσουν την επαπειλούμενη προέλαση των μπολσεβίκων.
(β) Παρακαλούν την ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο, για να προστρέξει σε βοήθεια των Ελλήνων του Πόντου, οι οποίοι από συμφώνου με τους Αρμένιους καθόρισαν ότι τα στρατεύματα, αφού αποβιβαστούν στην παραλία, θα προελάσουν προς το Ερζιντζάν και το Ερζερούμ [σημείωση: σε βάθος 180 χιλιομέτρων], για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που προέρχεται από τα τουρκικά τακτικά στρατεύματα. Ταυτοχρόνως, ο αρμενικός στρατός θα ασχοληθεί με την ενδεχόμενη προέλαση των μπολσεβίκων από τον Καύκασο.
(γ) Παρακαλούν την ελληνική κυβέρνηση να εγκρίνει από τώρα την αποστολή στρατού και εφοδίων από την Ελλάδα, που είναι απαραίτητα για την οργάνωση του αρμενικού στρατού.
Χατισιάν, Πρόεδρος της κυβέρνησης της Αρμενίας
Χρύσανθος, Μητροπολίτης Τραπεζούντας».
Ταυτοχρόνως, με άλλη επιστολή του προς τον Ελ. Βενιζέλο, ο Χατισιάν ζητούσε την αποστολή 10.000 γαλλικών τουφεκιών Lebel, καθώς και τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης για να αναγνωρίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την αρμενική.
Στο μεταξύ, στις 3.1.1920 ο Ε. Βενιζέλος ειδοποίησε τον Χρύσανθο ότι καμία συμμαχική χώρα -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- δεν αναλάμβανε την τήρηση της τάξης στον Πόντο, ελλείψει επαρκών δυνάμεων. Αυτό σήμαινε στην πράξη εγκατάλειψη όχι μόνον του αιτήματος της ανεξαρτησίας αλλά και των σχεδίων για περιφερειακή αυτονομία στο πλαίσιο χριστιανο-μουσουλμανικής διοίκησης.
Αμέσως, το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου στην Τιφλίδα έστειλε τηλεγράφημα προς τον Βενιζέλο και διαμαρτυρήθηκε, για μία ακόμη φορά, ότι η Ευρώπη είχε εγκαταλείψει τους Ποντίους. Από την πλευρά του, ο Χρύσανθος ζήτησε από τον Βενιζέλο να προσπαθήσει «με την πολιτική δεξιότητά του» να πείσει την αρμενική αποστολή στο Παρίσι να υιοθετήσει τη δική του εκδοχή για τη «συνομοσπονδία».
Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα φαίνονταν απελπιστικά, ο Καθενιώτης πίστευε ότι ο κίνδυνος καθόδου των μπολσεβίκων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο Βατούμ είχαν απομείνει μόνον 2.000 Βρετανοί στρατιώτες, καθιστούσε αναγκαία τη στρατιωτική συνεργασία Ποντίων και Αρμενίων και λοιπών Καυκασίων. Εχοντας έρθει πλέον σε ευθεία διαφωνία με τον Χρύσανθο και την ανεδαφική αισιοδοξία του ότι θα σχηματισθεί ανεξάρτητο κράτος, ο Καθενιώτης επιχείρησε να επηρεάσει τις ποντιακές οργανώσεις στην Κωνσταντινούπολη και στο Βατούμ, με μία σαφή υπόδειξη: «Ως καλοί Ελληνες προσπαθήσατε να καταλήξετε εις συμφωνίας με τους Αρμενίους».
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου