Μια συμπαθητική κοπελίτσα ήταν τότε, μόλις δεκαοχτάχρονη. Φορούσε τα καλά της τις «ζουπούνες»- την ντόπια φορεσιά που στόλιζε τις γυναίκες στα μακρινά εκείνα ακρογιάλια που τα βρέχει το κύμα του Εύξεινου και φέρνει απ’ τα βάθη των καιρών πανάρχαια μηνύματα και θρύλους, για τους Αργοναύτες που πέρασαν από κει πηγαίνοντας για την Κολχίδα.
Είχαν κάποια γιορτή στο σπίτι, έπαιζε ο λυράρης, χόρευαν σ’ ένα κύκλο άντρες και γυναίκες και κοπέλες, πιασμένοι απ' τα χέρια, στη μέση ο λυράρης χόρευε κι η κοπελίτσα καμαρωτή, χαρούμενη.
Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν κι’ ένας ξένος, ολομόναχος στην πόλη, από πολύ μακριά, όχι απ' την Μαύρη Θάλασσα, αλλά απ’ το ασπροθαλασσίτικα νερά, - λέγαν- από κάποιο νησάκι που βρίσκεται έξω απ’ τον Ελλήσποντο κι έτσι το λένε: Τένεδος.
Συμπαθητικός ήταν κι ο ξένος, νέος, κι είχε μόλις φτάσει απ' το νησί του, απ' όπου έφερνε ωραία κρασιά και τα εμπορευόταν. Ντόπιοι έμποροι που αγόραζαν τα κρασιά του, τον προσκάλεσαν να περάσει την βραδιά του κι εκείνος ήταν πολύ ευχαριστημένος του άρεσαν όλοι οι καλοσυνάτοι άνθρωποι και το μάτι του δεν ξεκολλούσε απ' την κοπελίτσα που φαινόταν ντροπαλή και ξεχώριζε απ' τις άλλες.
-Πώς την λένε; ρώτησε.
- Μαρία, του είπαν.
-Θέλω να γνωρίσω τούς δικούς της.
Γνώρισε τούς δικούς της ο ξένος Γιάννης ήταν τ’ όνομά του- παντρεύτηκε, ρίζωσε στην πόλη, άνοιξε και μαγαζί, έκανε παιδιά και πέθανε στα ίδια εκείνα χώματα.
Η Μαρία έζησε πολλά χρόνια, χήρα με τα παιδιά της -τέσσερις κόρες κι ένα γιο - πάλεψε, γνώρισε βάσανα και πίκρες, ξεριζώθηκε μ’ όλο τον πληθυσμό από τα μέρη εκείνα, και γριούλα πια, στην Αθήνα, δεν κουραζόταν να μιλά για τα παλιά, για τη ζωή της, για τα νιάτα της, για τον άντρα της, για την αξέχαστη πόλη, όπου κάποια βραδιά είχε γνωρίσει εκείνον τον ξένο - τον πατέρα μου.
Όλο «για κείνα» μου μιλούσε. Κι’ όλο τ’ αναθυμόμουνα κι’ εγώ και τώρα ακόμα που έφυγε η γριούλα, η σκέψη μου συχνά φτερουγίζει στα παλιά και να που προβάλλουν πάντα ολοζώντανα —- εικόνες όμορφες και πρόσωπα αγαπημένα, σκηνές και περιστατικά της καθημερινής ζωής, χαρές και λύπες, βιώματα λογής -λογής και μαζί ολόκληρο το πανόραμα της μακρινής εκείνης πόλης του Ευξείνου Πόντου, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια.
Σαν όνειρο. Άλλοτε ευτυχισμένο και χαρούμενο κι’ άλλοτε φοβερό — ένας σωστός βραχνάς.
Δημήτρης Ψαθάς
Είχαν κάποια γιορτή στο σπίτι, έπαιζε ο λυράρης, χόρευαν σ’ ένα κύκλο άντρες και γυναίκες και κοπέλες, πιασμένοι απ' τα χέρια, στη μέση ο λυράρης χόρευε κι η κοπελίτσα καμαρωτή, χαρούμενη.
Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν κι’ ένας ξένος, ολομόναχος στην πόλη, από πολύ μακριά, όχι απ' την Μαύρη Θάλασσα, αλλά απ’ το ασπροθαλασσίτικα νερά, - λέγαν- από κάποιο νησάκι που βρίσκεται έξω απ’ τον Ελλήσποντο κι έτσι το λένε: Τένεδος.
Συμπαθητικός ήταν κι ο ξένος, νέος, κι είχε μόλις φτάσει απ' το νησί του, απ' όπου έφερνε ωραία κρασιά και τα εμπορευόταν. Ντόπιοι έμποροι που αγόραζαν τα κρασιά του, τον προσκάλεσαν να περάσει την βραδιά του κι εκείνος ήταν πολύ ευχαριστημένος του άρεσαν όλοι οι καλοσυνάτοι άνθρωποι και το μάτι του δεν ξεκολλούσε απ' την κοπελίτσα που φαινόταν ντροπαλή και ξεχώριζε απ' τις άλλες.
-Πώς την λένε; ρώτησε.
- Μαρία, του είπαν.
-Θέλω να γνωρίσω τούς δικούς της.
Γνώρισε τούς δικούς της ο ξένος Γιάννης ήταν τ’ όνομά του- παντρεύτηκε, ρίζωσε στην πόλη, άνοιξε και μαγαζί, έκανε παιδιά και πέθανε στα ίδια εκείνα χώματα.
Η Μαρία έζησε πολλά χρόνια, χήρα με τα παιδιά της -τέσσερις κόρες κι ένα γιο - πάλεψε, γνώρισε βάσανα και πίκρες, ξεριζώθηκε μ’ όλο τον πληθυσμό από τα μέρη εκείνα, και γριούλα πια, στην Αθήνα, δεν κουραζόταν να μιλά για τα παλιά, για τη ζωή της, για τα νιάτα της, για τον άντρα της, για την αξέχαστη πόλη, όπου κάποια βραδιά είχε γνωρίσει εκείνον τον ξένο - τον πατέρα μου.
Όλο «για κείνα» μου μιλούσε. Κι’ όλο τ’ αναθυμόμουνα κι’ εγώ και τώρα ακόμα που έφυγε η γριούλα, η σκέψη μου συχνά φτερουγίζει στα παλιά και να που προβάλλουν πάντα ολοζώντανα —- εικόνες όμορφες και πρόσωπα αγαπημένα, σκηνές και περιστατικά της καθημερινής ζωής, χαρές και λύπες, βιώματα λογής -λογής και μαζί ολόκληρο το πανόραμα της μακρινής εκείνης πόλης του Ευξείνου Πόντου, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια.
Σαν όνειρο. Άλλοτε ευτυχισμένο και χαρούμενο κι’ άλλοτε φοβερό — ένας σωστός βραχνάς.
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου