Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ - ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016


Η συγγραφέας Νάνσι Χόρτον (Nancy Horton) είπε στην εισήγησή της ότι αισθάνεται τη μεγάλη σημασία που έχει η 19 η Μαΐου για τους Έλληνες του Πόντου. Αν και το θέμα μου είναι η Μικρά Ασία, όσο διαβάζω και μαθαίνω για τον Πόντο, όλο και πιο παράξενο μου φαίνεται, πώς αυτή η ρομαντική, μαγική, αλλά και τραγική ιστορία δεν είναι τόσο γνωστή όσο θα έπρεπε. Γιαυτό και όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το γράψιμο θα πρέπει να την αναφέρουμε, για να γίνει γνωστή στο κοινό, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Πριν αρχίσω την ομιλία μου για την καταστροφή της Σμύρνης, θέλω να σας κάνω γνωστό ότι ο πατέρας μου υπηρέτησε δύο φορές στη Θεσσαλονίκη. Την πρώτη φορά, όταν έγινε το κίνημα των Νεοτούρκων και τη δεύτερη κατά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Γνωρίζοντας, λοιπόν, και εγώ, κοντά σ’ εκείνον, για τον μακρύ και σκληρό αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, είμαι σίγουρη ότι και στο μέλλον δεν θα υπάρξει κανένα εμπόδιο που δεν θα μπορέσουν να το υπερνικήσουν οι Έλληνες.
Οι περισσότεροι, συνήθως, ενδιαφέρονται για την πολιτική άποψη των γεγονότων της Μικράς Ασίας. Μια και μου ζητήθηκε, όμως, να μιλήσω για τις εμπειρίες του πατέρα μου, ας σημειώσω ότι είχε ένα μυστικιστικό δεσμό με τη Σμύρνη. Πώς ένας Γιάνκης δέκατης γενιάς από μια κωμόπολη στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης σχετίστηκε τόσο με μια πόλη στην ακτή της Μικράς Ασίας; Μικρό παιδί, ο πατέρας του, του διάβαζε από τη Βίβλο, μεταξύ των άλλων, και από το βιβλίο της Αποκάλυψης. Η Σμύρνη, ως η τελευταία από τις επτά πόλεις της Αποκάλυψης που επέζησε, του έκανε βαθιά εντύπωση, που την κράτησε σε όλη του τη ζωή και την ανέφερε συνέχεια στα έργα του.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, υπηρέτησε σε πολλές άλλες διπλωματικές θέσεις, σε μέρη που θεωρούνταν καυτά, αλλά, όπως έλεγε, η Σμύρνη ήταν η Μέκκα των φιλοδοξιών του. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ήταν μοιραίο να είναι παρών στο θάνατο των χριστιανών και την καταστροφή της πόλης. Η Σμύρνη ήταν η μοίρα του. Είχε συνδέσει στενά τον συμβολισμό της Αποκάλυψης για τον αγώνα ανάμεσα στο καλό από τη μια μεριά και το σκοτάδι και την απληστία από την άλλη με τα γεγονότα που παρακολουθούσε στη Σμύρνη και τα οποία οδήγησαν στην καταστροφή της.
Ο Χόρτον πήγε στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου και αντιπροσώπευε τα συμφέροντα όλων των συμμάχων μέχρι τη στιγμή που η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. «Για πρώτη φορά σε εκατό χρόνια», είπε, «η αμερικανική σημαία κατέβηκε από το προξενείο». Πάντα σχολίαζε ο Χόρτον, «γυρνάμε και το άλλο μάγουλο στους Τούρκους, για λόγους γνωστούς μόνον σε διευθυντές μεγάλων εταιρειών».
Η νίκη των Ελλήνων κατά τους βαλκανικούς πολέμους και ο αγώνας για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης κέρδισαν τον θαυμασμό των Βρετανών πολιτικών και ειδικά του Λόιντ Τζορτζ. Έγινε, επίσης, εμφανές ότι ορισμένες εδαφικές κτήσεις της Ελλάδας θα ήταν πολύ σημαντικές για τη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι, οι Βρετανοί προσκάλεσαν τον Βενιζέλο στο Λονδίνο. Ήθελαν μια βάση κοντά στην Αδριατική, το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Σε αντάλλαγμα, είπαν, η Ελλάδα θα έπαιρνε την Κύπρο. Οι Έλληνες, όμως, δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο Λόιντ Τζορτζ δεν ήταν σε θέση πάντοτε να επιβάλει πολιτική, που δεν θα είχε την έγκριση της τάξης που κυβερνούσε ουσιαστικά την Αγγλία.
Τον Ιανουάριο του 1915, ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι τηλεγράφησε στον Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα και του συνέστησε να προσφέρει στην Ελλάδα μια σημαντική περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας. Σε αντάλλαγμα η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. «Αν ο Βενιζέλος θέλει συγκεκριμένη υπόσχεση, θα την αποσπάσουμε χωρίς δυσκολία», έγραψαν οι Βρετανοί ιθύνοντες τότε. Ο Βενιζέλος συμφώνησε να αποβιβαστούν συμμαχικά στρατεύματα στη  Θεσσαλονίκη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι υποστηρικτές του αντιτέθηκαν στην παραβίαση αυτή της ελληνικής ουδετερότητας. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο ελληνικές κυβερνήσεις, μία φιλοβενιζελική στη Θεσσαλονίκη και μία φιλοβασιλική στην Αθήνα.
Τον Μάιο του 1919, τις τελευταίες μέρες της διάσκεψης ειρήνης των Παρισίων, ο Λόιντ Τζορτζ και ο Βενιζέλος αποφάσισαν ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα καταλάμβαναν τη Σμύρνη, απόφαση που ήταν αντίθετη με τις συμβουλές πολλών πολιτικών ανδρών. Στις 14 Μαΐου συμμαχικά αποσπάσματα κατέλαβαν το λιμάνι της Σμύρνης, ενώ την επομένη αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα.
Τον Αύγουστο του 1920, ο σουλτάνος συνυπέγραφε τη Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία απελευθερώνονταν ορισμένες ελληνικές περιοχές από την εξουσία των Τούρκων, ενώ ένα μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας έμπαινε υπό τον έλεγχο διεθνούς επιτροπής. Η Συνθήκη, όμως, αυτή δεν επικυρώθηκε ποτέ, όχι μόνον γιατί συνάντησε την αντίδραση των Νεοτούρκων της Άγκυρας, αλλά και γιατί αρνήθηκαν να υπογράψουν η Γαλλία και η Ιταλία, που θεωρούσαν τη Συνθήκη των Σεβρών ως διπλωματική νίκη των Άγγλων και την Ελλάδα δορυφόρο τους. Έτσι, όχι μόνον ήλθαν σε συνεννόηση με τον Κεμάλ, αλλά και του άφησαν, φεύγοντας από τη Μ. Ασία, πολεμικό υλικό, παρόλο που γνώριζαν ότι αυτό θα το χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων.
George Horton
Μετά τα γεγονότα αυτά, με τον τουρκικό εθνικιστικό στρατό εν ενεργεία στο πεδίο της μάχης, μόνον νίκη του ελληνικού στρατού θα μπορούσε να θέσει σε ισχύ τη Συνθήκη των Σεβρών. «Η ασφάλεια των καταπιεζομένων μειονοτήτων», κατά τον Χόρτον, «εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτό, αλλά η παλιά πολιτική οικονομικού ιμπεριαλισμού ανάμεσα στις σύμμαχες δυνάμεις κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε εποικοδομητική ολοκλήρωση».
Όταν ο Κεμάλ απέρριψε τη Συνθήκη των Σεβρών, ο Βενιζέλος αποφάσισε να πάρει πίσω τα χαμένα εδάφη με μια καλοοργανωμένη στρατιωτική εκστρατεία. Τηλεγράφησε στον Λόιντ Τζορτζ, ανακοινώνοντας την απόφασή του και ζητώντας στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Στο όνειρό του για την πραγματοποίηση της Μεγάλη Ιδέας, ο Βενιζέλος έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ελληνική αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο να συζητήσει για την επίθεση. Είναι καταπληκτικός ο βαθμός στον οποίο η Αγγλία αναμίχθηκε στις διαβουλεύσεις για τον Μικρασιατικό πόλεμο και πόσο εκτεταμένα οι Έλληνες τους συμβουλεύτηκαν προτού κάνουν οποιοδήποτε βήμα. Οι Βρετανοί, όμως, δεν υποσχέθηκαν τίποτε συγκεκριμένο και οι Έλληνες έφυγαν με την εντύπωση ότι οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει να γίνει η εκστρατεία.
Στις 15 Μαΐου 1919, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την επίθεση. Όταν οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, ο Χόρτον έγραψε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Αυτή θα είναι άλλη μία συρακούσια εκστρατεία», υπονοώντας τον πόλεμο των Συρακουσών το 413 χ. X., που οδήγησε στη πτώχευση του αθηναϊκού θησαυροφυλάκειου και έβαλε τέλος στην ηγεμονική θέση της Αθήνας.
Τον Νοέμβριο του 1920, οι εκλογές επανέφεραν τον βασιλιά Κωνσταντίνο στην εξουσία. Όταν ο Βενιζέλος είδε τις έξαλλες διαδηλώσεις των βασιλοφρόνων στην Αθήνα και κατάλαβε ότι έχανε, παραιτήθηκε. Ο Χόρτον, σε αναφορά του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχολίαζε: «Η πτώση του Βενιζέλου, του μεγάλου αυτού υπέρμαχου της Ελλάδας στην Ευρώπη και την Αμερική, και η επαναφορά του ανυπόληπτου βασιλιά, είναι η αρχή του τέλους».
Οι Βρετανοί δεν τήρησαν τη συμφωνία με τον Βενιζέλο. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δικαιολογεί ως εξής τη στάση της Βρετανίας και τη μη παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, μετά την επάνοδο του βασιλιά: «Ήταν - ο βασιλιάς Κωνσταντίνος - ένας ηγεμόνας, που, παρά τα συμφέροντα και τη θέληση του λαού του, προσπάθησε, για λόγους προσωπικούς ή οικογενειακούς, να φέρει τη χώρα του από την πλευρά του εχθρού, που τελικά ήταν και η ηττημένη πλευρά. Για τον λόγο αυτόν, η επιστροφή του Κωνσταντίνου διέλυσε κάθε συμμαχική πίστη και αφοσίωση προς την Ελλάδα και ακύρωσε όλες τις υποχρεώσεις, εκτός από τις νομικές». Ο Τσόρτσιλ, μάλιστα, προσέθετε στο τέλος: «Δεν συμβαίνει κάθε μέρα ηθικοί πιστωτές να είναι τόσο βολικοί».
Η αλλαγή αυτή είχε επιπτώσεις και στο στράτευμα. Οι βενιζελικοί αξιωματικοί αντικαταστάθηκαν από έμπιστους βασιλόφρονες. Με την αλλαγή αυτή, πολλά συντάγματα έμειναν χωρίς αξιωματικούς. Ο Χόρτον έγραψε σχετικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Πληροφορούμαι από αξιόπιστες πηγές ότι μέχρι την τελευταία στιγμή, ο ελληνικός στρατός θα μπορούσε να ορθοποδήσει και να σώσει την κατάσταση, αλλά ακόμη και οι αξιωματικοί που ήθελαν να μείνουν στις θέσεις τους να πολεμήσουν και εξέφρασαν την επιθυμία τους να το κάνουν, διατάχθηκαν να παραιτηθούν». Ο στρατηγός Χατζηανέστης, ωστόσο, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της ελληνικής στρατιάς τον Μάιο του 1922, απέτυχε.
Δεν σκοπεύω, βέβαια, εδώ να αναλύσω την πορεία της μικρασιατικής εκστρατείας. Πάντως, την περίοδο εκείνη ο Χόρτον άρχισε μία σειρά τηλεγραφημάτων προς τον υπουργό των εξωτερικών των ΗΠΑ, με τα οποία ζητούσε την άδεια να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση της Άγκυρας για αμνηστία, που θα επέτρεπε την έξοδο των ελληνικών δυνάμεων, να τους επιτρέψει δηλαδή να μπαρκάρουν. «Οι πρόσφυγες συρρέουν μέσα στην πόλη και ο πανικός αυξάνεται», έγραφε και πρότεινε: «Στο όνομα της ανθρωπιάς και για την ασφάλεια των αμερικανικών συμφερόντων, σας ικετεύω να επιτρέψετε να γίνουν προσπάθειες για μεσολάβηση, που ίσως προλάβουν πιθανή καταστροφή της πόλης». Τα τηλεγραφήματά του έφθασαν στον Ουίλιαμ Φίλιπς, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν ενεργών υπουργός εξωτερικών. Ο αβρός αυτός διπλωμάτης είδε τα πράγματα διαφορετικά. Ο Φίλιπς έγραψε στον πρόεδρο Χάρτινγκ: «Έχω κι άλλο μήνυμα από τον γενικό πρόξενο Χόρτον. Νομίζω ότι θα ήταν φρονιμότερο να περιορίσουμε τις δραστηριότητές μας στη φροντίδα για τις ζωές Αμερικανών και την αμερικανική περιουσία. Δεν νομίζω ότι η κατάσταση μας επιτρέπει να αναλάβουμε τον ρόλο του εθελοντή μεσολαβητή». Μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο ευεργετικά αποτελέσματα θα είχε η πρόταση του Χόρτον, αν είχε γίνει αποδεκτή.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, ο λαός της Σμύρνης είδε τις κυρίως ελληνικές δυνάμεις - τη μόνη άμυνά τους έναντι των Τούρκων - να προσπερνούν την πόλη και να επιβιβάζονται στον Τσεσμέ, για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.

Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της όλης εικόνας της καταστροφής της Σμύρνης ήταν η παρουσία των πολεμικών πλοίων των Μεγάλων Δυνάμεων, που έπλεαν αδιάφορα στο λιμάνι, για να προστατεύσουν, δηλαδή, τις ζωές των πολιτών τους. Για την πυρκαγιά και την καταστροφή της πόλης, ο Χόρτον έγραψε: «Μια κοινή διαταγή από τους διοικητές των πολεμικών πλοίων, μια αβλαβής βολή πάνω από το τουρκικό τμήμα της πόλης, θα σταματούσε το ολοκαύτωμα». Οι διοικητές του συμμαχικού στόλου δεν έκαναν τέτοια ενέργεια. Τα αίτια βρίσκονται στη δεκαετία πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Το 1901, ένας Γερμανός ειδικός είχε εξακριβώσει ότι τα πετρελαιοφόρα πεδία της Μοσούλης, που ανήκαν τότε στην Τουρκία και σήμερα στο Ιράκ, ήταν από τα πιο πλούσια στον κόσμο. Οχτώ χρόνια αργότερα, η τουρκική κυβέρνηση παραχωρούσε το δικαίωμα εξόρυξης του υπεδάφιου πλούτου και της κατασκευής σιδηροτροχιών σε λωρίδα μήκους δύο χιλιάδων τετρακοσίων μιλιών στη Μικρά Ασία. Η λωρίδα κάλυπτε βάθος είκοσι χιλιομέτρων από τις δύο πλευρές της σιδηροδρομικής γραμμής, συνολικής έκτασης ενενήντα έξι χιλιάδων τετραγωνικών μιλιών.
Τα σχετικά συμβόλαια προέβλεπαν επενδύσεις ύψους 200 - 300 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων του 1924. Υπολογίστηκε ότι η περιοχή αυτή περιείχε δέκα δισεκατομμύρια σε ορυκτά και άλλες φυσικές πηγές πλούτου και οχτώ δισεκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο.
Οι ιστορικοί, επίσης, επισημαίνουν το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Γράφει ένας: «Αυτή η στάση από μέρους της κυβέρνησης της Αμερικής ήταν υπολογισμένη να ωφελήσει τα αμερικανικά εμπορικά συμφέροντα στην Τουρκία, μεταξύ των οποίων οι συνεργάτες του ναύαρχου Κόλμπι Τσέστερ (Colby Chester) φαίνεται ότι ήταν οι πιο ευνοημένοι». Ο Τσέστερ, συνταξιούχος ναύαρχος του αμερικανικού ναυτικού, διαπραγματευόταν για αρκετά χρόνια με την Τουρκία, για να κερδίσει ορισμένες παραχωρήσεις για δικαιώματα εξόρυξης του υπεδάφιου πλούτου και της κατασκευής σιδηροδρομικής γραμμής. Τον Τσέστερ βοηθούσε στις προσπάθειές του ο ναύαρχος Μπρίστολ (Bristol), διοικητής του αμερικανικού στόλου στα τουρκικά ύδατα και Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη. Σχετικά με αυτό, σχολίαζε ένας ιστορικός: «Κατά τα έτη 1919 - 1923, τόσο κρίσιμα για την ιστορία της Μικράς Ασίας, δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι ξεχώριζαν σαν ενσαρκωτές αντίρροπων δυνάμεων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ: "η τάση της συνείδησης από τη μια μεριά και του πραγματισμού από την άλλη". Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι ήταν ο Χόρτον και ο Μπρίστολ, αντίστοιχα.
Σε όλη του την καριέρα, ο Χόρτον προσπάθησε έντονα να προωθήσει τα αμερικανικά εμπορικά συμφέροντα. Κατάφερε να γλιτώσει την εταιρεία Στάνταρντ Οιλ από χιλιάδες δολάρια σε παράνομους φόρους, αλλά δεν πίστευε σε ουδετερότητα, σε περιπτώσεις μεγάλης εθνικής σημασία, όπου κινδύνευαν ζωές. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και στο θέμα αυτό από τους Τούρκους, τους οποίους βοήθησε ο Χόρτον, όταν υπήρχε ανάγκη. Ο Μπρίστολ, όμως, θεώρησε καθήκον του να πείσει τους δημοσιογράφους να μην γράψουν για τη βάρβαρη μεταχείριση των χριστιανών από τους Τούρκους. Ο σκοπός του ήταν να κερδίσει την εύνοια των Τούρκων, για να επικυρωθούν οι παραχωρήσεις που αναφέρθηκαν. Διαταγές σιωπής εκδόθηκαν κατά του Χόρτον και άλλων αυτοπτών μαρτύρων των γεγονότων, όταν γύρισαν στις ΗΠΑ. Χωρίς αμφιβολία, ο Μπρίστολ, κατά τη γνώμη του, ενεργούσε πατριωτικά. Ο Χόρτον, σε γράμμα του προς τη μητέρα μου, ανέφερε: «Είμαστε μεγάλη και ένδοξη δημοκρατία, αλλά ο αμερικανικός λαός, όπως όλοι οι λαοί, δεν μαθαίνουν πάντοτε την αλήθεια των πραγμάτων». Ο ίδιος παρατηρούσε: «Σε ολόκληρο αυτό το πλέγμα των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, ο σοβαρός παρατηρητής εντυπωσιάζεται με ένα πράγμα: τη διαύγεια της διορατικότητας του Τζον Μπουλ (John Bull, Αγγλία) και την ευθύτητα και την επιμονή, με την οποία αγωνίστηκε για τον σκοπό του. Ήξερε τι ήθελε και το πήρε. Υπάρχουν άφθονες πετρελαιοπηγές στην Πλατεία της Νάφθας (Maidan i Naftun), όχι μακριά από τη Βασόρα, στον Περσικό Κόλπο, όπου οι Βρετανοί αποβιβάστηκαν νωρίς, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπάρχουν πεδία πετρελαιοπηγών στη Μοσούλη. Ο στρατηγός Τάουνσεντ (Townsend) κατευθυνόταν προς τα εκεί, όταν οι Τούρκοι τον σταμάτησαν στο Κουτ Ελ Μαρά, αλλά αυτό δεν πτόησε τον «ξάδελφο Τζον».

Οι Ιταλοί, που από την αρχή ήταν αντίθετοι με την παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή της Σμύρνης, βιάστηκαν να κάνουν μυστικές συμφωνίες με τον Κεμάλ τον Μάρτιο του 1921, με αντάλλαγμα μεγάλες οικονομικές παραχωρήσεις και την υπόσχεση να αποσύρουν από την Αττάλεια τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής.
Τον Οκτώβριο του 1921 και οι Γάλλοι συμφώνησαν με τον Κεμάλ να αποσύρουν τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής από την Κιλικία και να εφοδιάσουν τους Τούρκους σιωπηρά με πολεμικό υλικό, για το οποίο πληρώθηκαν γενναία. Η Γαλλία, άλλωστε, ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που καλλιέργησε οικονομικές σχέσεις με την οθωμανική αυτοκρατορία από το 1535 ήδη. Και όπως, με πολλή υπερηφάνεια, το 1922, ανέφερε ο διευθυντής του Γαλλικού Εμπορικού Γραφείου της Κωνσταντινούπολης: «Σχολεία δικά μας, κοινωφελή ιδρύματα, νοσοκομεία, γηροκομεία, άσυλα ορφανών και έκθετων έχουν ιδρυθεί σε κάθε σημείο της Ανατολής. Σε κάθε πόλη του εσωτερικού, σε όλα τα σημαντικά χωριά... υπάρχουν σχολεία και Γάλλοι δάσκαλοι, άνθρωποι που διδάσκουν στα παιδιά τη δόξα της Γαλλίας, τη γλώσσα μας, την ιστορία μας». Είναι, λοιπόν, αυτονόητο ότι η Γαλλία δεν ήταν διατεθειμένη να απαρνηθεί όλες αυτές τις κατακτήσεις της και πολύ περισσότερο τα οικονομικά της πλεονεκτήματα.
Ενώ συνεχιζόταν η διάσκεψη της Λωζάνης, ο Αμερικανός εκπρόσωπος έκανε έκκληση για τη χώρα των Αρμενίων, αλλά την εγκατέλειψε μπροστά στην τουρκική αντίδραση. Τα ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν ή έλπιζαν να αποκτήσουν επενδύσεις στη Μικρά Ασία υπαγόρευαν στους εκπροσώπους τους να φροντίσουν να προστατεύσουν πλήρως τα συμφέροντα αυτά. Όπως είπε ένας ιστορικός, οι στρατιώτες που έριχναν ζάρια για τα ενδύματα του Χριστού, δεν ήταν πιο αισχροί από τους απεσταλμένους που παζάρευαν για παραχωρήσεις.
Ένας απεσταλμένος της Στάνταρντ Όιλ στη Λωζάνη χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και είπε: «Ήρθαμε εδώ για αυτές τις καταραμένες τις μειονότητες ή για να φροντίσουμε τα συμφέροντά μας;». Παρόντα ήταν και μέλη της ομάδας του ναύαρχου Τσέστερ, αλλά δεν απέγινε τίποτε στο τέλος, γιατί οι Βρετανοί έφτασαν πρώτοι στη Μοσούλη. «Μπορείς να φανταστείς πόσο σημαντικό είναι το θέμα του πετρελαίου», έγραφε ο Χόρτον στη μητέρα μου από την Ουάσιγκτον, «αφού οι ειδικοί λένε ότι τα εγχώρια αποθέματα των ΗΠΑ θα αρκέσουν είκοσι μόνον χρόνια και ολόκληρος ο πολιτισμός μας εξαρτάται από αυτό. Ακόμη και τα πολεμικά μας πλοία κινούνται με πετρέλαιο. Είμαι διατεθειμένος να παραδεχθώ ότι το χρειαζόμαστε, αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να είχαμε αποκτήσει το μερίδιό μας με τρόπους λιγότερο εγκληματικούς. Το πετρέλαιο δεν θα καίγεται καλά όταν αναμειχθεί με πολύ αίμα, και όταν μυρίζει έντονα από τον καπνό εκκλησιών και αγίων γραφών που καίγονται...».

Νάνσι Χόρτον


Επιλεγμένα κομμάτια από την εισήγηση της στο Γ' παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού στην Θεσσαλονίκη (Μάιος 1992΄)



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah