Ροστόφ

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Το 1761 στις όχθες του ποταμού Δον μπήκαν τα θεμέλια της κατασκευής ενός κάστρου, στο οποίο δόθηκε το όνομα Άγι­ος Δημήτριος του Ροστόφ. Είκοσι χρόνια αργότερα μέσα στο κάστρο ζούσαν, πε­ρίπου, 1.000  κάτοικοι που ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με το μικρεμπόριο στην περιοχή.
 Προοδευτικά το κάστρο αποτέλεσε το επίκεντρο της ομώνυμης πόλης που διαμορφώθηκε γύρω του. Έλληνες και Άγγλοι αναφέρεται ότι ήταν εκείνοι που πρωταγωνιστούσαν στην αρχική φάση της πρώιμης ανάπτυξης του το­πικού εμπορίου του Ροστόφ. Πράγματι, πολλοί Έλληνες έμποροι που σχημάτι­σαν εμπορικά καταστήματα στην Αζοφική, επέλεξαν καταρχήν το Ροστόφ ως έδρα υποκαταστήματος, αργότερα μάλιστα και ως τόπο εγκατάστασης της κεντρικής επιχείρησης.
Χαρακτηριστι­κά στη δεκαετία του 1820 ο Ζ. Ράλλης, ο Κ. Παππούδωφ, ο Θ. Ροδοκανάκης από την Οδησσό, ο I. Σκαραμαγκάς από το Ταϊγάνιο συνέστησαν υποκαταστήματα στο Ροστόφ. Η παρουσία σημαντικών ελ­ληνικών εμπορικών οίκων αναμφίβολα βοήθησε το Ροστόφ να γνωρίζει αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η απόφαση του πρί­γκιπα Βοροντσόφ, κυβερνήτη του Νοβο­ροσίσκ, να ιδρυθεί τελωνείο στο Ροστόφ το 1836.
 Μέχρι τότε το εξωτερικό εμπόριο της περιοχής πραγματοποιούνταν μέσω του Ταϊγανίου, και όπως ήταν επόμενο το γεγονός αυτό μείωνε τις προοπτικές οι­κονομικής προόδου για το Ροστόφ. Για την ακρίβεια τα εμπορεύματα έφταναν στο Ταϊγάνιο από το Ροστόφ πάνω σε φορτηγίδες. Στο Ταϊγάνιο περνούσαν τις απαραίτητες τελωνειακές διατυπώσεις και στη συνέχεια μεταφέρονταν πάνω στα πλοία για να ταξιδέψουν στις αγορές του εξωτερικού. Στην ουσία, λοιπόν, οι εξαγωγές του Ταϊγανίου περιλάμβαναν και αυτές του Ροστόφ. Όλα τούτα αποτελούσαν αιτίες ενός τεράστιου προβλήμα­τος. 
Το στόμιο του ποταμού Δον, η προ­σπέλαση από το οποίο ήταν προϋπόθεση για κάποιο πλεούμενο στο δρόμο προς το Ροστόφ, ήταν εξαιρετικά αβαθές. Το βά­θος ήταν 2 μέτρα, όταν όμως φυσούσαν ανατολικοί άνεμοι μόλις ξεπερνούσε τους 50 πόντους. Τότε, η ναυσιπλοΐα σταμα­τούσε ολοσχερώς.
Το Ροστόφ όμως είχε το μεγάλο προ­νόμιο να αποτελεί «έξοδο» των σιτοφό­ρων νοτιοανατολικών επαρχιών της τσα­ρικής Ρωσίας. Όλη η τεράστια έκταση που ποτιζόταν από τον Βόλγα και τον Δον ήταν εξαιρετικά πλούσια και εκμεταλλεύσιμη. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και ιδιαίτερα με τη διάνοιξη σιδηροδρομικής σύνδεσης του Ροστόφ με την ενδοχώρα στη δεκαετία του 1870, το λιμάνι στις όχθες του Δον υπερκέρασε κατά πολύ το παλαιό κέντρο του εξωτε­ρικού εμπορίου, το Ταϊγάνιο.
 Ακόμη και αν οι εισαγωγές ξένων εμπορευμάτων εξακολουθούσαν να γίνονται μέσω του Ταϊγανίου, ως πληρέστερου λιμανιού προσέγγισης των ξένων ατμόπλοιων, οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων της νοτιορωσικής ενδοχώρας γίνονταν πλέον μέσω του Ροστόφ. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο μέρη ήταν λιγότερο από 100 χιλιό­μετρα, κάτι που ευνοούσε το Ροστόφ.
Η πόλη είχε 80.οοο κατοίκους στα 1900 και το κλίμα είχε ομοιότητες με του Ταϊγανίου, ήταν πολύ ψυχρό τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Η ταχεία ανάπτυξη του Ροστόφ, σε διαφορετικές, βέβαια, αναλογίες μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη της Οδησσού. Ωραία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, Θέατρο, Χρηματιστήριο και Λέσχη για τις συνα­ναστροφές των μεγαλεμπόρων. Το μεγά­λο πλεονέκτημα ήταν, όπως αναφέρθη­κε, οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες. Το Ροστόφ επικοινωνούσε με τις σημαντι­κότερες πόλεις, την Οδησσό, τη Μόσχα, την Πετρούπολη, αλλά και με την περι­οχή του Καύκασου, λίαν παραγωγική σε αγροτικά προϊόντα.
Στη στροφή προς τον 20ό αιώνα οι Έλληνες στο Ροστόφ προσέγγιζαν τους 500, η πλειοψηφία τους καταγόταν από τα Επτάνησα και κυρίως από την Κεφαλλονιά. Εδώ τα προβλήματα συγκρό­τησης της ομογενειακής κοινωνίας ήταν μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα μέρη της Αζοφικής. Η Κοινότητα άργησε να κά­νει την εμφάνισή της, εκπαιδευτήρια δεν λειτούργησαν μέχρι την επικράτηση των Μπολσεβίκων, ούτε ελληνική εκκλη­σία. Οι αιτίες πρέπει να εντοπιστούν μάλ­λον στην αργοπορημένη ανάπτυξη του Ροστόφ σε σχέση με τα άλλα εμπορικά κέντρα της Νότιας Ρωσίας.
 Οι Έλληνες που βρέθηκαν στον Ροστόφ είχαν κατά βάση προέλθει από το Ταϊγάνιο, οπότε η παρουσία τους στο νέο τόπο μετρού­σε μόλις λίγα χρόνια. Για παράδειγμα, ο Μαρίνος Βαλλιάνος συνέστησε στο Ρο­στόφ τον σπουδαιότερο εμπορικό οίκο. Παράπλευρα ο οίκος του Ιωάννη Σκαραμαγκά, αφού μετακινήθηκε και αυτός στο Ροστόφ. Οι οίκοι του Διαμαντίδη, του Ιωάννη Ο. Σιφναίου, του Διον. Ζίφου και του Π. Συνοδινού ανήκαν επίσης στις μεγαλεμπορικές επιχειρήσεις του Ροστόφ.

Ροστόφ από την αριστερή πλευρά του Δον
Αυτοί είχαν και μεγάλο αριθμό πλοιαρί­ων, που τα απασχολούσαν στις φορτώσεις σιτηρών στα πλοία. Ο Μαρίνος Βαλλιάνος, ο Δημ. Νεγρεπόντης, ο Κων. Μαυροκορδάτος, ο Γεώρ. Σκαραμαγκάς, ο Οράτιος Κούπας, κατείχαν πολυάριθμο στόλο ατμομπάριζων του Ροστόφ για μεταφορτώσεις στον Δον και στα ανοι­χτά του λιμανιού. Ο Γεώργιος Αντύπας, Κεφαλλονίτης επιχειρηματίας, διέθετε  εμπορικό κατάστημα και ατμοκίνητο ζυμωτήριο, ενώ ο Π. Κουρουπός κατεί­χε το μοναδικό εργοστάσιο λεμονάδων της πόλης.
 Παράλληλα με αυτούς τους ελλαδικής προέλευσης ομογενείς στο Ροστόφ εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν εμπορικές δραστηριότητες και Έλληνες του Πόντου. Συναγωνίζονταν, μάλιστα, τους πρώτους σε οικονομική πρόοδο. Φέρ’ ειπείν οι Αδελφοί Ασλανίδη, ήταν ιδιοκτήτες ενός από τα μεγαλύτερα κα­πνεργοστάσια της Ρωσίας.
Ελλείψει Κοινότητας και κτιρίου που να συγκεντρώνει τους αστούς μεγαλέμπορους, οι τελευταίοι σύχναζαν στα μεγάλα καφεστιατόρια, όπως ήταν το «Πετρούπολις» του Ηλία Αποστολόπουλου, το «Οδησσός» του Κων. Μοσχολιόπουλου και το εστιατόριο του Γερμάνη. Τα καφενεία «Κεφαλληνία» του Ανδ. Τζάκη, «Αθήναι» του Γερ. Αυγουστάτου και «Κρήτη» του Γερ. Μουσούρη προ­τιμούσαν για επιτραπέζια παιχνίδια και συζητήσεις οι ομογενείς των χαμηλότε­ρων κοινωνικών στρωμάτων.
 Άλλωστε, οι ιδιοκτήτες τους ήταν από την Κεφαλλονιά, όπως και η πλειονότητα των Ελλήνων κα­τοίκων του Ροστόφ, οπότε υπήρχε ένας επιπλέον λόγος για την προσέλευση στα καφενεία. Η παρουσία των Κεφαλλονιτών ήταν φυσική απόρροια των οικονομικών δραστηριοτήτων της πόλης. Αν οι Χιώτες ήταν οι πιο παινεμένοι στο εμπόριο του 18ου και 19ου αιώνα, οι Κεφαλονίτες ήταν σίγουρα οι πιο ξακουστοί ναυτικοί, με ιδι­αίτερη έφεση στην πλοήγηση των μικρών σκαφών. 
Τόσο στον Δούναβη, όσο και στον Δον και στα παράλια της Αζοφικής, οι Κεφαλλονίτες πιλότοι των φορτηγίδων και των ρυμουλκών είχαν δημιουργήσει σπουδαίο όνομα. Σε κατάλογο του 1900 αναφέρονται ως καπετάνιοι τέτοιων μι­κρών πλοιαρίων (ατμομπάριζες) οι Ανδ. Αντύπας, Γερ. Φωκάς, Γερ. Σβορώνος, Χαρ. Καλλιγάς, Νικ. Μουσούρης, Δημ. Γερασιμάτος.
Στους Κεφαλονίτες της Αζοφικής απαιτείται πραγματικά ιδιαίτερη μνεία, διότι διατήρησαν την ελληνικότητά τους στη μακρινή Ρωσία. Γι’ αυτούς η παρα­μονή σ’ αυτά τα μέρη ήταν ξενιτιά. Γι’ αυτό δεν συνέδεαν την προοπτική του σχηματισμού οικογένειας με επιμειξί­ες με γόνους ρωσικών οικογενειών. Οι μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν, ότι όταν συγκέντρωναν ικανή ποσότητα ει­σοδημάτων ταξίδευαν μέχρι τη γενέτειρα Κεφαλλονιά, προκειμένου να βρουν την κατάλληλη νύφη. 
Παντρεμένοι, πλέον, ξαναγύριζαν στο Ροστόφ, για να φτιά­ξουν το σπιτικό τους. Και πάντα είχαν την πρόνοια να εξασφαλίζουν κάποιο μικρό χρονικό διάστημα από τις δουλειές τους, για να επισκέπτονται την πατρίδα τους, τα μέρη που γεννήθηκαν, τους συγγενείς και φίλους.
Βασιλης Καρδασης

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah