Το πρόβλημα της ανταλλάξιμης περιουσίας (ελληνικής και μουσουλμανικής) αντιμετωπίστηκε στα πλαίσια του διακανονισμού δυο ευρύτερων θεμάτων:
α) της Ανταλλαγής των πληθυσμών και
β) της αποκατάστασης των προσφύγων.
Για το πρώτο ο διακανονισμός αυτός έγινε με τη γνωστή Σύμβαση της Ανταλλαγής της 30ής Ιανουαρίου 1923. Κατά τη Σύμβαση ο ανταλλάξιμος διατηρεί το δικαίωμα κυριότητας στην ακίνητη περιουσία που αφήνει (άρθρο 5), ενώ το κράτος, στο έδαφος του οποίου εγκαταλείπονται τα ακίνητα, αναλαμβάνει την υποχρέωση μόνο της διαχείρισης τους, με στόχο τη χορήγηση ανάλογης (ποσοτικής και ποιοτικής) αποζημίωσης στο δικαιούχο από τη χώρα, όπου εγκαθίσταται (άρθρο 14).
Για το θέμα της αποκατάστασης, προηγήθηκε (Σεπτέμβριος 1923) ένα Διεθνές Πρωτόκολλο μεταξύ Κ.Τ.Ε. και Ελληνικού κράτους για την ίδρυση και το Καταστατικό λειτουργίας του αυτόνομου οργανισμού της ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων). Στη συνέχεια, δρομολογήθηκαν και ψηφίστηκαν τα απαραίτητα νομοθετικά διατάγματα για την υλοποίηση του Πρωτοκόλλου. Ανάμεσά τους και οι Συμφωνίες:
α) Ελληνικού Δημοσίου - ΕΑΠ (30 Ιανουαρίου 1925), ως προς την αποζημίωση των αγροτών προσφύγων,
β) Ελληνικού δημοσίου - Εθνικής Τράπεζας (Μάης 1925) για την αποζημίωση των αστών προσφύγων.
Εδώ μας ενδιαφέρει να σταθούμε μόνο στα παρακάτω σημεία, όπως προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις (Σύμβαση Ανταλλαγής - Πρωτόκολλο ΚΤ.Ε.) και τα συνακόλουθα νομοθετικά διατάγματα:
1) Τα ανταλλάξιμα μουσουλμανικά ακίνητα, στην ολότητά τους, ήταν προορισμένα να διατεθούν μόνο για την αποζημίωση των προσφύγων που ήρθαν από την Τουρκία.
2) Τη διαχείριση και διάθεση των αγροτικών κτημάτων, αλλά και των αστικών σε πόλεις κάτω των 10.000 κατοίκων, ανέλαβε η ΕΑΠ, ενώ των αστικών σε πόλεις μεγαλύτερες, η Ε.Τ.Ε. (Εθνική Τράπεζα Ελλάδας).
Ωστόσο, ένα μέρος μόνο από τα αγροτικά και αστικά μουσουλμανικά ακίνητα παραδόθηκε στους δυο αυτούς οργανισμούς. Τα υπόλοιπα παρέμειναν στη διάθεση του ελληνικού Δημοσίου.
3) Η ανταλλάξιμη μουσουλμανική περιουσία ήταν κατοχυρωμένη με διεθνείς πράξεις και εσωτερικά διατάγματα. Αυτό σήμαινε ότι: α) Ούτε το Πρωτόκολλο Κ.Τ.Ε. - ελληνικού Δημοσίου (Σεπτέμβριος 1923) είχε τη δύναμη να αλλάξει το καθεστώς της Σύμβασης της Ανταλλαγής που κατοχύρωνε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, β) ούτε το ελληνικό Δημόσιο μπορούσε να διαθέτει, να καταλαμβάνει, να απαλλοτριώνει μουσουλμανικά ακίνητα, και γενικά να ενεργεί έξω από τις συμφωνίες του.
4) Τα μουσουλμανικά ακίνητα, αγροτικά και αστικά, που δε διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες, μέσω ΕΑΠ και ΕΤΕ, αλλά παρέμειναν στη διάθεση του Κράτους, περιήλθαν διαδοχικά στους παρακάτω φορείς: α) ως το 1925 το Υπουργείο Γεωργίας, β) 1925-1939 στην ΕΤΕ, γ) 1939 κ.ε.: σε ιδιαίτερη υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (12η Διεύθυνση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), στη λεγάμενη ΥΔΑΜΚ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων).
Στο μεταξύ, αρκετά από αυτά ήταν κατειλημμένα ή νοικιασμένα από γηγενείς, και αρκετά, επίσης, ήταν αδιαπίστωτα. Υπολογίζεται ότι τα μη ρευστοποιημένα ανταλλάξιμα ακίνητα, που διαχειρίζεται σήμερα η παραπάνω υπηρεσία, ανέρχονται σε 25.000, περίπου, και η αξία τους ξεπερνά τα 30.000.000.000 δρχ.
Σε περιφερειακό, όμως, επίπεδο η κεντρική αυτή Υπηρεσία (ΥΔΑΜΚ) έχει στη δικαιοδοσία της ειδικά γραφεία Διαχείρισης της ανταλλάξιμης Περιουσίας, τα γραφεία της ΔΑΠ, που αποτελούν ειδικό τμήμα των αντίστοίχων Οικονομικών Εφορειών. Σε κάθε δηλ. ΔΑΠ είναι κατανεμημένο το ανάλογο υπηρεσιακό περιφερειακό αρχείο, με αποκλειστικό αντικείμενο την ανταλλάξιμη περιουσία των Νομών: Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας, Καβάλας, Καστοριάς, Ημαθίας, Πέλλας, Φλώρινας, Ιωαννίνων, Λάρισας, Σερρών, Δράμας, Λέσβου, Χίου, Χανίων, Ρέθυμνου, Ηρακλείου, Λασηθίου.
Τα αρχεία αυτά αναφέρονται όχι στην περιουσία που διανεμήθηκε σε πρόσφυγες μέσω της ΕΑΠ και της ΕΤΕ, αλλά σε εκείνη που έμεινε στην κυριότητα του κράτους και υπάγεται στην ευθύνη των περιφερειακών υπηρεσιών. Και είναι άγνωστες οι πηγές αυτές με την έννοια ότι δεν απάσχολησαν ποτέ ως τώρα την ιστορική έρευνα. Πρόκειται δηλ. για πηγές αγνοημένες απ’ αυτή την πλευρά, αλλά πολύ γνωστές για τη συνήθη και συχνή υπηρεσιακή τους χρήση. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στα απαραίτητα χειρόγραφα λειτουργικά βιβλία, που αποτελούν ένα μέρος του υπηρεσιακού αρχείου των παραπάνω ΔΑΠ στις Οικονομικές Εφορείες.
Έχουμε, μάλιστα, το ευτύχημα να μπορούμε να βρίσκουμε συγκεντρωμένα σε μια κεντρική υπηρεσία τα αρχεία μιας ευρύτερης περιφέρειας (Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας κ.λ.π.).
Γεννιέται, τώρα, το ερώτημα: Για ποια συγκεκριμένα θέματα μπορούν να αξιοποιηθούν τα στοιχεία που βρίσκομαι στα παραπάνω αρχεία;
Θα σταθούμε μόνο σε ορισμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα.
1) Πρώτα-πρώτα για το άλυτο μέχρι και σήμερα, πρόβλημα, αν το ελληνικό δημόσιο είχε το δικαίωμα, ακόμη και μετά το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του Ιουνίου 1930, να αποκτήσει την πλήρη κυριότητα αυτής περιουσίας και από διαχειριστής να γίνει ιδιοκτήτης της.
2) Για το μεγάλο, επίσης, και ανοιχτό θέμα της σωστής και σύμφωνης με τις διεθνείς συμβάσεις διάθεσης αυτής της περιουσίας για την αποκατάσταση, και μόνο, των αναποκατάστατων προσφύγων. Βέβαια, τα εισπραττόμενα από τη ρευστοποίησή της ποσά εισάγονται στο ειδικό Ταμείο Ανταλλάξιμης Περιουσίας και Αποκατάστασης Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ), αλλά το ύψος των σχετικών εκμισθώσεων και εκποιήσεων ήταν, και είναι, δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με την αξία των ακινήτων. Αφήνουμε που αρκετά από τα ανταλλάξιμα (ιδίως οικόπεδα) παραχωρήθηκαν με απλό συμβολικό ποσό, ή και χαρίστηκαν, σε κοινωνικούς φορείς, δήμους, κοινότητες, δημόσιες υπηρεσίες.
3) Ένα τρίτο θέμα είναι απόρροια του δεύτερου: Πρόκειται για τον κοινωνικό ρόλο της ανταλλάξιμης περιουσίας από το 1925 ως σήμερα: Άσκηση κοινωνικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις, αποκατάσταση ακτημόνων, αποκατάσταση προσφύγων που ήρθαν αργότερα (1939 κ.ε.), χορήγηση υποτροφιών, εκτέλεση παραγωγικών έργων. Όλα αυτά με τα μέσα του παρέχει η ανταλλάξιμη περιουσία.
4) Πέρα από τα παραπάνω, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ανταλλάξιμη περιουσία μπορούν να αποτελέσουν πηγή για οικονομική και κοινωνιολογική μελέτη μιας περιορισμένης ή ευρύτερης περιόδου, πριν και μετά τη Σύμβαση της Ανταλλαγής του 1923.
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής ΑΠΘ (Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας)
α) της Ανταλλαγής των πληθυσμών και
β) της αποκατάστασης των προσφύγων.
Για το πρώτο ο διακανονισμός αυτός έγινε με τη γνωστή Σύμβαση της Ανταλλαγής της 30ής Ιανουαρίου 1923. Κατά τη Σύμβαση ο ανταλλάξιμος διατηρεί το δικαίωμα κυριότητας στην ακίνητη περιουσία που αφήνει (άρθρο 5), ενώ το κράτος, στο έδαφος του οποίου εγκαταλείπονται τα ακίνητα, αναλαμβάνει την υποχρέωση μόνο της διαχείρισης τους, με στόχο τη χορήγηση ανάλογης (ποσοτικής και ποιοτικής) αποζημίωσης στο δικαιούχο από τη χώρα, όπου εγκαθίσταται (άρθρο 14).
Για το θέμα της αποκατάστασης, προηγήθηκε (Σεπτέμβριος 1923) ένα Διεθνές Πρωτόκολλο μεταξύ Κ.Τ.Ε. και Ελληνικού κράτους για την ίδρυση και το Καταστατικό λειτουργίας του αυτόνομου οργανισμού της ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων). Στη συνέχεια, δρομολογήθηκαν και ψηφίστηκαν τα απαραίτητα νομοθετικά διατάγματα για την υλοποίηση του Πρωτοκόλλου. Ανάμεσά τους και οι Συμφωνίες:
α) Ελληνικού Δημοσίου - ΕΑΠ (30 Ιανουαρίου 1925), ως προς την αποζημίωση των αγροτών προσφύγων,
β) Ελληνικού δημοσίου - Εθνικής Τράπεζας (Μάης 1925) για την αποζημίωση των αστών προσφύγων.
Εδώ μας ενδιαφέρει να σταθούμε μόνο στα παρακάτω σημεία, όπως προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις (Σύμβαση Ανταλλαγής - Πρωτόκολλο ΚΤ.Ε.) και τα συνακόλουθα νομοθετικά διατάγματα:
1) Τα ανταλλάξιμα μουσουλμανικά ακίνητα, στην ολότητά τους, ήταν προορισμένα να διατεθούν μόνο για την αποζημίωση των προσφύγων που ήρθαν από την Τουρκία.
2) Τη διαχείριση και διάθεση των αγροτικών κτημάτων, αλλά και των αστικών σε πόλεις κάτω των 10.000 κατοίκων, ανέλαβε η ΕΑΠ, ενώ των αστικών σε πόλεις μεγαλύτερες, η Ε.Τ.Ε. (Εθνική Τράπεζα Ελλάδας).
Ωστόσο, ένα μέρος μόνο από τα αγροτικά και αστικά μουσουλμανικά ακίνητα παραδόθηκε στους δυο αυτούς οργανισμούς. Τα υπόλοιπα παρέμειναν στη διάθεση του ελληνικού Δημοσίου.
3) Η ανταλλάξιμη μουσουλμανική περιουσία ήταν κατοχυρωμένη με διεθνείς πράξεις και εσωτερικά διατάγματα. Αυτό σήμαινε ότι: α) Ούτε το Πρωτόκολλο Κ.Τ.Ε. - ελληνικού Δημοσίου (Σεπτέμβριος 1923) είχε τη δύναμη να αλλάξει το καθεστώς της Σύμβασης της Ανταλλαγής που κατοχύρωνε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, β) ούτε το ελληνικό Δημόσιο μπορούσε να διαθέτει, να καταλαμβάνει, να απαλλοτριώνει μουσουλμανικά ακίνητα, και γενικά να ενεργεί έξω από τις συμφωνίες του.
4) Τα μουσουλμανικά ακίνητα, αγροτικά και αστικά, που δε διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες, μέσω ΕΑΠ και ΕΤΕ, αλλά παρέμειναν στη διάθεση του Κράτους, περιήλθαν διαδοχικά στους παρακάτω φορείς: α) ως το 1925 το Υπουργείο Γεωργίας, β) 1925-1939 στην ΕΤΕ, γ) 1939 κ.ε.: σε ιδιαίτερη υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (12η Διεύθυνση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), στη λεγάμενη ΥΔΑΜΚ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων).
Στο μεταξύ, αρκετά από αυτά ήταν κατειλημμένα ή νοικιασμένα από γηγενείς, και αρκετά, επίσης, ήταν αδιαπίστωτα. Υπολογίζεται ότι τα μη ρευστοποιημένα ανταλλάξιμα ακίνητα, που διαχειρίζεται σήμερα η παραπάνω υπηρεσία, ανέρχονται σε 25.000, περίπου, και η αξία τους ξεπερνά τα 30.000.000.000 δρχ.
Σε περιφερειακό, όμως, επίπεδο η κεντρική αυτή Υπηρεσία (ΥΔΑΜΚ) έχει στη δικαιοδοσία της ειδικά γραφεία Διαχείρισης της ανταλλάξιμης Περιουσίας, τα γραφεία της ΔΑΠ, που αποτελούν ειδικό τμήμα των αντίστοίχων Οικονομικών Εφορειών. Σε κάθε δηλ. ΔΑΠ είναι κατανεμημένο το ανάλογο υπηρεσιακό περιφερειακό αρχείο, με αποκλειστικό αντικείμενο την ανταλλάξιμη περιουσία των Νομών: Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας, Καβάλας, Καστοριάς, Ημαθίας, Πέλλας, Φλώρινας, Ιωαννίνων, Λάρισας, Σερρών, Δράμας, Λέσβου, Χίου, Χανίων, Ρέθυμνου, Ηρακλείου, Λασηθίου.
Τα αρχεία αυτά αναφέρονται όχι στην περιουσία που διανεμήθηκε σε πρόσφυγες μέσω της ΕΑΠ και της ΕΤΕ, αλλά σε εκείνη που έμεινε στην κυριότητα του κράτους και υπάγεται στην ευθύνη των περιφερειακών υπηρεσιών. Και είναι άγνωστες οι πηγές αυτές με την έννοια ότι δεν απάσχολησαν ποτέ ως τώρα την ιστορική έρευνα. Πρόκειται δηλ. για πηγές αγνοημένες απ’ αυτή την πλευρά, αλλά πολύ γνωστές για τη συνήθη και συχνή υπηρεσιακή τους χρήση. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στα απαραίτητα χειρόγραφα λειτουργικά βιβλία, που αποτελούν ένα μέρος του υπηρεσιακού αρχείου των παραπάνω ΔΑΠ στις Οικονομικές Εφορείες.
Έχουμε, μάλιστα, το ευτύχημα να μπορούμε να βρίσκουμε συγκεντρωμένα σε μια κεντρική υπηρεσία τα αρχεία μιας ευρύτερης περιφέρειας (Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας κ.λ.π.).
Γεννιέται, τώρα, το ερώτημα: Για ποια συγκεκριμένα θέματα μπορούν να αξιοποιηθούν τα στοιχεία που βρίσκομαι στα παραπάνω αρχεία;
Θα σταθούμε μόνο σε ορισμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα.
1) Πρώτα-πρώτα για το άλυτο μέχρι και σήμερα, πρόβλημα, αν το ελληνικό δημόσιο είχε το δικαίωμα, ακόμη και μετά το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του Ιουνίου 1930, να αποκτήσει την πλήρη κυριότητα αυτής περιουσίας και από διαχειριστής να γίνει ιδιοκτήτης της.
2) Για το μεγάλο, επίσης, και ανοιχτό θέμα της σωστής και σύμφωνης με τις διεθνείς συμβάσεις διάθεσης αυτής της περιουσίας για την αποκατάσταση, και μόνο, των αναποκατάστατων προσφύγων. Βέβαια, τα εισπραττόμενα από τη ρευστοποίησή της ποσά εισάγονται στο ειδικό Ταμείο Ανταλλάξιμης Περιουσίας και Αποκατάστασης Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ), αλλά το ύψος των σχετικών εκμισθώσεων και εκποιήσεων ήταν, και είναι, δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με την αξία των ακινήτων. Αφήνουμε που αρκετά από τα ανταλλάξιμα (ιδίως οικόπεδα) παραχωρήθηκαν με απλό συμβολικό ποσό, ή και χαρίστηκαν, σε κοινωνικούς φορείς, δήμους, κοινότητες, δημόσιες υπηρεσίες.
4) Πέρα από τα παραπάνω, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ανταλλάξιμη περιουσία μπορούν να αποτελέσουν πηγή για οικονομική και κοινωνιολογική μελέτη μιας περιορισμένης ή ευρύτερης περιόδου, πριν και μετά τη Σύμβαση της Ανταλλαγής του 1923.
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής ΑΠΘ (Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου