Μάχες του Βασίλ αγά με τις εχθρικές τουρκικές δυνάμεις.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Τη μάχη της Τάβλας περιγράφει με γλαφυρότητα ο Κουτσογιαννόπουλος. Συναντά τον καπετάνιο Αιμίλιο Καδήογλου με τα 60 περίπου παλικάρια του. Βρίσκεται παρών ο ίδιος στις συνάξεις των οπλαρχηγών όλης της περιφέρειας Σεβάστειας - Αμισού, παίρνει μέρος στις ατέλειωτες πορείες τους. Εκεί συναντά και την αμαζόνα των βουνών, τη γυναίκα του Βασίλ αγά Αναστασία, αρματωμένη και άριστη σκοπεύτρια. Παντού συναντά τον ενθουσιασμό των ελληνικών πληθυσμών, που θέλουν να πυκνώσουν τις τάξεις των ανταρτικών σωμάτων.
 Και στις 13 Οκτωβρίου, ώρα 8 το πρωί, ακούγεται το σύνθημα του Βασίλ αγά. Αφοπλίζουν τους χωροφύλακες της Τάβλας, ενώ σε λίγο φτάνουν τα τουρκικά αποσπάσματα. Γίνεται σφοδρή σύγκρουση μέχρι τις 5 το απόγευμα, η οποία παίρνει τέλος με 12 νεκρούς Τούρκους και 6 τραυματίες. Μεταξύ τους και ο λιμενάρχης της Φάτσας. Απώλειες του Βασίλ αγά: 10 παλικάρια, νεκροί. Αδιάκοπες είναι οι μάχες που δίνει ο Βασίλ αγάς με τους Τούρκους. Οι Ρώσοι τον εφοδιάζουν με 380 γιαπωνέζικα ντουφέκια και πολεμικό υλικό. Αποφασίζεται να πάει στο εξωτερικό για τον εξοπλισμό 600 εθελοντών. Στο μεταξύ από τον Τσαρσαμπά μέχρι την Πάφρα τα ελληνικά χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες από τους Τούρκους.
Το Μάρτιο του 1917, βρίσκουμε το Βασίλ αγά, με ένα σώμα 600 εθελοντών από βουνό σε βουνό να μάχεται για τον ελληνισμό και την πατρίδα του. Πραγματικά προκαλεί δέος και θαυμασμό το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Ανθόπουλου Βασιλείου ή Βασίλ αγά, όπως μας το παραδίδει ο Κουτσογιαννόπουλος, με τον τίτλο “Ανάμεσα στους αντάρτες του Πόντου”. Να η περιγραφή:
Βασίλ  Αγάς

“Ο Βασίλειος Ανθόπουλος ή Βασίλ αγάς”
Αυτόν το χρόνο ο Βασίλειος Ανθόπουλος αρχίζει τη δράση του στα βουνά του Πόντου. Τον Ιούλιο του 1915 όπως και αλλού λέχθηκε, κατορθώνει να απελευθερώσει ένα Ρώσο στρατηγό από το στρατόπεδο των αιχμαλώτων της Σεβαστείας και να τον μεταφέρει κρυφά με moteur στη Ρωσία. Εκεί επιτυχαίνει από την ανωτέρα διεύθυνση κατασκοπείας Τραπεζούντας τη χορήγηση πυρομαχικών, με την εντολή να οργανώσει ανταρτικά σώματα στον Πόντο, να παρακολουθεί τις κινήσεις του τουρκικού στρατού, να περισυλλέγει πληροφορίες σχετικές με τη στρατιωτική κατάσταση των Τούρκων και να τις διαβιβάζει στο ρωσικά επιτελείο.
 Ο Βασίλ αγάς γεννήθηκε στο χωριό Κιζίκ του Πόντου και γι’ αυτό τον φώναζαν Βασίλ αγά Επεσλή. Ο ίδιος ο    Βασίλ   αγάς διηγείται:
“Αφού μου ανετέθη εκ μέρους της ανωτέρας διευθύνσεως κατασκοπείας Τραπεζούντας η εντολή να σχηματίσω ανταρτικά σώματα στον Πόντο, πίσω από το μέτωπο του πολέμου, με σκοπό να προκαλέσω ταραχές μέσα στο τουρκικό κράτος, ρωσικό αντιτορπιλικό με αποβιβάζει στη θέση Τεβρέντι, κοντά στην Αμισό, στις 3 Ιουλίου 1916. Είχα μαζί μου δυο συντρόφους, 12 ιαπωνικά τουφέκια και δυο κιβώτια φυσίγγια.
Στη θέση Τεβρέντι, έμεινα 18 μέρες, μαζεύοντας διάφορες ειδήσεις σχετικές με τη στρατιωτική κατάσταση της Τουρκίας. Στις 20 Ιουλίου μας παραλαβαίνει από την ίδια θέση ρωσικό αντιτορπιλικό και μας μεταφέρει στην Τραπεζούντα. Την επόμενη παρουσιάζομαι στη διεύθυνση κατασκοπείας και παραδίδω την αναφορά μου. Μου δίνεται αφορμή και μαθαίνω πως το ρωσικό επιτελείον έχει σκοπό να καταλάβει όλα τα παράλια του Πόντου. Επίσης, ο διευθυντής της κατασκοπείας με γνωρίζει ότι η υπηρεσία μου ως οδηγού του ρωσικού στόλου κατά την κατάληψη των παραλίων του Πόντου θα είναι ανεκτίμητη. Για δεύτερη λοιπόν φορά ρωσικό αντιτορπιλικό με αποβιβάζει στην ίδια θέση Τεβρέντι. Είχα μαζί μου 18 συντρόφους, 50 ιαπωνέζικα τουφέκια, 18 κιβώτια φυσίγγια και δυο κιβώτια χειροβομβίδες. Τα μεσάνυχτα που αποβιβαζόμασταν, γενήκαμε αντιληπτοί απ’ το πλησιέστερο τουρκικό φυλάκιο το οποίο άνοιξε καταπάνω μας πυρ. Άρχισε μάχη που βάσταξε ως το βράδυ της άλλης μέρας. Τον αξιωματικό που ήταν επικεφαλής των Τούρκων με το πρώτο βόλι τον σκότωσα1.
Τη νύχτα με όλα μας τα πολεμοφόδια φθάσαμε στο χωριό Τζαμ Αλάν. Εκεί συνεννοήθηκα με τους οπλαρχηγούς Στυλ. Κοσμίδην και Δημ. Χαραλαμπίδην για την υπηρεσία που αναλάβαμε. Από κει με 18 συντρόφους ξεκίνησα για τη Σεβάστεια.
Σε διάφορα μέρη από Αμισού μέχρι Σεβαστείας οργάνωσα κατασκοπεία και έτσι κατόρθωσα να παίρνω τις αναγκαίες ειδήσεις και να συγκεντρώσω διάφορες πληροφορίες σχετικές με την τοποθεσία των τουρκικών δυνάμεων.
Ύστερα από πορεία τριών ημερών φθάσαμε στο χωριό Παχτζέ - Αρμούτ. Εκεί συναντήσαμε ένα λόχο τουρκικού στρατού, που άρχισε αμέσως την καταδίωξή μας. Τρεις ώρες πολεμούσαμε. Στο τέλος τους ετρέψαμεν εις φυγήν. Εξακολουθήσαμε το δρόμο μας για τη Σεβάστεια, μα κατά κακή τύχη στα μέρη Νιξάρ, Τοκάτ και Ρεσαδιέ συναντήσαμε και πάλι τακτικό τουρκικό στρατό που είχε εντολή να καταδιώκει και να εξοντώνει τα διάφορα ανταρτικά σώματα. Κοντά στο χωριό Γενιδζέ πιασθήκαμε σε πόλεμο με τακτικό στρατό. Πέντε ώρες πολεμούσαμε. Πάνω στη μάχη σκοτώσαμε 50 Τούρκους και πήραμε αρκετά πολεμοφόδια. Η νίκη αυτή μου έδωκε πολύτιμες πληροφορίες για την ελεεινή κατάσταση των Τούρκων, τις οποίες μυστικά διαβίβασα στο ρωσικό στρατό.
Τέλος με 25 αντάρτες έφθασα στη Σεβάστεια. Στην περιφέρεια αυτή έμεινα είκοσι τέσσερις μέρες, κατά το διάστημα το οποίον κατάγραψα δέκα χιλιάδες εθελοντάς, οι οποίοι ανάλαβαν την υποχρέωση να είναι έτοιμοι στο πρώτο σάλπισμα της γενικής επανάστασης.
Ύστερα με 75 αντάρτες γύρισα στην περιφέρεια της Αμισού. Έφθασα στο Άγι - τεπέ στις 25 Σεπτεμβρίου και έμαθα με μεγάλη μου έκπληξη πως ο ρωσικός στρατός ούτε κατάλαβε μα ούτε επρόκειται να καταλάβει τα μέρη από Αμισού μέχρι Σεβαστείας.
Έβλεπα καθαρά πως το έργο μου ναυαγούσε και ότι μοιραίως θα καταστρέφονταν ο χριστιανικός πληθυσμός του Πόντου.
Γι’ αυτό αποφάσισα ο ίδιος να πάω στην Τραπεζούντα για δυο λόγους: Πρώτον, να κάμω την έκθεσή μου στην ανωτέρα διεύθυνση κατασκοπείας και δεύτερον, να υποδείξω την ανάγκη της καταλήψεως των περιοχών Αμισού - Σεβαστείας, ο πληθυσμός των οποίων ήταν έτοιμος να επαναστατήσει στο πρώτο εγερτήριον σάλπισμα.
Μ’ αυτό το σκοπό ξεκίνησα με 85 άνδρες, δέκα από τους οποίους ήταν άοπλοι... Περάσαμε βουνά, χαράδρες, ποτάμια, διασχίσαμε δάση και παλεύοντας εναντίον απείρων δυσκολιών, φθάσαμε στις 13 Οκτωβρίου 1916 κοντά στην παραλία της Τάβλας”.

 Το πάρσιμο της Τάβλας και η λεηλασία της. Συνέπειες.
Την άλλη μέρα το πρωί (Πέμπτη 13 Οκτωβρίου) ξεκινάμε, περνάμε άλλα τουρκικά χωριά και φθάνουμε στις 8 π.μ. έξω απ’ την τουρκική Τάβλα. Ήμασταν όλοι πάνω στο λόφο και θαυμάζουμε από κει τις διάφορες ομορφιές της. Ο σκοπός μας ήταν τώρα να μπούμε στην Τάβλα, ν’ αρπάξουμε τα καράβια που ήταν στο γιαλό και μαζί μ’ αυτά να φθάσουμε στην Τραπεζούντα. Στο σημείο αυτό δίνουμε το λόγο στον Κουτσογιαννόπουλο που μας λέει:
Ο Βασίλ αγάς χωρίζει το ανταρτικό σώμα. Για κάθε ενδεχόμενο σχηματίζει πλαγιοφυλακή και οπισθοφυλακή κι αυτός με τα εκλεκτά παλικάρια του κατεβαίνει το λόφο, μπαίνει στην Τάβλα και προσκαλεί όλους τους κατοίκους να παραδοθούν. Κι ο Βασίλ αγάς συνεχίζει:
“Η εμφάνισίς μας στην τουρκική Τάβλα εσκόρπισε τον πανικό και τη σύγχυση ανάμεσα στους Τούρκους κατοίκους τόσο πολύ ώστε όλοι, γέροι με τρεμάμενα πόδια, χανούμισσες με ξέπλεγα μαλλιά, παιδιά ξυπόλυτα.... έτρεχαν με φωνές και με κλάματα φωνάζοντας Αλλάχ, Αλλάχ τεσλίμ, τεσλίμ .
Στο γιαλό, στις βάρκες μέσα, βλέπαμε το τρομαγμένο εκείνο ανθρωπομάζωμα να σηκώνει απελπιστικά τα χέρια του στον ουρανό και να ζητάει τη βοήθεια του Αλλάχ! Κατεβήκαμε όλοι στην παραλία.... Τα ξεφωνητά των γυναικόπαιδων και τα παρακάλια των γέρων δεν παύουν”. 
Και η διήγηση για τη μάχη της Τάβλας εναλλάσσεται και γίνεται πότε από το συγγραφέα Κουτσογιαννόπουλο και πότε από τον Βασίλ αγά. Κι εδώ πρέπει να τονιστεί ακόμα μια φορά πως ο συγγραφέας ήταν και ο ίδιος μέλος του ανταρτικού σώματος του Βασίλ αγά.
Ο Βασίλ αγάς λοιπόν διατάσσει να ριχτούν στη θάλασσα τα καράβια που ήταν στην αμμουδιά.
"Κατορθώσαμε να ρίξουμε ένα καράβι φορτωμένο με φουντούκια, μπήκαμε μέσα 30 αντάρτες μ’ έναν Τούρκο αιχμάλωτο, ανεβάσαμε το πανί και τραβηχτήκαμε στη θάλασσα περιμένοντας τους άλλους. Οι αντάρτες όμως που έμειναν στην Τάβλα, αντί να ρίξουν τα δύο άλλα καράβια που ήταν στην αμμουδιά, άρχισαν τη λεηλασία της Τάβλας.
Λεηλατούσαν και λεηλατούσαν. Έτσι βρέθηκαν σκορπισμένοι μέσα στο χωριό".
Τοκάτη (Tokat)

Η μάχη της Τάβλας.
Εκεί που ο Βασίλ αγάς προσπαθούσε να συγκεντρώσει τους σκορπισμένους αντάρτες του, άξαφνα τα τουρκικά αποσπάσματα που μας κυνηγούσαν από το Γιαϊλατζούκ, από τη Φάτσα και από το Γενή - παζάρ, παίρνουν το λόφο που ήμασταν εμείς λίγη ώρα πριν και αρχίζουν καταπάνω μας πυρ. Τα τουρκικά βόλια έπεφταν πάνω μας σα βροχή. Απαντούσαμε και μεις. Ο Βασίλ αγάς σα δέχθηκε από το λόφο τα πυρά των Τούρκων, πρόκαμε και ωχυρώθηκε στα σπίτια του χωριού. Μα σαν είδε πως τον χτυπούσαν κι από την Τάβλα μέσα, δε χάνει καιρό κι αρχίζει γερό τουφεκίδι καταπάνω τους, αφού πρώτα τουφέκισε εφτά Τούρκους χωροφύλακες που είχε πιάσει λίγη ώρα πριν αρχίσει η μάχη.
Από τα υψώματα του λόφου τα τουρκικά αποσπάσματα τον στενοχωρούσαν πολύ. Συγκεντρώνει γύρω του όλους τους αντάρτες και πολεμάει σα λιοντάρι.
Βλέπει πως οι Τούρκοι του ετοιμάζουν κλοιό και προσπαθεί απεγνωσμένα να τους ξεφύγει. Καταλαβαίνει πως μονάχα μια επίθεση εναντίον των Τούρκων θα τον βοηθούσε να γλιτώσει. Και τότε καλεί όλα του τα παλικάρια να τον ακολουθήσουν.
Με πενήντα πέντε αντάρτες επιτίθεται, ανοίγει ρήγμα στον τουρκικό κλοιό και κατορθώνει να διαφύγει τη βέβαιη κύκλωση του. Στις πέντε το απόγευμα έπαυσε η μάχη.
Απ’ τους Τούρκους σκοτώθηκαν είκοσι . Στον τόπο της μάχης αφήσαμε δέκα νεκρούς, τα δέκα πέντε άλογα που είχαμε, καθώς και αρκετά πολεμοφόδια.
Ύστερα από τη μάχη και σαν έπεσε το σκοτάδι, ο Βασίλ αγάς απομακρύνθηκε... Μα την άλλη μέρα πάλι τα τουρκικά αποσπάσματα τον περικύκλωσαν . Τριάντα τέσσερις αντάρτες δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν το Βασίλ αγά κι έτσι έμειναν στα γύρω εκεί υψώματα... Μια δυνατή βροχή της επομένης νύχτας τους βοήθησε να γλυτώσουν και να φύγουν μακριά.
Συνεχίζοντας το ημερολόγιό του ο ίδιος ο Βασίλ αγάς μας λέει:
 “Φθάσαμε στις 13 Οκτωβρίου 1916 κοντά στην παραλία της Τάβλας, όπου σκοπεύαμε να επιτεθούμε στα ιστιοφόρα της παραλίας και μαζί με αυτά να συνεχίσουμε το δρόμο μας για την Τραπεζούντα.
Τη στιγμή που μερικοί από μας ώρμησαν πάνω στα ιστιοφόρα και άρπαξαν ένα απ’ αυτά έτοιμοι για να ανοιχθούν στο πέλαγος, έρχεται τουρκικός στρατός, μας περικυκλώνει και αρχίζει μια τρομερή μάχη μεταξύ μας που βάσταξε ως το βράδυ.... Από μας σκοτώθηκαν δέκα... Τη νύχτα φύγαμε στα βουνά. Μα την άλλη μέρα πάλι είμαστε περικυκλωμένοι. Εκείνο τον καιρό στην Ορδού ζούσε ο άλλοτε Νομάρχης Τραπεζούντας Τζεμάλ Ασμή. Σαν έμαθε τη μάχη της Τάβλας, διάταξε όλα τα παραθαλάσσια φυλάκια του τουρκικού στρατού και όλη τη χωροφυλακή να έρθουν καταπάνω μας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πόλεμος. Πολεμούσαμε με ολόκληρα τάγματα τουρκικού στρατού κι όμως κατορθώσαμε να φύγουμε. Ύστερα από τον πόλεμο αυτόν, άλλοι από του συντρόφους μας χωρίσθηκαν για να πάμε πίσω στην Αμισό, άλλοι στη Σεβάστεια κι άλλοι πάλι στο Επέch.... Έμεινα εγώ, η γυναίκα μου Αναστασία και εννέα σύντροφοι και αφού περιπλανηθήκαμε στα βουνά επί δέκα μέρες, φθάσαμε κοντά στην παραλία της Ορδούς. Εκεί βρήκαμε μια βάρκα που μας μετέφερε στην Τραπεζούντα”. 
Μονάχα τρεις αντάρτες έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων. Οι τριάντα ένας αντάρτες που έμειναν ύστερα από αφάνταστες κακουχίες πιάσθηκαν σε μάχη με τουρκικά αποσπάσματα στη θέση Κόρε - κούζ. Και άλλοι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν, άλλοι αναγκάσθηκαν να τραβήξουν για τα χωριά της Αμισού και άλλοι για το Επέch. Ταυτόχρονα κι οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιφερείας υπόφερναν από τους Τούρκους χωροφύλακες. Το ελληνικό Ελέσκιοϊ της Φάτσας το κατάστρεψαν πέρα ως πέρα. 
Την τραγική του τύχη την ακολούθησαν και άλλα δύσμοιρα ελληνικά χωριά.

Αχιλλέας Στ. Ανθεμίδης
Διδάκτορα Νομικής σχολής Πανεπιστημίου Gottingen











1 Η κηδεία του Τούρκου αυτού αξιωματικού έγινε στην Αμισό. Την κηδεία παρακολούθησε και ο ίδιος ο συγγραφέας Κουτσογιαννόπουλος.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah