Στην Τραπεζούντα επικρατούσε κάποια σχετική ησυχία και αυτή
οφειλόταν κατά πρώτο λόγο στη διπλωματική και πολιτική δραστηριότητα, την οποία
ασκούσε κατά τα ζοφερά αυτά χρόνια ο Μητροπολίτης Χρύσανθος με το επιτελείο
του, αποτελούμενο από την εκλεκτή κοινωνία των Ελλήνων της Τραπεζούντας.
Όλοι
αυτοί, Μητροπολίτης, καθηγητές, επιστήμονες, μεγαλέμποροι κλπ. διατηρούσαν
φιλικές σχέσεις με τις ανώτερες τουρκικές προσωπικότητες της Τραπεζούντας και
ο ίδιος ο Χρύσανθος συνδεόταν με τον αρχηγό της 3ης οθωμανικής στρατιάς, τον
ελληνομαθή στρατηγό Βεχήτ πασά και έτσι κατόρθωναν να προλαμβάνουν πολλά δεινά
από την όξυνση της κατάστασης και να απαλύνουν κάπως το φανατισμό και το
εκδικητικό μίσος των Τούρκων κατά των χριστιανών της περιφέρειας αυτής.
Χρύσανθος |
Ακόμα συνετέλεσε και η χρονική διάρκεια της ρωσικής κατοχής
στην Τραπεζούντα που συντόμεψε το χρόνο για πολλές καταδιώξεις των Ρωμιών από
τους Τούρκους και ακόμα η εξυπηρέτηση που έκανε ο Χρύσανθος στο οθωμανικό στοιχείο, για το οποίο όταν ήρθαν οι Ρώσοι, και συσσίτια έστησε και έτρεφε τους Τούρκους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Τραπεζούντα, αλλά παράλληλα απέτρεψε και τις αντεκδικητικές προσπάθειες των Αρμενίων, αλλά και Ελλήνων κατά των τουρκικών πληθυσμών.
Γι’ αυτά τα καλά που έκαμε ο Χρύσανθος αδιάκριτα στους Τούρκους, ο Βεχήτ πασάς του εξέφρασε σε μία επιστολή του την ευγνωμοσύνη του και μεταξύ των άλλων του έγραφε:.... Σεβασμιότατε, ομολογώ και θαυμάζω το έργον σας της όλης πατρικής και προσφόρου μερίμνης και προστασίας της Υμετέρας Σεβασμιότητος απέναντι του οθωμανικού στοιχείου......
Αλλά κατά δεύτερο λόγο στο νομό Τραπεζούντας οι Έλληνες αντάρτες της Γαλίαινας των οποίων η ομάδα συγκροτήθηκε το 1918, δηλ. μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και ιδίως από τότε που από τα φανατικά τουρκοχώρια Τσουκανόη, Γεμουρά, Κατρούλ κ.ά., φάνηκαν οι πρώτες συμμορίες τσετέδων που σε συνεργασία με χωροφύλακες (τσανταρμάδες) άρχισαν ληστρικές επιδρομές και φόνους στα χριστιανικά χωριά της Γαλίαινας Λειβάδια, Τσουκανόη, Βάλαινα, Κοτύλια, Αρμενού, Σεϊτανάντων, Μισαηλάντων, Κουταλά, Τσαγκάρ, Γουργεντή, Δερμιτσάντων, Δήρχα Τραπεζούντας, οι Έλληνες αντάρτες έδειχναν πάντοτε συντηρητική στάση ως προς τις αντεκδικήσεις κατά των Τούρκων της περιοχής. Ήταν με άλλα λόγια μετριόφρων και λογισμένη η συμπεριφορά τους που ομολογουμένα αποδείχθηκε ωφέλιμη για το χριστιανισμό και ελληνισμό της Γαλίαινας και Ματσούκας κατά τις χαλεπές εκείνες μέρες του κλυδωνισμού του ποντιακού ελληνισμού.
Ακόμα οι Γαλιανίτες αντάρτες κατόρθωσαν να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις και με αστυνομικά όργανα του τόπου, όπως και αλλού λέχθηκε και μάλιστα με το μοίραρχο διοικητή Μάτσκας Μουστά Εφέντη, κρυπτοχριστιανό Τούρκο, καταγωγής από την Κρήτη και αντικεμαλικό, που διευκόλυνε πολύ στη δημιουργία της αντάρτικης ομάδας της Γαλίαινας. Η έδρα του ήταν η κωμόπολη Τσεβισλούκ (Λεπτοκαρυά) και είχε στη δικαιοδοσία του και χριστιανούς χωροφύλακες, όπως τον Χαράλαμπο Γεωργιάδη (Τορλακίδη) τον Απόστολο Ξυλοπετσίδη από τα Λειβάδια, τους Ηλία Κιαγχίδη και Ιωάννη Μωυσιάδη από την Τσουπκανόη, στους οποίους ο Μουστά Εφέντης, ο οποίος γνώριζε άπταιστα και την ελληνική γλώσσα είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και μ’ αυτούς πολλές φορές εφοδίαζε τους Έλληνες αντάρτες της Γαλίαινας με φυσίγγια και άλλα εφόδια, καθώς και με πληροφορίες που τους ενδιέφεραν άμεσα, για να μπορέσουν να δράσουν καλύτερα κατά των διαφόρων Σουλεϊμάν Κάλφα από το χωριό Τσουκανόη και των Χεμτή και Χαβούζ εφέντηδων, τους οποίους και ήθελε να εξοντωθούν. Με διαταγή του ιδίου του Μοιράρχου συνελήφθησαν όλοι αυτοί οι Τούρκοι αγάδες (Εϊμζατέδες) και κλείστηκαν στη φυλακή ως κοινά κακοποιό στοιχεία. Και σ’ αυτόν το μεγάλο άνδρα οφείλεται κατά πολύ το ότι δεν υπέφεραν πολύ τα χωριά της Γαλίαινας στην αρχή των διωγμών.
Όμως τη γενική σφαγή και τη γενική εξορία τη διέφυγαν οι Έλληνες των 18 ελληνικών χωριών της Γαλίαινας χάρη σε μία δωροδοκία προς το στρατηγό Αλή Γαλίμπεη, Αλβανό στην καταγωγή και φοβερό μισέλληνα, με το σπουδαίο χρηματικό ποσό των 3.000 χρυσών λιρών και μάλιστα με πρόταση του Προεστού Ιωάννου Δοξοπούλου και του ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα Γρηγορίου Παντελίδη. Το ποσό αυτό μεταφέρθηκε μυστικά από Τραπεζούντα στα Λιβερά από τον έμπιστο Παναγιώτη Τσεπίδη από τα Λειβάδια και με διαμεσολάβηση του αξιωματικού Αλή Ριζάμπεη, παραδόθηκε στο στρατηγό Αλή Γαλίμπεη. Το ανωτέρω χρηματικό ποσό που δόθηκε για την εξαγορά της συνειδήσεως του στρατηγού, προερχόταν από το ταμείο της Μονής και από συλλογή εράνων των ευποροτέρων τάξεων των χωριών και μερικών πατριωτών Τραπεζουνταίων.
Ο στρατηγός Αλή Γαλίμπεης που είχε ως αρχική έδρα του τη Ριζούντα και διοικούσε ολόκληρη την οχυρωματική ακτίνα των ανατολικών παραλίων του Πόντου, που υπάγονταν στην 3η οθωμανική στρατιά του Βεχήτ πασά, υποσχέθηκε τότε αφού ικανοποιήθηκε, να μετατρέψει την απειλή της γενικής εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού των περιοχών Τραπεζούντας σε μερική “λευκή σφαγή”, δηλαδή την εξορία στα βάθη της Τουρκίας των ηλικίας 15-60 χρόνων αρρένων μόνον και επέτρεψε την άρση της καραντίνας στα σπίτια και τη σπορά των αγρών από οικογένειες που δεν είχαν αντάρτες ή φυγάδες στα βουνά και τα δάση. Βέβαια και άλλες πράξεις των ανταρτών συνετέλεσαν στην αποφυγή εγκληματικών ενεργειών από τα στίφη των ατάκτων.
Όταν ο Ιωάννης Κιαγχίδης και οι λοιποί συναρχηγοί του πληροφορήθηκαν ότι ο φοβερός και αιμοβόρος σφαγέας του ελληνισμού Τοπάλ Οσμάν έφθασε και στην Τραπεζούντα με σκοπό να κατασφάξει και τους Έλληνες της Τραπεζούντας, Γαλίαινας και Μάτσκας και να λεηλατήσει τις περιουσίες τους, αμέσως συνεννοήθηκαν με τον Μουστά Εφέντη, το Βασήμπεην, τον Ιωάννη Δοξόπουλο, καθώς και μερικούς αγάδες της περιοχής, οι οποίοι διέκειντο φιλικά προς τους Ρωμιούς και κατέλαβαν όλες τις διαβάσεις και επίκαιρα σημεία ούτως ώστε αν ο Τοπάλ Οσμάν ξεκινούσε από την Τραπεζούντα για τα ελληνικά χωριά Γαλίαινας - Μάτσκας για την εφαρμογή το σατανικού και φρικαλέου σχεδίου του, θα συναντούσε την άμεσο και αποφασιστική δράση τους, αλλά ταυτόχρονα και αντίποινα σε βάρος των τουρκικών πληθυσμών της περιοχής.
Ακόμα δε με επιστολή τους, την οποία απέστειλαν με τον μυστικό τους σύνδεσμο νεαρό τότε Νικόλαο Τρανουλίδη στην Τραπεζούντα, την οποία και έριξε στο ταχυδρομείο, ειδοποιούσαν τον Βαλή (Νομάρχη) οι Καπεταναίοι φανερά πλέον, ότι αν ο Τοπάλ Οσμάν δε φύγει εντός τριών ημερών από την Τραπεζούντα, αυτοί θα επιτεθούν και θα καταστρέψουν τα εχθρικά προς αυτούς τουρκικά χωριά, με κάθε είδους αντίποινα. Με αυτές τις ενέργειες και την παράλληλη επέμβαση διανοουμένων και προσωπικοτήτων Τούρκων της Τραπεζούντας, ο Τοπάλ Οσμάν το θηριοδέστατο αυτό τέρας που γέννησε η ανατολή, εκδιώχτηκε απειλητικά από την Τραπεζούντα.
Με αυτούς λοιπόν τους τρόπους και τη λελογισμένη πολιτική, καθώς και την άγρυπνη παρακολούθηση της κατάστασης στις χαλεπές εκείνες μέρες, διασώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού των περιοχών της Τραπεζούντας, όσος δηλ. δεν εξορίστηκε προηγουμένως.
Αχιλλέας Στεφάνου Ανθεμίδης
Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen
Γι’ αυτά τα καλά που έκαμε ο Χρύσανθος αδιάκριτα στους Τούρκους, ο Βεχήτ πασάς του εξέφρασε σε μία επιστολή του την ευγνωμοσύνη του και μεταξύ των άλλων του έγραφε:.... Σεβασμιότατε, ομολογώ και θαυμάζω το έργον σας της όλης πατρικής και προσφόρου μερίμνης και προστασίας της Υμετέρας Σεβασμιότητος απέναντι του οθωμανικού στοιχείου......
Αλλά κατά δεύτερο λόγο στο νομό Τραπεζούντας οι Έλληνες αντάρτες της Γαλίαινας των οποίων η ομάδα συγκροτήθηκε το 1918, δηλ. μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και ιδίως από τότε που από τα φανατικά τουρκοχώρια Τσουκανόη, Γεμουρά, Κατρούλ κ.ά., φάνηκαν οι πρώτες συμμορίες τσετέδων που σε συνεργασία με χωροφύλακες (τσανταρμάδες) άρχισαν ληστρικές επιδρομές και φόνους στα χριστιανικά χωριά της Γαλίαινας Λειβάδια, Τσουκανόη, Βάλαινα, Κοτύλια, Αρμενού, Σεϊτανάντων, Μισαηλάντων, Κουταλά, Τσαγκάρ, Γουργεντή, Δερμιτσάντων, Δήρχα Τραπεζούντας, οι Έλληνες αντάρτες έδειχναν πάντοτε συντηρητική στάση ως προς τις αντεκδικήσεις κατά των Τούρκων της περιοχής. Ήταν με άλλα λόγια μετριόφρων και λογισμένη η συμπεριφορά τους που ομολογουμένα αποδείχθηκε ωφέλιμη για το χριστιανισμό και ελληνισμό της Γαλίαινας και Ματσούκας κατά τις χαλεπές εκείνες μέρες του κλυδωνισμού του ποντιακού ελληνισμού.
Ακόμα οι Γαλιανίτες αντάρτες κατόρθωσαν να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις και με αστυνομικά όργανα του τόπου, όπως και αλλού λέχθηκε και μάλιστα με το μοίραρχο διοικητή Μάτσκας Μουστά Εφέντη, κρυπτοχριστιανό Τούρκο, καταγωγής από την Κρήτη και αντικεμαλικό, που διευκόλυνε πολύ στη δημιουργία της αντάρτικης ομάδας της Γαλίαινας. Η έδρα του ήταν η κωμόπολη Τσεβισλούκ (Λεπτοκαρυά) και είχε στη δικαιοδοσία του και χριστιανούς χωροφύλακες, όπως τον Χαράλαμπο Γεωργιάδη (Τορλακίδη) τον Απόστολο Ξυλοπετσίδη από τα Λειβάδια, τους Ηλία Κιαγχίδη και Ιωάννη Μωυσιάδη από την Τσουπκανόη, στους οποίους ο Μουστά Εφέντης, ο οποίος γνώριζε άπταιστα και την ελληνική γλώσσα είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και μ’ αυτούς πολλές φορές εφοδίαζε τους Έλληνες αντάρτες της Γαλίαινας με φυσίγγια και άλλα εφόδια, καθώς και με πληροφορίες που τους ενδιέφεραν άμεσα, για να μπορέσουν να δράσουν καλύτερα κατά των διαφόρων Σουλεϊμάν Κάλφα από το χωριό Τσουκανόη και των Χεμτή και Χαβούζ εφέντηδων, τους οποίους και ήθελε να εξοντωθούν. Με διαταγή του ιδίου του Μοιράρχου συνελήφθησαν όλοι αυτοί οι Τούρκοι αγάδες (Εϊμζατέδες) και κλείστηκαν στη φυλακή ως κοινά κακοποιό στοιχεία. Και σ’ αυτόν το μεγάλο άνδρα οφείλεται κατά πολύ το ότι δεν υπέφεραν πολύ τα χωριά της Γαλίαινας στην αρχή των διωγμών.
Όμως τη γενική σφαγή και τη γενική εξορία τη διέφυγαν οι Έλληνες των 18 ελληνικών χωριών της Γαλίαινας χάρη σε μία δωροδοκία προς το στρατηγό Αλή Γαλίμπεη, Αλβανό στην καταγωγή και φοβερό μισέλληνα, με το σπουδαίο χρηματικό ποσό των 3.000 χρυσών λιρών και μάλιστα με πρόταση του Προεστού Ιωάννου Δοξοπούλου και του ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα Γρηγορίου Παντελίδη. Το ποσό αυτό μεταφέρθηκε μυστικά από Τραπεζούντα στα Λιβερά από τον έμπιστο Παναγιώτη Τσεπίδη από τα Λειβάδια και με διαμεσολάβηση του αξιωματικού Αλή Ριζάμπεη, παραδόθηκε στο στρατηγό Αλή Γαλίμπεη. Το ανωτέρω χρηματικό ποσό που δόθηκε για την εξαγορά της συνειδήσεως του στρατηγού, προερχόταν από το ταμείο της Μονής και από συλλογή εράνων των ευποροτέρων τάξεων των χωριών και μερικών πατριωτών Τραπεζουνταίων.
Ο στρατηγός Αλή Γαλίμπεης που είχε ως αρχική έδρα του τη Ριζούντα και διοικούσε ολόκληρη την οχυρωματική ακτίνα των ανατολικών παραλίων του Πόντου, που υπάγονταν στην 3η οθωμανική στρατιά του Βεχήτ πασά, υποσχέθηκε τότε αφού ικανοποιήθηκε, να μετατρέψει την απειλή της γενικής εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού των περιοχών Τραπεζούντας σε μερική “λευκή σφαγή”, δηλαδή την εξορία στα βάθη της Τουρκίας των ηλικίας 15-60 χρόνων αρρένων μόνον και επέτρεψε την άρση της καραντίνας στα σπίτια και τη σπορά των αγρών από οικογένειες που δεν είχαν αντάρτες ή φυγάδες στα βουνά και τα δάση. Βέβαια και άλλες πράξεις των ανταρτών συνετέλεσαν στην αποφυγή εγκληματικών ενεργειών από τα στίφη των ατάκτων.
Όταν ο Ιωάννης Κιαγχίδης και οι λοιποί συναρχηγοί του πληροφορήθηκαν ότι ο φοβερός και αιμοβόρος σφαγέας του ελληνισμού Τοπάλ Οσμάν έφθασε και στην Τραπεζούντα με σκοπό να κατασφάξει και τους Έλληνες της Τραπεζούντας, Γαλίαινας και Μάτσκας και να λεηλατήσει τις περιουσίες τους, αμέσως συνεννοήθηκαν με τον Μουστά Εφέντη, το Βασήμπεην, τον Ιωάννη Δοξόπουλο, καθώς και μερικούς αγάδες της περιοχής, οι οποίοι διέκειντο φιλικά προς τους Ρωμιούς και κατέλαβαν όλες τις διαβάσεις και επίκαιρα σημεία ούτως ώστε αν ο Τοπάλ Οσμάν ξεκινούσε από την Τραπεζούντα για τα ελληνικά χωριά Γαλίαινας - Μάτσκας για την εφαρμογή το σατανικού και φρικαλέου σχεδίου του, θα συναντούσε την άμεσο και αποφασιστική δράση τους, αλλά ταυτόχρονα και αντίποινα σε βάρος των τουρκικών πληθυσμών της περιοχής.
Ακόμα δε με επιστολή τους, την οποία απέστειλαν με τον μυστικό τους σύνδεσμο νεαρό τότε Νικόλαο Τρανουλίδη στην Τραπεζούντα, την οποία και έριξε στο ταχυδρομείο, ειδοποιούσαν τον Βαλή (Νομάρχη) οι Καπεταναίοι φανερά πλέον, ότι αν ο Τοπάλ Οσμάν δε φύγει εντός τριών ημερών από την Τραπεζούντα, αυτοί θα επιτεθούν και θα καταστρέψουν τα εχθρικά προς αυτούς τουρκικά χωριά, με κάθε είδους αντίποινα. Με αυτές τις ενέργειες και την παράλληλη επέμβαση διανοουμένων και προσωπικοτήτων Τούρκων της Τραπεζούντας, ο Τοπάλ Οσμάν το θηριοδέστατο αυτό τέρας που γέννησε η ανατολή, εκδιώχτηκε απειλητικά από την Τραπεζούντα.
Με αυτούς λοιπόν τους τρόπους και τη λελογισμένη πολιτική, καθώς και την άγρυπνη παρακολούθηση της κατάστασης στις χαλεπές εκείνες μέρες, διασώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού των περιοχών της Τραπεζούντας, όσος δηλ. δεν εξορίστηκε προηγουμένως.
Αχιλλέας Στεφάνου Ανθεμίδης
Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου