Σανταίοι Στιχοπλόκοι

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Κατά τον Θεοδόσιο Χειμωνίδη πρώτος συνθέτης στίχων ήταν ο Θεόδωρος Μασμανίδης , του οποίου είδε ένα τετράδιο γεμάτο δίστιχα , αλλά τα δίστιχα του έμειναν άγνωστα στους άλλους , ένα μόνο διέσωσε ο Θ. Χειμωνίδης που αναφέρετε στην αυτοκτονία του:
Δέβα κ' εσύ με τοι πολλούς , χωρίς να παίρ' τσ' ο χάρον,
αν θα κλαίγνε σε κάποιοι θα χαίρετ' ο Σπαθάρον.
Σάντα του Πόντου 

Τη Χρυσής ο Γιωρίκας
Μετά το 1900 παρουσιάζεται τη Χρυσής ο Γιωρίκας ή τη Γοργόρ τη Κώτα· ήταν όχι μόνο συνθέτης, αλλά και καλλίφωνος τραβωδιάνος και έγινε πιο γνωστός, περισσότερο ίσως για το δεύτερο προτέρημα του.
Νέος δεν έδειχνε το ταλέντο του. Αρραβωνιάστηκε από έρωτα με κάποια Ειρήνη, και πήγε στην ξενιτιά. Εργάστηκε ένα δυο χρόνια, αλλά δεν έβγαλε τίποτε. Οι συγγενείς της Ειρήνης, για να την μεταπείσουν να παρατήσει τον Γιωρίκαν, διέδωσαν ότι ο Γιωρίκας τρελλάθηκε· ύστερα από αυτό η Ειρήνη παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
 Από τη στιγμή εκείνη ο Γιωρίκας άρχισε να τραγουδά τον πόνο του, τη μοίρα του, επειδή  ήταν και καλλίφωνος, γρήγορα τα τραγούδια του εξαπλώθηκαν και μακριά. Ο Λαμπριανός Τσιρίδης λέει γι' αυτόν ότι, μια φορά δούλευαν μαζί σ’ ένα λατομείο· ήρθαν να περάσουν από κοντά τους αρκετά κορίτσια για να κάμουν από το κοντινό δάσος τσουχαβέλια (σκούπες από χαμόκλαδα). Ο Γιωρίκας μόλις είδε τα κορίτσια, είπε στους συντεχνίτες του: Παιδάντ, ας ευτάγω εκείνα τα κορίτσια κι απιδιαβαίννε τη δουλείαν άτουν και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να τραγουδά.  
Τα κορίτσια έκατσαν και ο Γιωρίκας συνέχισε τα τραγούδια, ωσότου κουράστηκε και σταμάτησε. Τα κορίτσια περίμεναν λίγο και σηκώθηκαν να φύγουν- τη στιγμή εκείνη ο Γιωρίκας ξανάρχισε, και τα κορίτσια ξανακάθησαν, έτσι βράδιασε και γύρισαν στα σπίτια τους δίχως σκούπες. 
Να και μερικά από τα τραγούδια του:

Εμέν Γιωρίκα λέγνε με και τη γοργό τη Κώστα, 
εμέν παλαλόν είχε με η γειτονία πρώτα.
Ποίος μάνα ’τον π’ έντριζεν ατό τ’ εμόν τ’ αρνόπον
 ζευγάρια μαχαίρια να   ’μπαίν’ σ’ εκεινές το καρδόπον.
Ειρήνη, τη μάνα 'σ για πε εμέν μη καταράται, 
μη λέει να ρουζ σην θάλασσαν και να πατεύ και χάται.
Επαίρνες άτον κ’ εκείς κα ση Καλαντάρ τα νύχτας 
Μηάρ ’κ έξερες ντο θα έρται τη Χρυσής ο Γιωρίκας.
Ειρήνη φόρ κι ανάλλαξον όπως εποίννες πρώτα, 
εσύ τη χώραν μη τερείς την καρδία 'σ ορώτα.
Σεβτάν έχω σο καρδάπο 'μ ποδεδίζω σας φίλοι
 για δότε με υπομονήν αϊθια λαγκεύ' τ' αχούλι 'μ.



Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκπαιδευτικός
Ιστορικός και Λαογράφος της Σαντάς του Πόντου
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah