Μετ’ oλίγα όμως έτη κατελήφθη τo χωρίον των υπό Τούρκων και τότε κατέφυγον εις το χωρίον Τζαμούρια (πιθανόν τό χωρίον Άργιλλα) όπου εγκατεστάθησαν.
ΙΙαραβάλλοντες νυν τας δύο ταύτας παραδόσεις προς αλλήλας και προς την πληροφορίαν της ανωτέρω αναφερθείσης σημειώσεως, ευκόλως εννοούμεν ότι αμφότεραι είναι συμπλήρωμα η μία της ετέρας και αποτελούσι μέρος της παραφθαρείσης αρχικής παραδόσεως καθ’ ην εκ του Τάσκιοπρι ήλθον άποικοι εις Μιντσινά, όθεν τα μεν δύο τρίτα αυτών μετοίκησαν εις Άργιλλαν, οι δε λοιποί κατήλθον εις Σάντα και κατώκησαν εν τη ενορία Πιστοφάντων.
Το μόνον όπερ δεν δυνάμεθα σαφώς να αποδείξωμεν είναι αν τω όντι το εν Τάσκιοπρι χωρίον ωνομάζετο Άλμη. Εάν όμως κατά την σημείωσιν δεχθώμεν τούτο, ευκόλως δυνάμεθα να εξηγήσωμεν την περί του ζητήματος απορίαν ημών, υποθέτοντες ότι οι κάτοικοι αυτής κατελθόντες εις Σάντα, έδωκαν εις την ενορίαν Θοδωράντων, όπου κατώκησαν, το όνομα της πατρίδος των, όπερ όμως επείσακτον ον και εν στενοτάτω κύκλω, ίσως δε μόνον μεταξύ αυτών, περιορισθέν, δεν ηδυνήθη να κατισχύση του κυρίου της ενορίας ονόματος και δια τούτο εξέλιπε μετά μικρόν και εξηφανίσθη εντελώς από της μνήμης των κατοίκων, χωρίς ουδεμία παράδοσις να αναφέρη περί αυτού πλην της χειρογράφου εκείνης σημειώσεως.
Παρήλθον έκτοτε διακόσια περίπου έτη, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο η μεν Σάντα πνευματικώς εξηρτάτο εκ της μητροπόλεως Χαλδείας, η δε Άλμη εξηκολούθει να αναγράφηται εν τοις σιγιλλίοις της Μονής ως έκπαλαι ανήκουσα εις αυτήν, και μόλις τω 1845 επί Πατριάρχου Γερμανού εσημειώθη ότι αύτη είναι η μετά ταύτα κληθείσα Σάντα. Τότε όμως ουδείς εκ των κατοίκων εγνώριζεν ότι υπήρχε ποτε εν τη χώρα το όνομα Άλμη, πολλώ δε μάλλον οι μοναχοί οι υπαγορεύσαντες την αναγραφήν της εν λόγω επεξηγήσεως, επομένως δεν είναι ορθόν να νομίσωμεν ότι εντεύθεν προέκυψεν η παρεννόησις. Αλλ’ ούτε η εν Τάσκιοπρι Άλμη είναι η εν τοις σιγιλλίοις αναφερομένη, διότι εκείνη μεν, μόνη εξ όλων των άλλων χαρακτηρίζεται αρχαίον χωρίον, αύτη δε συνεστήθη υπό φυγάδων μόλις περί το 1600 και εξέλιπεν ευθύς μετ' ολίγα έτη, απόδειξις δε τούτου είναι ότι καίτοι η θέσις του χωρίου ήτο πεδινή ουδέν ίχνος αυτού διεσώθη πλην μόνων των ερειπίων ενός μύλου.
ΙΙαραβάλλοντες νυν τας δύο ταύτας παραδόσεις προς αλλήλας και προς την πληροφορίαν της ανωτέρω αναφερθείσης σημειώσεως, ευκόλως εννοούμεν ότι αμφότεραι είναι συμπλήρωμα η μία της ετέρας και αποτελούσι μέρος της παραφθαρείσης αρχικής παραδόσεως καθ’ ην εκ του Τάσκιοπρι ήλθον άποικοι εις Μιντσινά, όθεν τα μεν δύο τρίτα αυτών μετοίκησαν εις Άργιλλαν, οι δε λοιποί κατήλθον εις Σάντα και κατώκησαν εν τη ενορία Πιστοφάντων.
Είσοδος Πιστοφάντων |
Το μόνον όπερ δεν δυνάμεθα σαφώς να αποδείξωμεν είναι αν τω όντι το εν Τάσκιοπρι χωρίον ωνομάζετο Άλμη. Εάν όμως κατά την σημείωσιν δεχθώμεν τούτο, ευκόλως δυνάμεθα να εξηγήσωμεν την περί του ζητήματος απορίαν ημών, υποθέτοντες ότι οι κάτοικοι αυτής κατελθόντες εις Σάντα, έδωκαν εις την ενορίαν Θοδωράντων, όπου κατώκησαν, το όνομα της πατρίδος των, όπερ όμως επείσακτον ον και εν στενοτάτω κύκλω, ίσως δε μόνον μεταξύ αυτών, περιορισθέν, δεν ηδυνήθη να κατισχύση του κυρίου της ενορίας ονόματος και δια τούτο εξέλιπε μετά μικρόν και εξηφανίσθη εντελώς από της μνήμης των κατοίκων, χωρίς ουδεμία παράδοσις να αναφέρη περί αυτού πλην της χειρογράφου εκείνης σημειώσεως.
Παρήλθον έκτοτε διακόσια περίπου έτη, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο η μεν Σάντα πνευματικώς εξηρτάτο εκ της μητροπόλεως Χαλδείας, η δε Άλμη εξηκολούθει να αναγράφηται εν τοις σιγιλλίοις της Μονής ως έκπαλαι ανήκουσα εις αυτήν, και μόλις τω 1845 επί Πατριάρχου Γερμανού εσημειώθη ότι αύτη είναι η μετά ταύτα κληθείσα Σάντα. Τότε όμως ουδείς εκ των κατοίκων εγνώριζεν ότι υπήρχε ποτε εν τη χώρα το όνομα Άλμη, πολλώ δε μάλλον οι μοναχοί οι υπαγορεύσαντες την αναγραφήν της εν λόγω επεξηγήσεως, επομένως δεν είναι ορθόν να νομίσωμεν ότι εντεύθεν προέκυψεν η παρεννόησις. Αλλ’ ούτε η εν Τάσκιοπρι Άλμη είναι η εν τοις σιγιλλίοις αναφερομένη, διότι εκείνη μεν, μόνη εξ όλων των άλλων χαρακτηρίζεται αρχαίον χωρίον, αύτη δε συνεστήθη υπό φυγάδων μόλις περί το 1600 και εξέλιπεν ευθύς μετ' ολίγα έτη, απόδειξις δε τούτου είναι ότι καίτοι η θέσις του χωρίου ήτο πεδινή ουδέν ίχνος αυτού διεσώθη πλην μόνων των ερειπίων ενός μύλου.
Ημείς φρονούμεν ότι η Άλμη έκειτο εν τη περιφερεία του Όφεως και υπήγετο μετά των εν τη αύτη περιφερεία κειμένων χωρίων Φιλέση, Τσαλί ποτάμι και Αρπαλού εις την δικαιοδοσίαν της ιεράς Μονής Σουμελά μέχρι των αρχών του ιζ' αίώνος, ότε οι κάτοικοι αυτής πιεζόμενοι υπό των περιοικούντων Οθωμανών μετώκησαν πανέστιοι, και άλλοι μεν ήλθον εις Τάσκιοπρι, άλλοι δε κατέφυγον εις την επαρχίαν Χαλδείας, ονομάσαντες τα συστηθέντα χωρία αυτών και οι μεν και οι δε δια του ονόματος της πρώτης αυτών πατρίδος Άλμη1.
Καίτοι όμως η Άλμη εξισλαμίσθη, δεν έπαυσεν εν τούτοις αναγραφόμενη και εν τοις μετέπειτα σιγιλλίοις, διότι οι πατέρες της Μονής δεν εφρόντισαν να πληροφορήσωσι περί τούτου την Μ. Εκκλησίαν.
Ότε δε ένα και ήμισυ περίπου αιώνα μετά ταύτα εγένετο υπό του αρχιεπισκόπου Χαλδείας Διονυσίου του Σουμελιώτου η παραχώρησις της Σάντας εις την Μονήν, η μεν Εκκλησία μηδεμίαν και τούτου γνώσιν λαβούσα, εξηκολούθει εν τη αγνοία αυτής να επικυρώνη εκάστοτε τα επί της Αλμης δικαιώματα της Μονής, Άλμης μη υπαρχούσης, οι δε πατέρες, λησμονήσαντες πλέον ένεκα του χρόνου την Άλμην και αντ' αυτής έχοντες εις τον κατάλογον των χωρίων την Σάντα εκαρπούντο ταύτην εν ονόματι εκείνης μέχρι του 1845, ότε ως εκ της σημασίας και της σπουδαιότητος αυτής εκρίθη αναγκαίον ν’ αναγράφηται εν τοις σιγιλλίοις το όνομα αυτής και να διαγραφή το της Αλμης και τότε οι πατέρες, μάλλον εξ αγνοίας παρά εκ προθέσεως ν' απατήσωσι την Μ. Εκκλησίαν, προς αποφυγήν εξηγήσεων, παρέστησαν εις αυτήν ότι η Άλμη καλείται σήμερον Σάντα, διο και προσετέθη εν τω σιγιλλίω η ρηθείσα επεξήγησις, η αγαγούσα εις φως όλον τούτο το ζήτημα.
Περί του δ' ζητήματος, δηλ. περί του ποια είναι η μητρόπολις της Σάντας, ομοίως διάφοροι υφίστανται γνώμαι, διότι άλλοι μεν παραδέχονται ότι oι οικισταί είναι εκ Πλατάνων, άλλοι λέγουσιν ότι είναι εκ Τόνγιας, άλλοι εκ Σινώπης διελθόντες δια των Πλατάνων (Ιστορ. Μονής Σουμελά σελ. 209) και άλλοι φρονούσιν ότι κατάγονται εκ Βώνας, κείμενης πλησίον του Ιερού Ακρωτηρίου.
Κατ’ άλλους δε ο οικιστής κατήγετο από Ίσχον, πολίχνην της κάτω Ιταλίας, όθεν μετηνάστευσεν εις Κωνσταντινούπολιν, εκείθεν δε ολίγον προ της αλώσεως μετώκησεν εις Πλάτανα χάριν των εκεί μεταλλείων του σιδήρου και άλλοι άλλως παραδέχονται. Κατά την κοινήν παράδοσιν οι οικισταί κατάγονται εκ Πλατάνων «Ιπτί κατέμ Σάντανην νεσλησί Πλάταναλη ιτί», κατά δε την χειρόγραφον σημείωσιν κατήγοντο εκ Πλατάνων από το χωρίον Δίβρανον2 το οποίον με 72 άλλα χωρία εξηρτάτο απ’ αυτών πολιτικώς. Την πληροφορίαν ταύτην παραδεχόμεθα ημείς ως αληθή, θεωρούντες αυτήν εντελώς σύμφωνον προς την παράδοσιν, εν τη οποία παρελείφθη μόνον η λεπτομέρεια του χωρίου η οποία άλλως τε εν τοιαύταις περιστάσιν ουδόλως ένδιαφέρει3.
Υπολείπεται νυν να εξετάσωμεν ποιον είναι το έτος της αποικίσεως της Σάντας. Περί τούτου η παράδοσις ουδεμίαν πληροφορίαν διέσωσε, τα δε που και που απαντώμενα άσημα χειρόγραφα τας πρώτας πράξεις των οικιστών, καίτοι και ταύτας εσφαλμένως, αναγράφοντα, ουδεμίαν περι του έτους της αποικίσεως μνείαν ποιούσιν. Η μόνη πηγή εξ ης θα εδυνάμεθα μάλλον ή ήττον ασφαλώς να πορισθώμεν την αλήθειαν είναι το πρώτον τοις κατοίκοις χορηγηθέν αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, αφού όμως τούτο μεθ’ όλας τας ερεύνας ημών δεν κατωρθώθη ν’ ανακαλυφθή, η χρονολογία της αποικίσεως της Σάντας παραμένει σκοτεινή και ασαφής και θέλει διατελέσει τοιαύτη μέχρις ου ίδη το φως το τις οίδεν εν τίνι ιδιωτικώ οίκω παραγνωριζόμενον και ευρωτιών πολύτιμον τούτο δια την ιστορίαν ημών έγγραφον.
Εν τη χειρογράφω σημειώσει ημών αναφέρεται ότι η αποίκισις της Σάντας συνέβη 80 έτη μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος, ήτοι τω 1541, ταύτην δε την χρονολογίαν παρεδέχθη και ο Σάββας Ιωαννίδης (Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντας).Ότι όμως αύτη είναι εσφαλμένη, περί τούτου ουδεμία αμφιβολία υφίσταται, διότι έχομεν έγγραφα δι’ ών αποδεικνύεται ότι πολύ προ του 1541 η χώρα ήτο κατωκημένη. Εν τοις αρχείοις της ενορίας Πιστοφάντων σώζεται χοτζέτιον εκδοθέν τω 937 εγείρας εν ώ αναφέρεται ότι τω 902 το παρχάριον Κοβλακά επωλήθη υπό των Σανταίων εις τον Γιαγλά Πέσ όγλουν. Το έτος 902 αντιστοιχεί προς το χριστιανικόν 1494, ώστε μεταξύ τούτου και του 1461, έτους της αλώσεως της Τραπεζούντος, κείται το έτος της αποικίσεως της Σάντας.
Αν δε λάβωμεν υπ’ όψιν ότι οι Σανταίοι απέκτησαν το δικαίωμα της κατοχής του Κοβλακά δια χοτζετίου εκδοθέντος κατά την παράδοσιν 10 ή 15 έτη μετά την αποίκισιν και ότι διετήρησαν το δικαίωμα τούτο επί τινα τουλάχιστον έτη, περιορίζομεν το έτος της αποικίσεως εντός των 15 το πολύ μετά την άλωσιν της Τραπεζούντας ετών. Επειδή δε η άλωσις των ΙΙλατάνων συνέβη κατά την παράδοσιν επτά έτη μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος, τότε δε υπετάγη και όλη η περίχωρος, ότε έλαβον χώραν μετοικίσεις εις διάφορα μέρη του Πόντου, δικαιούμεθα να εικάσωμεν ότι τότε συνέβη και η καταστροφή του χωρίου Δίβρανον ες ού ορμώνται οι οικισταί, και επομένως να υποθέσωμεν ότι η μεν φυγή αυτών συνέβη εν έτος μετά ταύτα ήτοι 8 ετη μετά την άλωσιν, η δε αποίκισις της Σάντας συνέβη εν ή δύο έτη μετά ταύτα (4) .
Πλάτανα Τραπεζούντας |
Αν δε λάβωμεν υπ’ όψιν ότι οι Σανταίοι απέκτησαν το δικαίωμα της κατοχής του Κοβλακά δια χοτζετίου εκδοθέντος κατά την παράδοσιν 10 ή 15 έτη μετά την αποίκισιν και ότι διετήρησαν το δικαίωμα τούτο επί τινα τουλάχιστον έτη, περιορίζομεν το έτος της αποικίσεως εντός των 15 το πολύ μετά την άλωσιν της Τραπεζούντας ετών. Επειδή δε η άλωσις των ΙΙλατάνων συνέβη κατά την παράδοσιν επτά έτη μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος, τότε δε υπετάγη και όλη η περίχωρος, ότε έλαβον χώραν μετοικίσεις εις διάφορα μέρη του Πόντου, δικαιούμεθα να εικάσωμεν ότι τότε συνέβη και η καταστροφή του χωρίου Δίβρανον ες ού ορμώνται οι οικισταί, και επομένως να υποθέσωμεν ότι η μεν φυγή αυτών συνέβη εν έτος μετά ταύτα ήτοι 8 ετη μετά την άλωσιν, η δε αποίκισις της Σάντας συνέβη εν ή δύο έτη μετά ταύτα (4) .
Δια της υποθέσεως ταύτης παρέχεται και μια εξήγησις της ανακρίβειας της σημειώσεως, η οποία κατά την γνώμην ημών προήλθεν εκ της απροσεξίας του αντιγραφέως του αρχικού χειρογράφου, διότι η σημείωσις αύτη ήτο γεγραμμένη επί φύλλου τινός, βραδύτερον δε τούτου φθαρέντος, μοναχός τις της Μονής Χουτουρά διέσωσεν αντιγράψας αυτήν εις το εξώφυλλον βιβλίου Βατραχομυομαχίας επί μεμβράνης αλλ’ είτε εκ της παραφθοράς του φύλλου δεν ηδυνήθη καλώς να διακρίνη τον αριθμόν, είτε διότι συνέπεσε μετά το ψηφίον 8 να υπάρχη και το γράμμα «Ο» όπερ εξελήφθη ύπ’ αυτού αντί 0, οπωσδήποτε το 8 εξελήφθη αντί 80 και ούτω προέκυψεν η εσφαλμένη αύτη πληροφορία η οποία εις πολλούς μέχρι σήμερον προεκάλεσε σύγχυσιν.
Ταύτα ενομίσαμεν αναγκαίον περί των ζητημάτων τούτων να σημειώσωμεν, φρονούμεν δε ότι αν μη καθ' ολοκληρίαν διηυκρινήσαμεν αυτά, τουλάχιστον επιρρίπτομεν φως αρκετόν ώστε μετά πλείονος ευχερείας και ασφαλείας εν τω μέλλοντι να μελετηθώσι και να διευκρινηθώσι.
Φίλιππος Παπα Απ. Χειμωνίδης
Α' Ιστοριογράφος της Σαντας
1)Την τύχην της μιας είδομεν ανωτέρω. Η ετέρα κείται εις την επικράτειαν του ποταμού Δέραινας, προ τινων δε ετών ηρημώθη εντελώς των κατοίκων αυτής μεταναστευσάντων εις Ρωσσίαν, συνωκίσθη δε έπειτα υπό των πέριξ κατοίκων.
2) Σήμερον το χωρίον τούτο κατοικείται το πλείστον από αγάδων, κείται δε μεταξύ Μεσσαρέας και Κανλικά.
3) Και ημείς, καίτοι Σανταίοι, δεν λέγομεν ότι είμεθα από την Τραπεζούντα; εν Τουρκία δέ όντες δεν λέγομεν πολλάκις ότι είμεθα Τορουλλήδες; Τοιουτοτρόπως και οι οικισταί έλεγον ότι ήσαν από τα Πλάτανα διότι τό όνομα τούτο ήτο γνωστόν, ενώ το χωρίον Δίβρανον ίσως ουδείς εγνώριζε που κείται. Τινές εδίστασαν να παραδεχθώσι την εκ Πλατάνων καταγωγήν των οικιστών επί τω λόγω ότι δεν διεσώθη περί αυτού καμμία παράδοσις ούτε έν Πλατάνοις, ούτε εν τοις πέριξ.
Ήκουσα δε παρ' αξιοπίστων προσώπων ότι Σανταίος τις, ασχολούμενος και ούτος εις την ιστορίαν της Σάντας προ πολλών ετών, κατέτριβε τον χρόνον του υπό άλλων εις ανακρίσεις τους Πλατανίτας και τους χωρικούς, προσπαθών να εξιχνιάση εκ των ασυναρτήτων παραμυθίων των παράδοσιν βεβαιούσαν ότι εκ των μερών εκείνων συνέβη, η αποίκισις της Σάντας, μη ευρών δε τοιαύτην εξέφηνε γνώμην ότι η κοινώς εν Σάντα παραδεδεγμένη παράδοσις περί της εκ Πλατάνων καταγωγής των οικιστών είναι μύθος. Έπρεπεν όμως να λάβη υπ’ όψιν ούτος, ότι κατά την εποχήν εκείνην της αναστατώσεως ότε αι μετοικίσεις εγίνοντο αθρόαι καθ' εκάστην, και αδελφός απεχωρίζετο αδελφού και πατήρ τέκνων, έκαστος δε περί τής σωτηρίας αυτού και μόνον εφρόντιζεν, ενώ περί των άλλων ουκ έμελλεν αυτώ, το να γνωρίση ο μεν που απήλθεν ο δε ήτο μονονουχί επουσιώδες, αλλά και εντελώς ακατόρθωτον. Αλλά και τούτου δοθέντος ότι δηλ. ήτο γνωστή τοιαύτη παράδοσις εν τοις πρώτοις χρόνοις, ουδαμώς παράδοξον αν εξέλιπε μετά ταύτα, αφού και ημείς αυτοί αγνοούμεν πολλάς αποικίας καθαρώς εκ Σάντας, καίτοι γενομένας προ εβδομήντα μόλις ετών.
Παρά ταύτα γέρων Σανταίος διηγείται ότι εγνώρισεν εν τοις πέριξ των Πλατάνων Tούρκον ο οποίος διηγείτο ότι οι πρόγονοί του ήσαν χριστιανοί και ότι εις εξ αυτών μη θέλων να εξομώση έφυγε και κατώκησε παρά τας πηγάς του ποταμού Γιάμπολους «Γιάμπολου πασιντά μεσκιάν τουττή». Η παράδοσις αύτη πιθανόν να υπαινίσσηται τους 0ικιστάς της Σάντας.
4) Και εν τη χειρογράφω σημειώσει η χρονολογία 1541 (80 έτη μετά την άλωσιν) αναφέρεται ουχί εις την αποίκισιν της Σάντας, αλλ' εις την φυγήν των οικιστών εκ του χωρίου Δίβρανον. «Ογδοήκοντα έτη μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος ευγενείς τινες και ορθόδοξοι το γένος εκ Πλατάνων και από το χωρίον Δίβρανον υπάρχοντες, ορμήν Τούρκων φυγόντες κλπ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου