Το κενό αυτό θέλησαν να καλύψουν, ογδόντα περίπου χρόνια μετά, τα παιδιά του εκπολιτιστικού συλλόγου Πέντε Βρυσών, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι κάτοικοι που ξεριζώθηκαν από το χωριό Τσιμερά, το μεγαλύτερο της Μούζενας. Αφορμή γι αυτό αποτέλεσαν οι καταγραφές του συνταξιούχου γραμματέα της κοινότητας Πέντε Βρυσών, του Φίλιππα Στεφανίδη, που δεν μπορούσαν όμως από μόνες τους να αποτελέσουν υλικό για την έκδοση ενός βιβλίου, αφού, εκτός των άλλων, ο συμπαθέστατος Φίλιππας γεννήθηκε μετά την Ανταλλαγή, το 1926, και το μεγαλύτερο μέρος των πολύτιμων σημειώσεων του αφορούσε την εγκατάσταση στο Γιαραμάζ. Το εν λόγω υλικό δόθηκε από τα μέλη του συλλόγου σε αρκετούς ερευνητές της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που όμως αρνήθηκαν, εξαιτίας της παντελούς ανυπαρξίας πηγών και σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας, να αναλάβουν το εγχείρημα. Εν τέλει, ο Γρηγόρης Ανανιάδης πρόεδρος του συλλόγου και δισέγγονος του μάρτυρα της Πίστης και της Πατρίδας ιερέα της Τσιμεράς, Ανανία Ανανιάδη, αναθέτει στον γράφοντα -και μη Τσιμερίτη- την «πάση θυσία» έρευνα με σκοπό τη συγγραφή βιβλίου.
Βάσος Βασιλειάδης |
Ο γράφων θεωρώντας το γεγονός αυτό ως μεγάλη τιμή, ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στην έρευνα. Τα τηλεφωνήματα σε φίλους όπου γης και η σύγχρονη τεχνολογία (Internet) απέδωσαν καρπούς. «Τύχη αγαθή έδοξε» -και όχι μόνον αυτή, αφού όταν κάτι επιθυμεί διακαώς και με όλες του τις δυνάμεις ο άνθρωπος, τότε όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσει - ώστε στη Νυρεμβέργη και στα χέρια του Κώστα Καπουργά να βρεθεί «θησαυρός». Τα χειρόγραφα του Βάσου Βασιλειάδη, γεννηθέντος στην Τσιμερά το 1908, που κάλλιστα από μόνα τους θα μπορούσαν να συγκροτήσουν το «Αρχείον» της Τσιμεράς.
Ο Βασιλειάδης μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαθίσταται -μαζί με άλλους Τσιμερίτες- στους Κομνηνάδες Καστοριάς. Συμμετέχει στο Δημοκρατικό Στρατό και το τέλος του Εμφυλίου τον βρίσκει και πάλι πρόσφυγα, πολιτικό τη φορά αυτή, στη Ρουμανία. Στο Βουκουρέστι κυριαρχείται από ίμερο και γράφει για το γενέθλιο τόπο με αγάπη και μεράκι. Δυστυχώς, τα χειρόγραφά του εκείνα -που φρονούμε πως ήταν πληρέστερα, αφού και νεότερος ήταν και η χρονική απόσταση από τον Ξεριζωμό ήταν μικρότερη- κάηκαν. Το 1979 «επαναπατρίζεται» και το 1981 πραγματοποιεί προσκυνηματικό ταξίδι στην Πατρίδα. Άμα τη επιστροφή του, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Ιάσονα και φοβούμενος το επερχόμενο τέλος, εναγωνίως στρώνεται και πάλι στο γράψιμο, για να περισώσει ό,τι είναι δυνατόν. Τελειώνοντας βιαστικά τη συγγραφή αυτή, βλέπει πως «έχει κι άλλο χρόνο». Η κιβωτός της μνήμης του εμπεριέχει πολλά ακόμα «υπό εξαφάνιση είδη». Στύβει το μυαλό του και ξαναγράφει -για τρίτη φορά- την ιστορία και ότι θυμάται για την Τσιμερά του.
Δίνει τη μάχη του με τη λήθη. Πανδαμάτορας και ολετήρας ο χρόνος σβήνει στο πέρασμά του ίχνη, ελάχιστα ευτυχώς. «Όσα θυμάμαι», λέει ο Βάσος, «θα τα γράψω όλα». Πασχίζει να θυμηθεί, σχεδιάζει το χάρτη του χωριού, καταγράφει τις οικογένειες. Είναι πικραμένος γιατί κανένας μέχρι τότε δεν κατέγραψε την ιστορία του χωριού του, μα αυτός δεν απελπίζεται, συνεχίζει τον αγώνα του.
Να πολεμάς χωρίς ελπίδα
και να νογάς βαθιά μες στην ψυχή σου
να αυξαίνεται η δύναμή σου
στην άκρα απελπισιά..
Η επιστολή που έγραψε για τον άγνωστο παραλήπτη των χειρογράφων του είναι χαρακτηριστική.
«Επειδή σιγά σιγά όλοι μας φεύγουμε, όλοι μας, λέω, γιατί λίγοι έμειναν που θυμούνται ακόμα το χωριό μας, την Τσιμεράν.
Δυστυχώς και μετά λύπης μου δεν είδα κανέναν να ασχοληθεί με τη γη των προγόνων, αν και πολλοί είχαν και ικανότητες και δυνατότητες , να αφήσουν στους νέους που δεν γνωρίζουν, που βρισκόταν και αν υπήρχε το χωριό μας.
Με την προσπάθεια που έκανα, ήθελα να διευκολύνω όσο γίνεται περισσότερο τους νέους που θα θελήσουν να επισκεφτούν τα πατρικά μας χώματα, για να μπορέσουν να βρουν που ακριβώς ήταν το σπίτι των προγόνων τους.
Ακόμα θέλω να τους πληροφορήσω ότι το χωριό θα είναι ερείπια και μόνον ορισμένα σπίτια με λαμαρίνες θα σώζονται, αυτά που κατοικούν Τούρκοι.
...δώματα δεν θα υπάρχουν όπως παλιά...»
Ο εξαιρετικός αυτός άνθρωπος, ο εμπνευσμένος με υψηλά ιδανικά, άφησε την τελευταία του πνοή και τάφηκε στους Κομνηνάδες Καστοριάς το 1995.
Σημαντικά κείμενα και πληροφορίες αντλήθηκαν από τις αναμνήσεις του Αβραάμ Καπουργά (Τσιμερά 1904 - Κομνηνάδες Καστοριάς 1985) που βρέθηκαν γραμμένες σε σχολικά τετράδια, ενώ κάποιες από αυτές δημοσιεύτηκαν στην Ποντιακή Εστία.Το ανέκδοτο έργο του Αριστείδη Ιωαννίδη, «Αναμνήσεις από τον Πόντο, περιγραφή της Μούζαινας, Ήθη και έθιμα, ιστορίες και ανέκδοτα», δακτυλογραφημένο στη Σόφια το 1972, που βρέθηκε στην κατοχή του πολιτικού μηχανικού Αναστάσιου Τικτόπουλου και μας παραχωρήθηκε ευγενώς, βοήθησε σημαντικά στη συγγραφή του ανά χείρας πονήματος.
Από τα Ποντιακά Φύλλα, ένα θαυμάσιο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα, αλιεύσαμε πολλές από τις ανέκδοτες ιστορίες και δημοσιεύουμε στο τελευταίο μέρος του παρόντος.
Οι μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις, που κατά καιρούς πραγματοποίησε ο Κώστας Καπουργάς με ανθρώπους της πρώτης προσφυγικής γενιάς -γεννημένους στην Τσιμερά- αποτέλεσαν θαυμάσιο πρωτογενές υλικό. Παρόμοιο υλικό αποθησαύρισε και ο συγγραφέας με αλλεπάλληλες επισκέψεις στις Πέντε Βρύσες, στο Πολυδέντρι, στον Καταχά, στους Κομνηνάδες, στον Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας.
Ο γράφων, τρέφοντας βαθύτατο σεβασμό και εκτίμηση στην προσωπικότητα των Γ. Θ. Κανδυλάπτη, Λ. Κ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη), Αγ. Φωστηρόπουλου, A. I. Παρχαρίδη, Γ. Π. Φιρτινίδη, Γ. θ. Χρηματόπουλου, Φίλιππου Χειμωνίδη, Αγαθάγγελου Π. Τσαούση, Π. Τανιμανίδη και Τάσου I. Κυριακίδη, αλλά και στα έργα τους για τα Φυτίανα, το Σταυρίν, την Ίμερα, την Κρώμνη, την Άρδασσα, τη Σάντα, τη Χόψα και το Περίβλεπτο, ακολούθησε σε πολλά σημεία τον τρόπο δουλειάς και τη μεθοδολογία τους, όσο το επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Για όλα τα άλλα ως πλοηγός λειτούργησε το συναίσθημα. Γιατί συναίσθημα είναι η ικανότητα κάποιου να έρχεται στη θέση του άλλου. Όσοι λειτουργούν μόνο με τη λογική δεν θα το κάνουν ποτέ αυτό. Θα αναγνωρίζουν απλώς το σωστό και το λάθος...
Τζαμί Μαχαλέ (Πέντε Βρύσες) |
Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια, ώστε να δαμαστεί ο μεγάλος όγκος του υλικού που τελικά συγκεντρώθηκε, να αξιολογηθεί και να κωδικοποιηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Δόθηκε ιδιαίτερο βάρος
στην Ιστορία της Τσιμεράς, γιατί όσο θα απομακρυνόμαστε
από το 1922 όλο και θα γίνεται δυσχερέστερη η ανεύρεση
πηγών και η συλλογή αξιόπιστων στοιχείων για τη συγγραφή της, αφού μέρα με τη
μέρα εγκαταλείπουν το μάταιο τούτο κόσμο και οι τελευταίοι εναπομείναντες εν ζωή
μάρτυρες της τρισχιλιόχρονης παρουσίας μας στον Πόντο.
Ωστόσο δεν παραμελήθηκε και
η διασπορά των κατοίκων της στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στις Πέντε Βρύσες -Πολυδέντρι Λαγκαδά
και στους Κομνηνάδες Καστοριάς, ενώ για τις υπόλοιπες περιοχές εγκατάστασης- Κεχρόκαμπο και
Στεγνό Καβάλας, Καταχά Πιερίας, Άγιο Χριστόφορο Εορδαίας, Αμμοχώρι και
Μελίτη Φλώρινας, Παντελεήμονα
Κιλκίς, Άγιο Δημήτριο Κοζάνης και Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης- γίνεται αναφορά
των εγκατασταθεισών οικογενειών.
Θεωρήθηκε πολύ σημαντικό
να διατηρηθούν στην περιγραφή (βλ. κεφ. «Η ανθρωπογεωγραφία της
Τσιμεράς») οι μικρολεπτομέρειες που παραθέτει ο Βασιλειάδης. Το
πώς ήταν, δηλαδή προσανατολισμένη η πόρτα του σπιτιού, αν είχε δυο
εισόδους, πού βρίσκονταν οι σκάλες κτλ.
Για τον
οποιοδήποτε αναγνώστη οι λεπτομέρειες αυτές είναι σίγουρα κουραστικές και ασήμαντες. Για τους
εκ Τσιμεράς όμως καταγόμενους και δη για τους απογόνους του ιδιοκτήτη του σπιτιού οι λεπτομέρειες αυτές αποκτούν μίαν άλλη διάσταση, μιαν άλλη, μυθική σημασία. Αποτελούν τα τιμαλφή της Μνήμης του και της Κληρονομιάς του. Με
τα ταπεινά αυτά σπαράγματα της
μνήμης προσπαθεί να αποκαταστήσει την βιαίως αποκοπείσα το 1922 συνέχεια της ύπαρξής του.
Όπου μπορούσε και ήταν
δυνατόν, χρησιμοποιήθηκε ιστορικός ενεστώτας και όχι παρελθοντικός χρόνος,
αφού για θέματα που αφορούν την «Πατρίδα» λειτουργούμε με
το συναίσθημα, κυρίως, και όχι με τη λογική. Οι άλλοι ας μας το χρεώσουν
ως λάθος και αν θέλουν ας μας συγχωρήσουν την αδυναμία μας αυτή.
Εκτιμήσαμε πως είναι
σκόπιμο -και αφού υπάρχει το σχετικό υλικό- την παρούσα έκδοση να
συνοδέψει έκδοση ψηφιακού οπτικού δίσκου (DVD), όπου θα εμφανίζονται
Τσιμερίτες της προσφυγικής γενιάς να αφηγούνται, on camera,
στιγμιότυπα της περιπετειώδους και δραματικής ζωής τους. Επίσης
στον ίδιο δίσκο παρουσιάζονται τσιμερίτ’κα τραγωδίας,
εικόνες από την Τσιμερά, καθώς και από τους τόπους εγκατάστασής των.
Η πολύχρονη και πολυδάπανη
αυτή προσπάθεια δεν θα έφτανε σε αίσιο τέλος αν δεν είχε τη συνδρομή
πολλών ανθρώπων. Η δαπάνη της έκδοσης
καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από τον πολιτιστικό σύλλογο Πέντε Βρυσών.
Θερμές ευχαριστίες
οφείλονται στον Γρηγόρη Ανανιάδη, πρόεδρο του πολιτιστικού
συλλόγου Πέντε Βρυσών, για τη συμπαράσταση, την κατανόηση και
την υπομονή που επέδειξε. Στον Κώστα Καπουργά για τη διάθεση των
χειρογράφων τον Βάσου Βασιλειάδη και τον παππού του Αβραάμ Καπουργά. Στον
Φίλιππα Στεφανίδη για τις σημαντικές πληροφορίες του για την
εγκατάσταση στο Γιαραμάζ. Στον Βασίλη Κεϊβανίδη και την Κατίνα
Βασιλειάδου, για τις πολύτιμες πληροφορίες που έδωσαν. Στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
για την ευγενική διάθεση του αρχειακού υλικού που αφορούσε την Τσιμερά.
Στον Αναστάσιο Τικτόπουλο,
επίσης, για την ευγενική παραχώρηση του αδημοσίευτου βιβλίου
του Αρ. Ιωαννίδη. Γιατί υπάρχουν αρκετοί Βασιλειάδηδες, Καπουργάδες,
Στεφανίδηδες και Ιωαννίδηδες, που έχουν αποθησαυρίσει ευλαβικά
με τη γραφίδα τους πολύτιμα πετράδια της ιστορίας μας. Και με όση αγάπη, προνοητικότητα και
κόπο μερίμνησαν αυτοί για την καταγραφή και διάσωσή τους, τόσο πεισματικά,
άκριτα κι απερίσκεπτα κάποιοι από τους απογόνους τους αρνούνται να τα θέσουν
υπόψη των ερευνητών και της Ιστορίας, καταχωνιάζοντάς τα σε σκοτεινά
υπόγεια, σε υγρά πατάρια, μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή που στα σκουπίδια
και στη λήθη θα παραδοθούν.
Το βιβλίο θα ήταν λιγότερο
καλαίσθητο αν δεν κατέθεταν την τέχνη και την πείρα τους οι γραφίστες Βασίλης Τσομπανόπουλος και
Άκης Παπαδόπουλος καθώς επίσης και το εξαίρετο ζεύγος Βούλας και
Κώστα Κορδαλή που επιμελήθηκε τη στοιχειοθεσία του. Θα
περιείχε επίσης περισσότερα λάθη, αν δεν επιμελούνταν, ανιδιοτελώς, τα
κείμενα της ποντιακής διαλέκτου, ο άριστος
γνώστης της και εξαίρετος συμπατριώτης
Χριστόφορος Χριστοφορίδης.
Στους αδελφούς Δημήτριο
και Αναστάσιο Κυριακίδη, εκδότες, οφείλονται ολόθερμες
ευχαριστίες, όχι μόνο για την έκδοση του παρόντος, αλλά και για την
πολύπλευρη και πολυσχιδή τους συμπαράσταση εδώ και δύο δεκαετίες.
Εισαγωγή από το βιβλιο: "ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΙΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"
εκδοσεις: Αδελφών Κυριακίδη 2007
Στάθης Ταξίδης
Ο Στάθης Ταξίδης γεννήθηκε το 1959 στους Πύργους Πτολεμαΐδας από γονείς που έλκουν την καταγωγή τους από τον Πόντο.
Σπούδασε Τεχνολογία Τροφίμων στα Τ.Ε.Ι., Παιδαγωγικές Επιστήμες, Δημόσιες Σχέσεις και Δημοσιογραφία, ενώ μετεκπαιδεύτηκε επί διετία και στο Διδασκαλείο του Α.Π.Θ.
Ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στον ποντιακό χώρο ως πρόεδρος της Ένωσης Ποντιακής Νεολαίας Ελλάδας, ως Ειδικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων, ως μέλος του Δ.Σ. της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και ως μέλος των σωματείων Παναγία Σουμελά και Φάρος Ποντίων. Ήταν επίσης επί μία πενταετία αρχισυντάκτης της εφημερίδας το «ΒΗΜΑ» που εξέδιδε κατά μήνα η Ε.Λ. Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε Σύμβουλος του υπουργού Μακεδονίας-Θράκης και του υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Μαγκριώτη για θέματα Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ελλήνων. Επισκέφτηκε πολλές φορές τον αλησμόνητο Πόντο και τις χώρες της πρ. Ε.Σ.Σ.Δ. για τη συλλογή αρχειακού υλικού. Προσκαλεσμένος από ποντιακούς συλλόγους πραγματοποίησε διαλέξεις και εκθέσεις της φωτογραφικής του συλλογής για τον Πόντο σε χώρες της Ευρώπης και στην Αυστραλία, ενώ συμμετείχε και στο θεατρικό τμήμα του Φάρου Ποντίων.
Συνέγραψε το λεύκωμα «ΠΟΝΤΟΣ, πατρίς πεφιλημένη» και επιμελήθηκε την έκδοση foglio 24 παλαιών καρτ-ποστάλ από τον Πόντο.
Τιμήθηκε από το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, από το σύλλογο νεο-προσφύγων «ο Εύξεινος Πόντος» και από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου