Εξετάζοντας την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα της χώρας, κατά
την χρονική αυτή περίοδο, διαπιστώνουμε, πρώτα, μια γενική πτώση της γεωργικής
παραγωγής, που αποτελούσε τότε την κυριότερη βάση της ελληνικής Οικονομίας.
Ο εσωτερικός διχασμός και οι
συνεχείς, για χρόνια, επιστρατεύσεις, εξασθένησαν τον γεωργικό τομέα εξαιτίας
της απουσίας του μεγαλύτερου μέρους του ενεργού πληθυσμού του αγροτικού τομέα,
με τις συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις. Εξάλλου, δεν υπήρχε καμιά
προσπάθεια για να βγει η ελληνική Γεωργία από τον πρωτογονισμό τον οποίο
διατηρούσε από την εποχή της Τουρκοκρατίας...
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις
όλης της χώρας, αντί να αυξάνουν, μειώνονταν συνεχώς από το 1918. Ενώ είχαμε
αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων από το 1915 - για να μην αναφερθούμε σε
παλιότερα χρόνια - που από 10.700.000 στρέμματα, ανήλθαν στα 1918 σε
14.150.000 στρεμ., απότομα από το 1919 οι εκτάσεις αυτές άρχισαν να μειώνονται
και να φθάνουν στα 1921 σε 12.300.000 στρεμ. Δηλαδή, σε μια διετία, η μείωση
κυμάνθηκε γύρω στα 2 εκατομ. στρέμματα.
Το κυριότερο και το πιο
απαραίτητο προϊόν για την ανθρώπινη ύπαρξη, το σιτάρι, συνεχώς μειώνονταν, μια
και οι καλλιεργούμενες με σιτάρι εκτάσεις περιορίζονταν. Η παραγωγή του μόλις
έφθανε στους 310.000 τόνους κατά το 1918, για να κατέλθει στους 260.000 τον.
στα 1921 , ενώ οι ανάγκες του στρατού στο μέτωπο αύξαιναν, όπως και του άμαχου
πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Τα κενά της αρτοδοτήσεως συνεπληρώνονταν από τα
ξένα σιτοφορτία.
Από το 1917 μέχρι τον Ιούνιο
του 1920, θα αναφέρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον προεκλογικό του λόγο της 28
Οκτωβρίου 1920 (δυο μέρες πριν από τις εκλογές, τις μοιραίες του 1920) έχουν
εισαχθεί 666.000.000 οκάδες σιταριού, δηλαδή, 807.000 τόνοι, για να
συμπληρώσουν τα κενά στην αρτοδότηση. Και αυτές οι ποσότητες βρέθηκαν με
εξαιρετική δυσκολία, επειδή συνεχιζόταν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και υστέρα από
τη λήξη του, οι συνέπειες του δεν επέτρεπαν την ευχερή εξεύρεση σιταριού. Και ο
Βενιζέλος θα αποκαλύψει τις δυσκολίες αυτές:
«Δια να κρίνετε την αξίαν
αυτής της επιτυχίας (της ευρέσεως σιταριού) πρέπει να ενθυμηθήτε ότι κατά την
διάρκειαν του Παγκοσμίου Πολέμου η παραγωγή του σίτου και των αρτοποιησίμων
υλών ήτο μικρότερα από τας ανάγκας του κόσμου, αφ' ενός διότι
αι μεγάλαι εκτάσεις, όπως εν Ρωσία, είχον παύσει να παράγουν ή να εξάγουν
και αφ’ ετέρου διότι η υπό τα όπλα διατήρησις δεκάδων εκατομμυρίων ανδρών
συνεπήγετο κατανάλωσιν άρτου υπερβολικήν και επομένως μακρός διεξήγετο ο αγών
εν Λονδίνω, όπου ήδρευεν η σχετική επιτροπή του σίτου, δια την παροχήν
αναλόγου προς έκαστον των κρατών ποσότητος αρτοποιησίμων υλών».
Η ολοένα μειωμένη παραγωγή
σιταριού και η δυσκολία εξευρέσεως του από το εξωτερικό, προκάλεσαν μερική
διαταραχή στην αρτοδότηση του στρατού, όπως αποκαλύπτεται και από την απολογία
του Π. Πρωτοπαπαδάκη στη «Δίκη των Εξ» και από την κατάθεση του μάρτυρα Α.
Βενιτσανόπουλου, που ήταν διευθυντής Επιμελητείας του υπουργείου Στρατιωτικών,
στην ίδια δίκη: «Του λέγω (στον υπουργό των Οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδακην),
κύριε υπουργέ μας γράφετε εδώ ότι δεν μας δίδετε σίτον και άλευρα. Λέγει:
Μάλιστα, μα του λέω: Τι θα φάγη κατά το διάστημα αυτό ο στρατός; Ας φάγη ό,τι
θέλει. Του λέγω, καλά, αλλά πως θα διατραφή, κάτι πρέπει να του δίδωμεν. Ας
αγοράση. Πολύ καλά, αλλά χρειάζονται χρήματα και μάλιστα και συνάλλαγμα
και όπως μου έχετε δηλώσει, δια να κάμω μίαν τοιαύτην δημοπρασίαν, διότι
πρόκειται περί μεγάλης προμήθειας, θέλω 40 ημέρας και 3 μήνας δια να το φέρω
από την Αμερικήν και να το αλέσω...».
Με ανοιχτά βαγόνια οι πρόσφυγες οδηγούνται στην Πάτρα (Φωτο: National Geographic Magazine . November 1925) |
Και η μείωση αυτή δεν
επέδρασε μόνο πάνω στις εξαγωγές αλλά και στον κανονικό εφοδιασμό του στρατού
της Μικράς Ασίας με καπνό (την εποχή εκείνη και αργότερα, πουλιόνταν κομμένος
καπνός σε σκληρό περιτύλιγμα, με τη συνοδεία τσιγαρόχαρτου). Στη «Δίκη των Εξ»
διατυπώθηκε επανειλημμένα η κατηγορία ότι ο στρατός αφέθηκε χωρίς καπνό.
Αλλά και οι κάπως
ριζοσπαστικοί νόμοι, που ψηφίσθηκαν από την επαναστατική κυβέρνηση Άμυνας της
Θεσσαλονίκης, όπου εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Βενιζέλου κατά το 1917 και όταν
οι νόμοι αυτοί επεκτάθηκαν σ’ όλη την επικράτεια, με τη νομιμοποίηση της
κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης και τη μεταφορά της στην Αθήνα και αφορούσαν στην
απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων, των τσιφλικιών, Ελλήνων και Τούρκων, δεν
προκάλεσαν ριζική μεταβολή στον αγροτικό τομέα.
Μια και το μεγαλύτερο μέρος
του ενεργού αγροτικού πληθυσμού βρισκόταν στα μέτωπα, η παραχώρηση γης δεν
ήταν δυνατό να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα. Η πολιτική των απαλλοτριώσεων
και της δημιουργίας αγροτών- κτηματιών ήταν βέβαια δικαίωση των πόθων και
των αγώνων των ακτημόνων και η απαρχή συντριβής των φεουδαρχικών υπολειμμάτων
της χωράς, αλλά οι κινητήριες παραγωγικές δυνάμεις ήσαν ανεπαρκείς για να
αξιοποιήσουν την γη, η οποία τους παραχωρήθηκε. Φυσικά, οι απαλλοτριώσεις αυτές
δεν ήσαν σημαντικοί σε αριθμό και έκταση - που θα γίνουν από την Επανάσταση
Πλαστήρα το 1923, όπως θα δούμε παρακάτω - αλλά και αυτός ο μετρημένος και
περιορισμένος χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως, σε συνδυασμό με την έλλειψη ικανών
εργατικών χεριών στην ύπαιθρο, δεν θα βελτιώσει τον γεωργικό τομέα της χώρας.
Και όμως αυτή την περιορισμένη απαλλοτρίωση βρήκε ευκαιρία να την πολεμήσει η
αντιβενιζελική παράταξη, συνδεδεμένη πάντα με τον συντηρητισμό και τα
«τζάκια»... Αλλά η απάντηση από μέρος της κυβερνήσεως θα έλθει ως καταπέλτης
από τον τότε υπουργό Γεωργίας Α. Μιχαλακόπουλο, στη Συνεδρίαση της Βουλής, στις
11 Ιουλίου 1917:
«Δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν
ότι την στιγμήν αυτήν, καθ’ ην ολόκληρος η ανθρωπότης κυλιέται εις το αίμα
(συνεχιζόταν ακόμα ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος) και παλαίει υπέρ των αιωνίων αρχών
της Ισότητος, της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας, την στιγμήν καθ’ ην εις τους
αγρότας εκείνους, οίτινες εμεγαλούργησαν κατά το 1912 και 1913 και έπλεξαν το
στέφανον της δόξης της Ελλάδος, εις τους αγρότας εκείνους θα αποτανθώμεν πάλιν
να ζητήσωμεν εκ νέου θυσίας, δεν επιτρέπεται να τους αφίσωμεν οικονομικώς
υποδούλους...».
Εξάλλου, ο Ελευθέριος
Βενιζέλος μας αποκαλύπτει στον μοιραίο προεκλογικό του λόγο της 28 Οκτωβρίου
1920, πόσο συντηρητική υπήρξε η απαλλοτρίωση (παρά τις ωραίες διακηρύξεις) των
μεγάλων κτημάτων, τα οποία αποτελούσαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της γεωργικής
παραγωγής και δεν επέτρεπαν την περαιτέρω εξέλιξη της υπαίθρου προς τον
εκσυγχρονισμό των μεθόδων παραγωγής.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του
Βενιζέλου, κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα στο νομό Λάρισας 152 μεγάλα κτήματα, στο
νομό Τρικάλων 190, στη Θεσσαλία γενικά 374, στο νομό Ιωαννίνων 85, στο νομό
Πρεβέζης 25, στο νομό Αττικοβοιωτίας 51, στο νομό Φθιωτοφωκίδας 14, στο νομό
Εύβοιας 22, στο νομό Άρτας 7, στο νομό Αιτωλοακαρνανίας 2, στο νομό
Αχαιηλιδας 1, δηλαδή 97 στην Παλαιά Ελλάδα και 130 στη Μακεδονία, δηλαδή σ
όλη την Ελλάδα κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα 696 μεγάλα κτήματα- τσιφλίκια για την
αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών.
Και όμως, άλλο
«απαλλοτριωτέα» και άλλο «απαλλοτριωθέντα», επειδή, παίρνονταν απόφαση
απαλλοτριώσεως, αλλά η πραγματοποίηση της απαλλοτριώσεως προχωρούσε πολύ αργά,
είτε εξαιτίας της γραφειοκρατίας, είτε από τις πιέσεις των ενδιαφερομένων. Ο Α.
Σίδερις μας πληροφορεί ότι από το 1918 έως το 1923 - με την έλευση των
προσφύγων, όπου η απαλλοτρίωση θα πάρει ραγδαία μορφή, όπως θα δούμε -
απαλλοτριώθηκαν μόλις 76 μεγάλα κτήματα, από τα 696, που κηρύχθηκαν
«απαλλοτριωτέα», κατά τη βεβαίωση του Βενιζέλου. Τα τσιφλίκια που
απαλλοτριώθηκαν ήσαν: 1 κατά το 1918, 63 κατά το 1919 και 12 κατά το 1920.
Ύστερα από την αποτυχία του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, κάθε
κίνηση για απαλλοτρίωση έπαψε και οι διάφορες ενώσεις ακτημόνων γεωργών
διαλύθηκαν . «Από του τέλους του έτους 1920, επί των λεγομένων μετανοεμβριανών
κυβερνήσεων ανεστάλη σχεδόν εξ ολοκλήρου η εφαρμογή της εποικιστικής
νομοθεσίας, ανεκλήθησαν, μάλιστα, και πολλά εκ των παλαιοτέρων διαταγμάτων
απαλλοτριώσεως τσιφλικιών». Αυτή ήταν η κατάσταση της ελληνικής Γεωργίας
μέχρι το τέλος του 1922, όταν η ανήκουστος συμφορά θα συντρίψει τα ελληνικά
όνειρα.
Αντίθετα, η ελληνική
Βιομηχανία, που βρίσκονταν στις αρχές του εικοστού αιώνα στα πρώτα της
παραπαίοντα βήματα της αναπτύξεώς της, αξιοποίησε αρκετά την περίοδο των
ελλείψεων της χώρας και έβγαλε σημαντικά κέρδη κατά την περίοδο των βαλκανικών
πολέμων, του Παγκόσμιου και της μικρασιατικής εκστρατείας, Απέμεινε σχεδόν η
μόνη τροφοδότρια της εσωτερικής αγοράς, της οποίας, φυσικά, δεν κάλυπτε
εξολοκλήρου τις ανάγκες της, αλλά από την περιχαράκωσή της με τους δασμούς και
τους πολεμικούς αποκλεισμούς, που επιχειρούσαν οι εμπόλεμοι, κατόρθωσε να
ανδρωθεί σημαντικά.
Παρά την κακή οργάνωσή
της και τη μη ικανοποιητική ποιότητα των προϊόντων της, αναπτύχθηκε βαθμιαία
όχι μόνο από την ικανότητα των Ελλήνων βιομηχάνων και τις προσπάθειες για την
οργάνωσή της, αλλά από τις ευκαιρίες κυρίως στον τομέα τροφίμων και γενικώς
άμεσων αναγκών της ζωής, τομέας του οποίου η αξία ανερχόταν στο 50% της αξίας
της όλης βιομηχανικής παραγωγής (αλευροβιομηχανίες, οινοποιία,
οινοπνευματοποιία, ελαιουργία, μακαρονοποιΐα κλπ.), ενώ η βιομηχανία κλωστικής
και υφαντικής έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, με το 13% της όλης βιομηχανικής
παραγωγής, η χημική με 9,4% (σαπωνοποιία, πυρηνοελαιουργία, παραγωγή
τερεβυνθελαίου, κολοφωνίου, λιπασμάτων, χρωμάτων, υαλουργίας και αιθέριων
ελαίων).Εξάλλου, η μεταλλουργική βιομηχανία, καθώς και η μηχανολογική ήσαν σε
χαμηλό επίπεδο, ενώ η σιγαροβιομηχανία εκάλυπτε μόλις τα 5,5% της όλης
βιομηχανικής παραγωγής και η βυρσοδεψία το 11,6% (19).
Κατά το 1920 υπήρχαν περίπου
25.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις τροφίμων (αλευροβιομηχανίας, σταφίδων,
ελαιολάδου, κτηνοτροφικών προϊόντων κλπ.) με 32.000 ιδιοκτήτες-διευθυντές
(κατακερματισμένες μονάδες παραγωγής) και
63.0 εργατοϋπάλληλους,
ενώ οι επιχειρήσεις υφαντικών, που ανέρχονταν περίπου σε 4.000 με 5.500
ιδιοκτήτες-διευθυντές, είχαν 18.000 εργατοϋπαλλήλους. Υπήρχαν επίσης 4.400
μικροεπιχειρήσεις κακής και αντεπιστημονικής εκμεταλλεύσεως μεταλλευτικών
επιχειρήσεων, με 6.000 ιδιοκτήτες και 19.500 εργατοϋπαλλήλους. Οι βιομηχανίες
τροφίμων είχαν 57.000 ίππων κινητήρια δύναμη, οι υφαντουργικές 10.000, οι
μεταλλευτικές 17.000 και οι χημικές 6.300.
Η πρώτη στέγαση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης στην αντίπερα όχθη του Έβρου. (Φωτο: National Geographic Magazine) |
Στον τομέα του εμπορικού
ισοζυγίου, τα ελλείμματα κατά την περίοδο του 1918-1922 υπήρξαν εντυπωσιακά,
επειδή οι εξαγωγές μιας καθυστερημένης Γεωργίας, με ελάχιστα εξαγώγιμα προϊόντα,
κυρίως, κορινθιακή σταφίδα και καπνό, δεν μπορούσαν να καλύψουν το ύψος της
αξίας των εισαγομένων προϊόντων. Οι εισαγωγές σιταριού και αλεύρων, οσπρίων και
ρυζιού, ακόμα και νωπών φρούτων, σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται γεωργική, ήταν
ένδειξη ότι έλειπε κάθε προσπάθεια για την αξιοποίηση των φυσικών πηγών της
χώρας και της χαμηλής παραγωγικής στάθμης της ελληνικής Γεωργίας.
«Το εξωτερικόν εμπόριον της
Ελλάδος - αναφέρεται σε μια μελέτη του πρώην υπουργείου Ανοικοδομήσεως, που
συστάθηκε στη χώρα μας μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο - εβασίσθη εις την εξαγωγήν
προϊόντων φυτικής παραγωγής (γεωργικά προϊόντα και μεταλλεύματα) των οποίων το
μεγαλύτερον ποσοστόν εις αξίαν, αντιπροσωπεύουν τα ευγενή γεωργικά προϊόντα του
τόπου, ιδία η κορινθιακή σταφίς και ο καπνός. Η εξαγωγή του καπνού
εκάλυπτεν εις αξίαν τα 50% περίπου του συνόλου των εξαγωγών της χώρας...».
Το ποσοστόν εισαγωγής, όχι
βιομηχανικών προϊόντων, αλλά γεωργικών - δυστυχώς - κατείχε, κατά την περίοδο
που εξετάζουμε την πρωτεύουσα θέση. Στο σύνολο των εισαγωγών, για την περίοδο,
που μας ενδιαφέρει, τα διάφορα προϊόντα είχαν την ακόλουθη αναλογία:
|
Το χαρακτηριστικό του εμπορικού μας ισοζυγίου κατά το
διάστημα αυτό είναι η παθητικότητα, που άφηνε (και δυστυχώς αφήνει ακόμα)
τεράστια ελλείμματα. Κατά τη Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος του 1930, οι
εισαγωγές και οι εξαγωγές από το 1917 μέχρι και το 1922, ήσαν οι παρακάτω (σε
χιλιάδες χρυσές δραχμές).
Xρόνος Εισαγωγές Εξαγωγές Έλλειμμα
1917
223.073 112.627 110 448
1918
733.907 296.860 437.047
1919
1.552.179 761.220 787.950
1920
1.589.458 500.957 1.088.481
1921
630.167 337.218 292.949
1922
476.656 371.304 102.352
Το έλλειμμα του
εμπορικού ισοζυγίου των χρονών εκείνων, που ανέρχονταν με βραδύ ρυθμό από το
1917, μέχρι το 1919, ξαφνικά αναπήδησε το 1920, ξεπερνώντας το ένα
δισεκατομμύριο δρχ. για να κατέλθει απότομα στο ένα πέμπτο στα 1921, επειδή,
και οι εισαγωγές και οι εξαγωγές κατήλθαν στο ένα τρίτο σχεδόν και στο ένα
τέταρτο σε σχέση με το 1920, εξαιτίας της μικρής παραγωγής - λόγω απουσίας στα
μέτωπα του μεγαλύτερου μέρους του ενεργού πληθυσμού της χωράς - και της
ελλείψεως συναλλαγματικών αποθεμάτων στα ταμεία της Εθνικής Τραπέζης της
Ελλάδος. Εκτός από τα παραπάνω, και το πολιτικό κλίμα της χώρας, ύστερα από την
αλλαγή του Νοεμβρίου του 1920, δεν ήταν αρεστό στις ξένες χώρες, οι οποίες
απόκλειαν τα ελληνικά προϊόντα από τις εισαγωγές τους. Και αυτή η απότομη πτώση
εισαγωγών-εξαγωγών αποτελούσε ένδειξη οικονομικής υφέσεως.
Αυτή η ύφεση δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός. Ήταν γενικό φαινόμενο της Οικονομίας της εποχής εκείνης και κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών, που βγήκαν από έναν πόλεμο με τεράστιες καταστροφές ζωής και υλικών αγαθών.
Όταν πια η οικονομική και πολιτική κάμψη πλησίαζαν στην κορύφωσή τους και η χώρα μας προσέγγιζε τα όρια της χρεοκοπίας, επήλθε η μικρασιατική καταστροφή και η Ελλάδα, τη στιγμή εκείνη δέχθηκε περίπου ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, τους οποίους έπρεπε να διαθρέψει, να στεγάσει, να αποκαταστήσει οικονομικά. Έτσι, έμπαινε μπροστά στη χώρα ένα από τα πιο δυσχερή και πολύπλοκα προβλήματα για λύση, λύση που φαινόταν αδύνατη μέσα στις συνθήκες του πανικού και της απελπισίας. Στο σύντομο, αλλά περιπετειώδες διάστημα της υποστάσεως της Ελλάδος ως ελεύθερου κράτoυς για πρώτη φορά η χώρα μας αντιμετώπιζε παρόμοια εφιαλτική κατάσταση: χάος πολιτικό, χάος οικονομικό, πρόσφυγες γυμνοί και πεινασμένοι.
Και όμως όλα βαθμιαία θα υπερπηδηθούν, γιατί η ελπίδα και η αισιοδοξία δεν απέλειπαν ποτέ από τη μικρή αυτή χώρα, σ' όλο το διάστημα της πολύχρονης ιστορίας της. Από την απόγνωση θα αναπηδήσει η ελπίδα και από την ελπίδα η έξοδος από το χάος.
Αυτή η ύφεση δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός. Ήταν γενικό φαινόμενο της Οικονομίας της εποχής εκείνης και κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών, που βγήκαν από έναν πόλεμο με τεράστιες καταστροφές ζωής και υλικών αγαθών.
Όταν πια η οικονομική και πολιτική κάμψη πλησίαζαν στην κορύφωσή τους και η χώρα μας προσέγγιζε τα όρια της χρεοκοπίας, επήλθε η μικρασιατική καταστροφή και η Ελλάδα, τη στιγμή εκείνη δέχθηκε περίπου ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, τους οποίους έπρεπε να διαθρέψει, να στεγάσει, να αποκαταστήσει οικονομικά. Έτσι, έμπαινε μπροστά στη χώρα ένα από τα πιο δυσχερή και πολύπλοκα προβλήματα για λύση, λύση που φαινόταν αδύνατη μέσα στις συνθήκες του πανικού και της απελπισίας. Στο σύντομο, αλλά περιπετειώδες διάστημα της υποστάσεως της Ελλάδος ως ελεύθερου κράτoυς για πρώτη φορά η χώρα μας αντιμετώπιζε παρόμοια εφιαλτική κατάσταση: χάος πολιτικό, χάος οικονομικό, πρόσφυγες γυμνοί και πεινασμένοι.
Και όμως όλα βαθμιαία θα υπερπηδηθούν, γιατί η ελπίδα και η αισιοδοξία δεν απέλειπαν ποτέ από τη μικρή αυτή χώρα, σ' όλο το διάστημα της πολύχρονης ιστορίας της. Από την απόγνωση θα αναπηδήσει η ελπίδα και από την ελπίδα η έξοδος από το χάος.
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου