Εκείνο όμως το οποίον προσδίδει αναμφισβήτητον κύρος εις την γνώμην ημών είναι η
μαρτυρία χειρογράφου σημειώσεως φερούσης χρονολογίαν 1044 και ετέρα σημείωσις απαντωμένη εν τω κώδικι της ιεράς Μονής Χουτουρά, αι οποίαι αμφότεραι επιχέουσι μέγα
φώς επί του μέρους τούτου της ιστορίας Σάντας και
χρησιμεύουσιν ως πηγή εξ ης αντλούμεν τα επί του θέματος τούτου
επιχειρήματα ημών.
Απόσπασμα της πρώτης σημειώσεως έχει ως εξής: «Ογδοήκοντα έτη
μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος
ευγενείς τινές και Ορθόδοξοι
χριστιανοί, το γένος εκ
Πλατάνων
και από το χωρίον Δίβρανον υπάρχοντες, ορμήν Τούρκων φυγόντες,
ήλθον
και κατώκησαν εις Σίνταν, την έως τότε έρημον
κατοίκων. Αλλά και το μέρος τούτο ήτο
παλαιόθεν κατωκημένον, τους δε ανθρώπους ηφάνισεν ο Περσικός πόλεμος».
Η δευτέρα σημείωσις αναφέρει:
Η δευτέρα σημείωσις αναφέρει:
Εκ τούτων μανθάνομεν:
α' ότι η χώρα ήτο παλαιόθεν κατωκημένη
και ωνομάζετο
Σίντα και β' ότι
οι Σίνται ήσαν μεταλλουργοί. Επειδή δε ανωτέρω κατεδείξαμεν, ότι οιονδήποτε και αν ήσαν οι αρχαίοι κάτοικοι της
χώρας εξάπαντος ήσαν μεταλλουργοί, συνάγομεν
εντεύθεν ότι αυτοί ούτοι οι κάτοικοι της χώρας (Σίντας)
εις τους οποίους αποδίδομεν τα παλαιά ίχνη των μεταλλικών σκωριών ή τουλάχιστον συγγενείς αυτών είναι οι Σίνται οι διδάξαντες εν
Χαλδεία (εν Αργυρουπόλει) την μεταλλουργικήν.
Την εν Σάντα ύπαρξιν λαού ονομαζομένου Σίνται αναφέρει και ο Σάββας Ιωαννίδης (Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος) άγνωστον επί τίνων λόγων στηριζόμενος, κατά
πάσα όμως πιθανότητα είχεν υπ’ όψιν αυτήν την σημείωσιν εφ’ ης και ημείς
εστηρίχθημεν, αφού υπέπεσεν εις την αυτήν ανακρίβειαν την οποίαν έχει και αύτη,
αναγράψας την αποίκισιν της Σάντας γενομένην 80 έτη από της αλώσεως της Τραπεζούντος.
Είναι δε λίαν πιθανόν ότι οι Σίνται ούτοι ήσαν συγγενείς των πέραν του Κιμμερίου Βοσπόρου οικούντων Σιντών ους αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ηροδ. IV 28 και 86. Ιδέ και Περί της κωμοπόλεως Σάντας. διάλεξις γενομένη εν τω Μικρασιατικώ Συλλόγω «Ανατολή» υπό Κ. Σπυράντου. Περιοδ. Ξενοφάνης τόμ. Α' τεύχος 10ον σελ. 446 Αθήναι) και εικάζομεν ότι μία φυλή εξ αυτών, όντες κατ’ εξοχήν μεταλλουργοί δεν απετέλουν μόνιμον κατοικίαν ουδαμού, αλλ' ακολουθούντες την μεταλλοφόρον γην, μετετοπίζοντο ολονέν και εγκαθίσταντο αλλαχού όπου εύρισκον τοιαύτην πλουσίαν, ούτω δε βαθμηδόν κατήντησαν εις την χώραν ταύτην, ως ιστορείται ότι έπραξαν οι Κρωμναίοι και οι Χάλυβες εκ Παφλαγονίας καταντήσαντες εις τας σημερινάς χώρας των.
Άλλοι δε φρονούσιν ότι ούτοι ήσαν έθνος συγγενές προς τους Δρίλλας, οι οποίοι κατώκουν κατά την Ματσούκαν και ότι ανέκαθεν ευρίσκοντο εις το μέρος τούτο. Οπωσδήποτε όμως και αν έχη το πράγμα, είτε δηλ. εκ Κιμμερίου Βοσπόρου μετώκησαν ενταύθα, είτε ανέκαθεν ευρίσκοντο εν Σάντα, το βέβαιον είναι ότι υπήρχον εν τη χώρα αρχαίοι κάτοικοι ονομαζόμενοι Σίνται και ότι αύτη ωνομάζετο Σίντα. Πως δε εξηφανίσθησαν ούτοι, περί τούτου πάλιν πληροφορεί ημάς η αυτή σημείωσις αναφέρουσα ότι ηφάνισεν αυτούς ο Περσικός πόλεμος, πιθανόν όταν οι Πέρσαι επολέμουν κατά του ηγεμόνος της Λαζίας Τσαθίου, ότε εκ των επιδρομών αυτών ως αναφέρεται ηρημώθη και η ιερά Μονή Βαζελώνος. Έκτοτε η χώρα διετέλεσεν έρημος μέχρι σχεδόν του 1470 ότε συνέβη η αποίκισις αυτής.
Άλλοι δε φρονούσιν ότι ούτοι ήσαν έθνος συγγενές προς τους Δρίλλας, οι οποίοι κατώκουν κατά την Ματσούκαν και ότι ανέκαθεν ευρίσκοντο εις το μέρος τούτο. Οπωσδήποτε όμως και αν έχη το πράγμα, είτε δηλ. εκ Κιμμερίου Βοσπόρου μετώκησαν ενταύθα, είτε ανέκαθεν ευρίσκοντο εν Σάντα, το βέβαιον είναι ότι υπήρχον εν τη χώρα αρχαίοι κάτοικοι ονομαζόμενοι Σίνται και ότι αύτη ωνομάζετο Σίντα. Πως δε εξηφανίσθησαν ούτοι, περί τούτου πάλιν πληροφορεί ημάς η αυτή σημείωσις αναφέρουσα ότι ηφάνισεν αυτούς ο Περσικός πόλεμος, πιθανόν όταν οι Πέρσαι επολέμουν κατά του ηγεμόνος της Λαζίας Τσαθίου, ότε εκ των επιδρομών αυτών ως αναφέρεται ηρημώθη και η ιερά Μονή Βαζελώνος. Έκτοτε η χώρα διετέλεσεν έρημος μέχρι σχεδόν του 1470 ότε συνέβη η αποίκισις αυτής.
Εκ των ειρημένων συνάγεται και του τρίτου ζητήματος η λύσις, ότι δηλαδή η ονομασία Σάντα προέκυψεν εκ του αρχαίου ονόματος της χώρας Σίντα1.
Μεταβαίνομεν ήδη εις την έρευναν του δευτέρου ζητήματος, αν δηλαδή η χώρα εσχέ ποτέ διάφορον όνομα παρά το Σάντα ή Σίντα. Το ζήτημα τούτο ηγέρθη από του 1845 ότε έν ενί περί της Ιερ. Μονής Σουμελά εκδοθέντι Πατριαρχικώ σιγιλλίω, ανεγράφη ότι η Σάντα πρότερον ωνομάζετο Άλμη. Ένεκα τούτου πολλοί παρεδέχθησαν την πληροφορίαν ταύτην ως αληθή, υποθέσαντες άλλοι μεν ότι ωνομάζετο Άλμη προ της αποικήσεως, άλλοι δε ότι ωνομάσθη ούτω μετά ταύτην. Ακριβής όμως έρευνα επί του ζητήματος εξελέγχει το αβάσιμον των ανωτέρω γνωμών, αποδεικνύουσα ότι η χώρα ουδέποτε έσχεν έτερον όνομα παρά τα δύο ανωτέρω αναφερθέντα, και ότι η πληροφορία του σιγιλλίου είναι εσφαλμένη προελθούσα εκ παρεννοήσεως.
Το πρώτον εκ των σωζομένων Πατριαρχικών σιγιλλίων, εν ώ αναφέρεται το χωρίον Άλμη, είναι το επί Διονυσίου του Βυζαντίου ή Μουσσουλίμου τω 1672 εκδοθέν, διαλαμβάνον τα εξής:
"Αποφαινόμεθα και εν Αγίω παρακελεύομεν Πνεύματι ίνα όσα τα χρυσόβουλα και Πατριαρχικά γράμματα και άλλα πάντα τα περί την Μονήν αυτήν την Σεβασμιωτάτην της Παναγίας μου του Σουμελά συνιστώσιν, έχωσι το κύρος βέβαιον και αμετάτρεπτον, όσαι τε και δωρεαί και αφιερώσεις, χωρία τε και τοποθεσίαι και αι περί αυτήν εκκλησίαι και τα λοιπά πάντα έκπαλαι εδόθησαν και αφιερώθησαν και προσηλώθησαν, υπάρχωσιν ανενόχλητα και ακαταζήτητα» και κατωτέρω «παρακελεύομεν κρίνειν τε τον κατά καιρούς Ηγούμενον τας παρεμπιπτούσας Εκκλησιαστικάς κρίσεις και υποθέσεις και διδόναι διαζύγια ευλόγως εν τοις χωρίοις Αλμης, του Κουσπιδίου, Δουβεράς και Λαραχανής».
Εκ της πρώτης περικοπής δήλον γίνεται ότι η Αλμη πολύ προ του 1672 υπήγετο εις την δικαιοδοσίαν της Μονής, πιθανόν δε είναι ότι ανεγράφετο και εν τοις πρότερον (τω 1503, 1541 και 1551) εκδοθείσιν αλλά μη σωζομένοις, σιγιλλίοις. Αλλ’ η Σάντα γνωρίζομεν ασφαλώς ότι υπήχθη εις την δικαιοδοσίαν της Μονής μόλις περί τα μέσα της ιη' εκατονταετηρίδος, και επομένως δεν δύναται να συνταυτισθή μετά της Αλμης, υπαγόμενης εις την Μονήν τουλάχιστον από του ιζ' αιώνος.
Ότι δε η χώρα από των πρώτων ετών της αποικίσεώς της φέρει το όνομα Σάντα2, μαρτυρούσιν τούτο πλην των αρχαίων χοτζετίων, ιλαμίων, φιρμανίων και άλλων επισήμων εγγράφων και ο εν Κωνσταντινουπόλει κώδιξ, ενώ αναγράφεται «Γεμουρά πασιντά μεβλούχ Σάντα», καθ' ήν μάλιστα εποχήν ηρίθμει επτά μόνον οικίας. Τρίτος δε λόγος δια τον οποίον δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν ότι ωνομάσθη η χώρα Άλμη μετά την αποίκισίν της, είναι ότι αν τω όντι τούτο συνέβαινε, δεν θα ήτο δυνατόν να εκλείψη το όνομα χωρίς να διασωθή περί αυτού καμμία παράδοσις παρά τοις κατοίκοις.
Άλλ’ ούτε προ της αποικίσεώς ωνομάζετο Άλμη, διότι πολλούς αιώνας προ της αλώσεως η χώρα διετέλει έρημος, και επομένως αν αυτή ήτο η εν τοις σιγιλλίοις αναφερομένη Άλμη θα έπαυεν αναγραφομένη εν αυτοίς, ενώ η Άλμη φαίνεται ότι ήτο κατωκημένη και κατά τον ιστ' αιώνα.
Αφού λοιπόν η Σάντα ούτε προ της αποικίσεως αυτής, ούτε μετά ταύτην έλαβε το όνομα Άλμη, πρόδηλον είναι ότι η πληροφορία του πατριαρχικού σιγιλλίου είναι εσφαλμένη προελθούσα εκ παρεννοήσεως. Πώς όμως η παρεννόησις αύτη έλαβε χώραν, περί τούτου θετικόν τι δεν δυνάμεθα να είπωμεν, αλλ’ απλήν γνώμην έχομεν εσχηματισμένην, ήν εκθέτομεν εν τοις εφεξής.
Εν τη χειρογράφω σημειώσει περί της οποίας ανωτέρω είπομεν, απαντάται η σημαντικωτάτη πληροφορία, ότι τα ονόματα των τριών πρώτων ενοριών της Σάντας ήσαν Ιωάννινα, Λίμνη και Άλμη και περί μεν των δύο πρώτων γνωρίζομεν ότι ούτως ωνομάζοντο αι ενορίαι Τερζάντων (Γιαννάντων) και Ισχανάντων (Λιμνία) , ότι όμως ωνομάζετο Αλμη η τρίτη ενορία, Πιστοφάντων, περί τούτου ουδείς ουδέποτε ούτε εξ ημών, ούτε εκ των πατέρων ημών ήκουσε.
Εκ πρώτης όψεως ηδύνατο τις ν’ απατηθή νομίζων ότι έχει σχέσιν τινά προς την πληροφορίαν ταύτην η μαρτυρία του σιγιλλίου και να θεωρήση αυτήν εν μέρει δικαιολογημένην, ακριβής όμως έρευνα του ζητήματος εις διάφορον άγει συμπέρασμα.
Κατά τινα άλλην σημείωσιν Άλμη ωνομάζετο χριστιανικόν τι χωρίον εις Τάσκιοπρι παρά το Τεγερμένγιρτι, του οποίου οι κάτοικοι μετώκησαν εις Μιντσινά, όθεν έπειτα τα μεν δύο τρίτα αυτών μετώκησαν εις Άργιλλαν (πιθ. το χωρίον Τζαμούρια εν τη περιφερεία της Κελκίτης) το δε τρίτον μετώκησεν εις Σάντα και κατώκησε μετά των άλλων κατοίκων εν τη ενορία Θεοδωράντων (Πιστοφάντων) .
Οτι δε τω όντι από Τάσκιοπρι ήλθον κάτοικοι εις Σάντα περί τούτου ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, διότι σχεδόν πάσαι αι παραδόσεις, καίτοι εφθαρμέναι, εν πολλοίς δε και αντιφατικαί, μάλλον ή ήττον σαφώς μαρτυρούσι τούτο. Αναφέροντες δε ενταύθα τας κυριωτέρας εξ αυτών, αρχόμεθα από μιας την οποίαν διέσωσαν εν τζάκι (εν τη περιφερεία της Τιφλίδος άποικοι εκ του χωρίου Τζαμούρια3) και την οποίαν γέρων υπερογδοηκοντούτης αφηγείτο εις τους εκεί παρεπιδημούντας Σανταίους, παρά των οποίων ακούσαντες αυτήν και ημείς την καταχωρούμεν ως επεται. "Εις Τάσκιοπρι, έλεγεν, υπήρχεν ένα καιρόν εν χριστιανικόν χωρίον όπου κατώκουν είκοσι επτά οικογένειαι. Μια ημέραν είχον γάμον εις τον οποίον έτυχε να παρευρεθή και εις εκ των πλησίον κατοικούντων αγάδων. Οι κάτοικοι ετίμησαν αυτόν όσον ημπόρουν καλλίτερα, επειδή όμως αυτός εμέθυσε και ήρχισε να φέρεται ασέμνως, ωργίσθησαν οι νέοι και εφόνευσαν αυτόν. Επειδή δε εφοβήθησαν μήπως γνωσθή το πράγμα εις τους συγγενείς αυτού και κακοπάθωσιν εκ τούτου, εγκατέλιπον το χωρίον των και ελθόντες κατώκησαν εις Μιντσινά4, όθεν πάλιν μετά τινα έτη μετώκησαν εις Σάντα και κατώκησαν εις την ενορίαν Πιστοφάντων (τότε Θοδωράντων)" .
Κατ’ άλλην παράδοσιν, σωζομένην εν Σάντα, εις Μιντσινά υπήρχεν χωρίον του οποίου οι κάτοικοι στενοχωρούμενοι από τους Λεβέντας ή Τελήδας εγκατέλιπον το χωρίον των και τότε μέρος μεν των αποσκευών αυτών έκρυψαν5, τας δε λοιπάς εφόρτωσαν επί αμαξών συρομένων υπό βοών και αφήκαν αυτούς να λάβωσιν οιανδήποτε ήθελον διεύθυνσιν, με την απόφασιν να συστήσωσι χωρίον εκεί όπου θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσι, μη δυνάμενοι να προχωρήσουν περαιτέρω.
Οι βόες έλαβον την προς Νότον διεύθυνσιν και μετά πορείαν διαρκέσασαν πέντε ή εξ ώρας έφθασαν εις Παπάζ κιοϊ ή Κέσια κιοϊ, εκεί όμως εθραύσθη ο τροχός της πρώτης αμάξης, και οι βόες ηναγκάσθησαν να σταματήσωσι ένεκα δε τούτου συνέστησαν εκεί χωρίον ονομασθέν Παπάζ κιοϊ, εκ του αρχηγού της συνοδείας, όστις ήτο ιερεύς.
τέλος 2ου μέρους
Φίλιππος Παπα Απ. Χειμωνίδης
Α' Ιστοριογράφος της Σάντας
"Αποφαινόμεθα και εν Αγίω παρακελεύομεν Πνεύματι ίνα όσα τα χρυσόβουλα και Πατριαρχικά γράμματα και άλλα πάντα τα περί την Μονήν αυτήν την Σεβασμιωτάτην της Παναγίας μου του Σουμελά συνιστώσιν, έχωσι το κύρος βέβαιον και αμετάτρεπτον, όσαι τε και δωρεαί και αφιερώσεις, χωρία τε και τοποθεσίαι και αι περί αυτήν εκκλησίαι και τα λοιπά πάντα έκπαλαι εδόθησαν και αφιερώθησαν και προσηλώθησαν, υπάρχωσιν ανενόχλητα και ακαταζήτητα» και κατωτέρω «παρακελεύομεν κρίνειν τε τον κατά καιρούς Ηγούμενον τας παρεμπιπτούσας Εκκλησιαστικάς κρίσεις και υποθέσεις και διδόναι διαζύγια ευλόγως εν τοις χωρίοις Αλμης, του Κουσπιδίου, Δουβεράς και Λαραχανής».
Παναγία Σουμελά |
Εκ της πρώτης περικοπής δήλον γίνεται ότι η Αλμη πολύ προ του 1672 υπήγετο εις την δικαιοδοσίαν της Μονής, πιθανόν δε είναι ότι ανεγράφετο και εν τοις πρότερον (τω 1503, 1541 και 1551) εκδοθείσιν αλλά μη σωζομένοις, σιγιλλίοις. Αλλ’ η Σάντα γνωρίζομεν ασφαλώς ότι υπήχθη εις την δικαιοδοσίαν της Μονής μόλις περί τα μέσα της ιη' εκατονταετηρίδος, και επομένως δεν δύναται να συνταυτισθή μετά της Αλμης, υπαγόμενης εις την Μονήν τουλάχιστον από του ιζ' αιώνος.
Ότι δε η χώρα από των πρώτων ετών της αποικίσεώς της φέρει το όνομα Σάντα2, μαρτυρούσιν τούτο πλην των αρχαίων χοτζετίων, ιλαμίων, φιρμανίων και άλλων επισήμων εγγράφων και ο εν Κωνσταντινουπόλει κώδιξ, ενώ αναγράφεται «Γεμουρά πασιντά μεβλούχ Σάντα», καθ' ήν μάλιστα εποχήν ηρίθμει επτά μόνον οικίας. Τρίτος δε λόγος δια τον οποίον δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν ότι ωνομάσθη η χώρα Άλμη μετά την αποίκισίν της, είναι ότι αν τω όντι τούτο συνέβαινε, δεν θα ήτο δυνατόν να εκλείψη το όνομα χωρίς να διασωθή περί αυτού καμμία παράδοσις παρά τοις κατοίκοις.
Άλλ’ ούτε προ της αποικίσεώς ωνομάζετο Άλμη, διότι πολλούς αιώνας προ της αλώσεως η χώρα διετέλει έρημος, και επομένως αν αυτή ήτο η εν τοις σιγιλλίοις αναφερομένη Άλμη θα έπαυεν αναγραφομένη εν αυτοίς, ενώ η Άλμη φαίνεται ότι ήτο κατωκημένη και κατά τον ιστ' αιώνα.
Αφού λοιπόν η Σάντα ούτε προ της αποικίσεως αυτής, ούτε μετά ταύτην έλαβε το όνομα Άλμη, πρόδηλον είναι ότι η πληροφορία του πατριαρχικού σιγιλλίου είναι εσφαλμένη προελθούσα εκ παρεννοήσεως. Πώς όμως η παρεννόησις αύτη έλαβε χώραν, περί τούτου θετικόν τι δεν δυνάμεθα να είπωμεν, αλλ’ απλήν γνώμην έχομεν εσχηματισμένην, ήν εκθέτομεν εν τοις εφεξής.
Εν τη χειρογράφω σημειώσει περί της οποίας ανωτέρω είπομεν, απαντάται η σημαντικωτάτη πληροφορία, ότι τα ονόματα των τριών πρώτων ενοριών της Σάντας ήσαν Ιωάννινα, Λίμνη και Άλμη και περί μεν των δύο πρώτων γνωρίζομεν ότι ούτως ωνομάζοντο αι ενορίαι Τερζάντων (Γιαννάντων) και Ισχανάντων (Λιμνία) , ότι όμως ωνομάζετο Αλμη η τρίτη ενορία, Πιστοφάντων, περί τούτου ουδείς ουδέποτε ούτε εξ ημών, ούτε εκ των πατέρων ημών ήκουσε.
Εκ πρώτης όψεως ηδύνατο τις ν’ απατηθή νομίζων ότι έχει σχέσιν τινά προς την πληροφορίαν ταύτην η μαρτυρία του σιγιλλίου και να θεωρήση αυτήν εν μέρει δικαιολογημένην, ακριβής όμως έρευνα του ζητήματος εις διάφορον άγει συμπέρασμα.
Κατά τινα άλλην σημείωσιν Άλμη ωνομάζετο χριστιανικόν τι χωρίον εις Τάσκιοπρι παρά το Τεγερμένγιρτι, του οποίου οι κάτοικοι μετώκησαν εις Μιντσινά, όθεν έπειτα τα μεν δύο τρίτα αυτών μετώκησαν εις Άργιλλαν (πιθ. το χωρίον Τζαμούρια εν τη περιφερεία της Κελκίτης) το δε τρίτον μετώκησεν εις Σάντα και κατώκησε μετά των άλλων κατοίκων εν τη ενορία Θεοδωράντων (Πιστοφάντων) .
Οτι δε τω όντι από Τάσκιοπρι ήλθον κάτοικοι εις Σάντα περί τούτου ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, διότι σχεδόν πάσαι αι παραδόσεις, καίτοι εφθαρμέναι, εν πολλοίς δε και αντιφατικαί, μάλλον ή ήττον σαφώς μαρτυρούσι τούτο. Αναφέροντες δε ενταύθα τας κυριωτέρας εξ αυτών, αρχόμεθα από μιας την οποίαν διέσωσαν εν τζάκι (εν τη περιφερεία της Τιφλίδος άποικοι εκ του χωρίου Τζαμούρια3) και την οποίαν γέρων υπερογδοηκοντούτης αφηγείτο εις τους εκεί παρεπιδημούντας Σανταίους, παρά των οποίων ακούσαντες αυτήν και ημείς την καταχωρούμεν ως επεται. "Εις Τάσκιοπρι, έλεγεν, υπήρχεν ένα καιρόν εν χριστιανικόν χωρίον όπου κατώκουν είκοσι επτά οικογένειαι. Μια ημέραν είχον γάμον εις τον οποίον έτυχε να παρευρεθή και εις εκ των πλησίον κατοικούντων αγάδων. Οι κάτοικοι ετίμησαν αυτόν όσον ημπόρουν καλλίτερα, επειδή όμως αυτός εμέθυσε και ήρχισε να φέρεται ασέμνως, ωργίσθησαν οι νέοι και εφόνευσαν αυτόν. Επειδή δε εφοβήθησαν μήπως γνωσθή το πράγμα εις τους συγγενείς αυτού και κακοπάθωσιν εκ τούτου, εγκατέλιπον το χωρίον των και ελθόντες κατώκησαν εις Μιντσινά4, όθεν πάλιν μετά τινα έτη μετώκησαν εις Σάντα και κατώκησαν εις την ενορίαν Πιστοφάντων (τότε Θοδωράντων)" .
Κατ’ άλλην παράδοσιν, σωζομένην εν Σάντα, εις Μιντσινά υπήρχεν χωρίον του οποίου οι κάτοικοι στενοχωρούμενοι από τους Λεβέντας ή Τελήδας εγκατέλιπον το χωρίον των και τότε μέρος μεν των αποσκευών αυτών έκρυψαν5, τας δε λοιπάς εφόρτωσαν επί αμαξών συρομένων υπό βοών και αφήκαν αυτούς να λάβωσιν οιανδήποτε ήθελον διεύθυνσιν, με την απόφασιν να συστήσωσι χωρίον εκεί όπου θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσι, μη δυνάμενοι να προχωρήσουν περαιτέρω.
Οι βόες έλαβον την προς Νότον διεύθυνσιν και μετά πορείαν διαρκέσασαν πέντε ή εξ ώρας έφθασαν εις Παπάζ κιοϊ ή Κέσια κιοϊ, εκεί όμως εθραύσθη ο τροχός της πρώτης αμάξης, και οι βόες ηναγκάσθησαν να σταματήσωσι ένεκα δε τούτου συνέστησαν εκεί χωρίον ονομασθέν Παπάζ κιοϊ, εκ του αρχηγού της συνοδείας, όστις ήτο ιερεύς.
τέλος 2ου μέρους
Φίλιππος Παπα Απ. Χειμωνίδης
Α' Ιστοριογράφος της Σάντας
1) Ο κ. Επαμ. Θ. Κυριακίδης (Ιστορικόν της Ιερ. Μ. Σουμελά σελ. 209) εικάζει ότι το όνομα Σάντα προήλθεν εκ της τουρκικής λέξεως σαντάλ (λέμβος) προς το οποίον τω όντι η χώρα προσομοιάζει.
Η γνώμη αύτη δεν είναι πρωτότυπος, και αληθώς υφίσταται παράδοσις τις, καθ’ ήν ότε οι οικισταί ήλθον εις την χώραν εξεπλάγησαν δια την πολλήν ομοιότητα αυτής προς Σαντάλ, και είπον προς αλλήλους «αυτό το μέρος πολύ μοιάζει με Σαντάλ». Έκτοτε λέγουσιν ωνομάζετο Σαντάλ και μόλις μετά παρέλευσιν ετών τινων τη αποκοπή του μόλις ακουσμένου τελικού λ προέκυψε το όνομα Σαντά.
Άλλοι δε ισχυρίζονται ότι το όνομα τούτο εδόθη εις την χώραν μετά την αποίκισιν προς διαιώνισιν της μνήμης του οικιστού, τοιούτον τι επίθετον φέροντος, αλλά και η γνώμη αύτη δεν είναι ορθή, διότι, τω όντι ακούομεν αυτόν λεγόμενον Κωνσταντίνον Σαντέτεν, αλλ’ η κατάληξις ετες είναι τοπική, δηλωτική τής πατρίδος ως Γεμουρέτες, Κρωμέτες, Φτελενέτες κλπ. καί μάλλον σημαίνει ότι το Σαντέτες παρήχθη εκ του Σάντα ή τανάπαλιν.
Αλλοι επίσης φρονούσι ότι παρήχθη εκ του τουρκικού Σαντούκ (κιβώτιον). Καθ’ ημάς όλαι αύται αι ετυμολογίαι είναι βεβιασμέναι και επισφαλείς, αφού δε απεδείχθη ότι η χώρα εις παλαιάν εποχήν ωνομάζετο Σίντα, η μόνη λογική και φυσική εξήγησις της παραγωγής του ονόματος Σάντα είναι εκείνη την οποίαν ανωτέρω εδώκαμεν.
2)Συζητείται αν πρέπει να ονομασθή η χώρα Σάντα ή Σαντά, ως κοινώς λέγεται. Αν υπερίσχυεν η γνώμη ότι το όνομα προήλθεν εκ του τουρκικού Σαντάλ, τότε βεβαίως έπρεπε να είναι το δεύτερον, αφού όμως πιθανώτερον είναι ότι παρήχθη εκ του Σίντα, προτιμότερον νομίζομεν ότι είναι να επικράτηση το πρώτον, ήτοι Σάντα.
3) Oι άποικοι ούτοι κατήγοντο εκ Σάντας
4) Αναφέρει προσέτι η παράδοσις ότι εις εκ των αγρών αυτών εν Μιντσινά τοσούτον ηυφόρησεν, ώστε εν μέτρον σίτου σπαρέντος έδωκεν ογδοήκοντα και έκτοτε ο αγρός ούτος ωνομάσθη Σεξέν - βερέν. Εκ του αγρού δε βραδύτεροι και όλη η περιοχή ωνομάσθη Σεξέν - βερε και μέχρι σήμερον τούτο το όνομα φέρει.
5) Εκ τούτων ευρέθη προ ετών αποθήκη περιέχουσα άλας και αλλα τινά αντικείμενα. Επίσης ευρέθησαν και τα ερείπια του παρεκκλησίου αυτών πέριξ των οποίων ευρέθησαν και οστά, όπερ άγει ημάς εις την υπόθεσιν, ότι διέμειναν εκεί επί μακράν.
Η γνώμη αύτη δεν είναι πρωτότυπος, και αληθώς υφίσταται παράδοσις τις, καθ’ ήν ότε οι οικισταί ήλθον εις την χώραν εξεπλάγησαν δια την πολλήν ομοιότητα αυτής προς Σαντάλ, και είπον προς αλλήλους «αυτό το μέρος πολύ μοιάζει με Σαντάλ». Έκτοτε λέγουσιν ωνομάζετο Σαντάλ και μόλις μετά παρέλευσιν ετών τινων τη αποκοπή του μόλις ακουσμένου τελικού λ προέκυψε το όνομα Σαντά.
Άλλοι δε ισχυρίζονται ότι το όνομα τούτο εδόθη εις την χώραν μετά την αποίκισιν προς διαιώνισιν της μνήμης του οικιστού, τοιούτον τι επίθετον φέροντος, αλλά και η γνώμη αύτη δεν είναι ορθή, διότι, τω όντι ακούομεν αυτόν λεγόμενον Κωνσταντίνον Σαντέτεν, αλλ’ η κατάληξις ετες είναι τοπική, δηλωτική τής πατρίδος ως Γεμουρέτες, Κρωμέτες, Φτελενέτες κλπ. καί μάλλον σημαίνει ότι το Σαντέτες παρήχθη εκ του Σάντα ή τανάπαλιν.
Αλλοι επίσης φρονούσι ότι παρήχθη εκ του τουρκικού Σαντούκ (κιβώτιον). Καθ’ ημάς όλαι αύται αι ετυμολογίαι είναι βεβιασμέναι και επισφαλείς, αφού δε απεδείχθη ότι η χώρα εις παλαιάν εποχήν ωνομάζετο Σίντα, η μόνη λογική και φυσική εξήγησις της παραγωγής του ονόματος Σάντα είναι εκείνη την οποίαν ανωτέρω εδώκαμεν.
2)Συζητείται αν πρέπει να ονομασθή η χώρα Σάντα ή Σαντά, ως κοινώς λέγεται. Αν υπερίσχυεν η γνώμη ότι το όνομα προήλθεν εκ του τουρκικού Σαντάλ, τότε βεβαίως έπρεπε να είναι το δεύτερον, αφού όμως πιθανώτερον είναι ότι παρήχθη εκ του Σίντα, προτιμότερον νομίζομεν ότι είναι να επικράτηση το πρώτον, ήτοι Σάντα.
3) Oι άποικοι ούτοι κατήγοντο εκ Σάντας
4) Αναφέρει προσέτι η παράδοσις ότι εις εκ των αγρών αυτών εν Μιντσινά τοσούτον ηυφόρησεν, ώστε εν μέτρον σίτου σπαρέντος έδωκεν ογδοήκοντα και έκτοτε ο αγρός ούτος ωνομάσθη Σεξέν - βερέν. Εκ του αγρού δε βραδύτεροι και όλη η περιοχή ωνομάσθη Σεξέν - βερε και μέχρι σήμερον τούτο το όνομα φέρει.
5) Εκ τούτων ευρέθη προ ετών αποθήκη περιέχουσα άλας και αλλα τινά αντικείμενα. Επίσης ευρέθησαν και τα ερείπια του παρεκκλησίου αυτών πέριξ των οποίων ευρέθησαν και οστά, όπερ άγει ημάς εις την υπόθεσιν, ότι διέμειναν εκεί επί μακράν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου