Πως προήλθε η ονομασία Σαντα. Μέρος 1ο

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Νοτιοανατολικώς της Τραπεζούντος, εις δωδεκάωρον απ’ αυτής απόστασιν, εκατέρωθεν του ποταμού Γιάμπολους και επί των κλιτύων δύο υψηλών οροσειρών κείται η Ελληνική κωμόπολις Σάντα της οποίας την ιστορίαν μέλλομεν να αφηγηθώμεν.
Αλλά πριν αρξώμεθα του έργου κρίνομεν ουκ από σκοπού να προτάξωμεν ολίγας παρατηρήσεις επί των επομένων ζητημάτων:
 α'. Αν υπήρξαν ποτέ αρχαίοι κάτοικοι εν τη χώρα.
 β'. Αν αυτή εσχέ ποτέ διάφορον του νυν υφισταμένου ονόματος.
 γ'. Πόθεν προήλθεν η ο­νομασία Σάντα.
 δ'. Ποία υπήρξεν η μητρόπολις αυτής και
 ε'. Ποιον το έτος της αποικίσεώς της.
Τούτο πράττοντες ομολογούμεν ότι ουδαμώς έχομεν την αξίωσιν ότι λύομεν οριστικώς τα ζητή­ματα ταύτα, αλλ’ απλώς προτιθέμεθα δια των παρατηρήσεων η­μών να υποκεντήσωμεν το ενδιαφέρον των αρμοδίων ίνα συν τω χρόνω δι’ επισταμένης και εμβριθούς ερεύνης φέρωσιν εις φώς ό,τι ημείς να διευκρινήσωμεν δεν ηδυνήθημεν. Και πρώτον αν η Σάντα είχεν αρχαίους κατοίκους. Κοινώς παραδέχονται ότι η χώ­ρα αυτή κατωκείτο το πάλαι υπό λαού περί του οποίου ουδεμίαν ιστορικήν είδησιν έγγραφον ή άγραφον έχομεν.

Στηρίζουσιν δε την γνώμην αυτών κυρίως επί των πολλαχού της χώρας ανακαλυφθέντων ερειπίων παρεκκλησίων, εις πολύ προγενεστέραν της αλώσεως εποχήν αναγομένων.
 Τα παρεκκλήσια ταύτα είναι: του Αγίου Θεοδώρου εν τη ενορία Τερζάντων, του Αγίου Ιωάννου, του Αγίου Κωνσταντίνου εν τη ενορία Ζουρνατζάντων, της Αγίας Μαρίνης, της Αγίας Κυριακής παρά τον ποταμόν, του Αγίου Θεοδώρου του Μαρέτα και άλλα τινά.
Τα περί της ανακαλύψεως των παρεκκλησίων τούτων η παράδοσις αναφέρει ως εξής: Ότε ακόμη οι φυγάδες ήσαν εις Κοβλακά απέστειλαν μερικούς εξ αυτών να επισκοπήσωσι τα πέριξ μέρη και να ζητήσωσιν έτερον τό­πον καταλληλότερον δι’ οίκησιν. Οι απεσταλμένοι ούτοι διελθόντες το οροπέδιον Καζουκλού ενέπεσαν εις πυκνόν και εκτεταμένον δάσος , εντός του οποίου βαδίζοντες έφθασαν εις την θέσιν οπού σήμερον είναι η ενορία Τερζάντων.
 Ενώ δε περιεπλανώντο εντός του δάσους παρετήρησαν μετ’ εκπλήξεως μικρόν ηρειπωμένον οικοδόμημα εις την θέσιν ένθα σήμερον είναι το νεκροταφείο της ενορίας, το οποίον ευκόλως ανεγνώρισαν ότι ήτο εκκλησία. Εκ τούτου συνεπέραναν ότι το μέρος τούτο ήτο ποτέ κατωκημένον, εθεώρησαν δε την εύρεσιν εκκλησίας καλόν οιωνόν και δια τούτο εξέλεξαν τον τόπον τούτον κατάλληλον δι’ οίκησιν. Εντεύθεν έλαβε την αρχήν η μέχρις ημών περί της αρχαιότητος της Σάντας αμυδρώς διασωθείσα παράδοσις περί ης είπομεν ανωτέρω. 
Επτά δε έτη μετά ταύτα τυχαίως ανευρέθησαν και τα ερείπια του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου, όπου ως λέγεται, ανασκαπτομένου του εδάφους ευρέθησαν εικόνες και σταυροί και οστά. Πολλούς χρόνους μετά ταύτα ανεκαλύφθησαν και τα λοιπά παρεκκλήσια, τελευταίον δε πάντων του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Κυριακής περί των οποίων μικρόν αρμόζει να ενδιατρίψωμεν.
Εις την θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε προ πεντήκοντα ετών μικρόν ύψωμα, επί του οποίου υψούτο κολοσσιαία ελάτη. Πέριξ του υψώματος ήσαν αι οικίαι και υπό την ελάτην συνήρχοντο κατά τας ώρας της ανέσεως όλοι οι γέροντες της ενορίας και συνδιελέγοντο, ουδείς δε υπώπτευε τι έκρυπτε το δένδρον υπό τας ρίζας. 
Αλλά νύκτα τινά του χειμώνος, πνεύσαντος σφοδρού ανέμου, το δένδρον ανεσπάσθη πρόρριζον, και συν αυτώ μέρος τι του υψώματος, και ότε την επαύριον οι κάτοικοι έσπευσαν επί τόπου, είδον μετά μεγάλης εκπλήξεως ότι ευρίσκετο υπό την γην οικοδόμημα. Ανέσκαψαν τότε όλον το πέριξ έδαφος και εξήγαγον εικόνας και σταυρούς και οστά, και εξέθαψαν δύο παρεκκλήσια παράλληλα κείμενα και κεκοσμημένα ένδοθεν διά τοιχογραφιών. 
Επισκευάσαντες δε αυτά τα ετίμησαν επ’ ονόματι των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, και μέχρι προ τριάκοντα ετών αυτά είχον καθολικήν εκκλησίαν. Το δε παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής ανεκαλύφθη ως εξής: Πλησίον των κεραμείων (κερχανάδων) και παρά το χείλος του ποταμού επί μικρού υψώματος ευρίσκετο προ επτά ετών μικρά και άσημος καλύβη άστεγος και πεφυτευμένη υπό αγρίων λεπτοκαρεών, την οποίαν οι κάτοικοι ετίμων επ’ ονόματι της  Αγίας Κυριακής.
 Καίτοι  όμως ηρειπωμένη η καλύβη, είχεν εν τούτοις ανέκαθεν προσελκύσει τον σεβασμόν των κατοίκων, παρά τοις οποίοις παράδοσίς τις ανέφερεν ότι εκεί ήτο παλαιά εκκλησία. Τότε όμως επιστεύθη τούτο, ότε προ επτά ετών δύο ευλαβείς κάτοικοι της ενορίας Ζουρνατζάντων αναλαβόντες να ανεγείρωσιν ιδίαις δαπάναις το παρεκκλήσιον ανέσκαψαν το χώμα και ανεκάλυψαν λαμπρόν εκκλησίδιον κεκοσμημένον ως το του Αγίου Κωνσταντίνου δια τοιχογραφιών, σχεδόν ακέραιον. Δυστυχώς όμως ουδέν ίχνος του ιστορικού εκείνου κειμηλίου παρέμεινεν. Ενώ δε η γη μετά τόσης ευλαβείας διετήρει αυτό αβλαβές τις οίδε πόσους αιώνας, ότε ήλθεν ο καιρός να μελετηθή και πολλά σημεία της ιστορίας ημών εκ τούτου να διευκρινισθώσιν, οι μηδέν ειδότες ειρημένοι ευλαβείς κατέστρεψαν αυτό βανδαλικώς ίνα επ’ αυτού ανεγείρωσιν έτερον μεγαλοπρεπέστερον, χωρίς βεβαίως να συναισθάνωνται το έγκλημα το οποίον διέπραξαν απέναντι της ιστορίας του τόπου.

Πλην των παρεκκλησίων τούτων οι παραδεχόμενοι την αρχαιότητα της Σάντας προβάλλουσιν ως επιχείρημα και την μαρτυρίαν πατριαρχικού σιγιλλίου εν τοις αρχείοις της I. Μ Σουμελά αποκειμένου, έν ω  αναφέρεται ότι μεταξύ των αποτελούντων την εξαρχίαν της ειρημένης Μονής χωρίων υπήρχε και τι αρχαίον χωρίον Άλμη, επιπροστιθεμένου ότι η  Άλμη αύτη είναι  η μετά ταύτα κληθείσα Σάντα. Αντιθέτως όμως προς τούτοις, υπάρχουσι και οι φρονούντες ότι η Σάντα ανέκαθεν μέχρι της αποικίσεως αυτής διετέλει έρημος, και ότι επομένως ουδέποτε έσχεν έτερον όνομα παρά το νυν υφιστάμενον. 
Κατ' αυτούς μόνη η ανακάλυψις ερειπίων παρεκκλησίων δεν είναι ικανή να μας πείση περί της εν τω τόπω της ευρέσεως αυτών ποτέ υπάρξεως και διαβιώσεως κατοίκων. Διότι, λέγουσι, τοιαύτης υποθέσεως δεκτής γενομένης, πας τόπος και πάσα χώρα ένθα τοιαύτα τεκμήρια ανακαλύπτονται θα ελογίζετο πάλαι ποτέ οικουμένη και πολυάνθρωπος, αυταί δε
αι κορυφαί των ορέων εφ’ ών και ημείς σήμερον ανεγείρομεν παρεκκλήσια εις πολλών ενίοτε ωρών από των χωρίων απόστασιv θα εκινδύνευον να λογισθώσιν μετά παρέλευσιν γενεών τινων ότι υπήρξαν ποτέ κατωκημένα υπό χριστιανικού πληθυσμού.
 Γεννάται όμως τότε το ζήτημα υπό τίνων ανηγέρθησαν τα παρεκκλήσια και εις ποίαν εποχήν. Προς εξήγησιν τούτου διάφοροι επλάσθησαν υποθέσεις. Και τινές μεν ισχυρίσθησαν ότι ταύτα ήσαν παρεκκλήσια ασκητών κατά τους πρώτους του χριστιανισμού αιώνας ανεγερθέντα, άλλοι δε στηριζόμενοι επί της παρατηρήσεως  ότι το Άγιον Βήμα του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου είχε δύο μόνον στοάς, ως πάντα τα  αρμενικά, υπέθεσαν ότι εκτίσθησαν υπό των κατοίκων των χωρίων Ισχάν ή Γλιτζάντων τα οποία ήσαν κατωκημένα υπό  Αρμενίων  και άλλοι άλλα ισχυρίσθησαν και εικοτολόγησαν. 
Εις τας υποθέσεις ταύτας αναγκάζονται να καταφύγωσιν οι μη παραδεχόμενοι την αρχαιότητα της Σάντας, διότι είναι δύσκολον να εξηγήσωσι τι απέγιναν οι πρώτοι κάτοικοι, αν ποτέ υπήρχον τοιούτοι εν τη χώρα  και τίνος ένεκα ιστορικού αιτίου εξηφανίσθησαν χωρίς να παραμείνη ουδέν ίχνος, ερείπια π.χ. οικιών, ως υπάρχουσι τοιαύτα παρεκκλησίων, μαρτυρούντα την ύπαρξιν αυτών. 
Εκ των ποικίλων τούτων διηγήσεων αποβαίνει δυσχερές να ανεύρη τις την αλήθειαν, διότι ου μόνον έγγραφον πληροφορίαν σχετικήν προς το ζήτημα ουδεμίαν έχομεν, αλλά και η παράδοσις ουδεμίαν ασφαλή πληροφορίαν διέσωσεν. Αν αύτη τουλάχιστον ήτο αγνή και ανόθευτος και δεν ηλλοιούτο, μετά μύθων και άλλων παραδόσεων παραμιγείσα, πολλάς ωφελείας ηδύνατο τις εκ ταύτης ν’ αρυσθή και πολλά σημεία της ιστορίας ημών σκοτεινά και δυσεξήγητα να διαλευκάνη και να εξηγήση. 
Τούτο όμως ατυχώς δεν συνέβη, ένεκα δε τούτου ο επιχειρών την λύσιν των ζητημάτων τούτων προσκρούει εις δυσυπέρβλητα προσκόμματα και εις πληθύν αντιφάσεων, προερχομένων εκ του συμφύρματος αρχαίων και νεωτέρων εντελώς ασχέτων προς αλλήλας παραδόσεων, ώστε έχων πεποίθησιν εις ην παράδοσιν και μόνον κατά τας υπαγορεύσεις αυτής γράφων, ουδέν άλλο ή μυθολογικόν πέπλον συνυφαίνει.
Πρώτιστον έργον του γράφοντος την Ιστορίαν της Σάντας είναι ν’ αποπλύνη και να αποκαθάρη την διασωθείσαν παράδοσιν, να  διΐδη και ν’ αποκρίνη πάσας τας περί το αυτό ιστορικόν γεγονός στρεφομένας, ίνα ούτω κατά το μάλλον ή ήττον ασφαλώς δυνηθή να πλησιάσω προς το βέβαιον και αληθές. Τούτο όμως απαιτεί γνώσεις ποικίλας, πείραν και πολυετή έρευναν, εις την εργασίαν δε ταύτην ημείς ως εκ των δυνάμεων και ως εκ  της θέσεως ημών ήκιστα ηδυνήθημεν να υποβληθώμεν, διό και τα εν τοις εφεξής επιχειρήματα ημών μη θεωρηθήτωσαν από τρίποδος αληθή και αδιάψευστα.
Λέγομεν ότι δεν πρέπει τα παρεκκλήσια ν' αποδοθώσιν εις ασκητάς, πρώτον μεν διότι εκείνοι ανεγείρουσιν τοιαύτα εντός βράχων και σπηλαίων, μακράν πάσης επικοινωνίας και τύρβης, ταύτα δε ευρίσκονται τα πλείστα εντός πεδιάδων ή εις περίοπτους θέσεις ήκιστα καταλλήλους δι' ασκητικόν σκοπόν, δια τον οποίον ηδύνατο να χρησιμεύωσιν άριστα τα υπερκείμενα βουνά , δεύτερον δε διότι τα πλείστα ήσαν εκτισμένα δι' ασβέστου και μετ’ αρκετής φιλοκαλίας ηυπρεπισμένα, ως αρμόζει εις ναούς συχναζομένους, το οποίον βεβαίως δεν θα συνέβαινεν εάν ήσαν ασκητικά. 
Η γνώμη δε ότι ανηγέρθησαν υπό όμορων Αρμενίων έχεται πιθανότητος έφ' όσον μόνον στηρίζεται επί της υποθέσεως ότι η αποίκισις της Σάντας δεν ανατρέχει πέραν του 1665 έτους. Αφού όμως αύτη αριδήλως απεδείχθη ότι συνέβη κατά τα πρώτα μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος έτη, και η γνώμη αύτη εκπίπτει άφ’ εαυτής, διότι προ της εποχής ταύτης και πολύ ύστερον οι Αρμένιοι των ειρημένων χωρίων ήσαν Χριστιανοί, και δεν υπήρχε λόγος να εγκαταλίπωσιν ή να κατεδαφίσωσι τα παρεκκλήσια των, κείμενα μάλιστα ουχί μακράν των χωρίων αυτών. 
Αφού λοιπόν ούτε υπό ασκητών, ούτε υπό Αρμενίων ανηγέρθησαν, κατ’ ανάγκην οφείλομεν να παραδεχθώμεν ότι υπήρχον εν τη χώρα αρχαίοι κάτοικοι οι οποίοι ανήγειραν αυτά. Τούτο άλλως τε αμυδρώς μαρτυρεί και το λεγόμενον «τζινηβηζτάν καλμάκ» λέγοντες δε εν Σάντα «τούτο είναι τζινηβηζτάν καλμάκ» εννοούσιν ότι είναι  αρχαίον και ότι παρέμεινεν από των πρώτων κατοίκων της χώρας.
'Οτι δε η έλλειψις ερειπίων οικοδομών ή άλλων τοίχων δεν είναι επιχείρημα σοβαρόν κατά της ημετέρας γνώμης εννοείται εκ του ότι κατά την εποχήν εκείνην αι πλείσται αγροτικαί οικίαι κατεσκευάζοντο εκ ξύλων, ως και σήμερον ακόμη περί την Γεμουράν, εν Φτελέν και αλλαχού και ότι και αυταί αι λίθιναι ως μη δι’ ασβέστου οικοδομημέναι ευκόλως κατέρρευσαν και εκαλύφθησαν υπό χώματος και απεδασώθησαν αι θέσεις των, ούτως ώστε να λείψη εντελώς παν ίχνος αυτών.
Προκειμένου περί της ερεύνης του ζητήματος αν υπήρχον αρχαίοι κάτοικοι εν Σάντα, την προσοχήν ημών κυρίως δέον να εφελκύσουν τα πολλαχού της χώρας εγκατεσπαρμένα υπολείμματα πεφρυγμένων σιδηρούχων λίθων (λιθόμπορα) , τα οποία, παρά πλείστων μεν θεωρούνται μεταγενεστέρων χρόνων, εμοί δε φαίνονται ότι είναι ασφαλή και πειστικά τεκμήρια της αρχαιότητας της χώρας.
Είναι αληθές ότι πλείστα τούτων είναι νεωτέρων χρόνων, και πολλοί γέροντες ενθυμούνται την εποχήν καθ’ ήν εχωνεύοντο τοιούτοι σιδηρούχοι λίθοι, υπάρχουσιν όμως και άλλα ως εν Πουρούν, Τζαμουρόπα και αλλαχού εντός των δασών και υπό τας ρίζας των ελατών, των οποίων η αρχαιότης είναι αναμφισβήτητος, διότι βεβαίως δεν θα επρόφθανον να καλυφθώσιν υπό δασών εάν ήσαν νεωτέρας εποχής.
Πλην τούτων υπάρχουσιν εν Σάντα ίχνη και μεταλλείων, περί της εποχής της λειτουργίας των οποίων ουδείς ούδ’ εκ παραδόσεως γνωρίζει τι, και τα οποία ομοίως πρέπει να θεωρηθώσιν αρχαία, διότι οι νεώτεροι κάτοικοι εξ όσων γνωρίζομεν ουδέποτε εξώρυξαν μεταλλεία εν τη χώρα, αλλά περιωρίσθησαν μόνον εις την χώνευσιν σιδηρούχων λίθων. Εκ πάντων τούτων εξάγομεν το συμπέρασμα ότι υπήρχον αρχαίοι κάτοικοι εν Σάντα και ότι ήσαν μεταλλουργοί. 
Ότι δε τοιούτοι ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας, ήτο γνωστόν εις τους αποίκους και από τούτων μετεδόθη εκ παραδόσεως και εις επιγόνους. Η παράδοσις «οι παλαιοί Σαντέτ ματεντζήδες  έσαν» την οποίαν συχνάκις ακούομεν, αλλά και ως ασήμαντον περιφρονούμεν, δεν είναι των νεωτέρων χρόνων κατασκεύασμα, ως πολλοί υποθέτουσιν, αλλ' έχει την αρχήν αυτής από των πρώτων ετών της αποικίσεως και μέχρι των μέσων του ΙΣΤ' αιώνος εις τους πρώτους κατοίκους της χώρας ανεφέρετο.  
Επειδή όμως και οι άποικοι διεκρίθησαν ως άριστοι μεταλλουργοί, οι επίγονοι απέδωκαν εις αυτούς την παράδοσιν και βαθμηδόν ελησμονήθη η αρχή αυτής, ώστε λέγοντες σήμερον οι κάτοικοι «οι παλαιοί Σαντέτ  ματεντζήδες έσαν» εννοούσι, τους αποίκους, ήτοι τους εκ Πλατάνων ελθόντας.

τέλος 1ου μέρους

Φίλιππος Παπα Απ. Χειμωνίδη
Α' Ιστοριογράφος Σαντας του Πόντου

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah