Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

'Ισως η μητέρα να ήξερε ότι δε θα με ξανάβλεπε όταν με αποχωρίστηκε, αλλά εγώ σίγουρα δεν το ήξερα. Δε θα την είχα αφήσει ποτέ να φύγει. Αν ήξερα ότι δε θα την ξανάβλεπα, θα είχα συρθεί με τα πόδια και τα χέρια και θα είχα διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα, διατιθεμένη να αντιμετωπίσω χιλιάδες φορές το θάνατο για να μείνω κοντά της. Όταν είπε «Ίσως να είναι καλύτερα να μείνεις με αυτή την κυρία για λίγο», εγώ είπα «ναι», αλλά αυτό το έκανα γιατί ποτέ μου δεν έλεγα «όχι» στη μητέρα μου. Την αγαπούσα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να της αρνηθώ τίποτε. 
Ακόμα και οι Τούρκοι την αγαπούσαν. Το όνομα της μητέρας μου ήταν Παρθένα, αλλά οι Τούρκοι πάντα τη φώναζαν «Γκιουζέλ» που σημαίνει όμορφη. Και πράγματι ήταν όμορφη. Όταν βρισκόσουν κοντά της ήταν σαν να ξανάνιωνες. Και εγώ την αγαπούσα ακόμα πιο πολύ. Την αγαπούσα περισσότερο και από τη ζωή μου.
Το ξέρω ότι με έδωσε και με αποχωρίστηκε για να με σώσει. Κάποια φορά κόντεψα να πεθάνω, αλλά αυτό έγινε όταν ήμουν εννιά χρόνων, πριν την εξορία. Ήταν αρχές φθινοπώρου. Καθόμουν στο χωράφι και έπαιζα ήσυχα μόνη μου, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό τσούξιμο στο πόδι μου. Έβγαλα μια κραυγή και μετά ένιωσα άλλο ένα τσίμπημα. Έμεινα καθισμένη, φωνάζοντας, ζαλισμένη από το δυνατό πόνο. Άκουσα φωνές. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήρθαν τρέχοντας. Τότε, ο Πατέρας με σήκωσε στα χέρια και με μετέφερε στο σπίτι.
0 Παππούς έμενε στο πλάι μου νύχτα-μέρα. Ήταν κάτι σαν γιατρός στα μέρη μας. Οι χωρικοί έρχονταν σ’ αυτόν, γιατί πραγματικός γιατρός δεν υπήρχε εκεί κοντά. Μια φορά, ήρθε μια συγχωριανή που είχε μια μεγάλη κύστη στο στήθος της. 0 Παππούς την άνοιξε και την καθάρισε και σε λίγο καιρό η γυναίκα είχε γίνει καλά. Ακόμα και χρέη οδοντογιατρού εκτελούσε ο Παππούς, αν χρειαζόταν.
Ήμουν αναίσθητη για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα, άκουσα τη Μητέρα μου να μιλά χαμηλόφωνα, σαν σε όνειρο. Την ίδια ώρα, καταλάβαινα ότι μου χάιδευε απαλά το κούτελο.
«Μικρή μου Θυμία», έλεγε με την τρυφερή φωνή της. «Γλυκιά μου, γλυκιά Θυμία μου, άνοιξε τα μάτια σου».
Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα γονατισμένη δίπλα μου. Στο όμορφο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η ανησυχία. 0 Παππούς έστεκε δίπλα της και με το βλέμμα καρφωμένο επάνω μου έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, εκείνος τα έκλεισε το πιθανότερο για να προσευχηθεί ή ίσως για να κρύψει τα έντονα συναισθήματα που ένιωσε για το αγαπημένο του εγγόνι.
Μερικοί είπαν ότι με είχε δαγκώσει φίδι, αλλά κανένας δεν ήξερε σίγουρα. Υπήρχαν δύο μικρά σημάδια στο πόδι μου που παρέμειναν ουλές. Είναι τα μόνα ενθύμια που έχω από την περίοδο εκείνη που η ζωή μου φαινόταν πως θα κυλούσε ευτυχισμένη, κοντά στους ανθρώπους που αγαπούσα.
Η Μητέρα μου ετοίμασε ένα κρεβάτι πλάι στη φωτιά για να με έχει κοντά της την ώρα που δούλευε. Την παρακολουθούσα την ώρα που έφτιαχνε ένα ξεχωριστό ψωμί εκείνη την ημέρα, από αυτά που έψηνε στο τζάκι και όχι στο φούρνο.
«Υπάρχει μια ιστορία για αυτό το είδος ψωμιού», είπε η μητέρα μου.
Η καρδιά μου πλημμύριζε από την αγάπη για εκείνη, μια αγάπη που δεν είχα καταφέρει ποτέ να εκφράσω ολοκληρωτικά.
«Ήταν κάποτε δύο αδελφές», άρχισε. «Η μία ήταν πολύ πλούσια και η άλλη πολύ φτωχή. Μια μέρα, η φτωχή αδελφή αποφάσισε να φτιάξει ψωμί, αλλά ήταν τόσο φτωχή που πήρε λίγη στάχτη και την ανακάτεψε με το αλεύρι για να της φτάσει. Το ζύμωσε, μετά καθάρισε μια μεριά στο πέτρινο πάτωμα κοντά στο τζάκι και ακούμπησε εκεί τη ζύμη. Πάνω από τη ζύμη, έβαλε λίγα φύλλα για σκέπασμα και την άφησε να ψηθεί. Όταν τελείωσε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε και αντίκρισε ένα φτωχό γεράκο που έμοιαζε πολύ κουρασμένος και ταλαιπωρημένος.
—        Σε παρακαλώ, της είπε. Έχεις να μου δώσεις κάτι να φάω; Είμαι πολύ πεινασμένος και δεν έχω καθόλου φαγητό.
—        Α! είπε η φτωχή αδελφή. Μόλις έψησα λίγο ψωμί, αλλά ανακάτεψα τη ζύμη με στάχτη, γιατί δε μου έφτανε το αλεύρι για να φτιάξω ολόκληρη φραντζόλα. Κόπιασε να το μοιραστούμε, αν θέλεις.
Και έτσι, η φτωχή αδελφή μοιράστηκε το ψωμί της με τον γεράκο και αυτός μετά συνέχισε στο δρόμο του. Πήγε και πάλι να ζητήσει λίγο φαγητό. Αυτή τη φορά, όμως, πήγε στο σπίτι της πλούσιας αδελφής που επίσης μόλις είχε τελειώσει το ψήσιμο του ψωμιού. Αυτή δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει στάχτη με τη ζύμη, αφού ήταν πολύ πλούσια. Αλλά όταν ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα, αυτή έκρυψε το ψωμί που μόλις είχε ψήσει.
—        Σε παρακαλώ, της είπε ο γεράκος όταν άνοιξε την πόρτα. Έχεις να μου δώσεις κάτι να φάω; Είμαι πολύ πεινασμένος και δεν έχω καθόλου φαγητό.
-A! είπε η πλούσια αδελφή. Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν έχω να σου προσφέρω τίποτα. Και εγώ πεινάω και φοβάμαι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω.
 Έτσι, ο γεράκος έφυγε χωρίς να του δώσει τίποτα. Σιγά σιγά, όμως, η πλούσια αδελφή γινόταν όλο και φτωχότερη και όλο και πιο άρρωστη, ενώ η φτωχή αδελφή γινόταν όλο και πιο πλούσια».
 Μετά από λίγες μέρες, η ανάρρωσή μου ήταν γοργή. Καθόμουν έξω τις φθινοπωρινές μέρες, χαζεύοντας το γαλάζιο του καθαρού ουρανού. Είχα δει τις αχλαδιές στις πλαγιές του βουνού την άνοιξη που στολίζονταν με τα απαλά λευκά τους άνθη που ξεπρόβαλαν μέσα από τα ανοιχτοπράσινα φύλλα τους. Είχα δει το ανοικτό πράσινο της άνοιξης να γίνεται ολοένα πιο σκούρο και πιο άτονο το καλοκαίρι. Και τώρα, πάλι έβλεπα τα περιβόλια και τα δάση να βγάζουν τα πράσινα και να φορούν τα κόκκινα και τα χρυσά του φθινοπώρου. Η φύση έμοιαζε να στολίζεται για μια τελευταία φορά πριν αρχίσουν οι παγεροί άνεμοι του χειμώνα να την ξεγυμνώνουν και να της πετούν τα στολίδια της στο χώμα, σκεπάζοντάς τα με χιόνι.
 Η Μητέρα καθόταν δίπλα μου στην κουνιστή της πολυθρόνα και λικνιζόταν πίσω-μπρος την ίδια ώρα που καθάριζε φασολάκια για το βραδινό. Δύο Τουρκάλες από ένα κοντινό χωριό πλησίασαν το σπίτι μας. Είχαν έρθει για να δώσουν στο Παππού κάποιες παλιές μεταλλικές κατσαρόλες για επισκευή και αυτός τις είχε καλέσει να πιουν ένα καφέ στο σπίτι μας, όση ώρα θα περίμεναν. Έτσι ήταν το έθιμο.
 «Πώς είσαι Γκιουζέλ;» φώναξε η μια γυναίκα, καθώς ανέβαιναν στη βεράντα μας.
 «Είμαι καλά», απάντησε η Μητέρα με το γνωστό χαμόγελό της. «Και εσείς τι κάνετε σήμερα που έχει τόσο ωραία μέρα;»
 «Είμαστε καλά, δόξα τω Θεώ», απάντησαν και οι δύο με μια φωνή.
«Α, Γκιουζέλ, βλέπω πως θα κάνεις δίδυμα αυτή τη φορά», είπε η πιο μεγάλη από τις δύο γυναίκες.
 Χτύπησε τα χέρια της με μια κίνηση που έδειχνε επιδοκιμασία. Η Μητέρα γέλασε και σήκωσε την ποδιά της. Από κάτω, ξεπρόβαλλε η Ναστασία που ήταν μόνο τριών χρόνων. Γελούσε και είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στα γόνατα της μητέρας μου.
 «Α!» είπε η γυναίκα γελώντας, απολαμβάνοντας το αστείο. «Παρ’ όλα αυτά», συνέχισε η γηραιότερη με χαμόγελο, «δίδυμα θα κάνεις, Γκιουζέλ».
 Η Χριστοδούλα τους έφερε καφέ, ενώ εγώ καθόμουν στα σκαλοπάτια της βεράντας με ακουμπισμένο το κεφάλι μου στο κορμούς των ξύλων του σπιτιού μας. Έκλεισα τα μάτια μου και άκουγα τις γυναίκες που μιλούσαν. Τα μακριά μαύρα τους φορέματα και τα άσπρα τους μαντίλια φάνταζαν κόκκινα στις σκέψεις μου. Μιλούσαν για τα παιδιά και τις σοδειές και τις προβλέψεις ότι ο επόμενος χρόνος θα είναι δύσκολος. Ο φθινοπωρινός ήλιος έλουζε το δέρμα μου και με τύλιγε με ένα λεπτό και ζεστό προστατευτικό κάλυμμα, ενώ η γλυκιά και μελωδική φωνή της μητέρας μου γέμιζε γαλήνη την παιδική ψυχή μου.
                                                                     
Ξηραντέρ
 Μια χειμωνιάτικη ψύχρα είχε αρχίσει να πλημμυρίζει τη φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, ενώ το γεμάτο φεγγάρι φώτιζε τα χωράφια και οι κορυφές των βουνών διαγράφονταν με φόντο τον ουρανό. Εμείς τα παιδιά καθόμασταν κοντά στη φωτιά και διαβάζαμε για το σχολείο, ενώ η Μητέρα έψηνε ψωμί στο τζάκι σε εκείνο το μεγάλο κοίλο τηγάνι που εμείς το λέγαμε σετζ. Η μητέρα μόλις είχε καλύψει τον πάτο του «σετζ» με λίγη βρεγμένη στάχτη για να μην υπερθερμανθεί και τώρα έβαζε τις επίπεδες φραντζόλες στην κυρτή μεριά του. Ακριβώς εκείνη την ώρα, το χωριό βούιξε από κρότους και χτυπήματα και δυνατές κραυγές.
Ο Πατέρας άφησε την καινούργια του λύρα που πρόσφατα είχε φτιάξει μόνος του και έτρεξε να αρπάξει το τουφέκι του. 0 θείος Κωνσταντίνος όρμησε μέσα στο σπίτι από την πόρτα, έριξε μια γρήγορη ματιά στον πατέρα μου και έτρεξε και αυτός να αρπάξει το τουφέκι του. Σε ένα λεπτό, είχαν φύγει και οι δύο από το σπίτι.
Για κάποιο διάστημα που μου φάνηκε αιώνας, ακούγονταν συνέχεια πυροβολισμοί. Ήταν παράξενο να ακούς πυροβολισμούς στο χωριό μας. Ακόμα και τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει. Έτρεξα στο παράθυρο, ελπίζοντας ότι το φεγγαρόφωτο θα με βοηθούσε να καταλάβω τι γινόταν. Κάτι άσπρο, σαν φάντασμα, πετάχτηκε στην πλαγιά. Διάφορες μορφές, σαν σκιές, εξαφανίζονταν και εμφανίζονταν με το φως του φεγγαριού, ενώ οι κραυγές και οι λυγμοί που ακούγονταν αναμειγνύονταν με τους ήχους από τις σφαίρες και αντηχούσαν στις κορυφές των βουνών.
«Φύγε μακριά από το παράθυρο», φώναξε η Μητέρα. «Κινδυνεύεις να τραυματιστείς εκεί».
Μισόκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας στο σκοτάδι να διακρίνω καλύτερα τι γινόταν έξω πριν απομακρυνθώ διστακτικά από το παράθυρο και μετακινηθώ προς τη φωτιά. Η Χριστοδούλα καθόταν ήσυχα κοντά στη φωτιά με το πόδι της ακουμπισμένο σε ένα σκαμνί. Το μόνο πράγμα που πρόδιδε το φόβο που πρέπει να ένιωθε ήταν το βίαιο τρέμουλο του ποδιού της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε η μητέρα μου.
Αλλά η Χριστοδούλα το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει επίμονα τη φωτιά με ένα απλανές βλέμμα, λες και δεν άκουγε. Λες και προσπαθούσε να αποφύγει την πραγματικότητα. Λες και αν άκουγε ή αν συζητούσε το τι συνέβαινε, τα γεγονότα θα γίνονταν πιο αληθινά. Το κορμί της έτρεμε ολοένα και πιο έντονα μετά από κάθε νέο πυροβολισμό. Έτσι είχα νιώσει και εγώ όταν με είχαν αφήσει σε εκείνη την πόλη με τη θεία μου και την οικογένειά της την εποχή της μεγάλης πείνας, την εποχή του πολέμου. Τότε, οι πυροβολισμοί βούιζαν ασταμάτητα νύχτα και μέρα.
H Μητέρα ακούμπησε τις φραντζόλες στο «σετζ», κάθισε δίπλα στη Χριστοδούλα και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Αλλά η Χριστοδούλα συνέχισε να κοιτάζει στη φωτιά με το απλανές βλέμμα και τα πόδια της συνέχισαν να τρέμουν ασταμάτητα. Κάποια στιγμή, οι πυροβολισμοί και οι φωνές έπαψαν. Το χωριό ησύχασε και πάλι. Τότε, ο Πατέρας χύμηξε στο σπίτι και κάλεσε τον παππού να τον ακολουθήσει. Μετά, και οι δύο βγήκαν από το σπίτι τρέχοντας.
Η Thea Halo με την μητέρα της Σανο
«Τι είναι;» ρώτησε η Μητέρα όταν ο Πατέρας ξαναγύρισε στο σπίτι. «Τι συνέβη;»
«Ληστεία», απάντησε ο Πατέρας.
«Ληστεία; Εδώ;»
Ακούμπησε το τουφέκι του στο τοίχο, μετά πλησίασε τη φωτιά και κάθισε βαριά στο σκαμνί.
«Πυροβόλησαν το Γιώργο», είπε.
«Αλλά ποιος; Γιατί; Τι ήθελαν αυτοί; 0 Γιώργος είναι καλά;»
«Ήταν ληστές», είπε ο Πατέρας. «Ήρθαν για να κλέψουν τα προικιά της Μερλίνας.Ίσως να άκουσαν ότι έγινε γάμος. Δεν ξέρω πώς μπορεί να το έμαθαν. Μπήκαν κλεφτά μέσα στο σπίτι την ώρα που όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τη φωτιά. Την ώρα που έφευγαν με το σεντούκι, τους είδε ο Γιώργος. Τους φώναξε για να τους εμποδίσει. Ένας από τους ληστές πυροβόλησε με το τουφέκι του. Ο Γιώργος χτυπήθηκε στο πόδι και η γυναίκα του άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.
Ο αδελφός του έτρεξε να αρπάξει το τουφέκι του την ώρα που οι ληστές περνούσαν την πόρτα. Κρατούσαν ακόμα το σεντούκι στα χέρια. 0 Σταύρος προσπάθησε να το αρπάξει την ώρα που έτρεχαν, αλλά τον κλότσησαν και έπεσε χάμω. Τα προικιά και τα ρούχα, έπεφταν από το σεντούκι, καθώς οι ληστές κατέβαιναν την πλαγιά. Ως τότε, είχε μαζευτεί ολάκερο το χωριό με τα τουφέκια τους  πυροβολούσαν. Δε νομίζω, πάντως, ότι χτυπήσαμε κανέναν. Το σεντούκι ήταν πολύ βαρύ και οι ληστές δεν κατάφεραν να το κρατήσουν και να τρέξουν, και έτσι, τελικά, το πέταξαν κάπου πέρα στην πλαγιά και εξαφανίστηκαν στα σκοτάδια. Άφησαν τα προικιά σκορπισμένα σε ολόκληρο το χωράφι».
Καθόμασταν κολλημένοι στις θέσεις μας με τα μάτια και τα στόματα ορθάνοιχτα. Οι παλάμες μου έτσουζαν από το πολύ σφίξιμο, ενώ τα νύχια μου είχαν κάνει σημάδια από τη μέσα μεριά.
«Ποιοι ήταν αυτοί;» ρώτησε η γιαγιά μου.
«Δεν ξέρω. Πάντως, από τα χωριά τα δικά μας δεν ήταν. Ούτε Τούρκοι ήταν. Δύσκολα διέκρινες στο σκοτάδι, αλλά μου φάνηκε πως ήταν Κούρδοι».
Όλο και συχνότερα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι και όλο και περισσότεροι είχαν αρχίσει να κατοικούν στα χωριά μας. Όπου και αν γυρνούσες, τους έβλεπες να κάθονται μόνοι ή δύο δύο σε κάποιο χωράφι ή στην άκρη του δάσους. Έμοιαζαν να ξέρουν ήδη κάτι για το ριζικό το δικό μας, που, όμως, εμείς οι ίδιοι δε γνωρίζαμε. Πάντα κοιτούσαν. Πάντα περίμεναν.
Λίγες βδομάδες μετά από εκείνο το περιστατικό, έμελλε να πάθουμε το μεγαλύτερο πλήγμα από όλα.


Thea Hallo

Απόσπασμα από το βιβλίο της : ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah