Η Σάντα
βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά της Τραπεζούντας και απέχει απ’ αυτήν 52
χιλιόμετρα.
Αποτελείται
από εφτά χωριά (ενορίες): Πιστοφάντων - Ισχανάντων - Ζουρνατσάνων - Τερζάντων
- Κοζλαράντων - Πινατάντων - Τσακαλάντων.
Εκτός από
τα εφτά αυτά χωριά υπήρχαν και οι οικισμοί (τα Φτελένια): Τρανόν Φτελέν -
Δώδεκα αλάτα - Κοπαλάντων - Χαρατσάντων - Αλιάντων.
Ο
πληθυσμός της Σάντας στα 1902 ήταν περίπου 6.000 άτομα.
Είχε
αμιγή ελληνικό πληθυσμό, όπως λέει και το δίστιχο:
" Η Σάντα
εν’ κωμόπολη με εφτά ενορίας,
με καθαρόν Ελληνισμόν καί πολλά έγκλησίας".
Τα χωριά
της Σάντας βρίσκονται σε υψόμετρο 1.500-1.800 και χωρίζονται από τον μοναδικό
ποταμό της Σάντας, τον Γιάμπολη, στο ανατολικό και δυτικό μέρος.
Στο
ανατολικό βρίσκεται μόνο το χωριό των Ζουρνατσάντων και στο δυτικό τα υπόλοιπα
έξη χωριά.
Πανύψηλα
βουνά σκεπασμένα με βαθυπράσινα ελατόδασα, απόκρημνοι πελώριοι βράχοι, βαθιά
φαράγγια, καταπράσινα λιβάδια, σπηλιές, κρύα νερά και μαγευτικά
"παρχάρα" - εξοχές - βοσκοτόπια - συνθέτουν την εικόνα της Σάντας.
Να πως
την περιγράφει ο ιστορικός της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος στο έργο του
"Ιστορία Σάντας του Πόντου": "Είναι χώρα πετρώδης, ψυχρή, άγονη,
αποκλεισμένη από τα ομιχλώδη βουνά της, μόνο ο Θεός την έβλεπε".
Και είναι, αλήθεια έτσι. Όταν πριν από δύο χρόνια είχα την
τύχη και τη χαρά, να επισκεφθώ την Πατρίδα των γονιών μου, σκέφτηκα με δέος
και απορία μαζί:
- Θεέ μου, είπα. Ποια μεγάλη ανάγκη, πόσο τραγικές θα
πρέπει να ήσαν οι συνθήκες που ανάγκασαν αυτούς τους ανθρώπους ν' ανέβουν τόσο ψηλά, σ’ εκείνες τις
αετοράχες, στα άγονα και απρόσιτα βουνά, τα χωμένα στην ομίχλη, να χτίσουν
εκεί τα χωριά τους και να ζήσουν αιώνες ολόκληρους, πολεμώντας ημιάγριους αλλόφυλους
λαούς;
Και δεν έζησαν απλά σαν ένας βουκολικός λαός, που μόνο επιζούσε. Όχι. Είχαν κοινωνία οργανωμένη άρτια, με εκκλησίες, σχολεία, ιδανικά
και το κυριώτερο ήξεραν την καταγωγή τους και ήσαν περήφανοι γι’ αυτήν.
Κράτησαν αμόλυντη την πίστη τους, την εθνική τους συνείδηση,
την γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Ήταν ο πολεμικώτερος λαός του Ανατολικού Πόντου. Αγαπούσαν
με πάθος την ελευθερία. Αυτή η αγάπη των Σανταίων στην ελευθερία, στην
ανεξάρτητη ζωή, στην ζωή χωρίς την παρουσία των Τούρκων, ήταν που τους κρατούσε
αιχμάλωτους στα κακοτράχαλα εκείνα βουνά, ενώ θα μπορούσαν να κατέβουν και να
ζήσουν σε μέρη πιο χαμηλά και πιο εύφορα.
Από τα πολύ παλιά χρόνια οι Σανταίοι είχαν το δικαίωμα της
οπλοφορίας και κάποιας διοικητικής ανεξαρτησίας, που τους παραχωρήθηκε με
υψηλό αυτοκρατορικό φιρμάνι.
Τα προνόμια αυτά τους παραχωρήθηκαν σαν ανταμοιβή για την
άριστη κατεργασία των μετάλλων, πράγμα που εξυπηρέτησε τις ανάγκες της Υψηλής
Πύλης.
Έτσι οι Σανταίοι, έχοντας αυτά τα προνόμια, δεν συνήθισαν
να σκύβουν το κεφάλι στους αγάδες και έμαθαν να υπερασπίζουν το δίκαιο και τον
τόπο τους με τις δικές τους μόνο δυνάμεις.
Άντρες και γυναίκες αντιστάθηκαν με τόλμη και παλικαριά
στις επιθέσεις των Τούρκων από τα γύρω χωριά, που τους ζήλευαν για το πολύ
ανώτερο πνευματικό και οικονομικό τους επίπεδο και κυρίως για την παλικαριά
τους.
Οι Σανταίοι, που άρχισαν από πολύ νωρίς, τον αγώνα κατά των
Τούρκων, δεν ήταν λαός με ραγιάδικη ψυχή. Όπου μπορούσε να αντισταθεί,
αντιστάθηκε. Όσο μπορούσε ν’ αγωνιστεί, αγωνίστηκε.
Ανάμεσα στα δάση και στις ρεματιές αντιλαλούσε το τουφεκίδι και σκορπούσε τον τρόμο στους γύρω άρπαγες Τούρκους.
Θρύλος έγιναν τα παλικάρια της Σάντας καθώς κρατούσαν ψηλά
την τιμή και την περηφάνια του Ελληνισμού, στα μέρη εκείνα.
Αυτή ήταν η ηρωική, η αδούλωτη, η λεβεντογέννα Σάντα, η ιδιότυπη,
η "Περήφανη βουνήσια πολιτεία", όπως την ονομάζει ο Δημήτρης Ψαθάς,
στο έργο του "Γη του Πόντου".
Όταν δεν τους πείραζε κανείς ή σαν νομοταγείς, πλήρωναν κανονικά
τους φόρους και ζούσαν ειρηνικά.
Οι Σανταίοι φημίζονταν σαν άριστοι λιθοξόοι, γι’ αυτό ξενιτεύονταν,
στην αρχή στην γύρω περιοχή και αργότερα στο εξωτερικό, απ’ όπου κέρδιζαν
αρκετά χρήματα.
Με τον καιρό, τα χωριά γνώρισαν οικονομική άνθιση αλλά και
πνευματική. Έχτισαν σπίτια μεγάλα με πελεκημένη πέτρα, ωραίες θολοσκέπαστες
βρύσες, εκκλησίες περίλαμπρες με υψηλά κωδωνοστάσια και πελώρια Σχολεία.
Είναι γνωστή εξάλλου, η αγάπη των Σανταίων για τα γράμματα.
Μερικά χωριά είχαν και όγδοη τάξη που αντιστοιχούσε στην δεύτερη τάξη του
Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, όπου, έστω και με στερήσεις, σπούδαζαν πολλοί
Σανταίοι.
Όλοι οι δάσκαλοι των χωριών της Σάντας και των γύρω χωριών
ήσαν Σανταίοι. Πολλοί έγιναν δάσκαλοι και στα χωριά της νότιας Ρωσίας, όπου
μετανάστευσαν πολλοί Σανταίοι.
Οι Σανταίοι αγαπούσαν υπερβολικά την Πατρίδα τους. Όπου κι
αν πήγαιναν, όπου κι αν ζούσαν, σκέφτονταν, αγαπούσαν και φρόντιζαν για την
πρόοδο και την ανύψωση του τόπους τους.
Αυτά για την Σάντα του Πόντου, την ανυπόταχτη
και απροσκύνητη, που ανάθρεψε μέσα στα πέτρινα στήθια της γενιές θρυλικών
παλικαριών και στάθηκε αιώνες ολόκληρους με το τουφέκι στο χέρι, πολεμώντας για
την ζωή και την τιμή του Ελληνισμού.
Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Φλεβάρης 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου