ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ της Μ. Ασίας,
η Καππαδοκία και ο Πόντος αποτελούν τις
περιοχές εκείνες της Μ. Ασίας, όπου υπήρξαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί μέχρι
την Ανταλλαγή (1923).
Η ζωή, ωστόσο, των Ελλήνων κατοίκων τους δεν
χαρακτηριζόταν από τις μεταξύ τους επαφές και αλληλεπιδράσεις, τουλάχιστον
μέχρι τον 19ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας
και της συλλογικής τους συνείδησης υπήρξε η Ορθοδοξία με το αδιαμφισβήτητο
πνευματικό της κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, ο γεωγραφικός παράγοντας, ο
οποίος επηρέασε και την ιστορική τους διαδρομή, συνέτεινε στην πολιτιστική,
κοινωνικοοικονομική και γλωσσική τους διαφοροποίηση.
Ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας,
της Σμύρνης, κυρίως, και της γύρω από αυτήν περιοχής, παρουσιάζεται
ανανεωμένος και ενισχυμένος από το 18ο αι. κ.ε. χάρη στην εγκατάσταση Ελλήνων
από τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, κ.α. Αντίθετα, απομονωμένοι από
ορεινούς όγκους και ερήμους στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας οι Έλληνες της Καππαδοκίας ζούσαν σε κλειστές κοινωνίες, που
ανάγουν τις ρίζες τους στην εποχή του Βυζαντίου. Ο μοναδικός δρόμος τους προς
τη θάλασσα περνούσε μέσα από τις κοιλάδες του Ταύρου και οδηγούσε στα νότια
μικρασιατικά παράλια ανοιχτά στη Μεσόγειο. Ανοικτή σε μιαν άλλη θάλασσα, τον
Άξενο (και κατ' ευφημισμόν Εύξεινο) Πόντο ήταν η τρίτη περιοχή, ο Πόντος, στις
βόρειες ακτές της Μ. Ασίας, όπου ανιχνεύεται συνεχής παρουσία του ελληνικού
στοιχείου από την αρχαιότητα.
Οι πρώτες, πράγματι, επαφές του ελληνικού κόσμου με
τον Εύξεινο Πόντο, την περιοχή του Πόντου και τον γειτονικό του Καύκασο μπορούν
να αναζητηθούν στην αποκρυπτογράφηση των αρχέγονων μύθων του για τον ευεργέτη
ήρωα Προμηθέα, δεσμώτη στον
Καύκασο για τριάντα χρόνια, για την περιπετειώδη φυγή του Φρίξου και τον
τερματισμό του ταξιδιού του στη χώρα των Κόλχων, για το τρόπαιο των Αργοναυτών,
το χρυσόμαλλο δέρας, για τους άθλους του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων, κ.ά.
Χώρος οικείος, λοιπόν, για τους 'Ελληνες, ο
Εύξεινος Πόντος, στον οποίο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους με την ίδρυση
(από τον 8ο αιώνα π.Χ. κυρίως) μιας αλυσίδας ελληνικών αποικιών, που στεφάνωναν,
στην κυριολεξία, τις ακτές του.
Η θάλασσα αυτή υπήρξε το σταθερό και αμετακίνητο στους
αιώνες βορινό σύνορο του Πόντου. Και από τις υπόλοιπες, ωστόσο, πλευρές της η
περιοχή περικλείεται από υψηλές, τραχιές οροσειρές, που για αιώνες απέτρεπαν
τη διείσδυση ξένων. Ο Πόντος, ωστόσο, δεν αποτελεί γεωγραφική ενότητα χωρισμένη
από την υπόλοιπη μικρασιατική ενδοχώρα. Και στη συνείδηση των ξένων ταξιδιωτών
(με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν καθιερωμένος ως τμήμα της Μικράς Ασίας. Σπάνια,
μάλιστα, αποτέλεσε ειδικό αντικείμενο των ενδιαφερόντων τους και αποκλειστικό
στόχο του ταξιδιού τους. Στα μάτια τους ο Πόντος αποτελούσε το πέρασμα για την
Αρμενία, τον Καύκασο, την Περσία και τις Ινδίες. Με εξαίρεση, μάλιστα, το
ενδιαφέρον των καθολικών για θρησκευτική διείσδυση, η περιοχή δεν είχε
προσελκύσει την προσοχή των Ευρωπαίων από άποψη οικονομική, πολιτική και
επιστημονική πριν, τουλάχιστον, από τη δεκαετία του 1830 ή καλύτερα πριν από
τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856).
Η συνήθεια που επικράτησε ανάμεσα σε ορισμένους Έλληνες κυρίως, συγγραφείς, να μνημονεύουν τον Πόντο χωριστά
από τη Μικρά Ασία μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι η Αυτοκρατορία των
Κομνηνών (που επιβίωσε της κατάκτησης της λοιπής Μ. Ασίας), μετά την κατάλυσή
της (1461) εντάχθηκε διοικητικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας
και όχι στις ασιατικές (Anadolu).'lσως,
όμως, και να υπαγορεύτηκε από τη διαπίστωση διαφορών στην ιστορική και
πολιτισμική εξέλιξη της περιοχής, σε σχέση με τον υπόλοιπο μικρασιατικό χώρο.
Γιατί είναι γεγονός ότι η γεωπολιτική θέση του Πόντου και η γεωφυσική
διαμόρφωση του εδάφους του επηρέασαν, αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις, και
την ιστορική εξέλιξη της περιοχής. Στη συνέχεια της διαπραγμάτευσής μας θα
προσδιορίσουμε ορισμένα από τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν την ιστορική
και πολιτισμική διαδρομή των Ελλήνων κατοίκων του κατά τους νεώτερους χρόνους
και συνιστούν τη διαφορετικότητά τους. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, παράλληλα, να
αναδείξουμε και τους διαύλους εκείνους, που διευκόλυναν την ταύτισή τους με
το υπόλοιπο Γένος των Ελλήνων.
Η μεγάλη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη προστά τευσε την περιοχή από τις άμεσες
επιπτώσεις της τέταρτης Σταυροφορίας (1204), η οποία, όπως είναι γνωστό, λειτούργησε
καταλυτικά για το μέλλον της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η δημιουργία, κατά την
ίδια περίοδο, της αυτοκρατορίας των Κομνηνών καλλιέργησε ένα αίσθημα αυτοδυναμίας
στους κατοίκους του, ενίσχυσε την εσωστρέφεια και τη συσπείρωσή τους γύρω από
τα μεγάλα μοναστικά τους κέντρα - προσκυνήματα και σύσφιξε τους δεσμούς με
τις γειτονικές τους ορθόδοξες ηγεμονίες του Καυκάσου και της Περατείας
(Κριμαίας).
Θα μπορούσαμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι οι τύχες του Πόντου και
των κατοίκων του, στο πολιτικό, κυρίως, επίπεδο, επηρεάστηκαν άμεσα από τις
αλλαγές που σημάδεψαν τους λαούς του Καυκάσου και της Κριμαίας από τον 16ο
αιώνα κ.ε. (εξισλαμισμός, ρωσική κατάκτηση, σοβιετοποίηση).
Η απομόνωση του
Πόντου επιτάθηκε μετά την Άλωση της Πόλης (1453) και κυρίως, μετά την κατάλυση
της αυτοκρατορίας των Κομνηνών (1461) από τους Οθωμανούς Τούρκους: η Μαύρη
Θάλασσα έκλεισε για όλους τους εμπόρους της Δυτικής Ευρώπης. Το 1475 οι
Οθωμανοί έγιναν επικυρίαρχοι του ημιανεξάρτητου ταταρικού χανάτου της Κριμαίας,
που διατηρήθηκε μέχρι τον 18ο αιώνα. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Εύξεινος Πόντος
υπήρξε κλειστή μουσουλμανική λίμνη. Το γεγονός αυτό επηρέασε, φυσικά, την
εξέλιξη της οικονομίας της περιοχής και οδήγησε στην περαιτέρω ενίσχυση του
παραδοσιακού χαρακτήρα των κατοίκων του.
Άρτεμις Ξανθοπούλου - Κυριακού
Καθηγήτρια Νεοελληνικής Ιστορίας του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου