Σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές του ποντιακού θεάτρου Οδυσσέα Λαμψίδη, Τάκη Μουζενίδη και άλλους, ελάχιστα γνωρίζουμε για το ποντιακό θέατρο στην αρχαιότητα μολονότι υπάρχουν πέντε ανοιχτά θέατρα στο Μικρασιατικό Πόντο.
Ακόμη, μέχρι και το 19ο αιώνα αιώνα, ελάχιστα στοιχεία σώζονται για τις θεατρικές δραστηριότητες των Ελλήνων του Πόντου. Μια μορφή χαρακτηρίζεται ως αρχέγονο, αγροτικό, λαϊκό και παραδοσιακό θέατρο, που το γνωρίζουμε με το όνομα Μωμό(γ)εροι, ενώ υπάρχει και το νεότερο αστικό λόγιο, τόσο έντεχνο όσο και ερασιτεχνικό.
Το πρώτο φαίνεται ότι στο απότερο παρελθόν παρουσίαζε παραστάσεις μαγικοθρησκευτικών τελετών, που στόχευαν στο καλό του νέου χρόνου, τη γονιμοτητα της γης, την αφθονία των καρπών. Αργότερα κατεληξε να αποτελειται από «εθιμικά δρώμενα» και ψυχαγωγικά παιχνίδια για τη δημιουργία ανάλογης ατμόσφαιρας ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, κυρίως στις μέρες των μεγάλων γιορτών τους. Κεντρική ιδέα και σύμβολό του ήταν ο θάνατος και η ανάσταση του ήρωα που συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης.
Ακόμη, μέχρι και το 19ο αιώνα αιώνα, ελάχιστα στοιχεία σώζονται για τις θεατρικές δραστηριότητες των Ελλήνων του Πόντου. Μια μορφή χαρακτηρίζεται ως αρχέγονο, αγροτικό, λαϊκό και παραδοσιακό θέατρο, που το γνωρίζουμε με το όνομα Μωμό(γ)εροι, ενώ υπάρχει και το νεότερο αστικό λόγιο, τόσο έντεχνο όσο και ερασιτεχνικό.
Τα μωμοέρα απο τον πολιτιστικό σύλλογο Ποντίων Θρυλορίου " Η ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ" |
Ολιγομελείς ή πολυμελείς ομάδες μεταμφιεσμένων ανδρών, με δέρματα ζώων από τις δορές των τράγων και μάσκες, έδιναν παραστάσεις, συνοδευόμενες με αδιάκοπο χορό σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής.
Ουσιαστικά τα μέλη αυτοσχέδιαζαν πάνω σε ένα βασικό πυρήνα μιας μικρής πλοκής με θέμα το θάνατο και την ανάσταση του κεντρικού προσώπου, σε σπίτια και πλατείες στο τέλος κάθε χρόνου, τραγουδώντας μελοποιημένα δίστιχα, όπως:
«Οφέτος και τα κάλαντα θ’ ευτάμε Μωμοέρια.
Ν’ ασάν εκείνον που θα ζει σ’ άλλα τα καλοκαίρα.
Οι Μωμοέρ εξέβανε τα Φώτα, τ’ Αγιάννη,
κι’ ατοίν χωρία λασκούνταν (γυρίζουν) αρ’ άμον παλαλοί».
Ή σε άλλη παραλλαγή:
«Μωμοέρος θα είνουμε και με τα κωδωνόπα
θα λάσκουμαι μεσανυχτί και φωερίζω κορτσόπα.
Μωμοέρος θα ίνουμε-πασκίμι πάντα θα είμαι,
θ’ εβγάλω και τα λόματα (ρούχα) μ’ σ’ εγκάλοπος θα είμαι.
Αναθεμάσε νε κουτσή πως είσαι πελαλήσας.
Μετ’ εμέν τον Μωμόερον εξέβες σεβταλήσα».
Η μουσική, ο χορός και ιδιαίτερα η κινητική τέχνη της όλης παράστασης μεταφέρουν τους θεατές στην κλασική εποχή του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου. Το θέατρο αποτελεί την πιο ζωντανή αρχαία κληρονομιά που διασώθηκε μέσα στους αιώνες, διατηρείται και αναβιώνει μέχρι σήμερα.
Φαίνεται ότι οι παραστάσεις συνεχίστηκαν να δίνονται με το ίδιο κεντρικό θέμα και μετά τον εκχριστιανισμό του Πόντου την περίοδο του δωδεκαημέρου, από την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια.
Όπως γράφει ο ιστορικός ερευνητής Χρήστος Σαμουηλίδης στην εργασία του «Το ποντιακό θέατρο στη Μικρά Ασία, τη Ρωσία και την Ελλάδα», το είδος αυτό του θεάτρου, Μωμο(γ)έρια, δεν αναπτύχθηκε και δεν εξελίχθηκε πιο πέρα, γιατί δεν υπήρχαν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που παρουσιάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα, με τη συγκρότηση του ελληνικού άστεως, της πόλης-κράτους των Αθηνών, τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Παρόλο που τα Μωμογέρια μετά τον ξεριζωμό του 1923 μεταφέρθηκαν από τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, στις μέρες μας, εκτός από δύο τρεις περιοχές της Μακεδονίας που διατηρούνται, ατόνησαν ως κεντρικό πολιτιστικό δρώμενο.
Το αστικό είδος θεάτρου που είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο εμφανίστηκε στις παραλιακές πόλεις του Πόντου στα μέσα του 19ου αιώνα. Αναπτύχθηκε έχοντας ως βάση του το προθεατρικό έδαφος που για αιώνες είχαν καλλιεργήσει στον Πόντο οι Μωμόγεροι.
Η ανάπτυξή του οφείλεται στην επίδραση που άσκησαν στους κατοίκους του Πόντου περιοδεύοντες θεατρικοί θίασοι από την Ελλάδα μετά το 1850, καθώς και στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις που είχαν ξενιτεμένοι ή ταξιδεμένοι στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τη γειτονική Ρωσία Πόντιοι με ανάλογες καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Σε αυτούς προστέθηκαν μορφωμένοι και διανοούμενοι που θέλησαν να ψυχαγωγήσουν και να φωτίσουν τους συμπατριώτες τους και να μεταφέρουν στον Πόντο το λόγιο θέατρο. Έτσι, έγραψαν θεατρικά έργα κυρίως στην ποντιακή.
Τα έργα αυτά είχαν παιχτεί σε διάφορες αίθουσες κατάλληλα διαμορφωμένες, αλλά και σε νεόκτιστα μεγάλα θεατρικά κτίρια, όπως αυτά της Πάφρας, της Σαμψούντας, της Σινώπης, της Κερασούντας, της Τραπεζούντας, στα Κοτύωρα κ.λπ.
Αυτό το «αστικό» θέατρο ήταν είτε πατριωτικού περιεχομένου είτε ηθογραφίες. Άλλος στόχος ήταν να διδαχθούν οι νεότεροι τους αρχαίους τραγικούς. Έτσι, σε κάποια φάση το θέατρο έγινε σχολείο που δίδασκε και την αξία της ποντιακής διαλέκτου στην πνευματική ανάπτυξη, αλλά και τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας.
Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε το ποντιακό θέατρο μετά την υποχρεωτική εγκατάλειψη των ιστορικών εστιών των Ποντίων και την εγκατάστασή τους στις περιοχές της νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, σε τελείως διαφορετικές συνθήκες από αυτές που ζούσαν και δημιουργούσαν στην Τουρκία και σε ένα εντελώς νέο πολιτιστικό περιβάλλον.
Μετά τον ξεριζωμό του 1923 οι Πόντιοι, παρόλο που εγκατέλειψαν πίσω τους ό,τι για αιώνες είχαν δημιουργήσει, μετέφεραν το ερασιτεχνικό ποντιακό θέατρο στην Ελλάδα. Ο νόστος για την ιστορική τους πατρίδα και η αγάπη τους για τη γλώσσα τους, αλλά και το νέο πολιτιστικό περιβάλλον που βρήκαν ήταν βασικές αιτίες ανάπτυξής του στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, παίχτηκαν και παίζονται μέχρι σήμερα όχι μόνο έργα του ποντιακού ρεπερτορίου από τον Πόντο, τη Ρωσία, αλλά και νέα έργα με σπουδαίο ρεπερτόριο που γράφτηκαν και παρουσιάζονται όχι μόνο στους Πόντιους της τρίτης και τέταρτης γενιάς, αλλά και σε όλες τις «κοινότητες» των νεοελλήνων, που με ξεχωριστό ενδιαφέρον τις παρακολουθούν.
Η επανασύσταση το 2005 της Ποντιακής Θεατρικής Σκηνής από τον Νικήτα Τσακίρογλου έδωσε την ευκαιρία στο θεατρόφιλο κοινό να παρακολουθήσει παραστάσεις του ποντιακού ρεπερτορίου, στις οποίες συμμετείχαν γνωστοί ηθοποιοί ποντιακής καταγωγής, όπως ο Λάζος Τερζάς και άλλοι. Δυστυχώς όμως εδώ και χρόνια σταμάτησε να λειτουργεί. Από την άλλη, με πρωτοβουλία των ποντιακών συλλόγων, υπάρχουν πολλοί ερασιτεχνικοί θίασοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που συμβάλλουν στη διατήρηση και τη διάσωση της ιστορικής μνήμης για τον Πόντο και την ποντιακή διάλεκτο.
Στέφανος Τανιμανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου