Διότι εις τας τρεις περί την χώραν ταύτην μονάς, και μάλιστα εις ταύτην (της Σουμελά), οφείλεται η διατήρησις ακμαίου περί ημάς ελληνισμού· διότι εις μεν την περιφέρειαν Σουμελά ο χριστιανισμός διετηρήθη όλως άμικτος, η δε γλώσσα ελληνική, σώζουσα αρχαίας ελληνικάς λέξεις, αξίας να αποθησαυρισθώσιν εις τα ελληνικά λεξικά....
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΛΗΣ Ποντιακά, σ. 60
Τα δε περί αυτούς μείναντα μοναστήρια υπήρξαν ου μόνον η παρηγορία των, αλλά εχρησίμευον ως εκπαιδευτήρια των κατοίκων εξαγαγόντα πολλούς άξιους λόγους πεπαιδευμένους, ων πολλοί και αρχιερείς και πατριάρχαι ανεδείχθησαν· και το περίεργον ότι όπου διετηρήθησαν τα μοναστήρια εκεί και διετηρήθη ο Χριστιανισμός ενώ όπου ταύτα δεν υπήρξαν πάντες εξετουρκίσθησαν
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντας, σ. 118
Τα προικισμένα από την ίδρυσή τους με αυτοκρατορικά προνόμια και προστατευμένα με αντίστοιχα σουλτανικά φιρμάνια, μοναστήρια της Παναγίας Σουμελά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και Ιωάννου Προδρόμου Βαζελώνος είχαν καθιερωθεί στη συνείδηση των Ποντίων λογίων του 19ου αιώνα ως κέντρα διατήρησης του Ελληνισμού και της ελληνικής γλώσσας.
Για τους πολλούς, ωστόσο, τα μοναστήρια του Πόντου σήμαιναν το σημείο καταφυγής, λύτρωσης από τα δεινά του κατακτητή και διατήρησης της ορθοδοξίας, όπως φαίνεται και από σχετικά χωρία των δύο πρώτων ιστορικών του Πόντου. Υπήρξαν, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ιωαννίδης, φυτώρια των μετέπειτα μητροπολιτών και επισκόπων του Πόντου, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά και των περισσότερων από τους λογίους, πολλοί από τους οποίους συνέχισαν τις σπουδές τους στην Κωνσταντινούπολη ή την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Η φήμη ιδιαίτερα της Παναγίας Σουμελά, αμείωτη στο διάβα των αιώνων, προσείλκυσε όχι μόνον ορθόδοξους προσκυνητές «εξ απωτάτων μερών», αλλά και Αρμένιους και μουσουλμάνους.
Οι Έλληνες του Πόντου, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν μόνο να διατηρήσουν στην ιστορική τους μνήμη τους δεσμούς τους με τα κορυφαία προσκυνήματά τους, ιδιαίτερα με το μοναστήρι της Παναγίας στο όρος Μελά (Σουμελά). Μετά την Ανταλλαγή, τη διάλυση των ψευδαισθήσεών τους για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες (1930/ Σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας Βενιζέλου - Κεμάλ) και το οριστικό τους ρίζωμα στην Ελλάδα άρχισαν την ανιστόρηση των μοναστηριών τους. Και αν για τους προγόνους τους τα χαμένα στους ορεινούς όγκους του Πόντου μοναστήρια είχαν καταγραφεί ως εστίες αντίστασης κατά του εξισλαμισμού, τα μοναστήρια τους στην Ελλάδα αναδεικνύουν την αντίστασή τους στη λήθη.
Οι τόποι λατρείας των Ελλήνων του Πόντου αναβίωσαν στη Μακεδονία, η οποία είχε, άλλωστε, απορροφήσει και τον μεγαλύτερο όγκο των προσφύγων της περιόδου 1913-1923: 45% από το σύνολο του 1.221.849 της απογραφής του 1928.
Μέσα σε τριάντα χρόνια (1950-1980) χτίστηκαν πέντε μονές, στις οποίες δόθηκαν οι αντίστοιχες με του Πόντου ονομασίες. Το όρος Βέρμιο επιλέχτηκε για να στεγάσει στο νότιο σκέλος του (χωριό Καστανιά Βεροίας) την Παναγία Σουμελά (1950), στο βορινό του (Ροδοχώρι Νάουσας) τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα (1968-1978) και στο δυτικό του (χωριό Άγιος Δημήτριος) τον Άγιο Ιωάννη Βαζελώνος (1970-1980).
Δεν γνωρίζουμε αν έγινε τυχαία ή αν αποτέλεσε συνειδητή επιλογή η θέση των μοναστηριών. Είναι, πάντως, γεγονός, ότι τα μοναστήρια του Βερμίου έχουν την ίδια διάταξη και την ίδια περίπου απόσταση με αυτά του Πόντου. Κατά τη δεκαετία του 1970 αναβίωσαν στη Μακεδονία δύο ακόμη μονές του Πόντου: Στα σύνορα με τη Βουλγαρία, στο όρος Μπέλλες, κοντά στην κοινότητα Μακρυνίτσα Σιδηροκάστρου, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Χαλδία του Πόντου, ανιστορήθηκε η μονή της Παναγίας Γουμερά (1971-1974) και στις Πέντε Βρύσες του Λαγκαδά η μονή Αγίου Θεοδώρου Γαβρά (1978).
Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο αναπαράγεται η σύνδεση των ποντιακής καταγωγής Ελλήνων με την πατρίδα τους αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδιαιτερότητάς τους, που σφυρηλατήθηκε κατά τη μακραίωνη απομόνωσή τους στον ακριτικό Πόντο: τα σύμβολα τους, η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, της οποίας αντίγραφα κοσμούν και εκκλησίες των Ελλήνων Ποντίων στη διασπορά (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία), ο μονοκέφαλος αετός που παραπέμπει στις ημέρες δόξας της αυτοκρατορίας των Κομνηνών και, τέλος, η ξεχωριστή πολιτισμική τους έκφραση, η ποντιακή τους, δηλαδή, διάλεκτος, η προσπάθεια διατήρησής της μέσω και της θεατρικής τους παράδοσης, το ξεχωριστό μουσικό τους όργανο, η λύρα, κ.ά.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΛΗΣ Ποντιακά, σ. 60
Τα δε περί αυτούς μείναντα μοναστήρια υπήρξαν ου μόνον η παρηγορία των, αλλά εχρησίμευον ως εκπαιδευτήρια των κατοίκων εξαγαγόντα πολλούς άξιους λόγους πεπαιδευμένους, ων πολλοί και αρχιερείς και πατριάρχαι ανεδείχθησαν· και το περίεργον ότι όπου διετηρήθησαν τα μοναστήρια εκεί και διετηρήθη ο Χριστιανισμός ενώ όπου ταύτα δεν υπήρξαν πάντες εξετουρκίσθησαν
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντας, σ. 118
Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας |
Για τους πολλούς, ωστόσο, τα μοναστήρια του Πόντου σήμαιναν το σημείο καταφυγής, λύτρωσης από τα δεινά του κατακτητή και διατήρησης της ορθοδοξίας, όπως φαίνεται και από σχετικά χωρία των δύο πρώτων ιστορικών του Πόντου. Υπήρξαν, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ιωαννίδης, φυτώρια των μετέπειτα μητροπολιτών και επισκόπων του Πόντου, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά και των περισσότερων από τους λογίους, πολλοί από τους οποίους συνέχισαν τις σπουδές τους στην Κωνσταντινούπολη ή την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Η φήμη ιδιαίτερα της Παναγίας Σουμελά, αμείωτη στο διάβα των αιώνων, προσείλκυσε όχι μόνον ορθόδοξους προσκυνητές «εξ απωτάτων μερών», αλλά και Αρμένιους και μουσουλμάνους.
Οι Έλληνες του Πόντου, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν μόνο να διατηρήσουν στην ιστορική τους μνήμη τους δεσμούς τους με τα κορυφαία προσκυνήματά τους, ιδιαίτερα με το μοναστήρι της Παναγίας στο όρος Μελά (Σουμελά). Μετά την Ανταλλαγή, τη διάλυση των ψευδαισθήσεών τους για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες (1930/ Σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας Βενιζέλου - Κεμάλ) και το οριστικό τους ρίζωμα στην Ελλάδα άρχισαν την ανιστόρηση των μοναστηριών τους. Και αν για τους προγόνους τους τα χαμένα στους ορεινούς όγκους του Πόντου μοναστήρια είχαν καταγραφεί ως εστίες αντίστασης κατά του εξισλαμισμού, τα μοναστήρια τους στην Ελλάδα αναδεικνύουν την αντίστασή τους στη λήθη.
Οι τόποι λατρείας των Ελλήνων του Πόντου αναβίωσαν στη Μακεδονία, η οποία είχε, άλλωστε, απορροφήσει και τον μεγαλύτερο όγκο των προσφύγων της περιόδου 1913-1923: 45% από το σύνολο του 1.221.849 της απογραφής του 1928.
Καστανιά |
Μέσα σε τριάντα χρόνια (1950-1980) χτίστηκαν πέντε μονές, στις οποίες δόθηκαν οι αντίστοιχες με του Πόντου ονομασίες. Το όρος Βέρμιο επιλέχτηκε για να στεγάσει στο νότιο σκέλος του (χωριό Καστανιά Βεροίας) την Παναγία Σουμελά (1950), στο βορινό του (Ροδοχώρι Νάουσας) τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα (1968-1978) και στο δυτικό του (χωριό Άγιος Δημήτριος) τον Άγιο Ιωάννη Βαζελώνος (1970-1980).
Δεν γνωρίζουμε αν έγινε τυχαία ή αν αποτέλεσε συνειδητή επιλογή η θέση των μοναστηριών. Είναι, πάντως, γεγονός, ότι τα μοναστήρια του Βερμίου έχουν την ίδια διάταξη και την ίδια περίπου απόσταση με αυτά του Πόντου. Κατά τη δεκαετία του 1970 αναβίωσαν στη Μακεδονία δύο ακόμη μονές του Πόντου: Στα σύνορα με τη Βουλγαρία, στο όρος Μπέλλες, κοντά στην κοινότητα Μακρυνίτσα Σιδηροκάστρου, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Χαλδία του Πόντου, ανιστορήθηκε η μονή της Παναγίας Γουμερά (1971-1974) και στις Πέντε Βρύσες του Λαγκαδά η μονή Αγίου Θεοδώρου Γαβρά (1978).
Παναγία Σουμελά-Βερμίου |
Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο αναπαράγεται η σύνδεση των ποντιακής καταγωγής Ελλήνων με την πατρίδα τους αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδιαιτερότητάς τους, που σφυρηλατήθηκε κατά τη μακραίωνη απομόνωσή τους στον ακριτικό Πόντο: τα σύμβολα τους, η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, της οποίας αντίγραφα κοσμούν και εκκλησίες των Ελλήνων Ποντίων στη διασπορά (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία), ο μονοκέφαλος αετός που παραπέμπει στις ημέρες δόξας της αυτοκρατορίας των Κομνηνών και, τέλος, η ξεχωριστή πολιτισμική τους έκφραση, η ποντιακή τους, δηλαδή, διάλεκτος, η προσπάθεια διατήρησής της μέσω και της θεατρικής τους παράδοσης, το ξεχωριστό μουσικό τους όργανο, η λύρα, κ.ά.
Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού
Καθηγήτρια Νεοελληνικής Ιστορίας ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου