ΜΙΣΟ ΜΟΛΙΣ ΜΙΛΙ, «πορθμός εξαστάδιος», κατά τον Βυζάντιο, χωρίζει από την Αντιγόνη τις δυτικές απόκρημνες ακτές της Χάλκης, όπου παλαιά πλήθος, λέγεται, αναχωρητές είχαν στήσει τα κελιά και τις καλύβες τους. Τα πάλαι ποτέ γραφικά «τροχοφόρα» πλοιάρια της τακτικής συγκοινωνίας, προσπερνώντας σύρριζα τη μεσόνησο Πίτα και καβατζάροντας, κατά τη νησιώτικη έκφραση, το ακρωτήρι του Μύλου της Αγίας Τριάδας, προσέγγιζαν σε ελάχιστα λεπτά τη σκάλα της χώρας Χάλκης.
Η μικρή πολιτεία των θαλασσών «εφηπλούτο επιχαρίτως» από αρχαιοτάτους χρόνους, αγκαλιάζοντας πέρα για πέρα την ήρεμη βορειοανατολική παραλία του νησιού. Θέση προστατευμένη από τους ισχυρούς νότιους ανέμους, προνομιακή με τις οκτώ αστείρευτες πηγάδες και ασφαλής στα δίσεκτα εκείνα χρόνια, καθώς βρισκόταν σε άμεση επικοινωνία με τη γειτονική Πριγκηπόνησο και τα απέναντι ρωμιοκατοικημένα βιθυνικά παράλια. Ως εν παρενθέσει να θυμίσουμε πόσο πολύτιμο αγαθό αποτελούσε το νερό για τα νησιά αυτά, που μάστιζε ανέκαθεν λειψυδρία.
Διηγούνται πως σε κάποιες άλλες εποχές, όταν οι κάτοικοι σπανίως ένιωθαν την ανάγκη να ασφαλίζουν τα σπίτια τους, διπλοκλείδωναν και τριπλοκλείδωναν τα πηγάδια και τις στέρνες τους, όπου με ποικίλους τρόπους συγκέντρωναν το πόσιμο νερό της βροχής.
Πριν την επιχωμάτωση της προκυμαίας, μώλος από βράχους τεράστιους, που στην άκρη του υψωνόταν «φανός χρώματος υπερύθρου», προφύλαγε το ταπεινό αγκυροβόλιο του μικρού των νησιωτών ψαράδικου στολίσκου και, όχι σπάνια, αποτελούσε καταφύγιο των ολκάδων που περιέπλεαν την Προποντίδα θάλασσα.
Ο παλαιός οικισμός εκτεινόταν γύρω από τον αυτοσχέδιο αυτό λιμένα και τον ναό του πολιούχου και προστάτη των θαλασσών Αγίου Νικολάου. Για τον ναΐσκο αυτό, κτίσμα των βυζαντινών χρόνων μέχρι την επανοικοδόμησή του τον 18ο αιώνα, πιστεύεται πως καταλάμβανε τη θέση ειδωλολατρικού ναού. Στενά καλντερίμια, καμαροσκέπαστα διαβατικά και σοκάκια με ελικοειδή αδιέξοδα και ανηφόρια, σχημάτιζαν τη ρυμοτομία της μικρής πολιτείας που, με τα γραφικά της μικρόσπιτα, τα χαμηλά χαγιάτια και σαχνισιά, τις αυλές και τους λουλουδιασμένους φράχτες της, διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφη μέχρι τις δύο μεγάλες φωτιές που στις αρχές του 20ού αιώνα κατέκαψαν τις παλιές γειτονιές της. Κεντρικός πυρήνας της χώρας πλατεία της Γλύφας, γύρω από το ιστορικό γλυφό πηγάδι του νησιού, στου οποίου το στόμιο σώζεται πάντα χάραγμα με σταυρό και τη χρονολογία 1768. Οι ξυλόκτιστες γειτονιές, πλαισιωμένες από τα θέρετρα των παραθεριστών, ανηφόριζαν προς τις ήμερες αμπελοφυτεμένες πλαγιές του δικόρυφου βουνού που δέσποζε της χώρας· το βουνό του Κουτρουλόμυλου, όπως το έλεγαν οι Χαλκιανοί, από το ερείπιο ενός μύλου στην κορυφή του, όπου στα πολύ παλιά χρόνια οι μοναχοί της Καμαριώτισσας Παναγίας άλεθαν τα σιτηρά τους.
Βορειότερα οριοθετούσε τη χώρα ο ειδυλλιακός λόφος της Αγίας Τριάδας, της οποίας ο ελαιώνας κατηφόριζε μέχρι τη θάλασσα. Ανάμεσα στους δυο «βουνούς», χαμηλά στον αυχένα όπου έσμιγαν ήμερα οι λοφοπλαγιές, σχηματιζόταν η «ικανώς εύφορος» κοιλάδα της Αμπέλας, καλλιεργημένη άλλοτε με πλούσια μποστάνια και ταρλάδες, αλλά και αμπέλια: εδώ έβγαζαν, λέγεται, σε έτι παλαιότερους καιρούς, σι καλόγεροι της Αγίας Τριάδας το θαυμαστό εκείνο κόκκινο κρασί, που αποθήκευαν σε στέρνα του μοναστηριού τους, το ενεπίγραφο στόμιο της οποίας σώζεται ως τις μέρες μας δίπλα στην είσοδο. Από την Αμπέλα, δρόμος αμαξιτός ελισσόταν ανάμεσα στα πευκοδάση, οδεύοντας προς τη μονή της Καμαριώτισσας, «ο δρόμος της Παναγίας», όπως τον έλεγαν. Όλη η πέρα της χώρας έκταση παρέμενε μοιρασμένη ανάμεσα στα τρία μοναστήρια του νησιού από τους χρόνους των Γραικορωμαίων.
ΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΑ ΤΡΙΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ,δύο σκήτες και τα σκηνώματα δέκα πατριαρχών καθαγιάζουν τους λόφους και τις δασωμένες πλαγιές της Ερατεινής Χάλκης. Σ' αυτά, πέραν του ενοριακού ναού του πολιούχου Αγίου, θα πρέπει να προστεθούν και τα τρία προσκυνήματα της νήσου, τα αγιάσματα της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Νικήτα και της Αγίας Φωτεινής, της οποίας το νερό, κατά την παράδοση, ερχόταν υποθαλασσίως από τις χιονισμένες βουνοκορφές του βιθυνικού Ολύμπου. Μια τρίτη σκήτη, που η ντόπια παράδοση την αναφέρει ως σκήτη του Προφητηλία, ορθωνόταν, λέγεται, στο φρύδι, ανάμεσα στις δύο κορυφές του Κουτρουλόμυλου. Αυτά βέβαια σε πολύ παλαιά χρόνια.
Στις αρχές του 9ου αιώνα, τότε που οι βυζαντινοί δρόμωνες όργωναν ανενόχλητοι ακόμα τη θάλασσα του Μαρμαρά, στη μονή των Δεσποτών, που ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Τριάδας, περιορίζεται έγκλειστος ο Θεόδωρος Στουδίτης. Ο ίδιος την αναφέρει σε επιστολή του ως «των κυκλόθεν νήσων υπολάμπουσα τη θέσει του τόπου».
Ορισμένοι ιστορικοί την καταγράφουν και ως μονή του Εσώπτρου. Κατά τον πρωτοσύγκελλο Αθηναγόρα, το καθολικό της καταλαμβάνει πιθανότατα τη θέση αρχαίου ιερού του Απόλλωνος. Να θυμίσουμε πως το 1844, κατά την ανακαίνιση της μονής, είχαν ανασκαφεί πλήθος αρχαιοτήτων και επιτύμβιο γλυπτό με επιγραφή «Αγαθάγγελος Αγάλε-ως χαίρε».
Η παράδοση συνδέει στενά τον Ιερό Φώτιο με τη μονή και πολύ πιθανόν, «ο την Μυριόβιβλον πονήσας» σοφός πατριάρχης να υπήρξε δεύτερος κτήτωρ της μονής, που παρέμενε τελείως ερειπωμένη μετά την επιδρομή, το 860, του «ανήμερου και βαρβαρικού» έθνους των Ρως. Μια άλλη ιστορική μορφή, που έζησε εξόριστη στο μοναστήρι αυτό ήταν η αυτοκράτειρα Θεοδοσία, σύζυγος του τραγικού εκείνου Λέοντος του Αρμενίου. Χειρόγραφο τέλος «εν μεμβράναις» Ευαγγέλιο του 1063, «προσηνεχθέν εις την κατά Χάλκην μονήν της Αγίας Τριάδος», έφερε αφιέρωση της Αικατερίνης βασιλίσσης της Κομνηνής, της «μετονομασθείσης εν τώ αγγελικώ σχήματι Ξένης μοναχής».
Θα μακρηγορήσουμε ως προς τα ιστορικά της Αγίας Τριάδας που σε νεώτερες εποχές και για εκατόν πενήντα περίπου χρόνια έμελλε να εξελιχθεί σε φυτώριο των θεολόγων της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.Ήταν το 1844 όταν ο πατριάρχης Γερμανός Δ' επανέκτησε το ιερό σκήνωμα, το οποίο παρέμενε πυρπολημένο μετά τα συμβάντα του 1821, ορίζοντας συνοδικώς όπως, «ως ανοικοδομηθέν από θεοφιλεί σκοπώ σχολείου θεολογικού, οικείται παρά διδασκάλων θεολόγων και μαθητών ιερωμένων και μελλόντων ιερωθήναι». Τα αρχικά κτίσματα της Σχολής, που περιέκλειαν το καθολικό της Αγίας Τριάδας, κατέπεσαν στον μεγάλο σεισμό του 1894, οπότε με δωρεά του Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση υψώθηκε η νυν μεγαλόπρεπη λιθόκτιστη οικοδομή, αρχιτεκτόνημα του Περικλή Φωτιάδη, «καμάρι και καύχημα της πολίτικης ρωμιοσύνης».
Η ιστορία της δεύτερης κατά χρονολογική σειρά θεολογικής αυτής σχολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους. Η φοίτηση κατά την πρώτη περίοδο, που διήρκεσε μέχρι το 1919, ήταν επτάχρονος: τέσσερα γυμνασιακά χρόνια και τρία για τη θεολογική εκπαίδευση. Η δεύτερη περίοδος, που διήρκεσε μία τετραετία, περιείχε μόνο πενταετή θεολογική εκπαίδευση, ενώ η τρίτη (1923-1951) ήταν, όπως παλαιότερα, επτάτακτη. Η οργανική μορφή της Σχολής άλλαξε μετά το 1951, για «να μετατραπεί σε πανεπιστημιακή και τύποις, μέσα σε μια χώρα που η πρώτη, η μέση και κυρίως η ανώτατη παιδεία ήταν απόλυτα κρατικές». Το τετράτακτο ανώτερο θεολογικό της τμήμα ήταν γνωστό ως Ακαδημία.
Μετά το 1961, σε καιρούς δίσεκτους και αστάθμητους, ποικίλες πιέσεις και απαγορεύσεις ως προς τη φοίτηση των μαθητών, αλλά και επεμβάσεις και παύσεις στο διδακτικό προσωπικό, δυσχέραιναν την ομαλή λειτουργία της Σχολής. Τέλος, το 1971, βάσει νόμου που απαγόρευε τη διδαχή στις ανώτερες ιδιωτικές σχολές της Τουρκίας, ανεστάλη και η λειτουργία του θεολογικού τμήματος και έκτοτε, παρ' όλα τα διαβήματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και όχι μόνον, η Σχολή εξακολουθεί να παραμένει κλειστή. Τα μαθήματα στο λυκειακό τμήμα συνεχίστηκαν μέχρι το σχολικό έτος 1983-84, οπότε αναγκάστηκε να κλείσει και αυτό ελλείψει μαθητών.
Κτισμένη στο διάσελο εν μέσω δύο λόφων και πυκνού εκ πιτύων δάσους» και περιστοιχισμένη από βαθύσκιες φιλύρες, βρισκόταν η δεύτερη ως προς τη θέση και ασφαλώς σημαντικότερη ιστορικά μονή της Χάλκης. Η τοποθεσία, ειδυλλιακή και απόκεντρη, είχε αναμφίβολα προσελκύσει από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους τα πλήθη των αναχωρητών, κελιώτες και δενδρίτες, που συμπτύχθηκαν αργότερα σε κοινόβιο. Κατά τους ιστορικούς, στη θέση του κοινοβίου αυτού ή κάποιας σκήτης ο κυρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος (1423-1488), ο πρωθύστερος του Βυζαντίου αυτοκράτορας, είχε ανεγείρει εκκλησία και μοναστήρι του Προδρόμου. Πρόσφατες μελέτες έχουν καταδείξει πως η τοιχοδομία ορισμένων κτισμάτων, που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι κατά πολύ παλαιοτέρα του 11ου αιώνα.
Το ιστορικό αυτό συγκρότημα, το σημαντικότερο ίσως από όσα είχαν απομείνει στα μετά την Άλωση χρόνια στα χέρια των Γραικών, έμελλε να γίνει ευρύτερα γνωστό ως μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας, από ένα ερημωμένο σήμερα παρεκκλήσιο, κτίσμα «σμικρότατο μετά τρούλου», άμεσα συνδεδεμένο με τη μνήμη μιας πανέμορφης βυζαντινής πριγκίπισσας, της Μαρίας Κομνηνής Παλαιολογίνας, κόρης του αυτοκράτορα της μακρινής Τραπεζούντας και συζύγου του κυρ Ιωάννη. Τοιχογραφία της Θεοτόκου, ιστορημένη δεξιά στον νάρθηκα, κάτω από καμάρα που στήριζε ξυλόκτιστο καμπαναριό, στάθηκε αφορμή της προσωνυμίας αυτής. Οι ντόπιοι Χαλκιανοί, από τους πυκνούς γύρω θάμνους και τις κουμαριές που περιστοίχιζαν τη μονή, την αποκαλούσαν παρετυμολογικά Κουμαριώτισσα. Η ξυλόστεγος μεγάλη βασιλική του Προδρόμου κάηκε το 1672, «εν μηνί Αυγούστω 6», όπως σημείωσε σε χειρόγραφο κώδικα χέρι καλογήρου. Ανακαινιστής και δεύτερος κτήτωρ της μονής υπήρξε ο Νικούσιος Παναγιωτάκης, πρώτος από τους χριστιανούς μεγάλους δραγουμάνους της Υψηλής Πύλης, του οποίου ο τάφος σωζόταν ως πρόσφατα στον γκρεμισμένο σήμερα νάρθηκα του καθολικού.Έναν αιώνα αργότερα, το 1796, ένας άλλος μέγας δραγουμάνος και ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανοικοδόμησε ριζικά το μοναστήρι, που μισοκαμένο ήδη και παρά τις κάποιες επισκευές που πραγματοποιήθηκαν με συνεισφορές του πατριάρχου Παϊσίου και της περιώνυμης κεντήστρας Μαριώρας είχε περιπέσει σε αθλία κατάσταση.
Ο Υψηλάντης που επανοικοδόμησε ριζικά το μοναστηριακό συγκρότημα, προσθέτοντας δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας μικρό παρεκκλήσιο του Προδρόμου, αξίωσε και επέτυχε από τον τότε πατριάρχη Σωφρόνιο να έχει η γυναίκα του Δόμνα Αικατερίνη το δικαίωμα ιδιοκτησίας της μονής και να δύναται ο ίδιος, αλλά και οι απόγονοί του, να διορίζουν τους εκάστοτε εδώ ηγουμένους. Να προσθέσουμε πως για την ευρυθμότερη λειτουργία του κοινοβίου δεν παρέλειψε να το προικίσει με μετόχια πλουσιότατα, όπως τον μέγα ναό της Μαρκούτσας στο Βουκουρέστι και το μοναστήρι της Πρώτης, «... μετά πάντων των προσόντων αυτώ κτημάτων και αφιερωμάτων, κινητών τε και ακινήτων, και μετά πάσης της περιοχής, εμπεριοχής τε και παραλίου περιφερείας της νήσου».
Οι περιπέτειες όμως της Καμαριώτισσας συνέχισαν και στα επόμενα χρόνια, για να υποστεί τελικά και αυτή τις συνέπειες του μεγάλου ξεσηκωμού των ραγιάδων, καθώς ήταν γνωστό πως συχνά οι εταιριστές συγκεντρώνονταν στο κιόσκι και στο χοιροστάσιο της μονής. Και καθώς οι μετέπειτα εξελίξεις έθεσαν εκ των πραγμάτων τέρμα και στη δράση του Υψηλάντη, έκτοτε τη μέριμνα για τη διοίκηση της μονής επωμίστηκε το Φανάρι.
Η μονή της Παναγίας έμελλε να λάβει νέα και σημαντική μεταμόρφωση, όταν φιλοξένησε το Ελληνικό Φροντιστήριο, που ίδρυσαν το 1831 «δεκαπέντε φιλόμουσοι ομογενείς έμποροι, των οικείων τέκνων την εκπαίδευσιν επιθυμούντες». Στην πραγματοποίηση του σκοπού τους συνέδραμε υλικά και ηθικά ο σοφός πατριάρχης Κωνστάντιος ο από Σιναίου.
Η Σχολή αυτή των Ελλήνων Εμπόρων, η Ελληνεμπορική, όπως θα έμενε ευρύτερα γνωστή, συνέχισε να λειτουργεί ως «το σπουδαιότερο», κατά τον Eustace Clare, «μορφωτικό κέντρο του τότε οθωμανικού χώρου», μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι αντίξοες πολιτικές συνθήκες, αλλά και η εκ των πραγμάτων έλλειψη μαθητών ανάγκασαν το Πατριαρχείο να αναστείλει τη λειτουργία της. Ελάχιστα άλλωστε αργότερα, το 1916, το υπουργείο Ναυτικών, που εποφθαλμιούσε ανέκαθεν το απέραντο κτίσμα, κατέλαβε στρατιωτικώς το συγκρότημα, με σκοπό τη δήθεν σύσταση παραρτήματος της Ναυτικής Σχολής. Την περίοδο της Ανακωχής, με επέμβαση του διασυμμαχικού δικαστηρίου, αποδόθηκε η μονή στο Πατριαρχείο, το οποίο εγκατέστησε σε αυτήν την Εθνική Στέγη, όπου συγκεντρώθηκαν τα ορφανά προσφυγόπουλα, θύματα των εκτοπισμών και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η Εθνική Στέγη, ως Ορφανοτροφείο Θηλέων αργότερα, έμελλε να φιλοξενηθεί στη μονή της Καμαριώτισσας μέχρι το 1942, οπότε στα δίσεκτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι ναυτικοί, που δεν έπαυσαν ποτέ να εποφθαλμιούν το αχανές οικοδόμημα, το κατέλαβαν οριστικά. Τα τέμπλα της Καμαριώτισσας και του Προδρόμου, οι εικόνες και πολλά από τα κειμήλια της μονής μεταφέρθηκαν τότε στην Αγία Τριάδα, ενώ ορισμένα κοσμούν σήμερα τον Παριαρχικό Οίκο και Ναό.
Κτισμένο στο νοτιοδυτικό βουνό της Χάλκης το κελί της θείας Μεταμορφώσεως, υπήρχε ενέκαθεν εξαρτημένο από τη μονή της Παναγίας. Η παράδοση, που θέλει να υπήρχε στη θέση αυτή βυζαντινός ναΐσκος, ενισχύεται και από τις δύο κινστέρνες που σώζονται δίπλα στα νεώτερα κτίσματα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας ιδιόρρυθμος αναχωρητής, ο Κοψιδάς, ξανάκτισε, λέγεται, τον ερειπωμένο ναΐσκο, προσθέτοντας και συνεχόμενο κελί. Σ' αυτό θα μονάσει λίγο αργότερα και ο Αντώνιος Τζίμας, ενώ η πλέον αξιόλογη φυσιογνωμία από τους τελευταίους συνεχιστές του ασκητισμού στις πλαγιές αυτές ήταν αναμφίβολα ο Πνευματικός Ευστράτιος, που κατέφυγε εδώ το 1832.
Άλλες μορφές που εσκήτεψαν στα πέριξ της σκήτης υπήρξαν ο Μακάριος, γύρω στα 1850, ο Αγάθων, ο Βησσαρίων και ο μοναχός Ιωάσαφ. Τελευταίο αναχωρητή στην κορυφή αυτή θυμούνται τον Προκόπιο, που ανέβηκε στο βουνό το 1905, όπου και απέθανε υπέργηρος το 1935.
ΟΙ ΕΚΤΑΣΕΙΣ του τρίτου μεγάλου μοναστηριού της Χάλκης ξεκινούσαν πίσω από τις γειτονιές του Παπαμαχαλά και εκτείνονταν πέρα από τα Επταδέλφια και την κοιλάδα της Γαλιάς, μέχρι τον Πευκολιμένα όπου σώζονται ακόμα τα επτά αστέρευτα πηγάδια, που το «καλό νερό τους» κάλυπτε σημαντικά τις ανάγκες της χώρας. Οι μεγαλοπρεπείς διπλές κυπαρισσοστοιχίες της μονής, που ελάχιστα ίχνη τους απομένουν, έφθαναν μέχρι τη θάλασσα όπου ορθωνόταν το παράλιο θέρετρο του Σκαρλάτου Καρατζά, αδελφού του πατριάρχου Ιωαννικίου, στο οποίο εγκατέστησαν, το 1771, οι οθωμανικές αρχές τη Ναυτική Αυτοκρατορική Σχολή τους.
Τότε κτίστηκε, στη θέση αυτή, και το πρώτο τζαμί των Πριγκηπονήσων, τον μιναρέ του οποίου κατεδάφισε πολύ αργότερα ο Κεμάλ Ατατούρκ, θεωρώντας απαράδεκτη τη λειτουργία ενός τεμένους στον χώρο μιας στρατιωτικής σχολής.
Τα κελλιά της Αγιοταφικής μονής του Αγίου Γεωργίου, κτισμένα στην ανατολική ακτή του νησιού, την πλέον απότομη και κρημνώδη, αιωρούνται στηριγμένα σε φορούσια
επάνω από το «μπουγάζι» που χωρίζει τη Χάλκη από την Πρίγκηπο. Χωρίς να είναι επακριβώς εξακριβωμένη η χρονολογία κτήσεως, «λόγοι ισχυροί», κατά τον Μουρουνάκη, «αναγκάζουσιν ημάς να παραδεχθώμεν ότι η ίδρυσις της του Αγίου Γεωργίου του Κρημνού Μονής τυγχάνει αρχαία και αυτή όσον και αι δύο άλλαι της νήσου Μοναί και ως αυταί βασιλική και σεβασμία, μάλιστα δε και κατ' αυτούς έτι τους Βυζαντινούς χρόνους παρά Ρωμαίου αυτοκράτορας τίνος ανεγηγερμένη». Η τοπική, πάντως, παράδοση θέλει το μοναστήρι να κτίζεται πολύ μετά την Άλωση, στη θέση παλαιάς, εγκαταλελειμμένης μετά τις επιδρομές των Λατίνων, βυζαντινής σκήτης του Ακεψιμά.
Ιστορικές πηγές τοποθετούν την επανίδρυση αυτή μεταξύ των ετών 1563 και 1593, καθώς τον χρόνο εκείνο ο ΤρύφωνΚαραμπεϊνίκωφ προσέφερε στον ηγούμενο του κοινοβίου κυρ Αρσένιο τα ελέη του τσάρου Θεοδώρου Ιβάνοβιτς. Τη μονή, «παλαιωθείσαν ήδη» και «οσημέραι εις τελείαν καταστροφήν και ερήμωσιν βαίνουσαν», ανοικοδόμησε το 1758, «ιδίοις αναλώμασι» εκ βάθρων, ο από Ιπεκίου μητροπολίτης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωαννίκιος ο Καρατζάς. Πολυσυζητημένη η διαγωγή του Ιωαννικίου πού, μετά την καθαίρεση και τη διετή εξορία του στο Άγιο Όρος, επανήλθε και πέρασε τον υπόλοιπο βίο εφησυχάζων στο μοναστήρι αυτό της Χαλκίτου, που αποτελούσε ιδιοκτησία του και το οποίο, δυσαρεστημένος με το Φανάρι, αφιέρωσε λίγο πριν τη θανή του στον Πανάγιο Τάφο.
Ως περίλαμπρο περιγράφουν οι περιηγητές το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού, το οποίο ήταν κεκοσμημένο με λαξευμένα μάρμαρα και περικαλλείς κηροστάτες. Η Lady Hornby περιγράφει το «υπέροχο μωσαϊκό δάπεδο του ναού» και τα «βαρειά πολυκάνδηλα που φώτιζαν μυστηριακά τα αργυρά υποκάμισα των ιστορημένων αγίων». Μόνη η εικόνα του Αγίου Γεωργίου, ανηρτημένη σήμερα στο εν είδει νάρθηκος μικρό διαβατικό που ενώνει τις δυο αυλές του συγκροτήματος, σώθηκε από την πυρκαγιά που την Τρίτη του Αγίου Πάσχα, κατέκαυσε το 1881 το παλαιό καθολικό. Οι Χαλκιανοί πίστεψαν τότε πως «η εικόνα περ-
πάτησε να γλιτώσει και πήγε στο βουνό. Εκεί κάτω από τα τσάμια τη βρήκαν την επομένη και την έφεραν στο μοναστήρι». Το καθολικό επανακτίστηκε τον επόμενο αμέσως χρόνο «στη σημερινή του μορφή», με γενναία χορηγία του τσάρου της Ρωσίας.
Το Αγιοταφίτικο αυτό μετόχι γνώρισε ημέρες δόξας και αίγλης στα χρόνια του πατριάρχου Ιεροσολύμων Νικοδήμου, που έζησε εδώ τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1910 και βρίσκεται θαμμένος στον έσω περίβολο της μονής. «Την κηδεία του παρακολούθησαν οι ανώτερες αρχές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων Εκκλησιών, αντιπροσωπεία της Τουρκικής κυβερνήσεως, οι πρεσβευτές Ελλάδας και Ρωσίας, οι αξιωματικοί της Τουρκικής Ναυτικής Σχολής, με τους μαθητές που κρατούσαν τιμητικά την τάξη, και πλήθος από τους κατοίκους της Χάλκης και την κοινωνία της Πόλης. Τον επικήδειο είχε εκφωνήσει ο τότε μητροπολίτης Κυτίου Μελέτιος Μεταξάκης, ο μετέπειτα πατριαρχεύσας στα χρόνια της Ανακωχής».
Μετά τον θάνατο του Νικοδήμου ηγουμένευσε στο μετόχι των Αγιοταφιτών ο Γερμανός Αποστολάτος, τον οποίο διεδέχθη ο πατήρ Βαρλαάμ (1918-1937). Τα μετέπειτα χρόνια σφράγισε με την μισού αιώνα παρουσία του ο αξέχαστος Παπαγιάννης, ο μετέπειτα επίσκοπος Πορφυροπόλεως Ιωάννης. Κατά την ηγουμενία του, οι ναυτικοί κατέλαβαν αυθαιρέτως όλες τις μοναστηριακές ιδιοκτησίες, με το νεκροταφείο και το Αγίασμα της Αγίας Φωτεινής, περιορίζοντας την κυριότητα των Αγιοταφιτών εντός του περιβόλου. Τον διαδέχτηκε ο επίσκοπος Ιαμνοίας Θεοφάνης (1989-1994) και αυτόν ο αρχιμανδρίτης Φώτιος (1995-1999). Σήμερα η μονή, της οποίας τα κτίσματα παρουσίασαν σοβαρότατες ρωγμές μετά τον πρόσφατο σεισμό της Νικομήδειας, παραμένει ουσιαστικά εγκαταλελειμμένη, τραγικό μνημείο και αυτή του μαρασμού της άλλοτε βασιλεύουσας Πόλης.
Η μικρή πολιτεία των θαλασσών «εφηπλούτο επιχαρίτως» από αρχαιοτάτους χρόνους, αγκαλιάζοντας πέρα για πέρα την ήρεμη βορειοανατολική παραλία του νησιού. Θέση προστατευμένη από τους ισχυρούς νότιους ανέμους, προνομιακή με τις οκτώ αστείρευτες πηγάδες και ασφαλής στα δίσεκτα εκείνα χρόνια, καθώς βρισκόταν σε άμεση επικοινωνία με τη γειτονική Πριγκηπόνησο και τα απέναντι ρωμιοκατοικημένα βιθυνικά παράλια. Ως εν παρενθέσει να θυμίσουμε πόσο πολύτιμο αγαθό αποτελούσε το νερό για τα νησιά αυτά, που μάστιζε ανέκαθεν λειψυδρία.
Διηγούνται πως σε κάποιες άλλες εποχές, όταν οι κάτοικοι σπανίως ένιωθαν την ανάγκη να ασφαλίζουν τα σπίτια τους, διπλοκλείδωναν και τριπλοκλείδωναν τα πηγάδια και τις στέρνες τους, όπου με ποικίλους τρόπους συγκέντρωναν το πόσιμο νερό της βροχής.
Πριν την επιχωμάτωση της προκυμαίας, μώλος από βράχους τεράστιους, που στην άκρη του υψωνόταν «φανός χρώματος υπερύθρου», προφύλαγε το ταπεινό αγκυροβόλιο του μικρού των νησιωτών ψαράδικου στολίσκου και, όχι σπάνια, αποτελούσε καταφύγιο των ολκάδων που περιέπλεαν την Προποντίδα θάλασσα.
Ο παλαιός οικισμός εκτεινόταν γύρω από τον αυτοσχέδιο αυτό λιμένα και τον ναό του πολιούχου και προστάτη των θαλασσών Αγίου Νικολάου. Για τον ναΐσκο αυτό, κτίσμα των βυζαντινών χρόνων μέχρι την επανοικοδόμησή του τον 18ο αιώνα, πιστεύεται πως καταλάμβανε τη θέση ειδωλολατρικού ναού. Στενά καλντερίμια, καμαροσκέπαστα διαβατικά και σοκάκια με ελικοειδή αδιέξοδα και ανηφόρια, σχημάτιζαν τη ρυμοτομία της μικρής πολιτείας που, με τα γραφικά της μικρόσπιτα, τα χαμηλά χαγιάτια και σαχνισιά, τις αυλές και τους λουλουδιασμένους φράχτες της, διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφη μέχρι τις δύο μεγάλες φωτιές που στις αρχές του 20ού αιώνα κατέκαψαν τις παλιές γειτονιές της. Κεντρικός πυρήνας της χώρας πλατεία της Γλύφας, γύρω από το ιστορικό γλυφό πηγάδι του νησιού, στου οποίου το στόμιο σώζεται πάντα χάραγμα με σταυρό και τη χρονολογία 1768. Οι ξυλόκτιστες γειτονιές, πλαισιωμένες από τα θέρετρα των παραθεριστών, ανηφόριζαν προς τις ήμερες αμπελοφυτεμένες πλαγιές του δικόρυφου βουνού που δέσποζε της χώρας· το βουνό του Κουτρουλόμυλου, όπως το έλεγαν οι Χαλκιανοί, από το ερείπιο ενός μύλου στην κορυφή του, όπου στα πολύ παλιά χρόνια οι μοναχοί της Καμαριώτισσας Παναγίας άλεθαν τα σιτηρά τους.
Βορειότερα οριοθετούσε τη χώρα ο ειδυλλιακός λόφος της Αγίας Τριάδας, της οποίας ο ελαιώνας κατηφόριζε μέχρι τη θάλασσα. Ανάμεσα στους δυο «βουνούς», χαμηλά στον αυχένα όπου έσμιγαν ήμερα οι λοφοπλαγιές, σχηματιζόταν η «ικανώς εύφορος» κοιλάδα της Αμπέλας, καλλιεργημένη άλλοτε με πλούσια μποστάνια και ταρλάδες, αλλά και αμπέλια: εδώ έβγαζαν, λέγεται, σε έτι παλαιότερους καιρούς, σι καλόγεροι της Αγίας Τριάδας το θαυμαστό εκείνο κόκκινο κρασί, που αποθήκευαν σε στέρνα του μοναστηριού τους, το ενεπίγραφο στόμιο της οποίας σώζεται ως τις μέρες μας δίπλα στην είσοδο. Από την Αμπέλα, δρόμος αμαξιτός ελισσόταν ανάμεσα στα πευκοδάση, οδεύοντας προς τη μονή της Καμαριώτισσας, «ο δρόμος της Παναγίας», όπως τον έλεγαν. Όλη η πέρα της χώρας έκταση παρέμενε μοιρασμένη ανάμεσα στα τρία μοναστήρια του νησιού από τους χρόνους των Γραικορωμαίων.
ΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΑ ΤΡΙΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ,δύο σκήτες και τα σκηνώματα δέκα πατριαρχών καθαγιάζουν τους λόφους και τις δασωμένες πλαγιές της Ερατεινής Χάλκης. Σ' αυτά, πέραν του ενοριακού ναού του πολιούχου Αγίου, θα πρέπει να προστεθούν και τα τρία προσκυνήματα της νήσου, τα αγιάσματα της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Νικήτα και της Αγίας Φωτεινής, της οποίας το νερό, κατά την παράδοση, ερχόταν υποθαλασσίως από τις χιονισμένες βουνοκορφές του βιθυνικού Ολύμπου. Μια τρίτη σκήτη, που η ντόπια παράδοση την αναφέρει ως σκήτη του Προφητηλία, ορθωνόταν, λέγεται, στο φρύδι, ανάμεσα στις δύο κορυφές του Κουτρουλόμυλου. Αυτά βέβαια σε πολύ παλαιά χρόνια.
Στις αρχές του 9ου αιώνα, τότε που οι βυζαντινοί δρόμωνες όργωναν ανενόχλητοι ακόμα τη θάλασσα του Μαρμαρά, στη μονή των Δεσποτών, που ταυτίζεται με τη μονή της Αγίας Τριάδας, περιορίζεται έγκλειστος ο Θεόδωρος Στουδίτης. Ο ίδιος την αναφέρει σε επιστολή του ως «των κυκλόθεν νήσων υπολάμπουσα τη θέσει του τόπου».
Ορισμένοι ιστορικοί την καταγράφουν και ως μονή του Εσώπτρου. Κατά τον πρωτοσύγκελλο Αθηναγόρα, το καθολικό της καταλαμβάνει πιθανότατα τη θέση αρχαίου ιερού του Απόλλωνος. Να θυμίσουμε πως το 1844, κατά την ανακαίνιση της μονής, είχαν ανασκαφεί πλήθος αρχαιοτήτων και επιτύμβιο γλυπτό με επιγραφή «Αγαθάγγελος Αγάλε-ως χαίρε».
Θεολογική Σχολή της Χάλκης |
Η παράδοση συνδέει στενά τον Ιερό Φώτιο με τη μονή και πολύ πιθανόν, «ο την Μυριόβιβλον πονήσας» σοφός πατριάρχης να υπήρξε δεύτερος κτήτωρ της μονής, που παρέμενε τελείως ερειπωμένη μετά την επιδρομή, το 860, του «ανήμερου και βαρβαρικού» έθνους των Ρως. Μια άλλη ιστορική μορφή, που έζησε εξόριστη στο μοναστήρι αυτό ήταν η αυτοκράτειρα Θεοδοσία, σύζυγος του τραγικού εκείνου Λέοντος του Αρμενίου. Χειρόγραφο τέλος «εν μεμβράναις» Ευαγγέλιο του 1063, «προσηνεχθέν εις την κατά Χάλκην μονήν της Αγίας Τριάδος», έφερε αφιέρωση της Αικατερίνης βασιλίσσης της Κομνηνής, της «μετονομασθείσης εν τώ αγγελικώ σχήματι Ξένης μοναχής».
Θα μακρηγορήσουμε ως προς τα ιστορικά της Αγίας Τριάδας που σε νεώτερες εποχές και για εκατόν πενήντα περίπου χρόνια έμελλε να εξελιχθεί σε φυτώριο των θεολόγων της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.Ήταν το 1844 όταν ο πατριάρχης Γερμανός Δ' επανέκτησε το ιερό σκήνωμα, το οποίο παρέμενε πυρπολημένο μετά τα συμβάντα του 1821, ορίζοντας συνοδικώς όπως, «ως ανοικοδομηθέν από θεοφιλεί σκοπώ σχολείου θεολογικού, οικείται παρά διδασκάλων θεολόγων και μαθητών ιερωμένων και μελλόντων ιερωθήναι». Τα αρχικά κτίσματα της Σχολής, που περιέκλειαν το καθολικό της Αγίας Τριάδας, κατέπεσαν στον μεγάλο σεισμό του 1894, οπότε με δωρεά του Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση υψώθηκε η νυν μεγαλόπρεπη λιθόκτιστη οικοδομή, αρχιτεκτόνημα του Περικλή Φωτιάδη, «καμάρι και καύχημα της πολίτικης ρωμιοσύνης».
Η ιστορία της δεύτερης κατά χρονολογική σειρά θεολογικής αυτής σχολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους. Η φοίτηση κατά την πρώτη περίοδο, που διήρκεσε μέχρι το 1919, ήταν επτάχρονος: τέσσερα γυμνασιακά χρόνια και τρία για τη θεολογική εκπαίδευση. Η δεύτερη περίοδος, που διήρκεσε μία τετραετία, περιείχε μόνο πενταετή θεολογική εκπαίδευση, ενώ η τρίτη (1923-1951) ήταν, όπως παλαιότερα, επτάτακτη. Η οργανική μορφή της Σχολής άλλαξε μετά το 1951, για «να μετατραπεί σε πανεπιστημιακή και τύποις, μέσα σε μια χώρα που η πρώτη, η μέση και κυρίως η ανώτατη παιδεία ήταν απόλυτα κρατικές». Το τετράτακτο ανώτερο θεολογικό της τμήμα ήταν γνωστό ως Ακαδημία.
Μετά το 1961, σε καιρούς δίσεκτους και αστάθμητους, ποικίλες πιέσεις και απαγορεύσεις ως προς τη φοίτηση των μαθητών, αλλά και επεμβάσεις και παύσεις στο διδακτικό προσωπικό, δυσχέραιναν την ομαλή λειτουργία της Σχολής. Τέλος, το 1971, βάσει νόμου που απαγόρευε τη διδαχή στις ανώτερες ιδιωτικές σχολές της Τουρκίας, ανεστάλη και η λειτουργία του θεολογικού τμήματος και έκτοτε, παρ' όλα τα διαβήματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και όχι μόνον, η Σχολή εξακολουθεί να παραμένει κλειστή. Τα μαθήματα στο λυκειακό τμήμα συνεχίστηκαν μέχρι το σχολικό έτος 1983-84, οπότε αναγκάστηκε να κλείσει και αυτό ελλείψει μαθητών.
Κτισμένη στο διάσελο εν μέσω δύο λόφων και πυκνού εκ πιτύων δάσους» και περιστοιχισμένη από βαθύσκιες φιλύρες, βρισκόταν η δεύτερη ως προς τη θέση και ασφαλώς σημαντικότερη ιστορικά μονή της Χάλκης. Η τοποθεσία, ειδυλλιακή και απόκεντρη, είχε αναμφίβολα προσελκύσει από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους τα πλήθη των αναχωρητών, κελιώτες και δενδρίτες, που συμπτύχθηκαν αργότερα σε κοινόβιο. Κατά τους ιστορικούς, στη θέση του κοινοβίου αυτού ή κάποιας σκήτης ο κυρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος (1423-1488), ο πρωθύστερος του Βυζαντίου αυτοκράτορας, είχε ανεγείρει εκκλησία και μοναστήρι του Προδρόμου. Πρόσφατες μελέτες έχουν καταδείξει πως η τοιχοδομία ορισμένων κτισμάτων, που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι κατά πολύ παλαιοτέρα του 11ου αιώνα.
Το ιστορικό αυτό συγκρότημα, το σημαντικότερο ίσως από όσα είχαν απομείνει στα μετά την Άλωση χρόνια στα χέρια των Γραικών, έμελλε να γίνει ευρύτερα γνωστό ως μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας, από ένα ερημωμένο σήμερα παρεκκλήσιο, κτίσμα «σμικρότατο μετά τρούλου», άμεσα συνδεδεμένο με τη μνήμη μιας πανέμορφης βυζαντινής πριγκίπισσας, της Μαρίας Κομνηνής Παλαιολογίνας, κόρης του αυτοκράτορα της μακρινής Τραπεζούντας και συζύγου του κυρ Ιωάννη. Τοιχογραφία της Θεοτόκου, ιστορημένη δεξιά στον νάρθηκα, κάτω από καμάρα που στήριζε ξυλόκτιστο καμπαναριό, στάθηκε αφορμή της προσωνυμίας αυτής. Οι ντόπιοι Χαλκιανοί, από τους πυκνούς γύρω θάμνους και τις κουμαριές που περιστοίχιζαν τη μονή, την αποκαλούσαν παρετυμολογικά Κουμαριώτισσα. Η ξυλόστεγος μεγάλη βασιλική του Προδρόμου κάηκε το 1672, «εν μηνί Αυγούστω 6», όπως σημείωσε σε χειρόγραφο κώδικα χέρι καλογήρου. Ανακαινιστής και δεύτερος κτήτωρ της μονής υπήρξε ο Νικούσιος Παναγιωτάκης, πρώτος από τους χριστιανούς μεγάλους δραγουμάνους της Υψηλής Πύλης, του οποίου ο τάφος σωζόταν ως πρόσφατα στον γκρεμισμένο σήμερα νάρθηκα του καθολικού.Έναν αιώνα αργότερα, το 1796, ένας άλλος μέγας δραγουμάνος και ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανοικοδόμησε ριζικά το μοναστήρι, που μισοκαμένο ήδη και παρά τις κάποιες επισκευές που πραγματοποιήθηκαν με συνεισφορές του πατριάρχου Παϊσίου και της περιώνυμης κεντήστρας Μαριώρας είχε περιπέσει σε αθλία κατάσταση.
Χάλκη |
Ο Υψηλάντης που επανοικοδόμησε ριζικά το μοναστηριακό συγκρότημα, προσθέτοντας δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας μικρό παρεκκλήσιο του Προδρόμου, αξίωσε και επέτυχε από τον τότε πατριάρχη Σωφρόνιο να έχει η γυναίκα του Δόμνα Αικατερίνη το δικαίωμα ιδιοκτησίας της μονής και να δύναται ο ίδιος, αλλά και οι απόγονοί του, να διορίζουν τους εκάστοτε εδώ ηγουμένους. Να προσθέσουμε πως για την ευρυθμότερη λειτουργία του κοινοβίου δεν παρέλειψε να το προικίσει με μετόχια πλουσιότατα, όπως τον μέγα ναό της Μαρκούτσας στο Βουκουρέστι και το μοναστήρι της Πρώτης, «... μετά πάντων των προσόντων αυτώ κτημάτων και αφιερωμάτων, κινητών τε και ακινήτων, και μετά πάσης της περιοχής, εμπεριοχής τε και παραλίου περιφερείας της νήσου».
Οι περιπέτειες όμως της Καμαριώτισσας συνέχισαν και στα επόμενα χρόνια, για να υποστεί τελικά και αυτή τις συνέπειες του μεγάλου ξεσηκωμού των ραγιάδων, καθώς ήταν γνωστό πως συχνά οι εταιριστές συγκεντρώνονταν στο κιόσκι και στο χοιροστάσιο της μονής. Και καθώς οι μετέπειτα εξελίξεις έθεσαν εκ των πραγμάτων τέρμα και στη δράση του Υψηλάντη, έκτοτε τη μέριμνα για τη διοίκηση της μονής επωμίστηκε το Φανάρι.
Η μονή της Παναγίας έμελλε να λάβει νέα και σημαντική μεταμόρφωση, όταν φιλοξένησε το Ελληνικό Φροντιστήριο, που ίδρυσαν το 1831 «δεκαπέντε φιλόμουσοι ομογενείς έμποροι, των οικείων τέκνων την εκπαίδευσιν επιθυμούντες». Στην πραγματοποίηση του σκοπού τους συνέδραμε υλικά και ηθικά ο σοφός πατριάρχης Κωνστάντιος ο από Σιναίου.
Η Σχολή αυτή των Ελλήνων Εμπόρων, η Ελληνεμπορική, όπως θα έμενε ευρύτερα γνωστή, συνέχισε να λειτουργεί ως «το σπουδαιότερο», κατά τον Eustace Clare, «μορφωτικό κέντρο του τότε οθωμανικού χώρου», μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι αντίξοες πολιτικές συνθήκες, αλλά και η εκ των πραγμάτων έλλειψη μαθητών ανάγκασαν το Πατριαρχείο να αναστείλει τη λειτουργία της. Ελάχιστα άλλωστε αργότερα, το 1916, το υπουργείο Ναυτικών, που εποφθαλμιούσε ανέκαθεν το απέραντο κτίσμα, κατέλαβε στρατιωτικώς το συγκρότημα, με σκοπό τη δήθεν σύσταση παραρτήματος της Ναυτικής Σχολής. Την περίοδο της Ανακωχής, με επέμβαση του διασυμμαχικού δικαστηρίου, αποδόθηκε η μονή στο Πατριαρχείο, το οποίο εγκατέστησε σε αυτήν την Εθνική Στέγη, όπου συγκεντρώθηκαν τα ορφανά προσφυγόπουλα, θύματα των εκτοπισμών και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η Εθνική Στέγη, ως Ορφανοτροφείο Θηλέων αργότερα, έμελλε να φιλοξενηθεί στη μονή της Καμαριώτισσας μέχρι το 1942, οπότε στα δίσεκτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι ναυτικοί, που δεν έπαυσαν ποτέ να εποφθαλμιούν το αχανές οικοδόμημα, το κατέλαβαν οριστικά. Τα τέμπλα της Καμαριώτισσας και του Προδρόμου, οι εικόνες και πολλά από τα κειμήλια της μονής μεταφέρθηκαν τότε στην Αγία Τριάδα, ενώ ορισμένα κοσμούν σήμερα τον Παριαρχικό Οίκο και Ναό.
Κτισμένο στο νοτιοδυτικό βουνό της Χάλκης το κελί της θείας Μεταμορφώσεως, υπήρχε ενέκαθεν εξαρτημένο από τη μονή της Παναγίας. Η παράδοση, που θέλει να υπήρχε στη θέση αυτή βυζαντινός ναΐσκος, ενισχύεται και από τις δύο κινστέρνες που σώζονται δίπλα στα νεώτερα κτίσματα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας ιδιόρρυθμος αναχωρητής, ο Κοψιδάς, ξανάκτισε, λέγεται, τον ερειπωμένο ναΐσκο, προσθέτοντας και συνεχόμενο κελί. Σ' αυτό θα μονάσει λίγο αργότερα και ο Αντώνιος Τζίμας, ενώ η πλέον αξιόλογη φυσιογνωμία από τους τελευταίους συνεχιστές του ασκητισμού στις πλαγιές αυτές ήταν αναμφίβολα ο Πνευματικός Ευστράτιος, που κατέφυγε εδώ το 1832.
Άλλες μορφές που εσκήτεψαν στα πέριξ της σκήτης υπήρξαν ο Μακάριος, γύρω στα 1850, ο Αγάθων, ο Βησσαρίων και ο μοναχός Ιωάσαφ. Τελευταίο αναχωρητή στην κορυφή αυτή θυμούνται τον Προκόπιο, που ανέβηκε στο βουνό το 1905, όπου και απέθανε υπέργηρος το 1935.
Χάλκη |
ΟΙ ΕΚΤΑΣΕΙΣ του τρίτου μεγάλου μοναστηριού της Χάλκης ξεκινούσαν πίσω από τις γειτονιές του Παπαμαχαλά και εκτείνονταν πέρα από τα Επταδέλφια και την κοιλάδα της Γαλιάς, μέχρι τον Πευκολιμένα όπου σώζονται ακόμα τα επτά αστέρευτα πηγάδια, που το «καλό νερό τους» κάλυπτε σημαντικά τις ανάγκες της χώρας. Οι μεγαλοπρεπείς διπλές κυπαρισσοστοιχίες της μονής, που ελάχιστα ίχνη τους απομένουν, έφθαναν μέχρι τη θάλασσα όπου ορθωνόταν το παράλιο θέρετρο του Σκαρλάτου Καρατζά, αδελφού του πατριάρχου Ιωαννικίου, στο οποίο εγκατέστησαν, το 1771, οι οθωμανικές αρχές τη Ναυτική Αυτοκρατορική Σχολή τους.
Τότε κτίστηκε, στη θέση αυτή, και το πρώτο τζαμί των Πριγκηπονήσων, τον μιναρέ του οποίου κατεδάφισε πολύ αργότερα ο Κεμάλ Ατατούρκ, θεωρώντας απαράδεκτη τη λειτουργία ενός τεμένους στον χώρο μιας στρατιωτικής σχολής.
Τα κελλιά της Αγιοταφικής μονής του Αγίου Γεωργίου, κτισμένα στην ανατολική ακτή του νησιού, την πλέον απότομη και κρημνώδη, αιωρούνται στηριγμένα σε φορούσια
επάνω από το «μπουγάζι» που χωρίζει τη Χάλκη από την Πρίγκηπο. Χωρίς να είναι επακριβώς εξακριβωμένη η χρονολογία κτήσεως, «λόγοι ισχυροί», κατά τον Μουρουνάκη, «αναγκάζουσιν ημάς να παραδεχθώμεν ότι η ίδρυσις της του Αγίου Γεωργίου του Κρημνού Μονής τυγχάνει αρχαία και αυτή όσον και αι δύο άλλαι της νήσου Μοναί και ως αυταί βασιλική και σεβασμία, μάλιστα δε και κατ' αυτούς έτι τους Βυζαντινούς χρόνους παρά Ρωμαίου αυτοκράτορας τίνος ανεγηγερμένη». Η τοπική, πάντως, παράδοση θέλει το μοναστήρι να κτίζεται πολύ μετά την Άλωση, στη θέση παλαιάς, εγκαταλελειμμένης μετά τις επιδρομές των Λατίνων, βυζαντινής σκήτης του Ακεψιμά.
Ιστορικές πηγές τοποθετούν την επανίδρυση αυτή μεταξύ των ετών 1563 και 1593, καθώς τον χρόνο εκείνο ο ΤρύφωνΚαραμπεϊνίκωφ προσέφερε στον ηγούμενο του κοινοβίου κυρ Αρσένιο τα ελέη του τσάρου Θεοδώρου Ιβάνοβιτς. Τη μονή, «παλαιωθείσαν ήδη» και «οσημέραι εις τελείαν καταστροφήν και ερήμωσιν βαίνουσαν», ανοικοδόμησε το 1758, «ιδίοις αναλώμασι» εκ βάθρων, ο από Ιπεκίου μητροπολίτης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωαννίκιος ο Καρατζάς. Πολυσυζητημένη η διαγωγή του Ιωαννικίου πού, μετά την καθαίρεση και τη διετή εξορία του στο Άγιο Όρος, επανήλθε και πέρασε τον υπόλοιπο βίο εφησυχάζων στο μοναστήρι αυτό της Χαλκίτου, που αποτελούσε ιδιοκτησία του και το οποίο, δυσαρεστημένος με το Φανάρι, αφιέρωσε λίγο πριν τη θανή του στον Πανάγιο Τάφο.
Ως περίλαμπρο περιγράφουν οι περιηγητές το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού, το οποίο ήταν κεκοσμημένο με λαξευμένα μάρμαρα και περικαλλείς κηροστάτες. Η Lady Hornby περιγράφει το «υπέροχο μωσαϊκό δάπεδο του ναού» και τα «βαρειά πολυκάνδηλα που φώτιζαν μυστηριακά τα αργυρά υποκάμισα των ιστορημένων αγίων». Μόνη η εικόνα του Αγίου Γεωργίου, ανηρτημένη σήμερα στο εν είδει νάρθηκος μικρό διαβατικό που ενώνει τις δυο αυλές του συγκροτήματος, σώθηκε από την πυρκαγιά που την Τρίτη του Αγίου Πάσχα, κατέκαυσε το 1881 το παλαιό καθολικό. Οι Χαλκιανοί πίστεψαν τότε πως «η εικόνα περ-
πάτησε να γλιτώσει και πήγε στο βουνό. Εκεί κάτω από τα τσάμια τη βρήκαν την επομένη και την έφεραν στο μοναστήρι». Το καθολικό επανακτίστηκε τον επόμενο αμέσως χρόνο «στη σημερινή του μορφή», με γενναία χορηγία του τσάρου της Ρωσίας.
Το Αγιοταφίτικο αυτό μετόχι γνώρισε ημέρες δόξας και αίγλης στα χρόνια του πατριάρχου Ιεροσολύμων Νικοδήμου, που έζησε εδώ τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1910 και βρίσκεται θαμμένος στον έσω περίβολο της μονής. «Την κηδεία του παρακολούθησαν οι ανώτερες αρχές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων Εκκλησιών, αντιπροσωπεία της Τουρκικής κυβερνήσεως, οι πρεσβευτές Ελλάδας και Ρωσίας, οι αξιωματικοί της Τουρκικής Ναυτικής Σχολής, με τους μαθητές που κρατούσαν τιμητικά την τάξη, και πλήθος από τους κατοίκους της Χάλκης και την κοινωνία της Πόλης. Τον επικήδειο είχε εκφωνήσει ο τότε μητροπολίτης Κυτίου Μελέτιος Μεταξάκης, ο μετέπειτα πατριαρχεύσας στα χρόνια της Ανακωχής».
Μετά τον θάνατο του Νικοδήμου ηγουμένευσε στο μετόχι των Αγιοταφιτών ο Γερμανός Αποστολάτος, τον οποίο διεδέχθη ο πατήρ Βαρλαάμ (1918-1937). Τα μετέπειτα χρόνια σφράγισε με την μισού αιώνα παρουσία του ο αξέχαστος Παπαγιάννης, ο μετέπειτα επίσκοπος Πορφυροπόλεως Ιωάννης. Κατά την ηγουμενία του, οι ναυτικοί κατέλαβαν αυθαιρέτως όλες τις μοναστηριακές ιδιοκτησίες, με το νεκροταφείο και το Αγίασμα της Αγίας Φωτεινής, περιορίζοντας την κυριότητα των Αγιοταφιτών εντός του περιβόλου. Τον διαδέχτηκε ο επίσκοπος Ιαμνοίας Θεοφάνης (1989-1994) και αυτόν ο αρχιμανδρίτης Φώτιος (1995-1999). Σήμερα η μονή, της οποίας τα κτίσματα παρουσίασαν σοβαρότατες ρωγμές μετά τον πρόσφατο σεισμό της Νικομήδειας, παραμένει ουσιαστικά εγκαταλελειμμένη, τραγικό μνημείο και αυτή του μαρασμού της άλλοτε βασιλεύουσας Πόλης.
Πολλά
από τα εντυπωσιακά θέρετρα των εύπορων Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης έχουν
διατηρηθεί μέχρι σήμερα και ορισμένα έχουν αναπαλαιωθεί φανερώνοντας την παλιά
αρχοντιά του νησιού.
ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΥΝΤΑ, το απότομο ακρωτήρι που οροθετεί τον κυκλοτερή λιμένα της Παναγίας, όπως σε κάποιες άλλες εποχής ήταν γνωστός ο πευκολιμένας της Χάλκης, το σημερινό Τσαμλιμάνι, μονοπάτι ανηφορίζει παράλληλα με τη θάλασσα προς τη σκήτη του Αγίου Σπυρίδωνα. Την έκτισε ο αναχωρητής Αρσένιος, «μια φυσιογνωμία από τις πλέον ενδιαφέρουσες και αναμφίβολα η περισσότερο δημοφιλής ανάμεσα στους μοναχούς που ασκήτεψαν κάποτε στις βουνοπλαγιές της νήσου». Και σήμερα ακόμα, που είναι ελάχιστοι πια αυτοί που αριθμούν την πάλαι ποτέ πολυπληθή ορθόδοξη κοινότητα της ελλη-νικοτάτης Χάλκης, η τοποθεσία εξακολουθεί να παραμένει γνωστή με το όνομά του: «ο Αρσένιος».
Ήταν το 1862 όταν ο αναχωρητής, που ως καλογεροπαίδι διακονούσε σε αγιορείτικο μετόχι στο Φανάρι, πληροφορήθηκε πως στα βουνά της Χάλκης πολλοί ασκητές ζούσαν συγκεντρωμένοι γύρω από τον Πνευματικό Ευστράτιο, του οποίου η φήμη είχε καταντήσει θρύλος στη λεκάνη της Προποντίδας. Πέντε ολόκληρα χρόνια ο Αρσένιος παρέμεινε στη σκήτη του Ευστρατίου και το 1868 έκτισε μια ταπεινή καλύβα στο δυσπρόσιτο αυτό ακρω-τήρι του Πευκολιμένα.
Λίγο αργότερα, με τη συμπαράσταση του Γεωργίου Ζαρίφη και τη συμπάθεια του Ανθίμου Μαζαράκη, αλλά και τη βοήθεια του υποτακτικού του Παπαβασίλη, ύψωσε στον σκληρό βράχο περικαλλή ξύλινο ναΐσκο με δύο συνεχόμενα κελιά και τσαρδάκια, άνοιξε στέρνες και πηγάδια και ισοπέδωσε τον χώρο, όπου δεχόταν τους προσκυνη τές και επισκέπτες του, που έσπευδαν από κάθε άκρη των Πριγκηπονήοων και της Πόλης.
Η πρώτη αυτή σκήτη ισοπεδώθηκε στη μεγάλη εκείνη θεομηνία που συγκλόνισε τα Πριγκηπόνησα το 1894. Με συνδρομή όμως φίλων και γνωστών, και κυρίως των πλουσίων παραθεριστών της Χάλκης, ο Αρσένιος κατάφερε να ξανακτίσει τη σκήτη του κατά πολύ μεγαλύτερη και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Χαρακτηριστικό της μεγάλης του φήμης αποτελεί το γεγονός ότι και αυτός ο σουλτάνος, ο πολυσυζητημένος Αβδούλ Χαμίτ χάν, είχε σπεύσει να προσφέρει από τους πρώτους διακόσιες λίρες χρυσές! Στην αποπεράτωση του έργου συνέβαλαν επίσης ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος, ο Κωστάκης Ανθόπουλος πασάς, ο τότε πρέσβυς της Ρωσίας Μελίντωφ, ο Κωνσταντίνος Ηλιάσκος και ο πολύς Ριζά πασάς, που συνήθιζε κάθε ραμαζάνι να στέλνει τα πεσκέσια του στον Αρσένιο. «Οι Χαλκιανοί έβγαιναν στα παράθυρα να δούνε τους δούλους που κουβαλούσαν στο κεφάλι τα μεγάλα εκείνα ταψιά, ξεχειλισμένα από πλούσια φαγητά και μεζελίκια».
Ο Αρσένιος πέθανε στις 2 Φεβρουάριου του 1906. Τον έθαψαν με τιμές μεγάλες στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας και αργότερα, το 1913, έγινε ανακομιδή του λειψάνου του και τα οστά τα τοποθέτησαν κάτω από την Αγία Τράπεζα, σε κρύπτη που είχε προετοιμάσει ο ίδιος για να τελούν, όπως επιθυμούσε, τη Θεία Λειτουργία επάνω από το λείψανό του. Τον διαδέχτηκε ο πατήρ Σωφρόνιος, ένας κοσμοκαλόγερος που με τον χρωστήρα του αγιογράφου έζησε αρκετά χρόνια στην απόμερη αυτή ερημιά της Χάλκης. Τελευταίως στα χρόνια μας έμενε στη σκήτη ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός Στυλιανίδης. Γεννημένος το 1880 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, είχε σπουδάσει στην εκεί Ιερατική Σχολή του Ζιντζιδερέ. Στα στερνά του ληστές πάτησαν τη σκήτη και τραυμάτισαν σοβαρά τον Κυπριανό που πέθανε το 1964.
Έκτοτε στον Αγιο Σπυρίδωνα παραμένει μόνο φύλακας. Οι προσκυνητές έχουν αραιώσει αισθητά καθώς οι Ρωμιοί κάτοικοι του νησιού είναι μετρημένοι πια στα δάκτυλα. Έρχονται όμως οι Τουρκάλες να φέρουν τα τάματά τους, λάδι για την καντήλα του Αγίου, και ν' ανάψουν κερί στο εικόνισμά του. Είναι και ο Θόδωρος ο Ρόκκας, φίλος αγαπητός, που γέννημα και θρέμμα Χαλκιανός, στα ενενήντα ένα του χρόνια σήμερα επιμένει να ζει πάντα στην ερημική σκήτη, στην πάντα γοητευτική, πάντα απόκεντρη και ευλογημένη αυτή γωνιά των Πριγκηπονήσων.
ΑΚΥΛΑΣ ΜΗΛΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου