Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη
να τα βλέπουμε όλα ίσια;
Οδυσσέας Ελύτης, ΜαρίαΝεφέλη
Η Μαρία Νεφέλη είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα του βραβευμένου με Νόμπελ Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996), παρά το ότι βρίσκεται στη σκιά του Άξιον Εστί, ενός ορόσημου στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η Μαρία Νεφέλη εκδόθηκε το 1978 και έφερε στο έργο του Ελύτη μία νέα γενιά αναγνωστών, την αποκαλούμενη γενιά του ’60, εδραιώνοντας το κύρος του ως «εθνικού ποιητή» άρρηκτα συνδεδεμένου με την Ελλάδα ή, όπως θα το έθετε και ο ίδιος ο ποιητής, με την «ψυχική ενέργειά» της και την ανεξίτηλη αποτύπωσή της στο τοπίο. Απηχώντας τη στροφική/ αντιστροφική σύνθεση της κλασικής τραγωδίας, τα μισά ποιήματα στη Μαρία Νεφέλη εκφέρονται από τη Μαρία, μία νεαρή επαναστάτρια και τα υπόλοιπα από τον Αντιφωνητή, έναν μεγαλύτερο άνδρα, που πιθανώς εκπροσωπεί τον ποιητή και τη γενιά του.
Τυπωμένα το ένα αντικριστά στο άλλο, τα ζεύγη των ποιημάτων δεν δημιουργούν διάλογο αλλά παράλληλους μονολόγους- ενώ η Μαρία θλίβεται για την κατάσταση στον κόσμο, ο Αντιφωνητής προσπαθεί να μετριάσει την απελπισία της επιμένοντας πως μονάχα η μισή πραγματικότητα είναι ορατή. «Το συμπέρασμά μου σε αυτό το ποίημα», δήλωσε ο Ελύτης σε μία συνέντευξη, «είναι ότι ψάχνουμε βασικά τα ίδια πράγματα, αλλά από διαφορετικούς δρόμους» (Carson 2004: σελ. xxxi-xxxiii).
Παρομοιάσαμε τη σχέση του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού με τον τρόπο που δομεί το λόγο του ο Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη: ανόμοια αλλά συμμετρικά, ανταγωνιστικά αλλά διαλεκτικά. Από πολλές απόψεις, τα ελληνικά και τα τουρκικά εθνικιστικά σχέδια είναι παράλληλοι μονόλογοι, όπως οι ωδές στα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, οι οποίες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές τους γνωρίζοντας όμως, επώδυνα, και τις ομοιότητές τους. Αμφότερες οι χώρες έχουν στιγματιστεί ιστορικά ως ο «Άλλος» στις αντίστοιχες εθνικιστικές φαντασιώσεις, ενώ η κάθε χώρα θεωρείται, από συστάσεώς της, ο αντίποδας της επιβίωσης της άλλης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιστοιχούσε σε έναν ακρωτηριασμό και η βιωσιμότητά της συνδέθηκε με την περαιτέρω εξάπλωσή της στις οθωμανικές κτήσεις στην Ευρώπη και ίσως ακόμα πιο πέρα. Σε εσωτερικό επίπεδο, η ανάγκη σύστασης ενός νέου έθνους-κράτους συνεπαγόταν τον «πολιτισμικό εξαγνισμό» της περιοχής, ο οποίος αναπόφευκτα σήμαινε την εφαρμογή στρατηγικών εξαναγκασμού, προσηλυτισμού, εκδίωξης και εξόντωσης για όσους δεν ήταν συμβατοί με τα εθνικιστικά σχέδια. Από την άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι, αντιδρώντας εν μέρει στην έξαρση των εθνικισμών στα Βαλκάνια και στις εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, αναζήτησαν τους δικούς τους κώδικες προσδιορισμού της ταυτότητάς τους -εξ ου και η παρουσία πολλών εκφάνσεων του τουρκισμού- που θα τους επέτρεπαν να αποσοβήσουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν την επαπειλούμενη κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
Η ιδιαίτερη θέση που έλαβε ο τουρκισμός στο ευρύτερο πλαίσιο της παρηκμασμένης και υποανάπτυκτης αυτοκρατορίας οδήγησε στην υιοθέτηση νέων τακτικών απέναντι σε εκείνους που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στη διαμόρφωση τέτοιων ταυτοτήτων, ενώ έφερε τον τουρκικό εθνικισμό σε τροχιά σύγκρουσης με τον αλυτρωτισμό των υπόλοιπων εθνών, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού.
Τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό έθνος έπρεπε να σφυρηλατηθούν έναντι όλων των αντιξοοτήτων: οι απρόθυμοι πληθυσμοί που δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να κατανοήσουν τι σήμαινε το να είσαι «Έλληνας» ή «Τούρκος», οι προκλήσεις του επεκτατισμού ή της εθνικής εδραίωσης και οι πιθανές διχόνοιες, εγγενείς στη συνύπαρξη των εθνικών μειονοτήτων, ήταν μερικά μόνο από τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι θεμελιωτές του ελληνικού και του τουρκικού έθνους.
Καθώς οι δύο χώρες προσπάθησαν κατά τους δύο περασμένους αιώνες να «εξαγνίσουν» το εθνικό τους σώμα από τη μολυσματική παρουσία -ακόμα και από τη μνήμη- η κάθε μία της άλλης και δεδομένου ότι το ενδιαφέρον για τις μεταξύ τους σχέσεις παραμένει ζωντανό, θα περίμενε κανείς να βρει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τις εθνικιστικές φαντασιώσεις των Ελλήνων και των Τούρκων. Ωστόσο, είναι πολύ λίγες οι συγκριτικές αναλύσεις των διαδικασιών σχηματισμού έθνους στην Ελλάδα και στην Τουρκία, και αυτό παρά τον σημαντικό όγκο των εργασιών για την ιστορία και την πολιτική δραστηριότητα των δύο χωρών ή των μελετών που τεκμηριώνουν «την άμπωτη και την παλίρροια» της πολυτάραχης σχέσης τους.
Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το έργο του Ηρακλή Μήλλα και πιο συγκεκριμένα το βιβλίο The Imagined «Other» as National Identity: Greeks and Turks (Ο φανταστικός «Αλλος» ως εθνική ταυτότητα: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι, 2004), το οποίο είναι προϊόν μιας σειράς σεμιναρίων στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, τα οποία έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του Σχεδίου Ελληνοτουρκικού Πολιτικού Διαλόγου -που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου, χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Προγράμματος Ανάπτυξης της Κοινωνίας των Πολιτών-καθώς και το βραβευμένο Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων - σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα (2001), το οποίο εκδόθηκε στα τουρκικά ως Tiirk ve Yunan Romanlarinda «Oteki» ve Kimlik (Η ταυτότητα και ο «Άλλος» στην τουρκική και στην ελληνική λογοτεχνία, 2005).
Ένα ακόμα βιβλίο που πρέπει να αναφερθεί είναι η συναρπαστική ανάλυση του εθνικισμού στην Κύπρο από τον Νιαζί Κιζιλγιουρέκ (Niyazi Kizilyiirek) στο Κύπρος: Το αδιέξοδο των εθνικισμών (1999) (Milliyetqilik Kiskacinda Kibris, 2002), στο οποίο περιλαμβάνονται δύο κεφάλαια για τις εθνικιστικές θέσεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία αντίστοιχα.
Άλλες έρευνες που εξετάζουν διάφορες πτυχές της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της οικοδόμησης του έθνους στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως το Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (Crossing the Aegean: An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange between Greece and Turkey, 2004a), σε επιμέλεια της Ρενέ Χίρσον (Renee Hirschon), ή το Ελλάδα και Τουρκία: Πολίτης και έθνος-κράτος (Citizenship and the Nation-State in Greece and Turkey, 2005), σε επιμέλεια του Φαρούκ Μπιρτέκ (Faruk Bir-tek) και της Θάλειας Δραγώνα, αποτελούνται κυρίως από ξεχωριστά κεφάλαια για την Ελλάδα και την Τουρκία, με αποτέλεσμα να παραλείπεται η συγκριτική διάσταση. Σε αυτό το σημείο μπορεί να γίνει μία αναφορά στο παλαιότερο βιβλίο των Βαμίκ Βολκάν (Vamik Volkan) και Νόρμαν Ίτσκοβιτς (Norman Itzkowitz) Turks and Greeks: Neighbours in Conflict (Τούρκοι και Έλληνες: Γείτονες σε σύγκρουση, 1994), το οποίο όμως πάσχει σε σημαντικό βαθμό από ψυχολογισμό και από υπερβολικές προκαταλήψεις υπέρ των «Τούρκων» και των «Τουρκοκυπρίων».
Σε αυτό το βιβλίο οι Έλληνες (ή οι Ελληνοκύπριοι εν προκειμένω) είναι πάντα εκείνοι που δεν μπόρεσαν να θρηνήσουν για τα συλλογικά τραύματά τους, για γεγονότα που «προκαλούν στα μέλη μιας ομάδας έντονα συναισθήματα εξαιτίας του ότι έχουν ταπεινωθεί και βασανιστεί από μέλη κάποιας άλλης ομάδας» (Volkan και Itzkowitz 1994: σελ. 7)· αντίθετα, οι Τούρκοι, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, κατόρθωσαν να μεταθέσουν χρονικά το πένθος για τα συλλογικά τραύματά τους, καθώς τα οφέλη τους ξεπερνούσαν τις απώλειες (ό.π. σελ. 117).
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος περιγράφεται ως «ένα, ορφανό από μητέρα, λαμπρό αγόρι που έψαχνε για ιδανικές εικόνες στα μέσα της εφηβείας του», τις οποίες βρήκε στον ελληνισμό, ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktas) παρουσιάζεται ως «ένας πολύ έξυπνος και αποτελεσματικός ηγέτης», που επιστράτευε το «χιούμορ και το παλαιό χόμπι του, τη φωτογραφία, για να χαλαρώνει», ή ότι η ΕΟΚΑ εξελίχθηκε στην «ελληνική τρομοκρατική οργάνωση» την ίδια στιγμή που η αντίπαλη τουρκοκυπριακή κίνηση, η Βολκάν (Volkan), παραμένει μία «μυστική πολιτική οργάνωση» που υποστήριζε την Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση (Turk Mukavemet Te§kilati), η οποία σε καμία περίπτωση «δεν ήταν αντίστοιχη της ΕΟΚΑ» (ό.π. σελ. 135-137,148)!
Μία τελευταία εξαίρεση στη σχετική βιβλιογραφία αποτελεί το έργο του Δημήτρη Κιτσίκη, η σημαντικότερη συνεισφορά του οποίου στο εν λόγω αντικείμενο μελέτης είναι η Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα (εκδόσεις 1978,1990,1993) και η Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου: 1928-1973 (πρώτη έκδοση: 1981, δεύτερη: 1995). Η έρευνα του Κιτσίκη, η οποία στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν ιστορικά αποτελέσει μέρος της ίδιας πολιτισμικής περιοχής που γεφυρώνει τη Δύση και την Ανατολή, είναι επικριτική απέναντι στην εμφάνιση του εθνικισμού στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον οποίο και θεωρεί παράγοντα εξασθένισης της ενότητας αυτού του κοινού χώρου.
Ωστόσο, το έργο του δεν βρήκε θέση στην κυρίαρχη δημόσια συζήτηση, κάτι που οφείλεται εν μέρει στην ένθερμη και -θα πρέπει να προσθέσουμε- συχνά άκριτη από πλευράς του υποστήριξη του επιχειρήματος του «κοινού χώρου», που ήταν ενδεχομένως αντίθετο προς τις εθνικιστικές ιδεολογίες και των δύο χωρών, καθώς και στην καθόλου αμερόληπτη εκτίμησή του για τα δύο σχέδια οικοδόμησης έθνους και για τις επιπτώσεις τους στις κοινωνίες που επιδίωκαν να μετασχηματίσουν. Κατά συνέπεια, όπου οι ελληνικές διεκδικήσεις για την απόκτηση εθνικής ταυτότητας απορρίπτονται συστηματικά ως ασύνετες, οι αντίστοιχες τουρκικές αντιμετωπίζονται σταθερά ως αναπόφευκτες και αναγκαίες αντιδράσεις στα τετελεσμένα γεγονότα προ των οποίων έφεραν την τουρκική ελίτ οι επαναστάτες και οι αυτονομιστές.
Η σχετικά περιθωριακή θέση που κατέχει ο Κιτσίκης στον ελληνικό δημόσιο διάλογο σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι η πολιτική ευθυγράμμισή του με τον εκλιπόντα πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Τουργκούτ Οζάλ (Turgut Ozal), του οποίου ήταν σύμβουλος επί
ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, εγείρει υποψίες σχετικά με τις προθέσεις του.
Σε αυτές τις σχετικά ελλιπείς πηγές, που θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα πλαίσιο ερμηνείας και να επιτρέψουν στον αναγνώστη να εντρυφήσει στη συγκριτική μελέτη του εθνικισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, έρχεται να προστεθεί η παρούσα έκδοση. Το βιβλίο έχει τρεις αντικειμενικούς στόχους.
Ο πρώτος στόχος είναι να προβεί σε μία συγκριτική ανάλυση της εμφάνισης και της ανάπτυξης των ελληνικών και των τουρκικών εθνικιστικών σχεδίων, με κριτική αντιμετώπιση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας γύρω από την ιστορία της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ο δεύτερος είναι να ασκήσει κριτική στους επίσημους μύθους και στις αφηγήσεις του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού και να αμφισβητήσει τις παγιωμένες θέσεις για την αναπόφευκτη ανάδυση του «ελληνικού» και του «τουρκικού» έθνους αντίστοιχα. Ο τελευταίος στόχος είναι να συσχετίσει αυτές τις δύο περιπτώσεις με τον ευρύτερο ακαδημαϊκό διάλογο για τον εθνικισμό και να προτείνει μία θεωρητική προσέγγιση των διαδικασιών (οικοδόμησης έθνους και στις δύο χώρες, δίνοντας έμφαση στα χαρακτηριστικά και ιδιάζοντα γνωρίσματα της κάθε εθνικιστικής φαντασίωσης, φωτίζοντας όμως παράλληλα και τις ομοιότητες καθώς και τη συμβιωτική σχέση μεταξύ των δύο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα, καθώς εξετάζει μια εποχή που καλύπτει χρονική περίοδο μεγαλύτερη του ενός αιώνα και καταπιάνεται με ζητήματα που θα μπορούσαν να γεμίσουν από μόνα τους έναν τόμο. Αυτά τα προβλήματα και ο όγκος των διαθέσιμων πληροφοριών μας υποχρέωσαν να κάνουμε ορισμένους συμβιβασμούς προκειμένου να καταστήσουμε το βιβλίο ένα χρήσιμο εργαλείο. Επομένως, θα επικεντρωθούμε περισσότερο στις ιδρυτικές στιγμές των δύο εθνικιστικών σχεδίων και στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, κάνοντας σποραδικές αναφορές στην πιο πρόσφατη ιστορία μόνο όταν κάτι τέτοιο απαιτείται από το επιχείρημα. Η θεματολογία μας καλύπτει επίσης συγκεκριμένες θεματικές που είναι σχετικές με το εν λόγω αντικείμενο οι οποίες παραμένουν υποχρεωτικά ελλιπείς και σχηματικές.
Απόσπασμα απο το βιβλίο : "ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ" (Ο Εθνικισμός στην Ελλάδα και την Τουρκία)-ΟΥΜΟΥΤ ΟΖΚΙΡΙΜΛΙ- ΣΠΥΡΟΣ Α. ΣΟΦΟΣ.
Εκδόσεις Καστανιώτη
να τα βλέπουμε όλα ίσια;
Οδυσσέας Ελύτης, ΜαρίαΝεφέλη
Η Μαρία Νεφέλη είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα του βραβευμένου με Νόμπελ Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996), παρά το ότι βρίσκεται στη σκιά του Άξιον Εστί, ενός ορόσημου στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η Μαρία Νεφέλη εκδόθηκε το 1978 και έφερε στο έργο του Ελύτη μία νέα γενιά αναγνωστών, την αποκαλούμενη γενιά του ’60, εδραιώνοντας το κύρος του ως «εθνικού ποιητή» άρρηκτα συνδεδεμένου με την Ελλάδα ή, όπως θα το έθετε και ο ίδιος ο ποιητής, με την «ψυχική ενέργειά» της και την ανεξίτηλη αποτύπωσή της στο τοπίο. Απηχώντας τη στροφική/ αντιστροφική σύνθεση της κλασικής τραγωδίας, τα μισά ποιήματα στη Μαρία Νεφέλη εκφέρονται από τη Μαρία, μία νεαρή επαναστάτρια και τα υπόλοιπα από τον Αντιφωνητή, έναν μεγαλύτερο άνδρα, που πιθανώς εκπροσωπεί τον ποιητή και τη γενιά του.
Τυπωμένα το ένα αντικριστά στο άλλο, τα ζεύγη των ποιημάτων δεν δημιουργούν διάλογο αλλά παράλληλους μονολόγους- ενώ η Μαρία θλίβεται για την κατάσταση στον κόσμο, ο Αντιφωνητής προσπαθεί να μετριάσει την απελπισία της επιμένοντας πως μονάχα η μισή πραγματικότητα είναι ορατή. «Το συμπέρασμά μου σε αυτό το ποίημα», δήλωσε ο Ελύτης σε μία συνέντευξη, «είναι ότι ψάχνουμε βασικά τα ίδια πράγματα, αλλά από διαφορετικούς δρόμους» (Carson 2004: σελ. xxxi-xxxiii).
Παρομοιάσαμε τη σχέση του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού με τον τρόπο που δομεί το λόγο του ο Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη: ανόμοια αλλά συμμετρικά, ανταγωνιστικά αλλά διαλεκτικά. Από πολλές απόψεις, τα ελληνικά και τα τουρκικά εθνικιστικά σχέδια είναι παράλληλοι μονόλογοι, όπως οι ωδές στα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, οι οποίες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές τους γνωρίζοντας όμως, επώδυνα, και τις ομοιότητές τους. Αμφότερες οι χώρες έχουν στιγματιστεί ιστορικά ως ο «Άλλος» στις αντίστοιχες εθνικιστικές φαντασιώσεις, ενώ η κάθε χώρα θεωρείται, από συστάσεώς της, ο αντίποδας της επιβίωσης της άλλης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιστοιχούσε σε έναν ακρωτηριασμό και η βιωσιμότητά της συνδέθηκε με την περαιτέρω εξάπλωσή της στις οθωμανικές κτήσεις στην Ευρώπη και ίσως ακόμα πιο πέρα. Σε εσωτερικό επίπεδο, η ανάγκη σύστασης ενός νέου έθνους-κράτους συνεπαγόταν τον «πολιτισμικό εξαγνισμό» της περιοχής, ο οποίος αναπόφευκτα σήμαινε την εφαρμογή στρατηγικών εξαναγκασμού, προσηλυτισμού, εκδίωξης και εξόντωσης για όσους δεν ήταν συμβατοί με τα εθνικιστικά σχέδια. Από την άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι, αντιδρώντας εν μέρει στην έξαρση των εθνικισμών στα Βαλκάνια και στις εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, αναζήτησαν τους δικούς τους κώδικες προσδιορισμού της ταυτότητάς τους -εξ ου και η παρουσία πολλών εκφάνσεων του τουρκισμού- που θα τους επέτρεπαν να αποσοβήσουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν την επαπειλούμενη κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
Η ιδιαίτερη θέση που έλαβε ο τουρκισμός στο ευρύτερο πλαίσιο της παρηκμασμένης και υποανάπτυκτης αυτοκρατορίας οδήγησε στην υιοθέτηση νέων τακτικών απέναντι σε εκείνους που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στη διαμόρφωση τέτοιων ταυτοτήτων, ενώ έφερε τον τουρκικό εθνικισμό σε τροχιά σύγκρουσης με τον αλυτρωτισμό των υπόλοιπων εθνών, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού.
Τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό έθνος έπρεπε να σφυρηλατηθούν έναντι όλων των αντιξοοτήτων: οι απρόθυμοι πληθυσμοί που δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να κατανοήσουν τι σήμαινε το να είσαι «Έλληνας» ή «Τούρκος», οι προκλήσεις του επεκτατισμού ή της εθνικής εδραίωσης και οι πιθανές διχόνοιες, εγγενείς στη συνύπαρξη των εθνικών μειονοτήτων, ήταν μερικά μόνο από τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι θεμελιωτές του ελληνικού και του τουρκικού έθνους.
Καθώς οι δύο χώρες προσπάθησαν κατά τους δύο περασμένους αιώνες να «εξαγνίσουν» το εθνικό τους σώμα από τη μολυσματική παρουσία -ακόμα και από τη μνήμη- η κάθε μία της άλλης και δεδομένου ότι το ενδιαφέρον για τις μεταξύ τους σχέσεις παραμένει ζωντανό, θα περίμενε κανείς να βρει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τις εθνικιστικές φαντασιώσεις των Ελλήνων και των Τούρκων. Ωστόσο, είναι πολύ λίγες οι συγκριτικές αναλύσεις των διαδικασιών σχηματισμού έθνους στην Ελλάδα και στην Τουρκία, και αυτό παρά τον σημαντικό όγκο των εργασιών για την ιστορία και την πολιτική δραστηριότητα των δύο χωρών ή των μελετών που τεκμηριώνουν «την άμπωτη και την παλίρροια» της πολυτάραχης σχέσης τους.
Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το έργο του Ηρακλή Μήλλα και πιο συγκεκριμένα το βιβλίο The Imagined «Other» as National Identity: Greeks and Turks (Ο φανταστικός «Αλλος» ως εθνική ταυτότητα: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι, 2004), το οποίο είναι προϊόν μιας σειράς σεμιναρίων στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, τα οποία έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του Σχεδίου Ελληνοτουρκικού Πολιτικού Διαλόγου -που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου, χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Προγράμματος Ανάπτυξης της Κοινωνίας των Πολιτών-καθώς και το βραβευμένο Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων - σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα (2001), το οποίο εκδόθηκε στα τουρκικά ως Tiirk ve Yunan Romanlarinda «Oteki» ve Kimlik (Η ταυτότητα και ο «Άλλος» στην τουρκική και στην ελληνική λογοτεχνία, 2005).
Ένα ακόμα βιβλίο που πρέπει να αναφερθεί είναι η συναρπαστική ανάλυση του εθνικισμού στην Κύπρο από τον Νιαζί Κιζιλγιουρέκ (Niyazi Kizilyiirek) στο Κύπρος: Το αδιέξοδο των εθνικισμών (1999) (Milliyetqilik Kiskacinda Kibris, 2002), στο οποίο περιλαμβάνονται δύο κεφάλαια για τις εθνικιστικές θέσεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία αντίστοιχα.
Άλλες έρευνες που εξετάζουν διάφορες πτυχές της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της οικοδόμησης του έθνους στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως το Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (Crossing the Aegean: An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange between Greece and Turkey, 2004a), σε επιμέλεια της Ρενέ Χίρσον (Renee Hirschon), ή το Ελλάδα και Τουρκία: Πολίτης και έθνος-κράτος (Citizenship and the Nation-State in Greece and Turkey, 2005), σε επιμέλεια του Φαρούκ Μπιρτέκ (Faruk Bir-tek) και της Θάλειας Δραγώνα, αποτελούνται κυρίως από ξεχωριστά κεφάλαια για την Ελλάδα και την Τουρκία, με αποτέλεσμα να παραλείπεται η συγκριτική διάσταση. Σε αυτό το σημείο μπορεί να γίνει μία αναφορά στο παλαιότερο βιβλίο των Βαμίκ Βολκάν (Vamik Volkan) και Νόρμαν Ίτσκοβιτς (Norman Itzkowitz) Turks and Greeks: Neighbours in Conflict (Τούρκοι και Έλληνες: Γείτονες σε σύγκρουση, 1994), το οποίο όμως πάσχει σε σημαντικό βαθμό από ψυχολογισμό και από υπερβολικές προκαταλήψεις υπέρ των «Τούρκων» και των «Τουρκοκυπρίων».
Σε αυτό το βιβλίο οι Έλληνες (ή οι Ελληνοκύπριοι εν προκειμένω) είναι πάντα εκείνοι που δεν μπόρεσαν να θρηνήσουν για τα συλλογικά τραύματά τους, για γεγονότα που «προκαλούν στα μέλη μιας ομάδας έντονα συναισθήματα εξαιτίας του ότι έχουν ταπεινωθεί και βασανιστεί από μέλη κάποιας άλλης ομάδας» (Volkan και Itzkowitz 1994: σελ. 7)· αντίθετα, οι Τούρκοι, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, κατόρθωσαν να μεταθέσουν χρονικά το πένθος για τα συλλογικά τραύματά τους, καθώς τα οφέλη τους ξεπερνούσαν τις απώλειες (ό.π. σελ. 117).
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος περιγράφεται ως «ένα, ορφανό από μητέρα, λαμπρό αγόρι που έψαχνε για ιδανικές εικόνες στα μέσα της εφηβείας του», τις οποίες βρήκε στον ελληνισμό, ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktas) παρουσιάζεται ως «ένας πολύ έξυπνος και αποτελεσματικός ηγέτης», που επιστράτευε το «χιούμορ και το παλαιό χόμπι του, τη φωτογραφία, για να χαλαρώνει», ή ότι η ΕΟΚΑ εξελίχθηκε στην «ελληνική τρομοκρατική οργάνωση» την ίδια στιγμή που η αντίπαλη τουρκοκυπριακή κίνηση, η Βολκάν (Volkan), παραμένει μία «μυστική πολιτική οργάνωση» που υποστήριζε την Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση (Turk Mukavemet Te§kilati), η οποία σε καμία περίπτωση «δεν ήταν αντίστοιχη της ΕΟΚΑ» (ό.π. σελ. 135-137,148)!
Μία τελευταία εξαίρεση στη σχετική βιβλιογραφία αποτελεί το έργο του Δημήτρη Κιτσίκη, η σημαντικότερη συνεισφορά του οποίου στο εν λόγω αντικείμενο μελέτης είναι η Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα (εκδόσεις 1978,1990,1993) και η Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου: 1928-1973 (πρώτη έκδοση: 1981, δεύτερη: 1995). Η έρευνα του Κιτσίκη, η οποία στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν ιστορικά αποτελέσει μέρος της ίδιας πολιτισμικής περιοχής που γεφυρώνει τη Δύση και την Ανατολή, είναι επικριτική απέναντι στην εμφάνιση του εθνικισμού στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον οποίο και θεωρεί παράγοντα εξασθένισης της ενότητας αυτού του κοινού χώρου.
Ωστόσο, το έργο του δεν βρήκε θέση στην κυρίαρχη δημόσια συζήτηση, κάτι που οφείλεται εν μέρει στην ένθερμη και -θα πρέπει να προσθέσουμε- συχνά άκριτη από πλευράς του υποστήριξη του επιχειρήματος του «κοινού χώρου», που ήταν ενδεχομένως αντίθετο προς τις εθνικιστικές ιδεολογίες και των δύο χωρών, καθώς και στην καθόλου αμερόληπτη εκτίμησή του για τα δύο σχέδια οικοδόμησης έθνους και για τις επιπτώσεις τους στις κοινωνίες που επιδίωκαν να μετασχηματίσουν. Κατά συνέπεια, όπου οι ελληνικές διεκδικήσεις για την απόκτηση εθνικής ταυτότητας απορρίπτονται συστηματικά ως ασύνετες, οι αντίστοιχες τουρκικές αντιμετωπίζονται σταθερά ως αναπόφευκτες και αναγκαίες αντιδράσεις στα τετελεσμένα γεγονότα προ των οποίων έφεραν την τουρκική ελίτ οι επαναστάτες και οι αυτονομιστές.
Η σχετικά περιθωριακή θέση που κατέχει ο Κιτσίκης στον ελληνικό δημόσιο διάλογο σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι η πολιτική ευθυγράμμισή του με τον εκλιπόντα πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Τουργκούτ Οζάλ (Turgut Ozal), του οποίου ήταν σύμβουλος επί
ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, εγείρει υποψίες σχετικά με τις προθέσεις του.
Σε αυτές τις σχετικά ελλιπείς πηγές, που θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα πλαίσιο ερμηνείας και να επιτρέψουν στον αναγνώστη να εντρυφήσει στη συγκριτική μελέτη του εθνικισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, έρχεται να προστεθεί η παρούσα έκδοση. Το βιβλίο έχει τρεις αντικειμενικούς στόχους.
Ο πρώτος στόχος είναι να προβεί σε μία συγκριτική ανάλυση της εμφάνισης και της ανάπτυξης των ελληνικών και των τουρκικών εθνικιστικών σχεδίων, με κριτική αντιμετώπιση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας γύρω από την ιστορία της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ο δεύτερος είναι να ασκήσει κριτική στους επίσημους μύθους και στις αφηγήσεις του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού και να αμφισβητήσει τις παγιωμένες θέσεις για την αναπόφευκτη ανάδυση του «ελληνικού» και του «τουρκικού» έθνους αντίστοιχα. Ο τελευταίος στόχος είναι να συσχετίσει αυτές τις δύο περιπτώσεις με τον ευρύτερο ακαδημαϊκό διάλογο για τον εθνικισμό και να προτείνει μία θεωρητική προσέγγιση των διαδικασιών (οικοδόμησης έθνους και στις δύο χώρες, δίνοντας έμφαση στα χαρακτηριστικά και ιδιάζοντα γνωρίσματα της κάθε εθνικιστικής φαντασίωσης, φωτίζοντας όμως παράλληλα και τις ομοιότητες καθώς και τη συμβιωτική σχέση μεταξύ των δύο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα, καθώς εξετάζει μια εποχή που καλύπτει χρονική περίοδο μεγαλύτερη του ενός αιώνα και καταπιάνεται με ζητήματα που θα μπορούσαν να γεμίσουν από μόνα τους έναν τόμο. Αυτά τα προβλήματα και ο όγκος των διαθέσιμων πληροφοριών μας υποχρέωσαν να κάνουμε ορισμένους συμβιβασμούς προκειμένου να καταστήσουμε το βιβλίο ένα χρήσιμο εργαλείο. Επομένως, θα επικεντρωθούμε περισσότερο στις ιδρυτικές στιγμές των δύο εθνικιστικών σχεδίων και στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, κάνοντας σποραδικές αναφορές στην πιο πρόσφατη ιστορία μόνο όταν κάτι τέτοιο απαιτείται από το επιχείρημα. Η θεματολογία μας καλύπτει επίσης συγκεκριμένες θεματικές που είναι σχετικές με το εν λόγω αντικείμενο οι οποίες παραμένουν υποχρεωτικά ελλιπείς και σχηματικές.
Απόσπασμα απο το βιβλίο : "ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ" (Ο Εθνικισμός στην Ελλάδα και την Τουρκία)-ΟΥΜΟΥΤ ΟΖΚΙΡΙΜΛΙ- ΣΠΥΡΟΣ Α. ΣΟΦΟΣ.
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου