Ο Χασάν Τσαούσης και το Τσινέκι. ΜΕΡΟΣ 5ο

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μετά την αποτυχία αυτή, διαδιδόταν μεταξύ των καπεταναίων, ότι είχαν δύο ακόμα σκοπούς να εκπληρώσουν.
Ο ένας σκοπός ήταν να χτυπήσουν το Τεπέκιοϊ κι ο άλλος ήταν να σταλεί μια  αποστολή στην Κωνσταντινούπολη.


Το Τεπέκιοϊ ήταν μια σφήνα κάτω από τα ποδάρια των ανταρτών. Οι καπεταναίοι σχημάτισαν τη γνώμη, ότι από το Τεπέκιοϊ έρχονται ξαφνικά και βρίσκονται πότε μπροστά τους και πότε πίσω τους και ξαφνιάζουν τους αντάρτες.
Ας τ’ αφήσουμε αυτά προσωρινά κι ας έρθουμε σ’ ένα απρόοπτο, που είχε μεσολαβήσει: «Η προδοσία των Αρμενίων!».
Ένας καπετάνιος, δε θυμούμαι το όνομά του, είχε γύρω του 8-10 παλληκάρια και 5-10 άλογα και πήγε στους Αρμένιους ν’ αγοράσει όπλα.
Μόλις ο καπετάνιος έφτασε στο χωριό, για να προμηθευθεί όπλα από τους Αρμεναίους, του είπαν, όπως γινόταν κάθε φορά, να πάνε μακριά από το χωριό πέντε δέκα λεπτά, για να μη βλέπουν οι Τούρκοι και να περιμένουν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο κι «εμείς, τα μεσάνυχτα θα σας φέρομε τα πολεμοφόδια», τους είπαν.
Όσο περίμεναν, τους δώσαν δυο τρία πρόβατα να φαν, ψωμί κι ό,τι άλλο έτυχε.
Οι δικοί μας πήραν τα αρνιά, τα ψήσαν, φάγαν κι αφήσανε το σκοπό να περιμένει. Τα άλογα τα είχαν εκεί ολόγυρα δεμένα. Κι όπως ήταν κουρασμένοι, ξάπλωσαν αμέσως κι αποκοιμήθηκαν, έως ότου έρθουν οι Αρμένιοι, άνθρωποι δικοί μας.
Αποκοιμήθηκαν τα παληκάρια ξένοιαστα, είχαν και το σκοπό να φυλάει.
Οι Αρμένιοι παραφύλαγαν κι αφού είδαν ότι δεν ακούγονταν, ούτε ομιλία, ούτε τίποτα, θεώρησαν καλό να τους περικυκλώσουν κι άνανδρα να σκοτώσουν τους χριστιανούς, τους σωτήρες τους!
Ο σκοπός πρόλαβε να κρατήσει σε απόσταση τον καπετάνιο του, και με του Θεού το θέλημα, γλίτωσε αυτός και ο καπετάνιος, αφού έγινε συμπλοκή. Και κατόρθωσε να γλιτώσει, λαβωμένος αυτός, εξαντλημένος από το αίμα που έχανε και να φτάσουν στα λημέρια, ενώ οι άλλοι φονεύθηκαν.
Αυτό μας έφερε μεγάλη σύγχυση, μεγάλο αναβρασμό και πήραμε αμέσως την απόφαση, να συγκεντρώσουμε γύρω στους χίλιους αντάρτες, να εγκαταλείψουμε τη σκέψη για την επίθεση του Τεπέκιοϊ, τη σφήνα αυτή να πούμε, και να γίνει εκστρατεία εναντίον των Αρμενίων!
Δεν αμφέβαλλαν πια, ότι οι οδηγοί, οι επικεφαλής του τουρκικού στρατού, ήταν οι Αρμένιοι. Αυτοί ήταν που πρόδιδαν, πού ήταν οι σπηλιές. Οι Τούρκοι δεν ήξεραν από μονοπάτια, αυτοί τους έφεραν.
Εκδίκηση! Τώρα βρισκόμαστε στα χωριά τους, πάμε για την εξόντωση των Αρμενίων. Τότε κατάλαβαν ότι αυτοί ήταν οι καταδότες! Ότι αυτοί οδηγούσαν τα στρατεύματα, αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Οι Αρμένιοι ήταν η αιτία για τις σφαγές που έγιναν στις σπηλιές.Οι Αρμένιοι ξέραν καλά τα μέρη όλα!
Ανάμεσα στους οκτακόσιους έως χίλιους αντάρτες ήμουν κι εγώ.
Τώρα, ας έρθουμε στην αποστολή του Ουγιάλη (Οινόη). Οι Οινοείς είναι θαλασσινοί. Επειδή οι τόποι τους είναι φτωχοί, ζουν από κάτι πέτρες, που τις βγάζουν από τη θάλασσα, αγκωνάρια άσπρα, που πελεκούνται εύκολα, τα βάζουν στα κτίρια σαν μάρμαρα, είναι όμως μαλακά. Οι γυναίκες τους είναι τίμιες και καθαρές και καλές νοικοκυρές. Οι άντρες είναι γερά και καλά παληκάρια.
Ας στείλουμε τον Αμπατζή ((Ούλαζτη) κι ας έρθωμεν στην ιστορία τη δική μας.
Οι καπεταναίοι εκοζάριζαν (κοιτούσαν με το τηλεσκόπιο) από το βουνό, μπας και μπήκε κανένα καράβι ή βάρκα Λάζικη. Η βάρκα η Λάζικη είναι 72 σπιθαμές, κατάλληλη για τρικυμία, δε βουλιάζει εύκολα. Στα ποτάμια καραποάζει... πράσινη ψάθα το χρώμα τους! Ήρθαν κάποτε βάρκες Λάζικες, ψαράδικες κι αφού πολέμησαν εκεί με τους Τούρκους και τους σκότωσαν, τους αφήκαν μόνο δύο βαρκάρηδες για να κρατούν κουπί, τους βάλαν μέσα στη βάρκα με τα δικά τους παληκάρια και τράβηξαν για την Κωνσταντινούπολη. Τώρα πια όχι στη Ρωσία! Τη μόνη εντολή που άφησε ο Αμπατζής, σαν έφυγε, ήταν ότι αν τύχει και σκοτωθεί σ’ αυτήν τη δύσκολη αποστολή κι όσο θα έλειπε, ν’ αναλάβουν να συντηρήσουν τη γυναίκα και την κόρη του, που κρύβονταν μέσα στην Αμισό. Αυτά είπε και έφυγε, κατευθύνονταν για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, πήγαινε στον Ελληνισμό
να ζητήσει βοήθεια.

Αφού ταξίδεψαν τρεις τέσσερις μέρες στο πέλαγος, πιάνει μια μεγάλη τρικυμία. Αυτό γίνεται συχνά στη Μαύρη Θάλασσα, γι’ αυτό τη λένε «Μαύρη» Θάλασσα. Αφού πάλαιψαν με τα στοιχεία της φύσης δεκαπέντε μέρες και δεκαπέντε νύχτες, φύσηξε δυνατός αγέρας και το κύμα τους έριξε απάνω σ’ ένα ρωσικό λιμάνι, στο Βατούμ, κι εκεί τους βρήκε κακή μοίρα! Οι δύο Τούρκοι, που ήταν μέσα στη βάρκα, πήγαν κι ειδοποίησαν το τουρκικό προξενείο και με τη βοήθεια της αστυνομίας των Ρώσων, τους ρίξαν στα μπουντρούμια.
Εμείς τους περιμέναμε και δεν ξέραμε τίποτα απ’ αυτά. Για να μην χάνουμε καιρό, τραβήξαμε μέρα νύχτα προς το Καπουκαγιά, για να συναντήσουμε τους Αρμεναίους.
Μαζί μας ήταν κι ο Ντεληγιάννης και πήγαινε καβάλα σ’ ένα κόκκινο άλογο. Ο καπετάνιος του ’λεγε: «Κατέβα από το άλογο, περνούμε τούρκικα χωρία, θα σε πυροβολήσουν». Κι αυτός απαντούσε: «Εμένα δε με τρυπούν τα κόκκινα βόλια». Ήταν γενναίος!
Δύο ημέρες κάναμε πορεία μέσα στα δάση, σε βουνά, σε ρεματιές, φτάσαμε στα δύο τους χωριά. Κατασκηνώσαμε στα σπίτια των Αρμενίων. Για πρώτη φορά είδα σπίτια άθιχτα! Ήταν κενά, ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά, νέτοι σκέτοι μένανε οι αντάρτες, αλλά κι αυτοί φύγαν.
Εγκατάλειψη! Ένα σπίτι ακατοίκητο οχτώ χρόνια, τι παρουσιάζει; Απάνω στα σκαλοπάτια τους, που ήταν άλλα από πέτρες κι άλλα από ξύλο, είχαν βγει χορτάρια δυό μέτρα! Από τις χαραματιές βγαίναν χορτάρια μέσα στα δωμάτια. Τα σανίδια σηκωθήκαν γιατί από κάτω φύτρωσαν δέντρα. Μέσα στα δωμάτια φύτρωναν δέντρα και τα κλαδιά τους έβγαιναν από τα παράθυρα, κερασιές, αχλαδιές κι άγρια δέντρα βγαίναν από τα παράθυρά τους.
Γύρω στα τζάκια, βρίσκονταν κόκαλα ανθρώπων, κεφάλια ανθρώπων, σπονδυλικές στήλες! Θα είχε γίνει εκεί σφαγή των Αρμενίων. Καθώς φαίνεται, τα σκυλιά για τα τσακάλια τα τράβηξαν. Ήταν πολλά εκεί, αφθονούσαν! Αυτό ήταν φριχτό θέαμα και μας έφερνε ανατριχίλα. Σαν να κατοικούσαν φαντάσματα. Αν κι αντάρτες και εξοικειωμένοι με τα πτώματα τόσο, δεν αντέχαμε αυτή την ατμόσφαιρα και προτιμούσαμε τα βράδια να κοιμόμαστε στο ύπαιθρο, παρά μέσα στα σπίτια των Αρμενίων.
Τα χωράφια τους δεν είχαν καλλιεργηθεί εδώ κι οχτώ χρόνια. Είχαν γίνει σαν δάση από αγκάθια, χόρτα και δέντρα.
Καθίσαμε πάνω κάτω δεκαπέντε μέρες, τρώγαμε μόνο κεράσια και πατάτες. Είχαν χιλιάδες δέντρα και με τις πατάτες που φύτρωναν, που τις είχαν φυτέψει εδώ κι οχτώ χρόνια, ζήσαμε. Αυτές οι πατάτες ήταν, σαν να πούμε, άγριες. Τραβήξαμε ένα κορμό πατάτας στην αρχή και ήταν σαν δυο γροθιές μεγάλες οι πατάτες του. Αυτές λοιπόν οι πατάτες την άλλη χρονιά πετούσαν κλωνιά κι οι δύο γινόντουσαν δέκα, αλλά πιο μικρές. Γι’ αυτό μόλις τραβούσαμε μια ρίζα βγαίναν ως κι εκατό πατάτες μικρές σαν καρύδια, είχαν αλλοιωθεί. Μόλις σκάβαμε λίγο με το χέρι, βγαίναν στην επιφάνεια, ‘αφού τις πλέναμε καλά, ήταν εκεί πεταμένα χαλκώματα, τις βάζαμε μέσα. Με το λίγο αλάτι που είχαμε επάνω μας, τις αλατίζαμε και τις τρώγαμε με βουλημία.
Τα χωράφια τους, γενικά, ήταν όλα αποδοτικά, πέτρες δεν υπήρχαν, η τοποθεσία ήταν αξιοθαύμαστη. Μετά το μικρό υψωματάκι που ήταν τα χωριά αυτά, απλωνόταν η μεγαλύτερη και καλύτερη πεδιάδα ολόκληρης της Τουρκίας. Δηλαδή, όσο έβλεπε το μάτι σου κι όσο δεν έφτανε να δει, βαστούσε η πεδιάδα. Στο βάθος, εκεί κάτω, στην ισιάδα, ήταν το χωριό Τσενίκι. Ήταν στο μέσον του Τσαρτσαμπά, ενώ στις δικές μας τις πλευρές ήταν η άκρια του Τσενίκι. Όλη αυτή η πεδιάδα κατοικείτο από 60% τουρκικά χωρία και 40% κιρκάσια, μπορεί να ήταν κι άλλες φυλές (σημ. ξέρω ότι έτσι ήταν, αλλά αφήνω κι ένα κενό). Ελληνισμός δεν υπήρχε, μόνο μέσα στον Τσαρτσαμπά ήταν Έλληνες.
Από τους Κιρκασιώτες του Τσαρτσαμπά, ο Χασάν Τσαούσης μας προμήθευε όπλα.
Η παραγωγή τους εκεί κάτω στον κάμπο αυτό τον μεγάλο, ήταν άγρια άλογα.
Στον Τσαρτσαμπά είχε πολλούς Έλληνες. Είχε σχολεία, εκκλησίες. Ήταν άνθρωποι του εμπορίου, θα ήσαν γύρω στους πέντε έως οχτώ χιλιάδες κάτοικοι απάνω κάτω, μπορεί να ήταν και λιγότεροι, μπορεί να ήταν και περισσότεροι.
Δούλεψα κάποτε, στην ανακωχή, τρεις μήνες ως τσαγκάρης, με πήγαν στην Αμισό. Με αμάξι από την Αμισό ως τον Τσαρτσαμπά είναι 5-6 ώρες και δώδεκα ώρες με τα πόδια. Είναι δυνατόν, γιατί οι δρόμοι ήταν χαλασμένοι και το άλογο δυσκολεύεται στις ανωμαλίες. Τα άλογα τα βγάζουν, τα ξεκουράζουν και τα ταΐζουν, εκείνος όμως που ξέρει και περπατά, κόβει δρόμο από τους λάκκους, από τη λάσπη. Το βροχερό χειμώνα είναι αδύνατο να ταξιδέψει αμάξι, ενώ χωριάτικες βοϊδάμαξες ταξιδεύουν, σε δυο μέρες από τον Τσαρτσαμπά φτάνουν στην Αμισό.
Η κτηνοτροφία ήταν μεγάλη, η Αμισός έκανε άλογα εξαγωγή, άγριες αγελάδες, από δημητριακά, καλαμπόκι, στάρια και πάρα πολλά ρύζια.
Τα σιτάρια στον καιρό τους κατέβαιναν οι δικοί μας αντάρτες και τ’ αποκεφάλιζαν.
Είχε αφθονία μεγάλη, βούτυρα, καϊμάκια, κι’ απ’ όλα τα πράγματα.
Στο μεγάλο ποτάμι, που ξεχυνόταν στη θάλασσα του Τσαρτσαμπά, βγαίναν μουρούνες, που βγάζουν το μαύρο χαβιάρι. Ο Τσαρτσαμπάς έβγαζε χαβιάρι.
Βλέπαμε από μακριά τους Τούρκους, που δούλευαν στα χωράφια και δεν τους πειράζαμε. Πήραμε, όμως, διαταγή από τον καπετάνιο να πιάσουμε έναν Τούρκο και να του τον πάμε μπροστά. Έτσι έγινε.
Ο καπετάνιος του έδωσε το γράμμα και του είπε προφορικά: «Να πεις στους ιμάμηδές σας, ότι εμείς δεν ήρθαμε να σας πειράξουμε, αλλά επειδή έχετε τους Αρμεναίους μέσα στα χωρία σας και τους προστατεύετε, γι’ αυτό θα πάθετε μεγάλα κακά, θα σας κατακαύσωμεν, θα σας σφάξωμε, αν δεν στείλουν οι Αρμένιοι δύο καπεταναίους, ως μια επιτροπή εδώ να συζητήσουμε».
Ωστόσο, είχαμε πολλούς θερμόαιμους αντάρτες, όπως τον Δεληγιάννη και κάτι άλλους κι αυτοί ήξεραν καλά, ότι με τα πλάγια μέσα δεν θα γινόταν τίποτα.
Μετά τρεις τέσσερις μέρες, που πέρασαν, περιμέναμε, περιμέναμε, αλλά οι Αρμένιοι δεν βγαίναν, η γη τους έφαγε;
Άλλοι έλεγαν, ότι αυτοί βρίσκονται μέσα στα τουρκικά χωριά, που ήταν μακριά από μας μια δυό ώρες κι ότι έπρεπε να πάμε μέσα, να τους δώσουμε φωτιά, να τους κάψουμε μαζί με τους Τούρκους. Άλλοι λέγαν, ότι αυτοί δεν πρόκειται να ’ρθουν, ότι φοβηθήκανε και φύγανε κι ότι πρέπει να γυρίσουμε στο λημέρι μας. Σκεφτόταν ακόμα, ότι είναι επικίνδυνο να είμαστε όξω από τα εδάφη μας. Αυτά κι άλλα συλλογίζονταν νύχτα μέρα οι καπεταναίοι. Σε δέκα μέρες απάνω, πήραν την απόφαση να γράψουν ένα γράμμα στους Αρμεναίους, να έρθει μια επιτροπή απ’ αυτούς να λογοδοτήσει. Τους ερχόταν η ιδέα να σφάξουν την επιτροπή, δεν ήταν σωστό, μ’ αυτό δεν γινόταν τίποτα, να σφάξουν δύο ανθρώπους; Θα γλιτώσουν, θα ξεγλιστρίσουν οι άλλοι!
Κι αποφασίζουν τα μεσάνυχτα, διακόσιοι τρακόσιοι και κατεβαίνουν στα τούρκικα χωριά, δίχως να ξέρουν οι καπεταναίοι και βάλαν φωτιά στα ακρινά σπίτια του χωριού.
Σ’ ορισμένα τουρκικά σπίτια στείλαν ένα Τούρκο αγγελιοφόρο πάλι στον ιμάμη τους και του λέγαν: «Αν δεν μας παραδώσετε τους Αρμεναίους, όχι μόνο θα σας κάψωμεν τα σπίτια σας, θα σας πάρωμε τα ζώα, αλλά ούτε και της κούνιας σας το μωρό θα γλιτώσει από τη σφαγή, αν δεν παραδώσετε τους Αρμεναίους».

Και σ’ αυτή την απειλή μπροστά, υποχρεώθηκαν οι Τούρκοι, όπως ήταν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς άοπλοι, γιατί τα όπλα τούς τα είχε απαγορεύσει η κυβέρνηση, τους έδινε όπλα μόνον όταν επρόκειτο να κάνουν επιδρομή εναντίον μας, να συμμορφωθούν. Βρήκαν τρόπο να κουβαλήσουν τους Αρμεναίους. Τους είπαν ότι θα γίνει τάχα απογραφή των Αρμενίων. Οι Τούρκοι σε τέτοια πονηροί, είναι διάβολοι.
Όπως μαζεύτηκαν οι Αρμένιοι, πέφτουν οι δικοί μας και με τα μαχαίρια, με τις κάμες τους ξέσχιζαν, τους αποδεκάτιζαν! Ντρέπομαι που γράφω αυτή τη βαρβαρότητα, αλλά ας αναλογιστούν εκείνοι που θα τα διαβάσουν αυτά, όχι τη φιλοξενία που τους είχαμε κάνει επί οχτώ ολόκληρα χρόνια, αλλά ας φέρουν στη μνήμη τους, ότι κατάδιναν και πρόδιναν τους Χριστιανούς κι έγιναν αιτία και σφαγήκαν τριάντα χιλιάδες γέροι, γυναικόπαιδα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, πήραμε την εκδίκηση που θέλαμε. Σφαγήκαν γυρω στους εκατόν πενήντα με εκατόν ογδόντα Αρμένιοι.
Οι καπεταναίοι περίμεναν το γράμμα, περίμεναν να ’ρθει η επιτροπή. Στείλανε κι άλλον αγγελιοφόρο. Δηλαδή, βλέποντας οι δύο καπεταναίοι οι Αρμένιοι την απειλή των Τούρκων και τη σφαγή των Αρμενίων, διότι εφαντάσθηκαν, ότι δεν επρόκειτο να φύγουμε, αν δεν τους εξοντώναμε, γι’ αυτό ήρθαν οι δύο καπεταναίοι, οπλισμένοι όπως ήταν τα χρόνια που ήταν μαζί μας.
Δεν ξέραμε τι είχε συζητηθεί μέσα εκεί στο σπίτι, που ήταν σαν ένα φρουραρχείο, πάντως είδαμε ότι οι Αρμένιοι φύγαν άοπλοι, ασφαλώς θα παράδωσαν τα όπλα εκεί και θα ήταν ένα μεγάλο συγνώμη. Δεν μας είπαν τίποτα οι καπεταναίοι, μόνο έδωσαν τη διαταγή για την οπισθοχώρηση μας.
Στο δρόμο καθώς ερχόμασταν, φαίνεται ότι οι Τούρκοι ειδοποίησαν τις αρχές, μπορεί να μας είδε κανένα αόρατο μάτι και προδοθήκαμε. Ήμασταν ένας όγκος αντάρτες, είχαμε 
καλή στρατιωτική, πηγαίναμε μονάδες, δεξιά, αριστερά, μπροστά μια ώρα, πίσω μια ώρα, όγκος δεν επιτρεπόταν να προχωρούμε.
Ο τουρκικός στρατός, πριν φτάσουμε στα λημέρια μας, μας είχε κόψει σε αρκετό βάθος το δρόμο, με τη βοήθεια και των χωρικών. Στις δύσκολες ώρες, πάντα οι Τούρκοι, επιστράτευσαν και τους χωριάτες, δεν ξέρω ακριβώς πόση δύναμη τουρκική ήταν. Αλλά καταλάβαινα από την πίεση που μας έκαναν ότι θα ήταν ως δυόμιση χιλιάδες στρατός και χωριάτες μαζί.
Τα πρώτα φυλάκια μας, που τραβούσαν μισή ώρα και μια ώρα μπροστά, αρπάχτηκαν στη μάχη. Στο δεξιό μέρος, προς τα κάτω, προς τον Τσαρτσαμπά, που ήμουν κι εγώ, αρπαχτήκαμε στη μάχη κι αφού ο όγκος, για να μην μας αιχμαλωτίσουν μας κάλυπταν, για να οπισθοχωρήσουμε, γιατί οι σφαίρες μας ήσαν ανεκτίμητες, αντί να τραβήξωμεν στις βάσεις μας, που είναι το Καράπερτσιν.
Αφού εδώσαμε εκείνη την ημέρα μιά μάχη, αρχίνισε ο όγκος να αποσύρεται προς την Αγία Αχλάρα κι άλλοι προς το Κέρπιτσλι, δηλαδή στα ακραία χωριά του Πόντου. Ήσαν κι από κει πάνω μερικά ελληνικά χωριά, που μιλούσαν τουρκικά.
Δώδεκα ώρες ήταν μακριά από το μέρος που βρισκόμασταν, η Αγία Αχλάρα. Τους κατοίκους αυτής της περιφέρειας τους λέγαμε Παβρενούς, ήταν Πόντιοι που μιλούσαν την Ποντιακή, ήσαν γύρω στα δεκαπέντε με είκοσι χωριά, μετά την Αγία Αχλάρα. Διάβαζαν στα σχολεία τους τουρκικά, μ’ ελληνικά γράμματα και στις εκκλησίες τους τουρκικά. Στην Ποντιακή διάλεκτο, τα γράμματα τα έγραφαν ελληνικά.
Οι Παβρενοί είχαν γύρω στα οκτακόσια με οκτακόσια πενήντα τουφέκια, με τους αρχηγούς Τσακίρ Αγά (Ξανθός καπετάνιος) και Αναστάς Αγά.

Δημοσθένης Κελεκίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο του : ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah