Ο Χασάν Τσαούσης και το Τσινέκι. ΜΕΡΟΣ 4ο

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Έφυγα πάλι από αυτές τις σκέψεις, από το χωράφι. Ξανακοίταξα την αχλαδιά, τον κορμό της δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν, τώρα ήταν τυλιγμένος με άγρια χόρτα γεμάτα αγκάθια. Κοίταξα απάνω στην αχλαδιά, ήταν όπως πάντα καταφορτωμένη αχλάδια κι η γη ολόγυρά της στρωμένη απ’ αυτά. Ωρίμαζαν, πέφταν, φύσαγε αγέρας πέφταν. Έριξα ένα ξύλο κατά τα κλαδιά της, ήταν πολύ ψηλά, δεν τα ’φτανα, πέσαν μερικά αχλάδια χάμω. Τα μάζεψα, τα ’φαγα, κοίταξα πάλι τη βρύση, έτρεχε το νερό της, άφριζε, κυλούσε κι επειδή καμιά φορά η θεία μου, μου έλεγε: «Παιδί μου, πάνε να φέρεις κρύο νερό να πιούμε», ένιωσα σαν να μου το ξανάλεγε, σαν να μου το ζητούσε, σαν να ’ταν πιο πολύ απ’ όλες τις φορές διψασμένη.
Αμισός (Σαμψούντα)

Πήρα ένα χάλκωμα απ’ αυτά που ήταν σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά, στις άκρες του χωραφιού. Κατέβηκα πεντέξι σκαλιά (είχαν κόψει το χώμα και του ’χαν κάνει σκαλιά για να μην κατηφορίζει απότομα) και πήγα στη βρύση. Εκεί σχηματιζόταν σαν μια μικρή πλατεία. Ένα γύρο ήταν όλο βράχοι και το περιτριγύριζε μια άγρια βλάστηση. Ένα μικρό ποτάμι έτρεχε κι ακούγονταν τα νερά του που φεύγαν. Όπως ήταν εκεί ερημιά κι όπως άκουγες το ποτάμι, ανατρίχιαζες. Χάος και μόνο χάος σου γέμιζε ολόκληρο το κορμί. Γιόμισα το χάλκωμα νερό κι αγάλια αγάλια ξανανέβηκα τα σκαλιά. 
Πήγα μπροστά, εκεί που ήταν κάποτε η πόρτα του σπιτιού, ακούμπησα το χάλκωμα και σαν να είπα μέσα μου: «Θεία, σου ’φερα νερό». Όπως στον τάφο του πεθαμένου ακουμπούν ένα στεφάνι με λουλούδια, έτσι έβαλα κι εγώ το χάλκωμα γεμάτο με το κρύο κι άχρηστο πια νερό.
Έκανα κουράγιο, στερέωσα το κορμί μου κι έφυγα από κει δα, χωρίς να γυρίσω να δω πίσω μου. Περπάτησα αρκετά κι έφτασα στη μέση, που ήταν η περιοχή του Καράπερτσιν και των Γαλαντσάντων. Εκεί έτρεχε μια βρύση- στον Πόντο το είχαν ιερό καθήκον να φτιάχνουν στις ερημιές βρύσες, για να πίνουν οι διψασμένοι που πεζοπορούν. Ζύγωσα εκεί δα κι όπως έκανα άλλοτε, λούστηκα, βράχηκα, δροσίστηκα. Και ήπια από το γάργαρο νερό. Εκεί ακριβώς, απέναντι στο μέρος αυτής της βρύσης, ήταν ένας δρόμος που πήγαινε προς το Ομάλ. Πέρα πέρα φαινόταν το μονοπάτι του Ομάλ. Το Ομάλ. που θα πει πεδιάδα, είχε τόσο πολύ και τόσο δροσερό χορτάρι, που γυάλιζε από μακρυά, σαν να ’ταν καθρέφτης.
Πάλι ο νους μου γύρισε στα περασμένα, στις μέρες της γαλήνης και της ησυχίας. Μια μια με τη σειρά, ορθώθηκαν στο νου μου, η γλυκιά μορφή της ξαδελφούλας μου, Σταυρούλας, που σαλαγούσαμε στη βοσκή τα γελάδια τους. Η θεία μου που μας έβγαζε πιο όξω και μας έδινε το κολατσιό δεμένο στην πετσέτα, καλαμποκίσιο ψωμί, τυρί, αυγό. Το μάκρος του δρόμου, τα καφετιά, τα μαύρα, τα άσπρα άκακα ζωντανά, που προχωρούσαν αμέριμνα, ο ήχος των κουδουνιών, που ακούγονταν πού και πού κατά το βήμα τους, ήταν σαν να ονειρευόμουνα, με γαλήνευε και η καταχνιά που έπεφτε στ’ αγριολούλουδα και στους φράχτες. Κι είχα γίνει μικρό παιδί και κράταγα μια βίτσα κι οδηγούσα τα ζώα. Κι έπαιζα και χτυπούσα τη βίτσα μου πότε δεξιά και πότε ζερβά, μια στις πέτρες, μια στους φράχτες, μια στ’ αγριολούλουδα. Μαδούσα τα φύλλα, αχολογούσαν τα κλαδιά κι έτσι έπαιζα και προχωρούσα... ώσπου μπήκαμε μέσα στο δάσος... Εκεί έκλεισε η οπτασία μου.
Έμεινα ολομόναχος στον έρημο δρόμο και κατάβαθα λυπημένος, Περπάτησα μισή ώρα ως τρία τέταρτα, δεξιά κι αριστερά όλο ακαλλιέργητα χωράφια. Καθώς ήταν μεσόγεια, άλλες εποχές ήταν γεμάτα θεριεμένο καρπό. Έφτασα στο Σαπάχ. Σαπάχ, τουρκικά θα πει πρωί. Ήταν τόσο ίσια η γη σε κείνα τα μέρη, που μπορούσες να βλέπεις πέρα για πέρα, σαν να ’ταν πάντα και παντού πρωί. Εκεί ακριβώς στο σταυροδρόμι, ήταν μια βυσσινιά πολλών χρόνων, δεν κάναν καρπό όλα τα κλαδιά της, οι ρίζες της ήταν γεμάτες τρύπες. Λίγο προς τα δεξιά, ήταν ένας δρόμος που πήγαινε στο Τσίμελι. Εκεί ήταν ο μεγαλύτερος Καπετάνιος, τον λέγαν Παντέλ Αγά. Ήταν αρκετά μορφωμένος, ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και χειροδύναμος. CE φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων. Η δουλειά του ήταν καπνέμπορος.
Αυτός ο Παντέλ Αγάς ήταν ξάδελφός μου.
Δεύτερος καπετάνιος ήταν ο Δεληγιάνης, ήταν πολύ άφοβος, γι’ αυτό τον βγάλαν Δεληγιάννη και καλά Τρελογιάννη! Σαν τρελός έπεφτε απάνω στους Τούρκους και δε λογάριαζε τίποτα.
Ο άλλος δρόμος πήγαινε σ’ ένα άλλο χωριό, δε θυμούμαι πώς το έλεγαν, τα σπίτια του φαίνονται από το Καράπερτσιν. Ο άλλος δρόμος έβγαινε στο Καράπερτσιν.
Μόλις βράδιασε, μόλις καλοσκοτείνιασε, έμπαινα στο Καράπερτσιν. Το πρώτο σπίτι που συναντούσα σε άλλους καιρούς ήταν το πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Τώρα ήταν ερείπια. Έψαξα, ρώτησα, δεν υπήρχε κανείς. Τα παιδιά του θείου μου ζούσαν, αλλά δε βρήκα κανένα. Πάλι ο νους μου ξαναγύρισε στα παλιά, που μ’ έπαιρνε ο θείος μου το χειμώνα, που έφτανε το χιόνι 2-2 1/2 μέτρα και πηγαίναμε και κυνηγούσαμε σκαντζόχοιρους. Άλλοτε πάλι χτυπούσαμε λαγούδια, εκεί ήταν πολλοί λαγοί.
Άναβαν τα τζάκια, ετοίμαζαν σούπες, τρώγαμε, ζεσταινόμασταν, κάναμε κούνιες μέσα στο σπίτι, κουνιόμασταν, παίζαμε. Θυμήθηκα, θυμήθηκα, τα ’φερα όλα στο νου μου. Η ώρα γυρνούσε και ήταν περασμένη κι εκεί που γυρνούσα και λογάριαζα να κοιμηθώ σε κάτι χαλάσματα, βγήκε μπροστά μου η θεία μου και μου είπε: «Είμαστε στη σπηλιά!». Ήταν η ίδια κατάσταση, όπως τότε στον Ευρωπαϊκό πόλεμο.
Όλα ήταν ερείπια και στο Καράπερτσιν και παντού. Μόνο που ήταν τα αντάρτικα και δίναν πολεμοφόδια και μαζευόταν ο κόσμος για την ασφάλεια στις σπηλιές. Είδα τους παλαιούς πολεμιστές, είδα γνωστούς και φίλους, μιλήσαμε για τα περασμένα.
Εκείνο που μ’ έκανε ν’ απορήσω, ήταν που έμαθα ότι οι Τούρκοι μαθαίνουν τις σπηλιές και σφάζουν τους Χριστιανούς. Έμαθα ότι οι μάχες ήταν άνισες, ότι οι Τούρκοι ξαφνικά ανακαλύπτουν τις σπηλιές. Ύστερα γύρισε η κουβέντα στο Τεκέκιοϊ, ότι ήταν μεγάλος εφιάλτης, ότι έπρεπε να καεί, να εξοντωθεί από κει. Αυτή η συζήτηση γινόταν καθημερινώς, αλλά τίποτε παραπάνω, γιατί δεν είχαμε τα απαιτούμενα πολεμοφόδια.
Μεγάλες μάχες δε δίνονταν. Από πολεμοφόδια γίνονταν μικροπρομήθειες από τους Αρμεναίους κι από τον Χασάν Τσαούση, αλλά δεν έφταναν.
Τους Αρμεναίους, μετά από την τρομερή σφαγή, τους προστατέψαμε εμείς. Τους είχαμε σαν αδελφούς, στα βουνά τους είχαμε μαζί μας. Περίεργο μου φάνηκε πως δεν είδα πουθενά κανέναν Αρμένη.
Αμισός (Σαμψούντα)

Οι καπεταναίοι, όπως είχαν τα δικά τους παληκάρια, είχαν κι αυτούς, όπως δίναν όπλα στους δικούς τους, δίναν και στους Αρμεναίους, για να προστατευθούν. Αν κι οι Αρμένιοι, ούτε ανδρεία, ούτε κανέναν ενθουσιασμό έδειξαν ποτέ για τον αγώνα.
Ως Χριστιανοί και φιλοξενούμενοι μας μέσα σ’ αυτά τα εφτά χρόνια, ήμασταν σαν αδέλφια.
Η πονηρή τούρκικη πολιτική, για να τους αποσπάσει από μας και για να τους χρησιμοποιήσει εναντίον μας, όχι μόνο τους έδωσε αμνηστία, αλλά και πολλά δικαιώματα, να μην έχουν καμιά διαφορά από τους Τούρκους. Να μπαίνουν και να βγαίνουν ελεύθερα στα χωριά τους κι αν έχουν ανάγκες χρηματικές, να τους ενισχύουν.
Μόλις πληροφορήθηκαν οι Αρμένιοι τα ευεργετήματα αυτά που τους έδινε η τουρκική κυβέρνηση, λησμόνησαν το ένα κι ενάμιση εκατομμύριο που τους έσφαξαν οι Τούρκοι σαν αρνιά. Λησμόνησαν τη φιλοξενία μας στα βουνά, που με κίνδυνο της ζωής μας τους προστατέψαμε. Λησμόνησαν το παλιοκόμματο, το ξερό ψωμί, που ήταν πολύ πολύτιμο και το μοιραζόμασταν. Λησμόνησαν, που επί εφτά χρόνια πολεμούσαμε στα ίδια χαρακώματα, για μια εκδίκηση, για ένα ιδανικό και το σύνδεσμο που είχαμε δημιουργήσει ανάμεσά μας. Επροτίμησαν ν’ αποσυρθούν από τα λημέρια μας. Οι καπεταναίοι μας τους είπαν: «Μας αφήνετε στις δυσκολότερες στιγμές μας, αυτό δεν είναι αδελφικό!». Αυτοί προτίμησαν να περιοριστούν στη δελεαστική για μας δικαιολογία, ότι τώρα που θα είναι ελεύθεροι στα χωριά και στις πολιτείες της Τουρκίας, θα μας προμηθεύουν αλάτι, τσιγαρόχαρτα, πολεμοφόδια, κινίνο, ακόμα και κατασκοπεία τάχατες εις βάρος των Τούρκων θα κάνουν.
Μ’ αυτές τις υποσχέσεις έφυγαν και πήγαν στα χωριά τους. Αρμεναίοι σε Αρμένικα χωριά, αλλά όχι δικά τους. Πήγαν στο Καπούκαγια, που θα πει πόρτα του βράχου, και σ’ ένα άλλο χωριό που το έλεγαν Καπουτσεβίς, που θα πει χοντροκοπιά (τσεβίς θα πει καρύδι).
Πράγματι, στην αρχή μας προμήθευαν πολλά είδη, αλλά τελευταία, τα πολεμοφόδια που μας έδιναν ήταν πολύ λίγα. Τ’ αποσπάσματα του τουρκικού στρατού γινόντουσαν πολύ ενοχλητικά. Δε βρίσκαμε πολεμοφόδια αρκετά, μ’ όλο που πληρώναμε 20 παγκανότες για μια μόνο σφαίρα! Στην αγορά είχε η μια σφαίρα δύο-τρία γρόσια! Και μια παγκανότα ήταν εκατό γρόσια!
Με τις πολλές μάχες που δίναμε, σώνονταν οι σφαίρες μας κι αφήναμε μια σφαίρα μέσα στο τουφέκι, στην ανάγκη για ν’ αυτοκτονήσουμε. Ποτέ αιχμάλωτος αντάρτης δεν πιάστηκε!
Όσο ήμουν στο Καράπερτσιν συζητούσαν τι αποφάσεις να πάρουν τα αντάρτικα σώματα. Πώς μπορούσαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τους αιφνιδιασμούς του τουρκικού στρατού. Τρέχαμε, κότσια είχαμε, αλλά τα γυναικόπαιδα, τι να τα κάνουμε; Πολλές φορές, για να τα προστατέψουμε, κρατούσαμε δύο ώρες μάχη, για να κρατήσουμε σ’ απόσταση τους Τούρκους, από βουνό σε βουνό, να μην κατέβουν την κατηφοριά και τους προλάβουν, για να ξεφύγουν τα γυναικόπαιδα, ως μια ώρα μακριά.
Αυτή ήταν η ζωή του αντάρτη, πότε δεξιά και πότε αριστερά του τουρκικού στρατού. Τον αντάρτη δεν τον συμφέρει να δώσει μάχη παραπάνω από μια ώρα.
Η εποχή που κρυβόταν ο πληθυσμός στα σπήλαια πέρασε, τώρα τους σφάζουν, τους ανακαλύπτουν και τους σφάζουν, δεν ξέρουμε γιατί.
Άλλη απόφαση ήταν να στείλουν μια αποστολή στο εξωτερικό, αλλά πού να σταλεί; Σε ποιον; Εγώ κατέβηκα μια-δυο φορές μέσα στην Αμισό, αλλά δεν έγινε τίποτα, κανένα φως. Πού να στείλουμε; Στείλαμε δύο αποστολές στη Ρωσία, τους παραδίνανε στους Τούρκους, αυτοί τους σφάζανε. Να στείλουμε, αλλά πού;
Τότε παρουσιάστηκε ο καπετάνιος, ο Αμπατζής, αυτός ήταν θαλασσινός, από την Οινόη κι επειδή έκανε αμπάδες, τον λέγαν Αμπατζή. Πήρε ν’ αναλάβει μια αποστολή, πάρθηκε η απόφαση, με τα εφτά παληκάρια του. Σε τέτοιες περιπτώσεις πατούσαμε εκεί στα ποτάμια και στις μικροπολιτείες, παραφυλάγαμε και κλέβαμε κανένα καράβι ευκίνητο. Έτσι έγινε και τώρα, για να φύγει ο Αμπατζής στην Κωνσταντινούπολη. Από πού ορμώμενοι, οι καπεταναίοι πήραν αυτή την απόφαση;
Βρισκόμαστε στην εποχή που ο Κονδύλης ήταν στην Εθνική Άμυνα, που πολεμούσαν τα στρατεύματα. Αυτά τα μαθαίναμε από κάτι «παραρτήματα» των Τούρκων και από εφημερίδες των ξένων. Μαθαίναμε ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν σαν μια Διεθνής σκάλα. Πρώτα αυτό και δεύτερο, το μήνα μια δυο φορές έρχονταν τα ελληνικά πολεμικά. Την πρώτη φορά που είχαν έρθει, βομβάρδισαν κάτι αποθήκες του πετρελαίου.
Δια μιας, όμως, τα αμερικάνικα πολεμικά πήγαιναν κοντά τους και συζητούσαν, τι λέγαν; Και απομακρύνονταν αμέσως. Άλλες φορές πάλι που ερχόντουσαν από μακριά, ούτε στο λιμάνι δεν έμπαιναν, το αμερικάνικο τα έδιωχνε. Αυτά τα παρακολουθούσαμε από τα ψηλά μας τα βουνά με τα τηλεσκόπια. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μας στο άκουσμα: Ελληνική σημαία! Και λέγαμε με το απλοϊκό μας μυαλό, ότι μόλις πήραν είδηση με τα γράμματα που έλαβαν, μόλις έμαθαν τη σφαγή ή την εξόντωση, έρχονταν να κάνουν απόβαση! Γιατί όμως τα αμερικάνικα ρίχνονταν πάνω τους; Και πάλι μόνοι παρηγοριόμαστε και λέγαμε: «Οι Αμερικάνοι είναι Χριστιανοί, τα ’παν κρυφά για την απόβαση!». Πού να ξέραμε τι εστί κακή πολιτική!
Τότε αποφασίσαμε να στείλουμε μια αποστολή στο αμερικάνικο πολεμικό. Κολυμπώντας να φτάσει κανείς στο πολεμικό είναι αστείο πράγμα. Κάναμε διάγγελμα, ποιος είναι γερός κολυμβητής, θαλασσινός, να πάει ένα γράμμα στον καπετάνιο του αμερικάνικου καραβιού. Από εκείνους που είχαν φύγει μέσα από τα πτώματα, γιατρεύτηκαν, κλείσανε οι πληγές τους κι οι άλλοι, από το στρατό που φεύγανε, ήταν άνθρωποι της πολιτείας, αλλά σιγά σιγά είχαν σκληραγωγηθεί. Πώς και γιατί, ο Θεός ξέρει, εγώ δεν ξέρω τι μ’ έσπρωξε να μη δηλώσω ότι είμαι κολυμβητής.

Παρουσιάστηκαν εφτά παληκάρια κι ετοιμάζεται η αποστολή. Τους ταΐζαμε κάθε μέρα, όσο μπορούσαμε πιο καλά. Κάναν εξάσκηση. Την άλλη μέρα διάνυσαν πάνω από έξι ώρες και βγήκαν πάνω στα Ζεβρέντια, δηλαδή στο λιμάνι.
Μόλις βράδιασε, στις 9-10, πέφτουν στη θάλασσα, με μόνη εντολή μόλις φτάσουν, να κάνουν σήματα σταυρού με κείνο το σαν φανάρι, να καταλάβουμε ότι φτάσαν.
Φύγαν αυτοί εκείνη τη βραδιά. Μονάχα ο Λάζαρος Τζαφέρης σώθηκε, είναι Κερασούντιος, αλλά μεγάλωσε στην Αμισό. Μισοπεθαμένο τον τράβηξαν πάνω οι Αμερικανοί. Αφού τον συνέφεραν, του δώσανε να φάει, τον έντυσαν όπως όπως κι έβγαλε από το λαιμό του το σακουλάκι που είχε το γράμμα. Τη γλώσσα του Αμερικανού δεν την καταλάβαιναν. Ένας Ελληνοαμερικανός ναύτης τους εξήγησε (Τσαφίλης Λάζαρος, τέρμα Καλλιθέας).
Την άλλη μέρα, κατά το βραδάκι, γυρνούσε επάνω στο καράβι κι ευχαριστούσε το Θεό που σώθηκε. Εκεί βλέπει ως 20 αστυνομικούς κι έρχονταν στο καράβι απάνω, στη σκάλα, δεν πίστευε πως μπορούσε να ’ναι γι’ αυτόν πάλι. Μόλις ανέβηκαν στο καράβι, ζήτησαν τον καπετάνιο, αυτός έδειξε το θαλασσοτσακισμένο αντάρτη. Αυτός είναι! είπε. Αμέσως τον πιάσαν, ειδοποίησαν τους Τούρκους και τον παραδώσανε. Αυτός έξαλλος από απελπισία, αγκάλιασε την αμερικανική σημαία, το κοντάρι και ξεφώνιζε: «Ζήτω η Αμερική! Ζήτω η Ελλάδα!».
Τον τραβούσαν 20 αστυνομικοί και δεν μπορούσαν να τον αποσπάσουν, ακόμη και οι Αμερικανοί ναύτες βοήθησαν. Με τα πολλά, τον ρίξαν στο μοτέρ και από κει τον κλείσαν στα μπουντρούμια. (Ο Αμερικανός είπε: «Μόνο την ψυχή του να μην πειράξουν, μην τον σκοτώσουν».
Στη φυλακή, ο Λάζαρος Τζαφέρης βρήκε το Δεσπότη της Πάφρας κι άλλους προύχοντες.
Εμείς περιμένουμε να γυρίσει η αποστολή που τους είχε συνοδέψει, κι αφού δεν έγινε κανένα σύνθημα, καμιά είδηση, γυρίσαμε άπρακτοι. Εγώ έμαθα, σαν πέρασε πολύς καιρός κι ήρθα εδώ στην Ελλάδα, την αιτία της αποτυχίας της αποστολής. Βρήκα ο ίδιος τον Λάζαρο Τζαφέρη και μου διηγήθηκε τα όσα τράβηξε τότε.
Μετά καιρό, τους δέσανε χαλκά στο λαιμό και στα πόδια και τους πήγαν στα Μεσόγεια της Τουρκίας, για να τους εξοντώσουν. Ο Λάζαρος Τζαφέρης ήταν πολύ γερός οργανισμός και μπόρεσε κι έζησε. Με την ανταλλαγή, ήρθε και τον βρήκα και μου τα είπε.
Εμείς εκεί, τότε, περιμέναμε τα σήματα με το φανάρι. Ούτε οι εφημερίδες των Τούρκων, ούτε τα παραρτήματα, όπως συνήθιζαν να γράφουν το κάθε επεισόδιο, είχαν γράψει ποτέ για την αποστολή των ανταρτών και για την περιπέτεια του Λάζαρου Τζαφέρη.
Απ’ αυτό το επεισόδιο βγάζομε το συμπέρασμα, ότι ο καπετάνιος του αμερικανικού καραβιού ήταν συνωμότης κατά της φυλής μας κι αρκούμαι σ’ αυτό, για να μην αναφέρω το αμερικανικό κράτος στην εξιστόρησή μου, γιατί τότε θίγω πολύ σοβαρά γεγονότα.

Δημοσθένης Κελεκίδης

Απόσπασμα από το βιβλίο : "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah