Ο Χασάν Τσαούσης και το Τσινέκι. ΜΕΡΟΣ 3ο

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μόλις είχα φτάσει στους πρόποδες του βουνού έριξα μια ματιά και είδα το τσιφλίκι του Αφτσόγλου. Εκεί κάποτε ήταν το χωριό Τσινέκι. Το χωριό ολόκληρο ήταν δικό του. Ευλογία του Θεού! Εκεί γίνονταν, αν δεν γελιέμαι, πανηγύρια τον καιρό που άνθιζε το χωριό.
Από τα καπνά κέρδιζαν πολλά. Τα κορίτσια τους ήταν περιζήτητα. Μ’ έπαιρνε από το χέρι η μάνα μου, θα ήμουν 8-9 χρονών και ανεβαίναμε την ανηφοριά του βουνού, για να πάμε στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίσυ. Τότε τάβλεπα όλα ρόδινα. Πουλούσαν παιγνίδια. Παίζανε άλλοι λύρα, άλλοι ζουρνά και άλλοι ταβούλι, αυτά ήταν τα εθνικά τους όργανα. Διασκέδαζαν, πίναν και τα νέα παληκάρια κρατούσαν τα κορίτσια.
Αμισός (Σαμψούντα)

Ήταν η μέρα τέτοια, διασκέδασης και τα κορίτσια μ’ ένα μειδίαμα κι ευχαριστημένο βλέμμα κοιτούσαν χαμηλά και η συστολή και η ντροπή αποκοκκίνιζε τα ολόδροσα μάγουλά τους. Δεν είχαν το θάρρος να κοιτάζουν στο πρόσωπο. Τα παλληκάρια χόρευαν τους ποντιακούς χορούς και τραβούσαν μπροστά με τα λυγερά σώματα τα παλικαρίσια νιάτα. Αυτό το πανηγύρι τ’ Αη Δημητριού στο Τσενίκι βαστούσε μέρες, καμιά φορά και βδομάδες.
Θυμήθηκα μια φορά στο πανηγύρι αυτό, που συνήθως κάναν «κεσκέσι», έφαγε τόσο πολύ η μάνα μου που κόντεψε να πεθάνει. Είχε μείνει ένα μήνα στο κρεβάτι!
Τώρα, από τους πρόποδες του βουνού χαμηλά, έβλεπα το ίσωμα. Δεν υπήρχε τίποτε!, ούτε εκκλησάκι, ούτε καλυβάκι, μονάχα ένα τουρκικό κανόνι πάρα πέρα σ’ ένα λοφίσκο.
Όλα τα περασμένα, όλη η γαλήνια ζωή μου ήρθαν στο νου και δάκρυσα, αντίθετα με τη ζωή αυτή που ζούσαμε τώρα, τότε η μάνα μου με κρατούσε από το απαλό μου χέρι και με ανέβαζε για ένα θρησκευτικό καθήκον και τώρα, να ανεβαίνω για μια τόσο αντίθετη ζωή!
Τα θυμήθηκα όλα αυτά και έριξα μια ματιά στο σκότος, που πρόσεχα ν’ ακούσω. Τίποτε δεν ακούγονταν, παντού ηρεμία κι ανατριχίλα. Και σηκώθηκα, τράβηξα το δρόμο μου από την ανηφοριά του βουνού, από του Αφτσόγλου και έφτασα τα ξημερώματα στο λημέρι του Τσαγκάλη. Είδα τους ανθρώπους, τους έδωσα τα λεφτά τους, τα λίγα ρουχαλάκια τους, τα χαιρετίσματα.
Είπα ακόμη το τι τράβηξα, του Τσαγκάλη, χωρίς να πω τίποτε το επιβαρυντικό για τους Αμερικάνους. Είπα ότι κάποιο λάθος θάγινε, δεν γίνεται να μας αγνοήσουν εμάς μπροστά στους Τούρκους. Απ’ ότι πήρα για μένα, έδωσα τα μισά στον καπετάνιο.
Ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Και καφέ; και καφέ, του είπα, έφερα. Τα υπόλοιπα τα έδωσα στο Χρήστο. Του γέρου τούφερα παραδάκια, τούδωσα κάτι ρουχαλάκια, του είπα τους χαιρετισμούς. Από εκείνα που έφερα, κάναμε καμιά σουπίτσα, ήπιαμε κανένα καφέ, μιλήσαμε, ξεκουραστήκαμε.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα να φύγω, δεν είχα πια και δουλειά να μείνω εκεί. Είχα μείνει απάνω κάτω τρεις μήνες. Φεύγω για το Καράπερτσιν. Από του Τσαγκάλη το χωριό, που ήταν πίσω από του Αφτσόγλου το τσιφλίκι, κάτω από την Γέλιτσε, όλα τα χωριά τα ξέρω σπιθαμή σπιθαμή.
Για να πάρω το δρόμο του Καράπερτσιν μπορούσα να τραβήξω από δυο δρόμους. Ο ένας δρόμος ήταν από τα μεσόγεια και ο άλλος ήταν από τα παραθαλάσσια, μια ώρα τρία τέταρτα απόσταση, από τη θάλασσα. Προτίμησα τον παραθαλάσσιο δρόμο, για να περάσω από το Τσοϊραχμάν. Προχώρησα ως 3/4-μια ώρα, απάνω κάτω. Ήταν μια πορεία πολύ δύσβατη, ανώμαλη, όλο δασωμένα μονοπάτια, ρεματιές και ανηφοριές. Τέλος έφτασα στο Ντέβκερις.
Το Ντέβκερις, ήταν ένα χωριό που κάποτε ανθούσε. Η παραγωγή τους ήταν τα 90% καπνά και τα 10% δημητριακά. Τα καρποφόρα δέντρα τους ήταν 90% μουριές. Μαύριζε ο τόπος την εποχή που γίνονταν τα μούρα. Πόσο τ’ αγαπούσα αυτά όλα τα άγια χώματα της Πατρίδας μου!
Έριξα ματιές δεξιά και αριστερά και θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία. Από κει πολλές φορές διέσχιζα, για να πάω στο Καράπερτσιν. Θυμήθηκα την εποχή του Ευρωπαϊκού πολέμου, του Δέφκερις που καίγονταν τα σπίτια. Ο μόνος τόπος, γύρω στα σαράντα σπίτια, που μιλούσαν τουρκικά, άγνωστο γιατί. Πολύ περίεργο μου φαίνονταν από τα παλιά χρόνια.
Περπατούσα από τον κεντρικό δρόμο, από την μια ήταν η θάλασσα και από την άλλη 3/4 βάθος. Συνέχιζα το δρόμο μου, πέρασα δυο τρία χωριά, δεν θυμούμαι τα ονόματά τους. Την περιφέρεια του Παπούλαγα και άλλους δυο τρεις καπεταναίους και αυτούς δεν τους θυμούμαι.
Αφού πέρασα ένα ποτάμι και ανέβηκα στο ύψωμα, έριξα από εκεί μια ματιά προς το Τσενίκι, εκείνο τον κάμπο, τη θάλασσα. Είδα και το Κερεζλίκι, πάνω στον κεντρικό δρόμο. Ήταν πεντέξι μαγαζιά, κάτι καφενεία. Από κει καμιά φορά περνούσαν τα κάρα, καμιά φορά πάλι περνούσαν και από το ποτάμι.
Εκεί κοντά ήταν και ένα μοναστήρι, δεν ενθυμούμαι την αγιότητα του. Εκεί που δόθηκαν οι πρώτες μάχες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες.
Στους Βαλκανικούς πολέμους, με την κάθοδο του ελληνικού στρατού δημιουργήθηκε κατάσταση προσφύγων. Φεύγαν, φοβούνταν τάχα τους Γκιαούρ και κατέβαιναν προς την Τουρκία. Κάτι Πομάκοι, κάτι Τουρκαλβανοί, που κατέβαιναν από της Ρούμελης τα μέρη. Πήγαν από αυτούς παντού, φέραν και στην Αμισό.
Η τουρκική κυβέρνηση είτε δεν είχε χώρο να τους αποκαταστήσει, είτε γιατί τους χαρακτήρισε ότι ήταν θύματα Ελλήνων, ήθελε να τους αποκαταστήσει σε ελληνικά σπίτια μέσα στην Σαμψούντα (Αμισό).
Ο Δεσπότης όμως, είχε μεγάλο κύρος και δύναμη και δεν το επέτρεψε. Η τούρκικη κυβέρνηση θεώρησε καλό να τους αποκαταστήσει σ’ ελληνικά χωριά. Τότε ο Δεσπότης μας, ο Γερμανός, όπως έκανε πάντα στις δύσκολες περιστάσεις (έπρεπε να είναι ζωντανός, να διηγηθεί ο ίδιος), δεν δίστασε και ειδοποίησε, όχι μόνο να μην δεχτούν οι Χριστιανοί την εγκατάσταση των Τούρκων προσφύγων στα χωριά τους, αλλά και στην ανάγκη, συμβούλεψε, να φτάσουν στη βία.
Σ’ ένα μήνα συγκέντρωσαν χίλιους, μπορεί και παραπάνω, πρόσφυγες, με επικεφαλείς αξιωματικούς και στρατιώτες, και τράβηξαν το δρόμο, με πρόγραμμα να εγκατασταθούν στα χωρία. Έφτασαν στο Κιρεζλίκι, ήταν κασαμπάς, είχε μόνο μαγαζιά.
Μόλις έφτασαν οι Τούρκοι στο Κιρεζλίκι, βρήκαν γύρω στους δέκα χιλιάδες οπλισμένους με δρεπάνια, με κυνηγετικά τουφέκια, με ρόπαλα, με μαχαίρια, για να μην τους επιτρέψουν με κανένα τρόπο, ούτε ένα βήμα να προχωρήσουν. Η διαταγή ερχόταν από πάνω, ήταν διαταγή του θρησκευτικού άρχοντα και σαν πειθαρχημένοι πολίτες ποτέ δεν υποχωρούσαν. Οι Τούρκοι αυτά τα θεωρούσαν γελοία και μηδαμινά και ήθελαν να επιβληθούν. Ήθελαν να εκτελέσουν τις αποφάσεις τους, τις διαταγές του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν, να γίνει μια μάχη που κράτησε οχτώ ώρες, να σκοτωθούν γύρω στους 500-1000 και να τραυματιστούν πάρα πολλοί.
Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική κυβέρνηση δεν άλλαξε γνώμη και αναγκάστηκε ο Δεσπότης να ζητήσει την προστασία της Ρωσίας, μέσω του ρωσικού προξενείου.
Δεν πέρασαν δυο μέρες και στο λιμάνι της Αμισού είχαν καταφθάσει ως είκοσι πολεμικά. Εγώ τα είδα. Θυμούμαι, ότι άναψαν τα φοίτα, σήκωσαν σημαίες και το βράδυ που τα βλέπαμε, η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Πανηγύριζε ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός! Ύστερα απ’ αυτά, το ζήτημα αποσοβήθηκε. Αυτά όλα αναπολούσα από κείνο το ύψωμα.
Έβλεπα το Κιρεζλίκι!, το μοναστήρι, τα δέντρα, την έξαψη, τους λαβωμένους, καθώς ήμουν πιο παιδί, μου μαράζωνε η ψυχή! Σηκώθηκα πάλι και τράβηξα τα μονοπάτια, τα δάση, ούτε ίχνος, ούτε υποψία ανθρώπου δεν υπήρχε. Τα χωράφια δεξιά κι αριστερά ακαλλιέργητα, παντού ερείπια.
Συνέχισα το δρόμο μου κι έπειτα από δίωρη πορεία, έφτασα στο Τοϊραχμάν.
Το Τοϊροχμάν ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιφέρειας μας, μετά το Τσενίκι. Ήταν ένα καμάρι της περιφερείας της Αμισού.
Το Τοϊραχμάν είχε πολύ καλό κόσμο, έβγαζε επιστήμονες, γιατρούς, όπως τον Ηλία Παπαδόπουλο, που σκοτώθηκε στον Ευρωπαϊκό πόλεμο. Ήταν χιλίαρχος, γιατρός του τουρκικού στρατού στην περιφέρεια της Τραπεζούντας. Σπούδασε στην Αθήνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι κι ύστερα στη Γερμανία. Ο Ηλίας Παπαδόπουλος ήταν πεθερός μου. Το δίπλωμά του το έχω στο σπίτι μου. Τη μια από τις τρεις κόρες του την έχω πάρει γυναίκα μου, είχε κι ένα γιο. Παντρεύτηκα τη μεγάλη του κόρη, που τη γνώριζα από το σχολείο που πηγαίναμε μαζί, στην Αμισό.
Το Τοϊροχμάν ήταν ένα χωριό με 300-400 ελληνικά σπίτια. Είχε οχτώ με δέκα χιλιάδες κατοίκους. Ήταν έμποροι και αγρότες. Είχε ωραίες φυσικές πλατείες, μια ωραία εκκλησία, γεμάτη χρυσά σκεύη και εικόνες κι έναν ανεμόμυλο απάνω στη θάλασσα. Είχε δυο τρεις βρύσες, που τρέχαν κρυσταλλένια νερά, παρουσίαζαν ένα ωραιότατο τοπίο.
Τώρα, δεν απόμεινε τίποτε άλλο, μόνο ερείπια, σκότος! Έμοιαζε μ’ έναν τάφο στολισμένο με αγριολούλουδα. Τα μόνα που διατηρήθηκαν, ήταν τα καρποφόρα δέντρα.
Αυτά τα δέντρα μου φέρναν μια συγκίνηση, γιατί όσες φορές περνούσα από το Τοϊροχμάν, ανέβαινα κι έτρωγα κεράσια κι αυτό γινόταν πιο πολύ στο δρόμο. Εκεί ήταν της μάνας μου η αδελφή, η Παρασκευή. Ζύγωσα στο ερειπωμένο σπίτι της, ανέβηκα απάνω στις κερασιές, για να φάω κεράσια, μήπως για μια στιγμή ξεγελάσω τον εαυτό μου και πιστέψω πως βρισκόμουν στην καλή εποχή. Μήπως, έστω και για μια στιγμή, ξεχάσω αυτή την τρικυμισμένη ζωή! Μ’ αυτές τις θύμισες χασομέρησα κι έπρεπε να κόψω δρόμο.
Πήρα την ανηφοριά, στην κορφή ήταν ο Προφήτης Ηλίας, μισή ώρα, τρία τέταρτα ανηφοριά. Αφού έφτασα στο ίσωμα, στην ομαλότητα, τράβηξα το δρόμο μου προς την περιοχή των Γαζαντσάντων. Εκεί μου έριξαν μιά σφαίρα από το απέναντι βουνό. Δεν έδωσα σημασία, ήξερα πως δεν μπορεί να με φτάσει και να με χτυπήσει.
Προχώρησα το δρόμο μου προς των Γαζαντσάντων. Μόλις μπήκα μέσα στο χωριό, έριξα μια ματιά στο πρώτο ερείπιο και θυμήθηκα τα ξαδέρφια μου, τον Ανέστη Κελεκίδη. Ήταν ο δάσκαλος του χωριού. Τώρα στη θέση του δεν ήταν παρά ένα άμορφο ερείπιο!
Ο ξάδελφός μου σκοτώθηκε στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, που ήταν στρατιώτης στον τουρκικό στρατό.
Στην αρχή, η τουρκική κυβέρνηση έδινε όπλα στους Έλληνες, επειδή όμως λιποτακτούσαν, τους τα αφαιρούσαν. Θυμήθηκα ανάμεσα στους μικρούς φίλους μου, που παίζαμε ξέγνοιαστα, τον Ηρακλή, τον Γιορίκα, ούτε αυτοί ούτε το σπίτι  τους υπήρχε. Και παντού, όλα τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα.
Προχώρησα αρκετά προς την οδό Κελικάντων. Εκεί ήταν η περιοχή που ανήκε στην οικογένειά μου. Ατένισα την πεδιάδα, στους πρόποδες του βουνού, ήταν γεμάτη κερασιές. Είδα την καμπούρα αχλαδιά, που ήταν φορτωμένη χιλιάδες αχλάδια. Θυμήθηκα που έπαιζα κι ανέβαινα εύκολα απάνω. Προς το μέρος πάλι της εκκλησιάς, ήταν εκείνη η ωραία φυσική πλατεία. Δεν είχε κεντητά στολίδια, αλλά ήταν όμορφη. Πέντε μέτρα ακριβώς απέναντι στης εκκλησίας την πόρτα ήταν μια μεγάλη κερασιά. Κι αυτή είχε να μου θυμήσει τόσα και τόσα παιχνίδια, τόσες μέρες γεμάτες τρυφερότητα και γαλήνη.
Εκεί, στην Γαλαντσάντων ζούσε μια αδελφή του πατέρα μου, ήταν χήρα, ατύχησε στο γάμο της, μια καλοκάγαθη γυναίκα, πολύ ψηλή και πολύ παχιά. Είχε τρεις κόρες, τη Σταυρούλα, τη Σοφία και τη Γεσθημανή. Πήγαινα πάντα τα καλοκαίρια, όταν τελείωνα το σχολείο. Είχε πιο μεγάλη αγάπη σε μένα, παρά στα παιδιά της. Ποιος ξέρει γιατί, της θύμιζα τον πατέρα μου, τον αδελφό της; Με ξεχώριζε, γιατί αυτή είχε κορίτσια κι εγώ ήμουν αγόρι; Και θα είχα του σογιού της το επίθετο, Κελικίδης; Ποιος ξέρει ποιο από όλα. Είχαν μεγάλο καημό για τα σόγια, χωριά ολόκληρα από σόγια, μπορούσαν να σβήσουν, εάν δεν γεννιόνταν στην οικογένεια αρσενικά παιδιά.
Μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της, ώσπου έγινα 12 χρονών και μ’ ένα σωρό τρόπους μου έδειχνε την αγάπη της. Μ’ έπαιρνε από το χέρι, αφού έβαζε τα γιορτινά της, μαύρα καθαρά, ήταν τότε πιο μαζεμένη και πηγαίναμε στην εκκλησία.
Μόλις φτάναμε στην πόρτα της εκκλησίας κι έβλεπα τη θεόρατη κερασιά, που φούντωνε, θέριευε φορτωμένη με τα κόκκινα και μεγάλα σαν καρύδια κεράσια, έβλεπα και τα παιδιά από κάτω που παίζαν στον αυλόγυρο κι εκεί, στην πρασινάδα απάνω, δεν ήθελα πια με κανέναν τρόπο ν’ ακολουθήσω τη θεία μου στην εκκλησία. Τραβούσα το χέρι μου και ήθελα να το αποσπάσω από το δικό της, κι έκλαιγα με ξεφωνητά.
Η θεία μου δεν ήθελε να με κακοκαρδίσει, έμπαινε μόνη της στην εκκλησία κι εγώ ανέβαινα πάνω στο δέντρο, έτρωγα όσα κεράσια μπορούσα κι ύστερα, κατέβαινα κι έπαιζα με τα παιδιά, ώρες ολόκληρες.
Όλα αυτά μου ήρθαν στο νου μου, με αναστάτωσαν, έβλεπα και γύρω γύρω όλα ερειπωμένα. Να μην υπάρχει κανείς να μου πει δυο κουβέντες, αν όχι πια να με κρατάει από το χέρι, για να με πάει στην εκκλησιά.
Αμισός (Σαμψούντα)

Θεέ μου! Δεν αντέχω σ’ αυτή τη συγκίνηση. Μουρχόταν να βγάλω το πιστόλι, ν’ αυτοκτονήσω, για να ορμήσω και να σκοτώσω τον πρωταίτιο. Δεν ήταν υπερβολή, ήταν βγαλμένη αυτή η σκέψη από τα κατάβαθα της ψυχής μου. Κι όμως, ούτε το ένα, ούτε το άλλο έκανα. Μια αυθόρμητη, μια αυτοσχέδια προσευχή, ανέβηκε στα χείλη μου: «Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη να εκδικηθώ εκείνον που προκάλεσε αυτήν την κατάσταση!».
Στην Γαλαντσάντων ήταν καμιά δεκαπενταριά οικογένειες, χωρίς τους άντρες τους, κάτι μικρά παιδάκια τριγύριζαν δώθε κείθε.
Ρώτησα για μερικούς μου φίλους, τον Ηρακλή, τον Γιορίκα, που παίζαμε κάποτε μαζί, μου είπαν πως βρίσκονται στις πρώτες γραμμές με τους καπεταναίους. Τους ρώτησα για πολλές οικογένειες, μεταξύ αυτών και για την οικογένεια της θείας μου κι όλοι μου είπαν, πως σφάχτηκαν στις σπηλιές! Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο, γιατί ήταν σχεδόν ακατόρθωτο, ν’ ανακαλυφθούν οι σπηλιές από έναν ξένο στον τόπο, έναν που δεν τις ήξερε.
Ήταν περίεργο, γιατί στις ρεματιές, στα δάση, στα σπήλαια, κι ένας συγχωριανός τους ακόμη, θάταν δύσκολο να τ’ ανακαλύψει. Ούτε Τούρκος θα τολμούσε να πατήσει σε κείνα τα μονοπάτια. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, παράξενο πολύ μου φάνηκε.
Κοίταζα κατά τα χωράφια τους, ήταν σχεδόν ακαλλιέργητα, δε φύτρωναν παρά πολύ λίγα χορταρικά, έφταναν ίσια ίσια για να ετοιμάσουν μια σούπα. Ούτε αγελάδες βόσκαν πουθενά, ούτε όρνιθες ακούγονταν να κακαρίζουν, όλα τα είχαν μαζέψει οι Τούρκοι.
Ξαναπήρα τη στροφή και τράβηξα το δρόμο του Καράπερτσιν. Μόλις άρχισα να φτάνω στης θείας μου το σπίτι, που ήταν το τελευταίο του χωριού, ένα φίδι γύρω από τα αγκάθια μιανού φράχτη, πέρασε σαν βασιλιάς, σημασία δε μου έδωσε. Τα αγριοστάφυλλα, τα μούρα, η φράουλα και τα διάφορα, κάθε λογής βλαστάρια, θέριευαν, φούντωναν από παντού και σχημάτιζαν φράχτες. Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά, πολλές φορές, μπλεκόταν και κανένα καρποφόρο δέντρο και τότε γίνονταν όλα μαζί ένα αδιαπέραστο τείχος ως δύο μέτρα ψηλό. Ήταν η αληθινή εικόνα της πλέριας αταραξίας και της εγκαταλείψεως.
Σε κείνα τα μέρη είχε μεγάλη ευφορία, βλάσταιναν διάφορα χορταρικά, μπορούσες μόνο μ’ αυτά να ζήσεις, δεν πέθαινες από την πείνα.
Μόλις έφτασα στα ερείπια του σπιτιού της θείας μου Κυριακής, σφίχτηκε η καρδιά μου, δεν άντεχα να βλέπω τα ερείπια κι έφυγα, πήγα κατά το χωράφι. Τι περίεργο μου φαινόταν όποτε το έβλεπα έτσι, καθώς στεκόταν πλάγια. Ήταν στην αρχή λίγο κατηφοριά κι έγερνε απότομα. Εκεί ήταν μια βρύση και μια αχλαδιά, που έκανε κοντούλες γλυκές σαν ζάχαρη.
Γύρισα αρκετά στο χωραφάκι, το καλλιεργούσαν καπνό και για γούστο, η θεία μου φύτεψε αγγούρια ολόδροσα, χωριάτικα, είχαν κάτι μύτες κι ήταν αγγιλερά, κοντόπαχα, γλυκά και πολύ ωραία. Κάθε τόσο ακουγόταν η θεία μου, να μου λέει: «δεν πας να πάρεις αγγούρια να φας;». Δεν μπορούσε να με βλέπει άπραγο, νόμιζε πως με βασάνιζε η ησυχία και δεν ήξερε πώς να με κάνει να ξεδώσω.
Στεκόμουν στη μέση του χωραφιού κι έφερνα στο νου μου τη θεία μου κι έλεγα μέσα μου: «Θεία, ήρθα για να φάω αγγούρια». Όσο έβλεπα το χαμό της και θυμόμουνα ότι ήθελε στο σόι της αρσενικό, για να μη χαθεί το όνομα Κελεκίδης, γιατί ήμουν πια άντρας και καταλάβαινα καλά τι σήμαινε αυτό, τόσο ο χαμός της με πείραζε πιο πολύ. Βρισκόμουν σε μια έξαψη, ήθελα να ρίξω το τουφέκι μου στα βουνά, μήπως ήταν εκεί κανείς, που τους είχε εξαφανίσει και κρυβόταν εκεί; Σιγά σιγά καταπράϋνα, τι να γίνει; Θεού θέλημα ήταν. Κατάρα βαριά είχε πέσει απάνω στα χωράφια μας!

Δημοσθένης Κελεκίδης

Απόσπασμα απο το βιβλίο του: "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah