Ο Χασάν Τσαούσης και το Τσενίκι. ΜΕΡΟΣ 1ο

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο Χασάν Τσαούσης ήταν Κιρκάσιος. Το Τσενίκι ήταν στον κάμπο του Τσαρτσαμπά, είχε μέχρι άγρια άλογα και αγελάδες, εκεί ήταν πολλοί Κιρκάσιοι.
Αυτοί, οι Κιρκάσιοι, ναι μεν Μωαμεθανοί στην θρησκεία, όμως δεν αγαπάν τους Τούρκους, τους μισούν. Σ’ αυτούς πή­γαινε ο Χασάν Τσαούσης, ως Τσαούσης Κιρκάσιος με τα τέσσερά του αδέρφια και εξοικονομούσε είδη, πολεμοφόδια, τουφέκια, σφαίρες. Ο κάθε καπετάνιος αγόραζε μέσον αυτουνού. Όχι ότι έκανε μαύρη αγορά, αλλά από εκδίκηση στους Τούρκους. Αυτό είναι αληθινό, τους είδα και εδώ.
1908:Τραπεζούντα (εικόνα από την ύπαιθρο)
Αυτό το έμαθε ο Κεμάλ, έμαθε αυτήν την αγάπη των Κιρκασίων προς τους Έλληνες, και διέταξε μιά μέρα τον Χασάν Τσαούση (το άκουσα ο ίδιος): «πάρε το στρατό σου, συγκεντρωθείτε στην τάδε πλευρά και από ’κει να χτυπήσετε τους Έλληνες». Τα παληκάρια του Χασάν Τσαούση ήταν ως τριακόσια.
Αφού πολεμούσαν δυο τρεις μέρες, ο Κεμάλ, τους περικύκλωσε και τους καθάρισε όλους τους Κιρκάσιους.
Ο Χασάν Τσαούσης δεν γελάστηκε, ήξερε όλες τις διαθέσεις τους και κατόρθωσε με τους τέσσερις αδερφούς του να φύγει. Αλλά πού να πάει; Ήξερε από τα γράμματα και από τα τηλεγραφήματα, ότι στην Αμισό οι αντάρτες σφάζουν τους Τούρκους, ρημάζουν τους Τούρκους και ότι ζητούσαν ενίσχυση. Έκρινε λοιπόν καλό, την ασφάλειά του, να την ζητήσει στα δικά μας τα αντάρτικα λημέρια στην Αμισό.
Δυο μήνες πεζοπορία έκανε ο Χασάν Τσαούσης, για να φτάξει στα λημέρια μας. Ταλαιπωρημένος, κυνηγημένος από τους Τούρκους, κατόρθωσε και με τα πολλά έφτασε στα βουνά μας. Εκεί μας απόδειξε, όπως μπορούσε, πως ήταν άξιος της εμπιστοσύνης μας.
Έδειχνε ζήλο και ευσυνειδησία σε κάθε ευκαιρία, που του παρουσιαζόταν. Ωστόσο οι αντάρτες δεν ξεθάρρεψαν ποτέ, δεν του έδιναν ποτέ ενίσχυση, για να κάνει ένα πραξικόπημα. Απόδειξη, ότι σε ορισμένες συνελεύσεις που έκαναν τα καπετανάτα, τους έλεγε το πρόγραμμα του Κεμάλ είναι ετούτο: «Ή να γίνει ο τάφος μου το τουρκικό έδαφος ή τα ξένα στοιχεία του Ελληνισμού να εξαφανιστούν». Και τότε αγριεμένος έλεγε: «Δώστε μου 100-200 άντρες, να σφάξω Τούρκους, να σφάξω...». Και οι δικοί μας δεν τον ενίσχυαν.
Ήταν καχύποπτοι και το αεράκι ακόμη το έλεγχαν. Του ανάθεταν, να προμηθεύει όπλα στους Κιρκάσιους, αυτή ήταν η δουλειά που μας έκανε ο Χασάν Τσαούσης.
Ήταν ένας κοντόπαχος άνθρωπος, χεροδύναμος. Το χρώμα του έπεφτε στο ξανθό, εγώ τον είδα. Είχε τέσσερις αδερφούς και ένας αυτός πέντε, είχε μαζί του και τρεις Έλληνες συγχωριανούς του και συζητούσαν σαν αδέρφια.
Μ’ αυτές τις λίγες δυνάμεις του μας πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες και στις πολλές μάχες που είχε δώσει σκοτώθηκαν οι τρεις αδελφοί του και δυο γραικοί και είχαν μείνει τρεις.
Από την Αμισό στείλαν ομήρους την πρώτη φορά 2.000 και τη δεύτερη 1.300. Τους πήγαιναν τους δυστυχισμένους 4-5 ώρες στο Καβάκι. Στο δρόμο τους έλεγαν, ότι επειδή είναι ανταρτικά σώματα και για να μην τους χτυπήσουν τάχα, να καθίσουν να ξεκουραστούν και να φάνε το φαΐ, σε λακώδη μέρη. Κι έτσι να τους έχουν στο χέρι, να μην μπορούν να ξεφύγουν. Τους βάζανε και σκοπούς και γύρω γύρω ζανταρμάδες, τάχατες να τους προστατέψουν και όταν τους δίναν το σύνθημα τους πυροβολούσαν.
Κάθε φορά που πιάναν ομήρους τα ίδια έκαναν και την δευτέρα φορά τα ίδια, και την τρίτη, που ήταν 750, και την τετάρτη, που ήταν 1.500.
Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο κουμπάρος μου και ο αδερφός μου. Ήταν άνθρωποι από 12-65 χρονών. Τους άλλους δεν τους σκότωσαν, είχανε λόγους να τους κρατάν, όπως τους προύχοντες.
Μέσα στους σκοτωμένους ομήρους τύχαιναν λαβωμένοι, αυτοί κατά τα μεσάνυχτα παίρναν τα βουνά και έρχονταν προς τα λημέρια μας συρτά στο χώμα. Προχωρούσαν και έπιαναν τα βουνά.
Ανάμεσα στους δυο τρεις λαβωμένους ήταν και ένας τσαγκάρης ως 55 χρονών, γερός, δυνατός άνθρωπος. Ήταν χτυπημένο το πόδι του. Τον πήραν αμέσως οι πρακτικοί τσο-μπαναραίοι γιατροί, που ήταν άφταστοι στην γιατρική. Τραύματα σοβαρά στο στήθος, βγάζαν τη σφαίρα και κατόρθωναν σε πέντε δέκα μέρες και τους γιάτρευαν.
Ο τσαγκάρης αυτός ζούσε μέσα στην Αμισό. Είχαμε γνωριστεί, γιατί είχαμε την ίδια δουλειά, τσαγκάρης εγώ τσαγκάρης αυτός, δουλεύαμε σαν πατέρας και γιος.
Μόλις με είδε, ύστερα από την τραγωδία της σφαγής, από τα τραύματά του, από την έξαψη και την υπερένταση και το περιβάλλον που βρίσκονταν, να πέσω μπροστά του ήταν χωρίς άλλο μια μεγάλη τύχη, ένας λυτρωμός, κάτι που δεν περιγράφεται.


Μ’ αγκάλιασε και μου έλεγε: «Δήμο, μη μ’ αφήνεις, σώσε με, Δήμο μου, σώσε με!» Αυτές τις ώρες δεν ήμουν πια αντάρτης, ήμουν ένας άνθρωπος που μόνο τα χριστιανικά καθήκοντα ζούσαν μέσα στην ψυχή μου. Ένας καλός και τρυφερός σύντροφος, ήταν υποχρέωση μου και καθήκον μου, να σώσω, να προστατέψω τον άνθρωπο, που του δίνονταν από το Θεό για δεύτερη φορά η ζωή.
Ανέβαλα την οδοιπορία μου. Πήγα στον καπετάνιο Τσάγκαλη και ζήτησα για τον άρρωστο μια γωνιά, μια θέρμανση, κανένα παλιό ρούχο. Εγώ δεν είχα τίποτε από αυτά να του δώσω. Κοιμόμουνα μέσα σε κάτι χαλάσματα και με της φωτιάς τη δυνατή ζεστασιά περνούσα τη νύχτα μου. «Δήμο, μου λέει, όπως βλέπεις δεν περισσεύει ούτε ένα μέτρο τόπος». Ο καπετάνιος είχε δίκιο, φτιάχναν κάτι μικροκαλυβάκια και βάζαν κάτω κάτι χορτάρια, αυτά ήταν τα καταφύγιά τους. «Εδώ όξω, αλλά όχι μακριά από το κέντρο των καπεταναίων είναι ένας μύλος, ένα μικρό καμαράκι, ως τρία μέτρα, νάχεις όμως το νου σου, είναι μέσα στις φυλλωσιές της ρεματιάς. Δεν το έχουν δει οι Τούρκοι, αλλά είναι επικίνδυνο, είναι όξω από τη ζώνη.
 Τα φυλάκιά μας είναι μια ώρα όξω από εμάς, προς τη θάλασσα, εκεί είναι ένα βουνό προς τα πάνω, αυτό όμως είναι προσωρινό, γιατί κάθε βδομάδα αλλάζουν. Και ο εχθρός να μην μπει μέσα, γιατί καμιά ενίσχυση δεν μπορεί να σου δοθεί».
Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση, τι έπρεπε να κάνω; Τι να κάνω τον τραυματία; Του υποσχέθηκα προστασία. Να τον πάω στον μύλο; Να μην τον πάω; Να τον απομονώσω μέσα στις ρεματιές;
Πάλι, σκεφτόμουνα, έτσι και αλλιώς θα πεθάνει, ώσπου να πάρω την απόφαση του ήρθαν σύγκρυα ρίγη! Ήταν πεινασμένος, αλλά και τι να φάει; Ο καθένας είχε ένα κομματάκι ξερό μαύρο ψωμί. Εγώ του έδινα από το δικό μου, μα τι να του κάνω;
Παίρνω την απόφαση, γιατί αλλιώς δεν γινόταν, να τον πάω στον μύλο. Σιγά σιγά στηρίχτηκε απάνω μου και τον κατέβασα στον μύλο. Σκούπισα και καθάρισα όσο μπόρεσα, μάζεψα ξύλα, άναψα φωτιά και τόνε ξάπλωσα δίπλα μου. Την ίδια ώρα ξαναγύρισα πίσω, αγόρασα καμιά οκά κρέας. Δεν είχαμε πολλά κρέατα. Στην αρχή βρεθήκαμε επιπόλαιοι και αφήσαμε τις ευκαιρίες και τα μάζεψαν οι Τούρκοι.
Σε μια περιφέρεια, που βρίσκονταν οι καπεταναίοι, δυο τρεις ήταν από την Αμισό. Αυτή ήταν σαν αγροτική περιφέρεια, τις αγελάδες τις έπαιρνε ο βοσκός και τις έφερνε προς τα λιβάδια όξω. Και προς το Τσενίκι ήταν πολλά τουρκικά χωριά, πλούσια με μεγάλη κτηνοτροφία. Από αυτούς κλέβαν και εξοικονομούσαν τα σφάγια. Κάθε καπετάνιος παραχωρούσε πέντε ως δέκα παληκάρια, συγκεντρώνονταν ως πενήντα και πήγαιναν και άρπαζαν τα ζώα. Τα φέρναν στα λημέρια τους και κάθε καπετάνιος έπαιρνε το μερίδιό του. Τα κάναν μοιρασιά, κάναν συσσίτιο για τις οικογένειές τους.
Κρέατα βρίσκαμε τρόπο και είχαμε πολλά, ψωμί δεν είχαμε, δεν βρίσκαμε. Ανάλογα με τους ξένους που είχαμε, γιατί ξέπεφτε στο λημέρι κανένας έμπορος, κανένας φευγάτος στρατιώτης, κανένας λαβωμένος, αγόραζαν και σφάζαν και αυτοί.
Τα λεφτά που έπαιρνε ο χασάπης τάδινε στον καπετάνιο και αυτός τα φύλαγε, για να αγοράζει πολεμοφόδια. Γι’ αυτό μπόρεσα και πήγα και εγώ και αγόρασα μια οκά κρέας.
Ζήτησα και λιγάκι αλάτι. Το αλάτι, το κινίνο, το τσιγαρόχαρτο, ήταν για μας πιο δύσκολο από κάθε άλλο να βρεθούνε, γι’ αυτό, μετά τα πολεμοφόδια ήταν και τα πιο πολύτιμα.
Κατέβηκα κάτω στο μύλο, έβαλα φωτιά, καζάνια μπόλικα ήταν πεταμένα δεξιά κι αριστερά, έβρασα το κρέας κι έκανα σούπα και έδωσα και έφαγε ο τραυματίας. Αυτό γίνονταν καμιά δεκαριά μέρες, είκοσι μέρες. Είχα λίγες οικονομίες και τελείωσαν. Πούλησα το ένα μου τουφέκι, πήρα λίγα λεφτά, τέλειωσαν κι αυτά.
Ο τραυματίας μου μου έλεγε: «Δήμο αν είναι δυνατόν, πήγαινε στην Αμισό και πες στην οικογένειά μου, ότι σώθηκα, φέρε και κανένα άσπρο ρούχο, έχω και λεφτά, φέρε πράματα από κάτω». Αυτό, βέβαια, δεν ήταν πάρα πολύ εύκολο. Οι μέρες κυλούσαν σιγά σιγά, σώθηκαν τα λεφτά, δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα κάτι δαχτυλίδια επάνω μου. Είπα να τα πουλήσω, να μπορέσω να βοηθήσω τον σύντροφο μου ακόμη λίγο, ώσπου να γιάνει το πόδι του, να σηκωθεί.
Πρωί πρωί πήγα στην πλατεία. Δεν ήταν πλατεία, σε εκείνο το μέρος, ήταν άλλοτε η πλατεία της εκκλησίας, τώρα η εκκλησία είχε καεί, έμεινε μόνο το χωράφι.
Ήταν χάμου πεσμένοι κάτι κορμοί και απάνω καθόμασταν. Ο λυράρης έπαιξε τη λύρα και ακούγονταν λυπητερά τραγούδια. Εκεί, πρωί πρωί γίνονταν η συγκέντρωση. Μέσα στις γνωριμίες που είχα κάνει ήταν πολλοί Αμισιανοί, ήταν και Κατικιολήδες. Είχα γνωρίσει ένα Κατικιοϊλή. Το Κατίκιοϊ ήταν ένα μέρος, σαν από την Αθήνα ως την Κηφισιά, είχε υπόγειες εκκλησίες, που έτρεχαν τα αγιάσματα και πήγαινα ταχτικά. Ήταν τριακόσιοι κάτοικοι. Ήταν παληκάρια, βγάζαν και καλούς καπεταναίους. Ο πρώτος καπετάνιος ήταν ο Ιστίλ Αγάς, ο Αιμίλιος, ήταν καλά παληκάρια.
Το περίεργο ήταν, ένα μυστήριο πράμα, είχαν δική τους διάλεκτο. Τη λάσπη τη λέγανε πηλάνη, το τζάκι το έλεγαν τσούρτη. Τα ξεχνώ, γιατί δεν την μιλούσα εγώ αυτή τη διάλεκτο. Στην Αμισό, στα σχολεία, μιλούσαμε την ποντιακή.
Αυτός λοιπόν, ο Κατικιοϊλής, που γνώρισα, επειδή δεν έκανε τίποτε και ζούσε σαν παράσιτο, έκανε τον έξυπνο. Έμπαινε, έβγαινε, μιλούσε, όλο έκανε πως κάτι έκανε. Όλως διόλου απερίσκεπτα, τον εμπιστεύτηκα και του είπα: «Έχω κάτι “συμπλέγματα”, ως 6-7 κομμάτια, αν μπορείς και ξέρεις κανέναν να τα πουλήσουμε, γιατί είναι ανάγκη να σώσω αυτόν τον τραυματία, που κρεμάστηκε από το λαιμό μου». Ο Κατικιοϊλής, συλλογίστηκε λίγο και μούπε: «θα το έχω στο νου μου, θα ρωτήσω όπου ξέρω και θα σου πω αύριο το πρωί».


Εκείνη τη μέρα δεν είχα λεφτά και δεν μαγείρεψα. Κλείστηκα και εγώ μέσα και του έκανα παρέα. Σαν βράδιασε και σώθηκε καλά το φως της μέρας κοιμηθήκαμε.
Κατά τα μεσάνυχτα βροντούν την πόρτα μας. Ο συγκάτοικός μου δεν κοιμόταν. Όλη μέρα ξαπλωμένος, την νύχτα δεν τον έπαιρνε βαθιά ο ύπνος. Άκουσε την πόρτα και μου είπε: «Δήμο, χτυπάν την πόρτα μας, Τούρκοι ήρθαν, Τούρκοι!». Πετιέμαι απάνω, ζώνομαι τ’ άρματά μου (το μάνλιγχερ το ένα το είχα πουλήσει, το άλλο το είχα) και περίμενα ποιος θα φανεί. Εγώ δεν είχα ακούσει τον χτύπο στην πόρτα, τον είχε ακούσει ο φίλος μου. Σαν αστραπή πέρασε από τη σκέψη μου, πώς θα τον γλιτώσω; Και του είπα: «από το μικρό παραθυράκι μπορείς να φύγεις, εγώ θα σε καλύψω». «Μην κάνεις καμιά αντίσταση, Δήμο, μου είπε, να παραδοθώ!». Ήταν σωστό να τον εγκαταλείψω; Μπορούσα να τον παραδώσω; Αυτό δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό. Τι να σου κάνει; Κουράστηκε ο άνθρωπος τον άνισο αγώνα.
Εκεί που γίνονταν αυτή η συζήτηση, βροντάν πάλι την πόρτα. «Ποιοι είστε!», βροντοφώνησα από μέσα. Μέσα σε κείνη την έρημη ρεματιά, μέσα στην άγρια βλάστηση, είχα το κουράγιο να φωνάξω «ποιοι είσαστε». Δηλαδή ήμουν σε θέση να τα βάλω με χίλιους Τούρκους, με όσους και αν ήταν. Το μόνο που φοβόμουν ήταν η φωτιά. Επειδή το σπίτι ήταν ξύλινο, μπορούσαν να του δώσουν καμιά φωτιά και να καούμε μέσα, σαν τα ποντίκια, ζωντανοί!
Σε λίγο, ακούστηκε πάλι απόξω: «Άνοιξε, Δήμο! Θα φάμε λίγο ψωμί, θα ζεσταθούμε λιγάκι και θα πάμε στη σκοπιά μας, θέλουμε μονάχα να ξεκουραστούμε». Ήταν φανερό πως λέγαν ψέματα, πως έμεναν στη σκοπιά, μια ώρα τάχα μακριά σ’ ένα λοφίσκο. Τότε τους είπα και εγώ από μέσα: Αν πρόκειται για να σας δώσω ψωμί, δεν έχουμε ούτε ψίχουλο και αν θέλετε πάλι να ξεκουραστείτε, δεν χρειάζεται, η ώρα είναι περασμένη.
Σε λίγο ακούστηκαν πάλι: «Δήμο, μάθαμε ότι έχεις καμιά διακόσια κομμάτια δαχτυλίδια, αν θέλεις τη ζωή σου δώσε μας τα μισά να φύγουμε!».
Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ο βασανισμένος φίλος μου, δεν έπαψε να με παρακαλεί και να μου λέει: Δήμο, άνοιξέ τους, δείξε τους τι έχεις και ας τα πάρουν στο κάτω κάτω της γραφής.
Ήταν βέβαιοι, πως την άλλη μέρα αν το έλεγα στους καπεταναίους, θα πήγαιναν μέχρι εκτέλεση. Αυτά ήταν πολύ γνωστά σε όλους, το αντάρτικο είχε μεγάλη πειθαρχία και σεβασμό σε όλα τα ζητήματα. Γι’ αυτό και φοβόμουν ότι θα μας σκότωναν και τους δυο, για να μην καταδώσουμε αυτήν την ντροπιαστική πράξη τους και έτσι να γλυτώσουν το κεφάλι τους. Αυτοί σκότωναν κατά εκατοντάδες τους Τούρκους, τίποτα δεν τώχαν το σκότωμα, αλλά και αυτή η πράξις της κλεψιάς και του εκβιασμού, της ληστείας, ήταν πολύ επιβαρυντική.
Ήξερα λοιπόν ότι και αυτοί θα επιμέναν, γι’ αυτό έπρεπε να πάρω μια απόφαση, στα μάτια μου μπροστά είχα διαρκώς τον κίνδυνο της φωτιάς. Σκεφτόμουν να βρω κάτι το στρατηγικό, τους έβλεπα από τις χαραματιές στο αυγινό φως, ήταν όρθιοι και ψου, ψου, μιλούσαν αναμεταξύ τους.
Ο Κατικιοϊλής ήταν πάρα κει, ήθελα να του δώσω μια σφαίρα στο κεφάλι, να γλυτώσουμε, αλλά το είχαμε σα μεγάλη ντροπή να σκοτώσουμε Έλληνα! Άλλο ήταν αν του
άξιζε, την απόφαση έπρεπε να την πάρει ο καπετάνιος, για να τουφεκιστεί.
Πήρα πια, στα γρήγορα, μια απόφαση και είπα μέσα μου, ας γίνει το θέλημα του Θεού! Και είπα στον σύντροφό μου: «Πάρε το παραπέλοφ. (Είχα και το πιστόλι, το παραπέλοφ, θα κάνει κρότο και κάνει σαν να είναι μάνλιγχερ) και κάνε κρότο, για να με καλύψεις. Ρίξε που και που μια σφαίρα, αλλά όχι για να τους σκοτώσεις, έτσι στα πλάγια τους».
Όπως ήταν ο μύλος με γυρτή σκεπή προς το ρέμα, αυτοί ήταν μπροστά, προς την αψηλωσιά. Στην πόρτα ήταν οι «ογγάδες», είναι κάτι φύλλα, που τα βάζουν και δεν τρέχει το νερό της σκεπής. Αυτά είχαν πια σαπίσει. Βάζω το χέρι μου και κάνω μια καλή τρύπα. Μόλις κάνω να βγάλω το κεφάλι μου, λέω στον σύντροφό μου: «Ρίξε μια σφαίρα!» Ρίχνει και πέφτουν αυτοί κάτω για να προφυλαχτούν, δεν βλέπαν τίποτε, αλλά έπεσαν για σιγουριά. Λοιπόν, λογάριαζα να πηδήξω κάτω. Εγώ μετρώ καλά με τα μάτια μου και πέφτω στην ρεματιά, ρίχνει και ο σύντροφος την ίδια ώρα την σφαίρα! Δεν προδοθήκαμε καθόλου.
Ανεβαίνω από την άλλη μεριά, καμιά ογδονταριά βήματα και βρίσκομαι πιο ψηλά από αυτούς. Κατασκοπεύω πια και από εκεί έριξα δυό τρεις τουφεκιές και τους λέω: «Σκορπίστε, γιατί θα σας σκοτώσω όλους!».
Καλοσκέφτηκαν: Έριξε αυτός, να ρίξουμε και εμείς, θα το πάρει μυρωδιά ο Τσαγκάρης. 'Ηξεραν ότι και στο λημέρι ξαγρυπνούν και ο κρότος τη νύχτα πάει πολύ μακριά.
Σε λίγα λεπτά σκόρπισαν. Εγώ, ωστόσο, δεν μπήκα στο μύλο, περίμενα να ξημερώσει, να πάω στην πλατεία, να τους καταγγείλω και να τους παρουσιάσω στο δικαστήριο του λημεριού, δέσμιο τον Κατικιοϊλή, γιατί αυτός ήξερε για τα δακτυλίδια, αυτός ήταν ο πρωταίτιος.
Αυτό το σιχαμερό επεισόδιο πολύ με αηδίασε και με απογοήτευσε. Τόσα χρόνια στα βουνά, δεν είδα ούτε άκουσα μια τόσο ελεεινή πράξη. Σε ένα τέτοιο αγώνα, να μην υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας; Να κινδυνεύουμε και από τους ίδιους τους αδελφούς μας; Τότε δεν χρειαζόταν οι θυσίες και ο αγώνας. Γιατί; Για να αποφύγουμε ποιους; Αφού οι Τούρκοι, δεν είχαν να κάνουν τίποτε χειρότερο, σε μια τέτοια περίσταση;
Ήμουνα ένας παλιός αντάρτης, αγωνιζόμουνα, είχα κύρος, μπορεί να μην ήμουν καπετάνιος, γιατί ήθελα να είμαι αυτοκέφαλος, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής είχα στο χωριό μου τους καπεταναίους μου και εκεί σκόπευα να πάω.
Το πρωί βρισκόμουν στην πλατεία, μέσα στον κόσμο και σκεπτόμουν τι να κάνω; Να καταγγείλω την πράξη στον καπετάνιο; Οπωσδήποτε θα τους αποκεφαλίσει. Να πειράξεις γυναίκα; Να κάνεις εκφυλισμούς; Να πεις ψέματα; Δεν σήκωνε νερό, χωρίς άλλο θα τουφεκιζόσουν.
Σκεπτόμουν να τους καταγγείλω, από την άλλη μεριά λυπόμουν και τα παιδιά τους. Ήξερα πως είχαν μικρά παιδιά. Ο ένας ήταν ο Τσάκαλος, ο άλλος ήταν ο λύκος, ο Κατικι-οϊλής ήθελα να τιμωρηθεί.
Εκεί που σκεπτόμουν όλα αυτά, νάσου και με ζυγώνει ένα πρόσωπο, βαλτό απ’ αυτούς και μου λέει: «Είμαι από μέρους αυτονών των πέντε ανταρτών. Σε παρακαλώ να τους συγχωρέσεις, πέσαν όξω, είμαστε χαμένοι, το ξέρουμε, είπαν, να λυπηθεί τα παιδιά μας!».
Η αλήθεια είναι ότι το μίσος μου είχε καταπραϋνθεί, γιατί πήρα μια ικανοποίηση. Αλλά ήθελα να τιμωρηθεί ο Κατικιοϊλής, που ήταν η αιτία. Τους το είπα και μου είπαν, ότι για το ζήτημα αυτό να μένω ήσυχος. Τώρα, τι απόγινε; Ποτέ δεν τον ξαναείδα μπροστά μου! Τον σκότωσαν οι Τούρκοι; Τι έγινε, ούτε και θέλησα ποτέ να ρωτήσω να μάθω.

Δημοσθένης Κελεκίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο του : "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah