Αυτή η κοινότητα αποτελείται από τα εξής χωριά: Αμπελιάνι,
Μεγάλη Ιραγκά, Μικρή Ιραγκά, Ιβάνοβκα, Φτέλεν (Ντζιγκρασέν) και Βιζίροβκα. Οι
κάτοικοι αυτών των χωριών είναι ελληνόφωνοι προερχόμενοι από την περιοχή της
Τραπεζούντας.
Εκεί έμεναν στα χωριά: Σάντα, Λαραχάνη, Καλαχκούρ και στο χωριό
Κιαλιαμπού της περιοχής Γκιουμουσχανέ. Αυτά τα ελληνικά χωριά βρίσκονταν στην
ορεινή περιοχή της Τραπεζούντας. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού οδηγήθηκε
από τους κατακτητές στον αφανισμό, ιδιαίτερα μετά την ήττα των ρωσικών
στρατευμάτων στον Κριμαϊκό πόλεμο. Οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την
πατρίδα τους. Αυτοί ήθελαν να εγκατασταθούν στη Ρωσική Αυτοκρατορία και
συγκεκριμένα στον Καύκασο. Γι’ αυτό μπορούσαν να γραφτούν στο ρωσικό προξενείο
της Τραπεζούντας.
Τον Ιούνιο του 1864, 96 ελληνικές οικογένειες από τα αναφερόμενα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Οι
ρωσικές στρατιωτικές αρχές αποφάσισαν να τους εγκαταστήσουν προσωρινά στην
περιοχή Τσάλκας. Η ομάδα των μεταναστών έφτασε εκεί τον Οκτώβριο του ίδιου
έτους και έμεινε στα χωριά της περιοχής Τσάλκας πάνω από ένα χρόνο. Οι Έλληνες
- μετανάστες διάλεξαν τους αντιπροσώπους τους, που ασχολήθηκαν με τα
προβλήματα της τακτοποίησής τους στο νέο τόπο κατοικίας. Την άνοιξη του 1866
οι αντιπρόσωποι βρήκαν ελεύθερα χωράφια, που ανήκαν στον πρίγκιπα Μπαράτοβ και
συμφώνησαν να εγκαταστήσουν εκεί τους μετανάστες.
Ένα μέρος αυτών προερχόταν από την περιοχή της
Αργυρούπολης, όπου ασχολούνταν στην εκμετάλλευση των τοπικών αργυρωρυχείων.
Μεταξύ των μεταναστών υπήρχαν οικογένειες, που κατάφεραν να
πάρουν μαζί τους αρκετή ποσότητα χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Το μεγαλύτερο
μέρος της περιουσίας τους όμως βρέθηκε στα χέρια των ντόπιων πληθυσμών της
Μικράς Ασίας, γιατί τους λήστευαν συνεχώς στο δρόμο προς τη Ρωσική
Αυτοκρατορία. Μερικούς σκότωσαν τα μέλη των μουσουλμανικών απάνθρωπων συμμοριών. Παρόλα αυτά οι Έλληνες κατάφεραν να σώσουν τα υπόλοιπα χρυσά νομίσματα, με τα
οποία πολύ γρήγορα αγόρασαν χωράφια.
Το μεγαλύτερο μέρος του αντρικού πληθυσμού των μεταναστών ήταν
μάστορες πετροκόποι. Ήταν οι καλύτεροι επαγγελματίες στην περιοχή της
Τραπεζούντας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μάστορες αυτοί προτίμησαν να
εγκατασταθούν στην Τιφλίδα και να δουλεύουν σαν πετροκόποι. Εκείνοι όμως, που
δέχτηκαν να μείνουν στα καινούρια τους χωράφια, ίδρυσαν τα εξής χωριά: Μεγάλο
Ιράγκα, Τζιγκρασένι, Ιβάνοβκα και Τελιάνοβκα. Όλα τα χωριά ενώθηκαν με το
όνομα «Η αγροτική ελληνική κοινότητα του Ιράγκα».
Οι πολυάριθμες αιτήσεις των Ελλήνων προς τους υπαστυνόμους του Καυκάσου έγιναν δεκτές με συμπόνια και τους επιτράπηκε να ψάχνουν για δουλειές στις πόλεις. Γι’ αυτό, κατά τα επίσημα ντοκουμέντα, τη δεκαετία ’70 - ’80 οι μόνιμοι κάτοικοι της αγροτικής κοινότητας του Ιράγκα είναι λιγότεροι απ’ αυτούς του καταλόγου του 1866. Οι Έλληνες μάστορες των πετροκοπείων ήταν: Γεώργιος Λάζαρεβ, Χαράλαμπος Σαβόεβ, Ιωάννης και Χαράλαμπος Αλιχάνοβ, Γεώργιος Φιοντόροβ, Ιωάννης Απάνοζαλίογλου, Κωνσταντίνος Αλιχάνοβ, που γράφτηκαν με τις οικογένειες τους το 1866 στον κατάλογο του χωριού Ιράγκα, όπου πραγματικά δούλευαν και έμεναν στην Τιφλίδα. Αυτές οι οικογένειες νωρίτερα απ’ όλους πήραν τη Ρωσική υπηκοότητα και άρχισαν να πληρώνουν τους κρατικούς και τοπικούς φόρους στην αστική διεύθυνση της Τιφλίδας.
Έτσι, λοιπόν, στο χωριό Ιράγκα εγκαταστάθηκαν 25 οικογένειες, που ως το Μάρτιο του 1874 κάθε έτος πλήρωναν 300 ρούβλια σε ασήμι για την εκμετάλλευση της γης. Το 1873 οι Έλληνες έκλεισαν συμφωνία με τον πρίγκιπα για την αγορά της γης. Τα μέλη της κοινότητας πλήρωσαν στον Μπαράτοβ 11047 ρούβλια και 20 καπίκια σε ασήμι. Η συμφωνία εξασφαλίστηκε με το έγγραφο από τον συμβολαιογράφο της Τιφλίδας Κλιουτσάρεβ στις 11 Οκτωβρίου του 1873. Την ίδια εποχή οι ελληνικές οικογένειες από την περιοχή της Τραπεζούντας αγόρασαν χωράφια και ίδρυσαν το νέο χωριό Μικρό Ιράγκα.
Bατούμ |
Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες των χωριών Μεγάλο Ιράγκα, Ιβάνοβκα κ.λ.π.αγόρασαν τα χωράφια του πρίγκιπα Μπαράτοβ με χρυσά νομίσματα και
όχι με αργυρά. Τα ντοκουμέντα των αρχείων δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά. Όλα τα
έγγραφα λένε ότι ο πρίγκιπας Μπαράτοβ πούλησε τα χωράφια του έναντι αργυρών
νομισμάτων. Το έκανε για να μην πληρώσει στο κρατικό ταμείο μεγάλο ποσό σε
χρυσό. Έχουμε τρεις λόγους της διαστρέβλωσης της πραγματικής αλήθειας:
1.
Η πληρωμή στο κρατικό
ταμείο μεγάλου ποσού φόρου.
2.
Τα αναφερόμενα χωράφια
ήταν κρατικά και όχι ιδιωτικά.
3.
Ο φόβος των κλεφτών
και ληστών.
Όλα αυτά δικαιολογούνται με επίσημο έγγραφο που συντάχθηκε
από τον πρίγκιπα και από τους κατοίκους του χωριού Ιβάνοβκα και επικυρώθηκε
με σχετικό έγγραφο και τη σφραγίδα του συμβολαιογράφου της Τιφλίδας. Το ντοκουμέντο αυτό δεν φυλάχθηκε στο
αρχείο, αλλά στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, που βρισκόταν στο κέντρο του
χωριού Ιβάνοβκα. Εκεί αναφέρεται ότι: Αρχικά το χωριό Ιβάνοβκα ονομαζόταν
Σαμαδάντ - Καρακά. Μετά την αγορά αυτής της γης οι Έλληνες αποφάσισαν να δώσουν
στο χωριό νέο ελληνικό όνομα Κεσαντό. Αυτή η λέξη αποτελούσε το αρχικό όνομα
των Χαρατσίδη. Ο πρίγκιπας Ζ. Μπαράτοβ δήλωσε στους Έλληνες ότι αυτός θα
πουλήσει τα χωράφια, αν ονομάσουν το χωριό με το όνομα του γιου του Ιβάν. Οι
κάτοικοι δέχτηκαν την πρότασή του και ο Ζ.Μπαράτοβ χάρισε το χρέος τους 25
ρούβλια σε χρυσό.
Οι δύσκολες συνθήκες ζωής των Ελλήνων της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας προκάλεσαν συμπόνια στους κατοίκους της αγροτικής κοινότητας
του Ιράγκα προς τους συγγενείς και συμπατριώτες που έμεναν εκεί. Γι' αυτό
δέχτηκαν οι τελευταίοι να μείνουν στο χωριό τους για κάποιο διάστημα. Σ’ αυτήν
την περιοχή της Γεωργίας κατά το 1870 συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός μεταναστών
από την περιοχή της Τραπεζούντας. Πολλοί μάστορες πετροκόποι του χωριού Ιράγκα
δεν μπήκαν στον κατάλογο των οικογενειών της κοινότητας. Αυτοί ενεργητικά
έπαιρναν μέρος στην κοινωνική ζωή της αγροτικής κοινότητας. Μερικοί απ’ αυτούς
έγιναν χτίστες της τοπικής εκκλησίας και άλλοι έχτιζαν τους δρόμους, τις
γέφυρες και άλλες κατασκευές μαζί με τους μόνιμους κατοίκους. Οι πιστοί του
χωριού Ιράγκα κατάφεραν το 1872 να χτίσουν την Ορθόδοξη εκκλησία με τα λεφτά
τους. Σε άλλα χωριά της αγροτικής κοινότητας χτίστηκαν κτίρια αξίας πάνω από
δέκα χιλιάδες ρούβλια σε ασήμι.
Οι κάτοικοι του χωριού μεγάλο Ιραγκά στα ερείπια του
παλαιού γεωργιανού χωριού ανακάλυψαν τα θεμέλια της ορθόδοξης εκκλησίας, πάνω
στα οποία το 1872 έχτισαν μια νέα εκκλησία, που την εγκαινίασε ο ιερέας
Α. Ι. Καρίμποβ αφιερώνοντάς την στην Παναγία (Παναγία του Χαραμπά). Πρώτος ιερέας
σ’ αυτή την εκκλησία από τον Έξαρχο της Γεωργίας διορίστηκε ο Αλέξανδρος
Ιορδάνοβιτς Καρίμποβ.
Αυτά τα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού Ιραγκά πάνω στα
ίδια ερείπια ανακάλυψαν άλλα θεμέλια άλλης ορθόδοξης εκκλησίας, για την
επισκευή της οποίας αποφασίστηκε σύντομα να μαζευτούν χρήματα. Την εκκλησία
που επισκεύασαν την αφιέρωσαν στον Άγιο Γεώργιο τον τροπαιοφόρο. Από τότε κάθε
χρόνο οι επισκέπτες αυτού του χωριού, αλλά και όλης της κοινότητας, στις 6
Μαΐου γιόρταζαν τη μνήμη του Αγίου Γεωργίου.
Επίσημα το χωριό Μικρό Ιραγκά αναγνωρίσθηκε το 1873, αλλά
οι κάτοικοι της αγροτικής κοινότητας Ιραγκά άρχισαν την κατασκευή της πρώτης
ελληνικής εκκλησίας αμέσως μετά την μετανάστευση. Οι Έλληνες άρχισαν να χτίζουν
την εκκλησία τους το 1866 με δικά τους χρήματα και τελείωσαν την κατασκευή το
1868. Η εκκλησία εγκαινιάστηκε το ίδιο έτος από τον ιερέα Α.Ι.Καρίμποβ και
αφιερώθηκε στη μνήμη του προφήτη Ηλία. Αυτή η εκκλησία είναι η πρώτη ελληνική
εκκλησία στην περιοχή της Γεωργίας.
Στον τοίχο αυτής της εκκλησίας υπάρχει μια πέτρα με
επιγραφή, που αναφέρει την ημερομηνία (αρχές του 20ου αιώνα). Η ημερομηνία
αφορά την επισκευή της εκκλησίας, αλλά όχι την κατασκευή της. Στην αρχιτεκτονική της εκκλησίας κρύβεται ο κόπος και η τέχνη
των μεταναστών της Σάντας στο νομό της Τιφλίδας. Εδώ για πρώτη φορά για τους
Έλληνες ακούστηκε η λειτουργία στη μητρική γλώσσα.
Τα επίσημα κρατικά έγγραφα του 1880, από το αρχείο της
Δημο κρατίας της Γεωργίας, επιβεβαιώνουν ότι «ένα μέρος των
Ελλήνων αυτής της περιοχής ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει στην περιοχή του Καρς,
ενώ το άλλο μέρος προσπαθούσε να αποκτήσει δικά του χωράφια». Έχουμε ένα
έγγραφο που συντάχθηκε στις 4 Μαρτίου του 1883, σύμφωνα με το οποίο οι κάτοικοι
του χωριού Ιβάνοβκα έκλεισαν συμφωνία με τον πρίγκιπα Ζ.Μπαράτοβ για την αγορά
528 ντεσιατίνων γης (1:1,0925 του εκτάριου) αξίας 7400 ρουβλίων σε ασήμι.
Όπως αναφέραμε, οι Έλληνες της αγροτικής κοινότητας του Ιραγκά
ήταν άριστοι μάστορες πετροκόποι και ταξίδευαν σε όλο τον Καύκασο, όπου
υπήρχαν ανάγκες οικοδόμησης κτιρίων κρατικής, στρατιωτικής, πολιτικής και
θρησκευτικής χρήσης. Πρόλαβαν κιόλας να χτίσουν και στα δικά τους χωριά
μερικές ωραίες εκκλησίες. Στο χωριό Ιβάνοβκα η εκκλησία, που χτίστηκε στο
νεκροταφείο, έχει δίπλα της την επιτάφια πλάκα του κτήτορά της. Υπάρχει η
επιγραφή πάνω στην πλάκα αυτή:
«ΜΝΗΜΗ ΣΤΟΝ ΣΚΛΑΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΣΤΟΝ ΧΤΙΣΤΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΚΑΤΟΙΚΟ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΑΒΡΑΜΟΒ ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΠΗΛΙΔΗ,
ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ ΣΤΙΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΤΟΥ 1855, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΒΑΝΟΒΚΑ ΣΤΙΣ 10 ΜΑΤΟΥ ΤΟΥ 1910».
Στο ημερολόγιο της εκκλησίας, που βρίσκεται στο κέντρο του
χωριού, υπάρχει σημείωση από το 1897, που μας πληροφορεί: «Αυτή η εκκλησία
είναι γεωργιανή και στο θεμέλιό της με έξοδα των πιστών το 1876 χτίστηκε η νέα
εκκλησία. Μετά από την επισκευή της, οι Έλληνες την εγκαινίασαν αφιερώνοντάς
την στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο». Πρώτος ιερέας αυτής της εκκλησίας ήταν ο
Αλέξανδρος Ιορδάνοβιτς Καρίμποβ, απόφοιτος της ιερατικής σχολής της Τιφλίδας.
Τη θέση αυτή είχε από το 1886. Την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους μετατέθηκε
με τη θέλησή του στο σχολείο του Μπεστασέν ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας.
Από το 1904 υπηρετούσε ως ιερέας στο χωριό Ιβάνοβκα.
Η ελληνική εκκλησία των
Αγίων Πέτρου και Παύλου ήταν μικρή και γι’ αυτό οι επισκέπτες του χωριού
Ιβάνοβκα αποφάσισαν να την ξαναχτίσουν. Η κατασκευή της άρχισε το 1915, όμως η
επικράτηση της Σοβιετικής Εξουσίας δεν έδωσε τη δυνατότητα να την τελειώσουν.
Στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, στο χωριό Ιβάνοβκα, οι μάστορες έχτισαν την
εκκλησία του Αγίου Πνεύματος.
Το χωριό Φτελέν (Τζιγκρασένι) ιδρύθηκε από τους
μετανάστες της Σάντας της περιοχής της Τραπεζούντας το 1866. Αυτό το χωριό όμως
για πολλά χρόνια δεν αναγνωρίσθηκε επίσημα, παρά μόνο γύρω στα 1870. Στις αρχές
του έτους αυτού οι κάτοικοι του χωριού Τζιγκρασένι αγόρασαν χωράφια από τον
πρίγκιπα Ζ.Μπαράτοβ και άρχισαν να ετοιμάζονται για την κατασκευή της ορθόδοξης
εκκλησίας τους.
Η πρώτη εκκλησία χτίστηκε πάνω στα παλιά θεμέλια της γεωργιανής
εκκλησίας και αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Στην εκκλησία οι
επισκέπτες ίδρυσαν εκκλησιαστικό σχολείο, όπου τα παιδιά μάθαιναν την ελληνική
γλώσσα και τα γράμματα. Το 1915 σ’ αυτό το χωριό ο πετροκόπος Αγαθάγγελος
Καραϊλανίδης έχτισε με δικά του χρήματα μια νέα εκκλησία, που αφιερώθηκε στον
Άγιο Χαράλαμπο.
Εκτός απ’ αυτές τις εκκλησίες, οι πιστοί της ελληνικής
αγροτικής κοινότητας του Ιραγκά τον 20ο αιώνα επισκεύασαν και άλλες παλιές γεωργιανές εκκλησίες. Π.χ. το 1958 κοντά στο χωριό Βιζίροβκα ο Χριστόφορος
Κουμουλίδης μαζί με τον Γεώργιο Παρασκέβοβ, μαστόροι πετροκόποι που διέθεταν
και τα απαιτούμενα χρήματα, επισκεύασαν μια παλιά γεωργιανή εκκλησία, που
αφιερώθηκε στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας.
Αυτός ο Παρασκέβοβ με σύντροφό του το
Φιοντόρ Τοπουζίδη επισκεύασαν το 1880 άλλη μια εκκλησία κοντά στο χωριό
Ιβάνοβκα. Αυτή η εκκλησία είναι γνωστή με το όνομα της Ανάληψης. Τον καιρό
εκείνο σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχαν δρόμοι. Ο Γεώργιος Παρασκέβοβ σαν
μάστορας αποφάσισε να μεταφέρει όλα τα οικοδομικά υλικά που χρειάζονταν για την
εκκλησία με τη βοήθεια του γαϊδάρου του. Μερικές πληροφορίες, που δόθηκαν από
τους κατοίκους της κοινότητας του Ιραγκά, μπορεί να είναι ανακριβείς. Το βασικό
όμως είναι ότι οι μετανάστες ήταν και πραγματικοί χριστιανοί και υπέρμαχοι της
Ορθοδοξίας.
Όσον αφορά τα προβλήματα για τη μόρφωση, να σημειώσουμε ότι
οι κάτοικοι αυτής της κοινότητας, όπως και όλος ο ελληνικός πληθυσμός της
Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αγαπούσαν πολύ τη μόρφωση και τον πολιτισμό. Το σχολείο
άνοιξε, όταν άρχισε να λειτουργεί η εκκλησία. Μετά την κατασκευή της
εκκλησίας οι πιστοί με τη συγκατάθεση του ιερέα άνοιξαν το εκκλησιαστικό
σχολείο. Σ’ αυτά τα σχολεία τα παιδιά μάθαιναν τη γραμματική και τη μητρική
τους γλώσσα, το Νόμο του Θεού, γραφή και ζωγραφική. Σε μερικά σχολεία τα παιδιά
μάθαιναν τα επαγγέλματα των πετροκόπων και των ξυλουργών.
Οι σπουδαιότεροι δάσκαλοι του τέλους του 19ου αιώνα και των
αρχών του 20ου αιώνα ήταν ο ιερέας Συμεών Σταμπολίεβ και ο διευθυντής του
εκκλησιαστικού σχολείου του Ιραγκά Γεώργιος Βασίλιεβιτς Σταμπολίεβ. Αυτοί οι
δάσκαλοι, οι διανοούμενοι, πολλά χρόνια δίδασκαν σ’ αυτό το σχολείο και
κατάφεραν μετά να δώσουν στα παιδιά των πιστών τις γνώσεις της μητρικής τους
γλώσσας και των επαγγελμάτων.
Στο τέλος του 19ου αιώνα σχεδόν όλα τα εκκλησιαστικά
σχολεία της κοινότητας μεταμορφώθηκαν σε κοσμικά, ονομαζόμενα τότε υπουργικά.
Έχουμε ντοκουμέντο την αίτηση του διευθυντή του σχολείου του Ιραγκά, του
Γ.Β.Σταμπολίεβ, προς τον υπεύθυνο της περιοχής Μπορτσαλό το 1904, όπου
αναφέρεται: «Λόγω της πρόσκλησης στο ρωσικό στρατό, σας ζητώ να με απολύσετε
από τη θέση μου και να μην αφήνετε την οικογένεια μου έρμαιο της τύχης».
Εκείνη την εποχή άρχισαν να παίρνουν και τους Έλληνες στην υπηρεσία του
στρατού για το ρωσο - ιαπωνικό πόλεμο.
Το πρώτο κοσμικό σχολείο στο χωριό Ιβάνοβκα άνοιξε το 1897 από τον ιερέα Α.Καρίμποβ. Ο Α.Καρίμποβ δίδασκε την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα σ’ αυτό το σχολείο ως το 1908. Μετά τον μετέθεσαν ως ιερέα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μπεστασέν. Τη θέση του στο σχολείο του Ιβάνοβκα πήρε ο Νικόλαος Λαβάσοβ, που ήρθε από την πόλη Μπατούμ.
Το πρώτο κοσμικό σχολείο στο χωριό Ιβάνοβκα άνοιξε το 1897 από τον ιερέα Α.Καρίμποβ. Ο Α.Καρίμποβ δίδασκε την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα σ’ αυτό το σχολείο ως το 1908. Μετά τον μετέθεσαν ως ιερέα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μπεστασέν. Τη θέση του στο σχολείο του Ιβάνοβκα πήρε ο Νικόλαος Λαβάσοβ, που ήρθε από την πόλη Μπατούμ.
Στην κοινότητα του Ιραγκά έλειπαν οι άνθρωποι με την
κοσμική μόρφωση και γι’ αυτό συχνά καλούσαν επαγγελματίες στα σχολεία τους από
τις άλλες περιοχές. Π.χ. στο σχολείο του Ιραγκά από το 1909 άρχισε να δουλεύει
ο Παναγιώτης Τσελενγκάροβ, προερχόμενος από την Αλεξανδρούπολη. Διευθυντής του
σχολείου ήταν ο Μιχαήλ Ξεμίδοβ και δάσκαλοι
ο Χ. Χριστοδούλοβ και η Αλιχάνοβα από το
Γιαγκδά. Οι τοπικές αρχές σιγά - σιγά άρχισαν να εισάγουν τη Ρωσική γλώσσα και
έτσι.το 1908 η ελληνική γλώσσα σ’ αυτό το σχολείο διδασκόταν 2 ώρες την
εβδομάδα.
Σύμφωνα με έγγραφο, από το κεντρικό Κρατικό Ιστορικό Αρχείο
της Δημοκρατίας της Γεωργίας, οι κάτοικοι του
Μικρού Ιραγκά το 1928 στο χωριό τους είχαν μια εκκλησία, όπου οι πιστοί
παρακολουθούσαν τη λειτουργία στη μητρική τους γλώσσα. Με διαταγή του Παναγιώτοβ, υποψήφιου της ομάδας του κομμουνιστικού κόμματος, οι ντόπιοι
κομσομόλοι κάλεσαν σε συνέλευση τους πολίτες, όπου αποφασίστηκε αυτή η
εκκλησία να γίνει κλαμπ για τη νεολαία. Οι αγρότες και οι μάστορες πρότειναν
στους κομσομόλους να χτίσουν νέο κτίριο για κλαμπ και να αφήσουν την εκκλησία.
Οι κομσομόλοι όμως ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στο εκκλησίασμα.
Έτσι την Παρασκευή, στις 10:00 το πρωί, ο ιερέας Σταμπολίεβ, όταν τελείωσε τη λειτουργία, έκλεισε την πόρτα και τη σφράγισε. Η ομάδα των κομσομόλων στις 11:00 το βράδυ γκρέμισε την πόρτα, μπήκε στην εκκλησία και άρχισε να σκορπίζει τα εκκλησιαστικά αντικείμενα και να βρίζει τους πιστούς αγρότες. Στη συνέλευση των κομσομόλων συντάχθηκε πρακτικό και απόφαση για τη σύλληψη των εχθρών τους και τη φυλάκισή τους στις φυλακές του Μπορτσαλό. Από εκεί μερικοί κρατούμενοι κατάφεραν να δρεπετεύσουν και να στείλουν έγγραφη διαμαρτυρία με τα παράπονα προς τα μέλη της γεωργιανής κυβέρνησης εκείνης της εποχής.
Έτσι την Παρασκευή, στις 10:00 το πρωί, ο ιερέας Σταμπολίεβ, όταν τελείωσε τη λειτουργία, έκλεισε την πόρτα και τη σφράγισε. Η ομάδα των κομσομόλων στις 11:00 το βράδυ γκρέμισε την πόρτα, μπήκε στην εκκλησία και άρχισε να σκορπίζει τα εκκλησιαστικά αντικείμενα και να βρίζει τους πιστούς αγρότες. Στη συνέλευση των κομσομόλων συντάχθηκε πρακτικό και απόφαση για τη σύλληψη των εχθρών τους και τη φυλάκισή τους στις φυλακές του Μπορτσαλό. Από εκεί μερικοί κρατούμενοι κατάφεραν να δρεπετεύσουν και να στείλουν έγγραφη διαμαρτυρία με τα παράπονα προς τα μέλη της γεωργιανής κυβέρνησης εκείνης της εποχής.
Έτσι άρχισε ο 20ος αιώνας για τους Έλληνες της αγροτικής
κοινότητας του Ιραγκά, που άφησαν την πατρίδα τους για να φυλάξουν την
Ορθοδοξία τους. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι τα παιδιά των Ελλήνων θα
φέρνονταν έτσι στη θρησκεία τους, όπως δηλαδή οι σταυροφόροι στις εκκλησίες
της Κωνσταντινούπολης!
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου