Στην περίοδο 1917-1921 οι Έλληνες του Καρς υφίστανται τις
ταλαιπωρίες που προκαλούν οι μεγάλες αναστατώσεις της περιοχής. Στον
Αντικαύκασο, μαζί με τις 150.000 Ελλήνων , κατοικούσαν και άλλες εθνικές
ομάδες, από τις οποίες οι τρεις μεγαλύτερες -οι Γεωργιανοί, οι Αρμένιοι και οι
Αζερμπατζιανοί- πλησίαζαν τα 2.000.000 η καθεμιά. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση,
με το να τονώσει τα εθνικά κινήματα από τη μια μεριά και να παραλύσει τον
έλεγχο της ρωσικής κεντρικής εξουσίας από την άλλη, είχε ως αποτέλεσμα ν’
ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος αναταραχών και χάους.
Οι προσπάθειες των τριών εθνοτήτων, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, για την εθνική τους αποκατάσταση, είτε υπό ομοσπονδιακή μορφή είτε με τη μορφή αυτόνομων δημοκρατιών, δεν καρποφόρησαν, εξαιτίας ανυπέρβλητων εγγενών δυσκολιών και της διαρκώς μεταβαλλόμενης κατάστασης. Κατ’ αρχήν και οι τρεις εθνότητες ήταν διασκορπισμένες μερικές φορές στις ίδιες περιοχές του Καυκάσου.
Τα σύνορα λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις, δεν ήταν δυνατόν να καθοριστούν σαφώς. Ακόμη, το αναμεταξύ τους μίσος συχνά εκδηλωνόταν εντονότερο απ’ ό,τι έναντι των Τούρκων ή των Ρώσων. Μια πρώτη προσπάθεια ενοποίησης επιτεύχθηκε στις 15/28 Νοεμβρίου 1917 στην Τιφλίδα και οδήγησε στη συγκρότηση του λεγόμενου Επιτροπάτου (Κομισαριάτο) της Υπερκαυκασίας. Το Επιτροπάτο αυτό είχε ως σκοπό την προώθηση και τον συντονισμό των εθνικών φιλοδοξιών και των τριών εθνοτήτων του Καυκάσου .
Επίσης, στην ίδια σύσκεψη, αποφασίστηκε και η συγκρότηση εθνικών μεραρχιών, οι οποίες θα προστάτευαν τις εθνότητες από την αναμενόμενη τουρκική απειλή, ύστερα από την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τον Καύκασο τον Οκτώβρη του 1917 και θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα ρωσοτουρκικά σύνορα του 1878. Πιθανόν, οι διοργανωτές αυτής της στρατιωτικής δύναμης να είχαν υπ’ όψη τους και την αλληλοσυμπαράσταση των εθνοτήτων σε ενδεχόμενο αγώνα κατά των Μπολσεβίκων.
Οι προσπάθειες των τριών εθνοτήτων, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, για την εθνική τους αποκατάσταση, είτε υπό ομοσπονδιακή μορφή είτε με τη μορφή αυτόνομων δημοκρατιών, δεν καρποφόρησαν, εξαιτίας ανυπέρβλητων εγγενών δυσκολιών και της διαρκώς μεταβαλλόμενης κατάστασης. Κατ’ αρχήν και οι τρεις εθνότητες ήταν διασκορπισμένες μερικές φορές στις ίδιες περιοχές του Καυκάσου.
Τα σύνορα λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις, δεν ήταν δυνατόν να καθοριστούν σαφώς. Ακόμη, το αναμεταξύ τους μίσος συχνά εκδηλωνόταν εντονότερο απ’ ό,τι έναντι των Τούρκων ή των Ρώσων. Μια πρώτη προσπάθεια ενοποίησης επιτεύχθηκε στις 15/28 Νοεμβρίου 1917 στην Τιφλίδα και οδήγησε στη συγκρότηση του λεγόμενου Επιτροπάτου (Κομισαριάτο) της Υπερκαυκασίας. Το Επιτροπάτο αυτό είχε ως σκοπό την προώθηση και τον συντονισμό των εθνικών φιλοδοξιών και των τριών εθνοτήτων του Καυκάσου .
Επίσης, στην ίδια σύσκεψη, αποφασίστηκε και η συγκρότηση εθνικών μεραρχιών, οι οποίες θα προστάτευαν τις εθνότητες από την αναμενόμενη τουρκική απειλή, ύστερα από την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τον Καύκασο τον Οκτώβρη του 1917 και θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα ρωσοτουρκικά σύνορα του 1878. Πιθανόν, οι διοργανωτές αυτής της στρατιωτικής δύναμης να είχαν υπ’ όψη τους και την αλληλοσυμπαράσταση των εθνοτήτων σε ενδεχόμενο αγώνα κατά των Μπολσεβίκων.
Οι
Έλληνες του Αντικαυκάσου, επειδή ήταν διασκορπισμένοι ανάμεσα στις κατοπινές
Δημοκρατίες της Γεωργίας και της Αρμενίας και υπήρχε κίνδυνος να συνθλιβούν και
να χάσουν την αυτοτέλειά τους κι ακόμη, για να μπορέσουν να προφυλαχθούν από
τους τυχόν κινδύνους που θα δημιουργούνταν, δέχτηκαν να πάρουν μέρος με
αντιπροσώπους τους στη σύσκεψη των τριών εθνοτήτων της 15/28 Νοεμβρίου 1917
στην Τιφλίδα. Η ελληνική αντιπροσωπεία αποτελείτο από τον Ιωάννη Ζουντουρίδη,
μηχανικό και τον Γεώργιο Τηλικίδη, πρόεδρο του Συμβουλίου των Ελλήνων του
Αντικαυκάσου και επιθεωρητή των σχολείων της ελληνικής μειονότητας του
Καυκάσου. Έπειτα από σχετικές συζητήσεις αποφασίστηκε η κατανομή της
στρατιωτικής δυναμικότητας των εθνοτήτων. Οι Γεωργιανοί, με τα δύο εκατομμύρια
κατοίκους, θα συγκροτούσαν ένα σώμα στρατού. Το ίδιο και οι Αρμένιοι με τους
1.800.000 κατοίκους, όπως και οι Αζερμπατσιανοί.
Οι Έλληνες θα σχημάτιζαν μόνο μία μεραρχία με τρία συντάγματα. Ως έδρες των συνταγμάτων ορίστηκαν οι πόλεις Μαγγλίς της Γεωργίας και το Καρς της Αρμενίας. Ακόμη, σ’ ό,τι αφορά την ελληνική στρατιωτική παρουσία, προβλεπόταν και η δημιουργία ενός ξεχωριστού τάγματος με έδρα το Αρδαχάν. Ως διοικητής της ελληνικής μεραρχίας διορίστηκε ο Έλληνας στρατηγός του πρώην τσαρικού στρατού Μισέ Ανάνιεφ (Μιχαήλ Ανανιάδης), ενώ υποδιοικητής ο Δημοσθένης Πανταζίδης και επιτελάρχης ο Νικηφοράκης.
Τέλος, η μεραρχία θα στελεχωνόταν από Έλληνες πρώην αξιωματικούς του τσαρικού στρατού, μονίμους και εφέδρους, όπως ο Καρίπωφ, ο Κάλτσεφ, ο Τσέρτικ, ο Μυστακίδης, ο Μωϋσίδης, ο Καλανταρίδης κ.ά.Οι Έλληνες θα σχημάτιζαν μόνο μία μεραρχία με τρία συντάγματα. Ως έδρες των συνταγμάτων ορίστηκαν οι πόλεις Μαγγλίς της Γεωργίας και το Καρς της Αρμενίας. Ακόμη, σ’ ό,τι αφορά την ελληνική στρατιωτική παρουσία, προβλεπόταν και η δημιουργία ενός ξεχωριστού τάγματος με έδρα το Αρδαχάν. Ως διοικητής της ελληνικής μεραρχίας διορίστηκε ο Έλληνας στρατηγός του πρώην τσαρικού στρατού Μισέ Ανάνιεφ (Μιχαήλ Ανανιάδης), ενώ υποδιοικητής ο Δημοσθένης Πανταζίδης και επιτελάρχης ο Νικηφοράκης.
Δεν είναι αληθής η άποψη ότι η ίδρυση της ελληνικής μεραρχίας στον Καύκασο έγινε δεκτή από όλους με ενθουσιασμό και ότι θεωρήθηκε δώρο της ρωσικής επανάστασης και ακόμη ότι κολάκεψε την εθνική περηφάνεια των Ελλήνων, ενώ είναι αλήθεια ότι από πολλούς αμφισβητήθηκε η σκοπιμότητα ενός τέτοιου στρατού. Αυτό φάνηκε στο Β' Συνέδριο των Ελλήνων του Καυκάσου (Τιφλίδα, τέλη του 1917). Στο Συνέδριο αυτό πήραν μέρος αντιπρόσωποι 150.000 Ελλήνων των περιοχών του Καρς, του Αρδαχάν, του Βατούμ, του Σοχούμ κ.ά.
Εκεί, λοιπόν, εκφράστηκαν σοβαρές επιφυλάξεις για τη συγκρότηση της μεραρχίας και διατυπώθηκε ο φόβος μήπως αυτός ο στρατιωτικός σχηματισμός προκαλέσει την οργή των Τούρκων και τους δώσει την αφορμή να προβούν σε αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων της παραμεθορίου περιοχής. Τελικά, η συγκρότηση της ελληνικής μεραρχίας δεν πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον στη μορφή που αποφασίστηκε στη σύσκεψη της Τιφλίδας (15/28 Νοεμβρίου 1917). Οι Έλληνες, βέβαια, δεν μπορούσαν να παραμείνουν για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς καμιά στρατιωτική προετοιμασία. Αντί να συμπτύξουν μεραρχία, προχώρησαν στη συγκρότηση μικρών ένοπλων ομάδων κατά περιοχές. Μ’ αυτούς του μικρούς στρατιωτικούς σχηματισμούς πίστευαν ότι θα αντιμετώπιζαν τους διάφορους κινδύνους, δηλαδή τις ληστρικές επιδρομές των άλλων εθνοτήτων.
Αυτός ο τρόπος στρατιωτικής οργάνωσης χαρακτήριζε τη στρατιωτική παρουσία των Ελλήνων σ’ όλη την περίοδο αυτή.
Ιωάννης Φ. Καζταρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου