Η ανταλλαγή πληθυσμών γίνεται δεκτή και από τις δύο χώρες

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

 Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφηκε η «συνθήκη που αφορούσε την ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Χάρη στην ελληνική επιμονή, η Τουρκία αναγκάστηκε τελικά να δεχτεί πίσω 450.000 μουσουλμάνους που  κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια, προκειμένου να ελευθερωθεί χώρος στην Ελλάδα για τη φιλοξενία 1.000.000 και πλέον προσφύγων.
Στη συνέχεια προβλήθηκε το επιχείρημα ότι οι δυσκολίες που θα συνεπαγόταν μια τέτοια ανταλλαγή θα ήταν πολύ μικρότερης σημασίας από το αποτέλεσμα που θα είχε η μεταπολεμική εχθρότητα εναντίον των μειονοτήτων, σε κάθε χώρα αντίστοιχα, αν δεν γινόταν τίποτε.
Σκηνή από ένα Θρακικό χωριό

Η Ελλάδα δέχτηκε την ανταλλαγή ως οικονομική αναγκαιότητα, η Τουρκία επίσης, αν και κάτω από πολύ διαφορετικό πρίσμα. Εδώ και δυόμισι αιώνες η ημισέληνός της όδευε προς την έκλειψη. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχε παραιτηθεί από την εξουσία που ασκούσε κάποτε σε λαούς εγκατεστημένους στις είκοσι μεγάλες επαρχίες της επικράτειάς της. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων η έκταση και ο πληθυσμός της συρρικνώθηκαν δραματικά. Παρ’ όλ’ αυτά, προτιμούσε -και σε μεγάλο βαθμό ενήργησε έτσι ώστε να το πετύχει εξαναγκαστικά- την ολοσχερή απομάκρυνση όλων των αλλόθρησκων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία.
Γιατί το έκανε αυτό;
Το παλιό σύστημα διακυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο αλλόθρησκοι λαοί είχαν ζήσει στα εδάφη της υπό καθεστώς ανεξιθρησκείας -συγκεντρώνοντας μάλιστα αρκετό πλούτο και δύναμη στα χέρια τους, αλλά χωρίς ποτέ να γίνουν μέρος της κοινωνικής οργάνωσης-, είχε αποτύχει.Έτσι, η Τουρκία έπρεπε να «καθαρίσει το σπίτι της. Θα εφάρμοζε τη ριζική θεραπεία της εξόντωσης αρκετών εκατομμυρίων ανθρώπων που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο και το εμπόριο της. Με το δικό της λαό θα δημιουργούσε έπειτα τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας τουρκικής αστικής τάξης που θα ήταν η ραχοκοκαλιά ενός νέου και ομοιογενούς τουρκικού έθνους.
Υπό αυτή την έννοια η ανταλλαγή ήταν για την Τουρκία, όπως και για την Ελλάδα, μια οικονομική αναγκαιότητα. Πρόκειται για ένα ιστορικό ορόσημο που σημαδεύει τη μακρά διαδρομή της Τουρκίας προς την Ευρώπη από το 1453 μέχρι το 1923.
Αλλά και η Συνθήκη της Λοζάνης δεν είναι μικρότερης σημασίας διεθνές ορόσημο. Προηγήθηκαν άλλες που καθόριζαν ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων, το 1913, και μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων, το 1919. Διαφέρει, ωστόσο, από εκείνες ως προς το ότι αυτή ήταν «αναγκαστική» και υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Οι βασικοί της όροι πρόβλεπαν:

Από 1ης Μαΐου 1923, αποφασίζεται η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων ελληνικού ορθοδόξου δόγματος και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικής θρησκείας. Στην ανταλλαγή αυτή, με αναδρομική ισχύ, θα συμπεριληφθούν και όσοι Έλληνες ή μωαμεθανοί έχουν ήδη μεταναστεύσει, οποτεδήποτε, από τον Οκτώβριο του 1912 και εξής.
Η κινητή περιουσία που υπάρχει στα σπίτια, στα τεμένη, στις εκκλησίες, στα σχολεία, στα μοναστήρια ή στα νοσοκομεία τους θα μπορεί να εξέλθει αδασμολόγητα από τη χώρα, μαζί τους. Η ακίνητη περιουσία καθώς θα εγκαταλείπεται, θα απογράφεται, θα εκτιμάται και θα ρευστοποιείται από τη Μεικτή Επιτροπή.
Η διαδικασία ρευστοποίησης θα έχει αναδρομική ισχύ όσον αφορά τις περιουσίες Ελλήνων και μωαμεθανών που έχουν ήδη μεταναστεύσει, οποτεδήποτε, από τον Οκτώβριο του 1912 και εξής.
Η Μεικτή Επιτροπή θα αποτελείται από δυο Τούρκους, δυο Έλληνες και τρεις υπηκόους χωρών που έμειναν ουδέτερες, στη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τρεις τελευταίοι θα επιλέγονται από την Κοινωνία των Εθνών.
Κατ’ αρχήν, κάθε πρόσφυγας θα λαμβάνει περιουσία ίσης αξίας με την περιουσία που εγκατέλειψε. Η αποτίμηση της συνολικής αξίας των εγκαταλελειμμένων περιουσιών, σε αμφότερες τις χώρες, θα συνιστά κρατικό χρέος και μόνο, μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος. Αφού ολοκληρωθεί ο ισολογισμός, η πιστώτρια χώρα θα πάρει από τη χρεώστρια διακανονισμό εξόφλησης, σύμφωνα με τον οποίο ένα μέρος του χρέους θα πληρωθεί σε μετρητά και ένα άλλο με κρατικά ομόλογα.
Δεν επιτρέπεται να τεθούν εμπόδια, να ασκηθούν πιέσεις ούτε να επιβληθούν φόροι στους μετανάστες. Όσοι εξαιρούνται της υποχρεωτικής ανταλλαγής είναι ελεύθεροι, αν το επιθυμούν, να μεταναστεύσουν.
Εξαιρούμενοι θεωρούνται:
α) οι Έλληνες, οι εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη πριν τις 30 Οκτωβρίου 1918 και
β) οι μωαμεθανοί κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Καταυλισμός προσφύγων στο Θησείο

Ο όρος της εξαίρεσης, που αφήνει ημιτελή την ανταλλαγή κατά 635.000 πρόσφυγες, προέκυψε λόγω των δυσκολιών ρευστοποίησης. Στην περίπτωση των εγκατεστημένων στην Κωνσταντινούπολη Ελλήνων, η ρευστοποίηση των περιουσιών που θα εγκαταλείπονταν επρόκειτο να δημιουργήσει χρέος πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.'Ετσι, λοιπόν, έγινε ένας συμβιβασμός που θα επέτρεπε σ’ αυτούς, καθώς και στους μωαμεθανούς της Δυτικής Θράκης να μη μετακινηθούν.
Στην πράξη, η προσωρινή κρίση που ανέκυψε λόγω των διαφορετικών διατυπώσεων και ερμηνειών της φράσης «εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη» βρήκε το δρόμο της επίλυσής της με την εθελούσια αποχώρηση μεγάλου αριθμού Ελλήνων από την τουρκική πρωτεύουσα.


National Geographic Magazine
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah