.....Απόσπασμα χωροφυλακής κατέφθασε στη Σάντα και έψαχνε να βρει νέα θύματα. Κάλεσαν οι αξιωματικοί της χωροφυλακής στο Πιστοφάντων τους μουχτάρηδες της Σάντας Βατίκ, Τουφάν, Παρμαξούζ και άλλους και τους πίεζαν να μαρτυρήσουν που είναι κρυμμένοι οι άλλοι στρατεύσιμοι.
Έτσι σώθηκαν ετούτη τη φορά όλοι οι νέοι της Σάντας, εμείς δε οι 12 οι άνω των 28 χρονών ξεκινήσαμε για το σφαγείο. Ήμαστε εγώ, ο Κων/νος Αγγελίδης, ο Γεώργιος Εφραιμίδης, ο Δανιήλ Λαμπριανίδης, ο Ιακώβ Αρκουρής, ο Παντελής Κωστικίδης, ο Ευκλείδης Πιστοφίδης και μερικοί άλλοι. Την 25 Αυγούστου φτάσαμε στο Ελληνικό χωριό Ζυγανίτα, όπου περάσαμε την νύχτα μέσα σε μια χαμοκέλα με μια ψάθα χωρίς καμία περιποίηση από κανένα. Μα πώς να μας περιποιηθούν οι άνθρωποι, αφού πριν λίγες μέρες στήσανε καυγά, μαζί τους οι πρώτοι στρατεύσιμοι μας; Λοιπόν κλάψαμε εκείνη τη νύχτα τη μοίρα μας και την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Αρτασα και παρουσιαστήκαμε στο Στρατολογικό Γραφείο. Εκεί συγκεντρωθήκαμε τότε 150 στρατεύσιμοι της περιφέρειας Τορούλ, Έλληνες και Τούρκοι, και όλοι ελπίζαμε πως θα γραφτούμε στους καταλόγους και θα γυρίσουμε στα χωριά μας, όπως έγινε με τους πρώτους στρατεύσιμους.
Ξαφνικά όμως ο κήρυκας φώναξε κατά τα μεσάνυχτα: «Από σήμερα με διαταγή του Σουλτάνου επιστρατεύονται πολλές ηλικίες, Έλληνες και Τούρκοι, από ηλικίας 20-42».
Αχ, Παναγιά μου, τι ήταν αυτό; Χίλια αστροπελέκια και εκατομμύρια σεισμοί και κατακλυσμοί δεν θα κατόρθωναν να μας κλονίσουν τόσο όσο μας κλόνισε η απαίσια αυτή είδηση! Τότε ξετυλίχτηκε μία περίεργη σκηνή μπροστά μας. Πολλοί αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής για να μας καλοπιάσουν εμάς τους Σανταίους σαν δυσήνιοι και απειθάρχητοι που ήμαστε, φώναξαν στους συγκεντρωθέντες στρατευσίμους: Τραβηχθήτε πίσω παιδιά για νάρθουν πρώτα οι Σανταίοι». Οι φουκαράδες οι στρατεύσιμοι, Τούρκοι και Έλληνες, μας κοίταζαν με κάποιο φθόνο σα να ήθελαν να πουν: Τι σου είναι αυτοί οι Σανταίοι και τους προτιμούν οι Αρχές!
Τέλος γραφήκαμε όλοι στους καταλόγους και το πρωί της 26 Αυγούστου παραταχθήκαμε στο δρόμο μπροστά στο Στρατολογικό Γραφείο. Ήρθαν τότε δύο αξιωματικοί, μας μίλησαν και μας συμβούλεψαν όλους να πάμε να καταταχτούμε στο τάγμα της Αργυρούπολης, ο ένας δε απ’ αυτούς παράγγειλε να υψώσουμε το δεξί χέρι και να φωνάξουμε «Πατισα-χημήζ τσόκ γιασά»(Να ζήσει χρόνια πολλά ο βασιλιάς μας).
Ξεκινήσαμε τότε για την Αργυρούπολη χωρίς συνοδεία χωροφυλακής.
Εμείς οι Σανταίοι εκεί που πεζοπορούσαμε σχολιάζαμε την κατάσταση και λέγαμε: «Δε βλέπετε παιδιά την εξαθλίωση του Τούρκικου κράτους; Ας αφήσουμε την κακοδιοίκηση και τα ρέστα και ας έρθουμε στο δικό μας ζήτημα εδώ. Δε μπόρεσε μία κυβέρνηση να διαθέσει έστω και έναν χωροφύλακα να μας συνοδέψει και να μας μεταβιβάσει απ' την Άρτασα στις στρατιωτικές Αρχές της Αργυρούπολης και τώρα πάμε εδώ μονάχοι στο έλεος του Θεού. Φεύγεις για δε φεύγεις; Δεν φανερώνει αυτό το πράγμα κατάπτωση ηθική, οικονομική, διοικητική και στρατιωτική του Τούρκικου κράτους; Δεν προλέγει η κατάσταση αυτή την τελική ταπείνωση και συντριβή της Τουρκίας; Εξάπαντος η Τουρκία θα νικηθεί στον σημερινό πόλεμο μ αυτά τα χάλια της».
Δεν πέρασαν πολλά λεπτά της ώρας και είδαμε 50 Τούρκους στρατευσίμους από την παρέα μας να γλιστρούν σε κάτι βαθιές ρεματιές με χαμόκλαδα και να γίνονται άφαντοι. Δόθηκε λοιπόν το σύνθημα! Δραπέτευση, λιποταξία και άγιος ο Θεός! Σε λίγη ώρα είδαμε ολόκληρο το μπουλούκι των 150 στρατευσίμων Τούρκων και Ελλήνων, να έχει εξαφανιστεί. Οι Σανταίοι στρατεύσιμοι εκτός από μένα και τον Κ. Αγγελίδη πήρανε τα βουνά του Σταυρί και της Κρώμνης, και αφού περιπλανήθηκαν δύο ολόκληρα μερόνυχτα στα βουνά του Σταυρί και της Ματσούκας φτάσανε επιτέλους στη Σάντα. Εγώ και ο Κ. Άγγελίδης πήγαμε κατ' ευθεία στην Αργυρούπολη όχι για να παραδοθούμε στις στρατιωτικές Αρχές, αλλά για να βρούμε τον Μητροπολίτη Λαυρέντιο και να τον συμβουλευτούμε για την τύχη μας.
Εκεί που ανεβαίναμε από το Ταλταπάν τον ανήφορο της Αργυρούπολης συναντήσαμε μπουλούκια Τούρκων στρατευσίμων που τους γυμνάζανε Τούρκοι αξιωματικοί. Και εκεί φάνηκε άλλη μια φορά η εξαθλίωση του τούρκικου κράτους· χιλιάδες έφεδροι ηλικίας 30—50 χρονών δεν ήξεραν να κάνουν μεταβολές, στροφές, κλπ.
Σχηματίσαμε τότε την γνώμη πως οι αλιτήριοι αυτοί από κτίσεως κόσμου στάθηκαν φυγόστρατοι και δεν κατόρθωσε να τους δαμάσει η τούρκικη κυβέρνηση. Τέλος μπήκαμε στη Μητρόπολη. Ο Μητροπολίτης Λαυρέντιος μας δέχτηκε με πατρική αγάπη και ενδιαφέρθηκε πολύ να μάθει τα της τύχης μας. Εμείς του παρουσιάσαμε τα χαρτιά μας που δείχνανε πως είμαστε αναγνωρισμένοι ψάλτες και ζητήσαμε την επέμβασή του για την τακτοποίηση του ζητήματος μας.
Ο δεσπότης έριξε μια ματιά στα χαρτιά και μας είπε: «Εδώ παιδιά μου φαίνεστε ως ψάλτες, ενώ ο νόμος ρητώς λέγει πως απαλλάσσονται απ’ τη στρατιωτική υπηρεσία μονάχα οι διάκονοι γιατί έκαμε ο αγαπητός εν Χριστώ Κύριλλος το λάθος αυτό; Σπεύσατε να τον βρείτε όσο μπορείτε γρήγορα και να τον παρακαλέσετε από μέρους μου να διορθώσει το λάθος· τώρα όμως που θα φύγετε από δω για την Σάντα προσέξτε ν’ άποφύγετε την καταδίωξη, περάστε από εκείνο εκεί(και μας έδειξε το αντικρινό βουνό) το Γορόσ, γλιστρήστε κάτω άπ’ το Ζυγανίτα και όταν θα περάσετε απ' τον Άη Ζαχαρία της Κρώμνης νάχετε το νου σας».
Αυτά είπε, μας έδωσε την ευχή του και μας έστειλε. Εμείς συμμορφωθήκαμε και σαν φτάσαμε στην Σάντα είδαμε με απορία πως δεν ήρθαν οι άλλοι 10 που χώρισαν από μας. Υποθέσαμε πως θα έπεσαν αυτοί σε κάποια ενέδρα και πως θα υποφέρουν τώρα τα βάσανα του κόσμου. Η πλάνη μας αυτή διαλύθηκε την επαύριον, όταν τους είδαμε να κατεβαίνουν από τα βουνά μας. Με την σειρά τους κι’ αυτοί υποθέσανε πως θα μας τσάκωσαν εμάς τους δύο στην Αργυρούπολη και θα μας έστειλαν στα σύνορα, όπου πάν και δεν γυρνάν.
Η 29 Αυγούστου του 1914, ημέρα της συνάντησής μας με τους 10 χαμένους συντρόφους μας στάθηκε μέρα χαράς και αγαλλίασης!
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντας
Ισχανάντων-Πινιατάντων-Τερζάντων |
Ο μουχτάρης Τερζάντων Τουφάν αγωνιούσε περισσότερο απ' τους άλλους. Έβλεπε τον Τούρκο Ταχσιλτάρη της Γεμουράς Χατσήν να επεμβαίνει και να κουνάει απειλητικά το κεφάλι και η αγανάκτησή του δεν είχε όρια. Εκεί στην αυστηρή φυσιογνωμία του Τουφάν και στην ύπουλη παρέμβαση του Χατσή που απειλούσε να καταλάβει τα καλύτερα παρχάρια της Σάντας, έβλεπες σαν σε καθρέφτη το προαιώνιο μίσος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων να θεριέψει, να γιγαντωθεί να μεταβληθεί σε αστραπές κι αστροπελέκια, να κάψει Ανατολή και Δύση, όπως και έγινε στο 21.
Ο Τουφάν τότε με αφάνταστη δυσφορία ομολόγησε για μας τους 10-12 παρόντες πως είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για την Άρτασα, για τους άλλους όμως τους νεότερους και αυτός και όλοι οι άλλοι μουχτάρηδες μάσησαν τα σίδερα και δεν ομολόγησαν την παρουσία τους στη Σάντα παρ' όλες τις φοβέρες των αξιωματικών της χωροφυλακής και τις φοβερές βρισιές του σιχαμερού ταχσιλτάρη Χατσή. Πίστευαν αυτοί οι υπερέλληνες προστάτες μας πως αν κηρυχτεί κανένας πόλεμος θα στρατολογηθούν μονάχα 4-5 ηλικίες οι νεότερες όπως γίνηκε και στον Βαλκανικό πόλεμο.Έτσι σώθηκαν ετούτη τη φορά όλοι οι νέοι της Σάντας, εμείς δε οι 12 οι άνω των 28 χρονών ξεκινήσαμε για το σφαγείο. Ήμαστε εγώ, ο Κων/νος Αγγελίδης, ο Γεώργιος Εφραιμίδης, ο Δανιήλ Λαμπριανίδης, ο Ιακώβ Αρκουρής, ο Παντελής Κωστικίδης, ο Ευκλείδης Πιστοφίδης και μερικοί άλλοι. Την 25 Αυγούστου φτάσαμε στο Ελληνικό χωριό Ζυγανίτα, όπου περάσαμε την νύχτα μέσα σε μια χαμοκέλα με μια ψάθα χωρίς καμία περιποίηση από κανένα. Μα πώς να μας περιποιηθούν οι άνθρωποι, αφού πριν λίγες μέρες στήσανε καυγά, μαζί τους οι πρώτοι στρατεύσιμοι μας; Λοιπόν κλάψαμε εκείνη τη νύχτα τη μοίρα μας και την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Αρτασα και παρουσιαστήκαμε στο Στρατολογικό Γραφείο. Εκεί συγκεντρωθήκαμε τότε 150 στρατεύσιμοι της περιφέρειας Τορούλ, Έλληνες και Τούρκοι, και όλοι ελπίζαμε πως θα γραφτούμε στους καταλόγους και θα γυρίσουμε στα χωριά μας, όπως έγινε με τους πρώτους στρατεύσιμους.
Ξαφνικά όμως ο κήρυκας φώναξε κατά τα μεσάνυχτα: «Από σήμερα με διαταγή του Σουλτάνου επιστρατεύονται πολλές ηλικίες, Έλληνες και Τούρκοι, από ηλικίας 20-42».
Αχ, Παναγιά μου, τι ήταν αυτό; Χίλια αστροπελέκια και εκατομμύρια σεισμοί και κατακλυσμοί δεν θα κατόρθωναν να μας κλονίσουν τόσο όσο μας κλόνισε η απαίσια αυτή είδηση! Τότε ξετυλίχτηκε μία περίεργη σκηνή μπροστά μας. Πολλοί αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής για να μας καλοπιάσουν εμάς τους Σανταίους σαν δυσήνιοι και απειθάρχητοι που ήμαστε, φώναξαν στους συγκεντρωθέντες στρατευσίμους: Τραβηχθήτε πίσω παιδιά για νάρθουν πρώτα οι Σανταίοι». Οι φουκαράδες οι στρατεύσιμοι, Τούρκοι και Έλληνες, μας κοίταζαν με κάποιο φθόνο σα να ήθελαν να πουν: Τι σου είναι αυτοί οι Σανταίοι και τους προτιμούν οι Αρχές!
Τέλος γραφήκαμε όλοι στους καταλόγους και το πρωί της 26 Αυγούστου παραταχθήκαμε στο δρόμο μπροστά στο Στρατολογικό Γραφείο. Ήρθαν τότε δύο αξιωματικοί, μας μίλησαν και μας συμβούλεψαν όλους να πάμε να καταταχτούμε στο τάγμα της Αργυρούπολης, ο ένας δε απ’ αυτούς παράγγειλε να υψώσουμε το δεξί χέρι και να φωνάξουμε «Πατισα-χημήζ τσόκ γιασά»(Να ζήσει χρόνια πολλά ο βασιλιάς μας).
Παλιά Αργυρούπολη |
Εμείς οι Σανταίοι εκεί που πεζοπορούσαμε σχολιάζαμε την κατάσταση και λέγαμε: «Δε βλέπετε παιδιά την εξαθλίωση του Τούρκικου κράτους; Ας αφήσουμε την κακοδιοίκηση και τα ρέστα και ας έρθουμε στο δικό μας ζήτημα εδώ. Δε μπόρεσε μία κυβέρνηση να διαθέσει έστω και έναν χωροφύλακα να μας συνοδέψει και να μας μεταβιβάσει απ' την Άρτασα στις στρατιωτικές Αρχές της Αργυρούπολης και τώρα πάμε εδώ μονάχοι στο έλεος του Θεού. Φεύγεις για δε φεύγεις; Δεν φανερώνει αυτό το πράγμα κατάπτωση ηθική, οικονομική, διοικητική και στρατιωτική του Τούρκικου κράτους; Δεν προλέγει η κατάσταση αυτή την τελική ταπείνωση και συντριβή της Τουρκίας; Εξάπαντος η Τουρκία θα νικηθεί στον σημερινό πόλεμο μ αυτά τα χάλια της».
Δεν πέρασαν πολλά λεπτά της ώρας και είδαμε 50 Τούρκους στρατευσίμους από την παρέα μας να γλιστρούν σε κάτι βαθιές ρεματιές με χαμόκλαδα και να γίνονται άφαντοι. Δόθηκε λοιπόν το σύνθημα! Δραπέτευση, λιποταξία και άγιος ο Θεός! Σε λίγη ώρα είδαμε ολόκληρο το μπουλούκι των 150 στρατευσίμων Τούρκων και Ελλήνων, να έχει εξαφανιστεί. Οι Σανταίοι στρατεύσιμοι εκτός από μένα και τον Κ. Αγγελίδη πήρανε τα βουνά του Σταυρί και της Κρώμνης, και αφού περιπλανήθηκαν δύο ολόκληρα μερόνυχτα στα βουνά του Σταυρί και της Ματσούκας φτάσανε επιτέλους στη Σάντα. Εγώ και ο Κ. Άγγελίδης πήγαμε κατ' ευθεία στην Αργυρούπολη όχι για να παραδοθούμε στις στρατιωτικές Αρχές, αλλά για να βρούμε τον Μητροπολίτη Λαυρέντιο και να τον συμβουλευτούμε για την τύχη μας.
Εκεί που ανεβαίναμε από το Ταλταπάν τον ανήφορο της Αργυρούπολης συναντήσαμε μπουλούκια Τούρκων στρατευσίμων που τους γυμνάζανε Τούρκοι αξιωματικοί. Και εκεί φάνηκε άλλη μια φορά η εξαθλίωση του τούρκικου κράτους· χιλιάδες έφεδροι ηλικίας 30—50 χρονών δεν ήξεραν να κάνουν μεταβολές, στροφές, κλπ.
Σχηματίσαμε τότε την γνώμη πως οι αλιτήριοι αυτοί από κτίσεως κόσμου στάθηκαν φυγόστρατοι και δεν κατόρθωσε να τους δαμάσει η τούρκικη κυβέρνηση. Τέλος μπήκαμε στη Μητρόπολη. Ο Μητροπολίτης Λαυρέντιος μας δέχτηκε με πατρική αγάπη και ενδιαφέρθηκε πολύ να μάθει τα της τύχης μας. Εμείς του παρουσιάσαμε τα χαρτιά μας που δείχνανε πως είμαστε αναγνωρισμένοι ψάλτες και ζητήσαμε την επέμβασή του για την τακτοποίηση του ζητήματος μας.
Ο δεσπότης έριξε μια ματιά στα χαρτιά και μας είπε: «Εδώ παιδιά μου φαίνεστε ως ψάλτες, ενώ ο νόμος ρητώς λέγει πως απαλλάσσονται απ’ τη στρατιωτική υπηρεσία μονάχα οι διάκονοι γιατί έκαμε ο αγαπητός εν Χριστώ Κύριλλος το λάθος αυτό; Σπεύσατε να τον βρείτε όσο μπορείτε γρήγορα και να τον παρακαλέσετε από μέρους μου να διορθώσει το λάθος· τώρα όμως που θα φύγετε από δω για την Σάντα προσέξτε ν’ άποφύγετε την καταδίωξη, περάστε από εκείνο εκεί(και μας έδειξε το αντικρινό βουνό) το Γορόσ, γλιστρήστε κάτω άπ’ το Ζυγανίτα και όταν θα περάσετε απ' τον Άη Ζαχαρία της Κρώμνης νάχετε το νου σας».
Αυτά είπε, μας έδωσε την ευχή του και μας έστειλε. Εμείς συμμορφωθήκαμε και σαν φτάσαμε στην Σάντα είδαμε με απορία πως δεν ήρθαν οι άλλοι 10 που χώρισαν από μας. Υποθέσαμε πως θα έπεσαν αυτοί σε κάποια ενέδρα και πως θα υποφέρουν τώρα τα βάσανα του κόσμου. Η πλάνη μας αυτή διαλύθηκε την επαύριον, όταν τους είδαμε να κατεβαίνουν από τα βουνά μας. Με την σειρά τους κι’ αυτοί υποθέσανε πως θα μας τσάκωσαν εμάς τους δύο στην Αργυρούπολη και θα μας έστειλαν στα σύνορα, όπου πάν και δεν γυρνάν.
Η 29 Αυγούστου του 1914, ημέρα της συνάντησής μας με τους 10 χαμένους συντρόφους μας στάθηκε μέρα χαράς και αγαλλίασης!
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου