Τα Χριστούγεννα των Ποντίων Παφραίων δεν είχαν το ιδιαίτερα ξεχωριστό από τις άλλες περιοχές του Πόντου ή και της Ελλάδας ακόμη. Μια κάποια πρωτοτυπία και μερική αποκλειστικότητα θα μπορούσαμε να πούμε είχαν σε μερικά γλυκίσματα και φαγητά με βασικό στοιχείο το ζυμάρι. Αυτά ήσαν τα εξής:
Τα κολόφια. Αυτά ήσαν ρολά από ζυμάρι σαν στενόμακρα λουκάνικα, τα οποία έπλεκαν με δύο ή τρία σκέλη και τα τοποθετούσαν σε λαμαρίνες (φόρμες). Από πάνω τα άλειφαν με βούτυρο ή λάδι και κρόκο αυγού. Αυτά ψήνονταν σε ζεστό φούρνο. Ήταν πολύ νόστιμα και γλυκά.
Τα μπουρέκια. Αυτά ήσαν δύο φύλλα από ζυμάρι με ψιλοκομμένο ανάμεσα κρεμμύδι. Σπάνια οι δυνάμενοι βάζανε ρύζι με καβουρμά (κομμένα μικρά κομμάτια κρέατος) μέσα για να γίνει πιο νόστιμο. Το ψήσιμο αυτή τη φορά γίνονταν επάνω σε σάτσια (είδος χοντρής λαμαρίνας) που τοποθετούνταν επάνω στη φωτιά στο τζάκι, αφού προηγούμενα αλείφονταν με αγνό βούτυρο και αυγό. Μετά το ψήσιμο ήταν έτοιμο για σερβίρισμα.
Επίσης σε σάτσια ψήνονταν και τα λεϊλέκια (γιουχάδες, κατμέρια). Αυτά ήσαν φύλλα πλατιά από ζυμάρι, λεπτά που αλείφονταν με λάδι ή βούτυρο (κατμέρια) ή όχι (γιουχάδες) συνήθως με ένα μεγάλο φτερό από κότα ή από πετεινό.
Τα Πισία. Ήσαν στρογγυλές, μεγαλούτσικες πιτούλες από ζυμάρι που ψήνονταν στο τηγάνι και κατά την ώρα του ψησίματος, για να μη φουσκώνει πολύ άνοιγαν στη μέση μια τρύπα. Αφού ψήνονταν και από τις δυο πλευρές η πίτα, στοιβάζονταν όλες μαζί οι πίτες η μια απάνω στην άλλη.
Τα Τελλούπισια. Αυτά ήσαν πιο λεπτά πισία και ρίχνονταν από πάνω και ζάχαρη.
Οι Τσιριχτάδες. Αυτοί ήσαν μικρές λεπτές πιτούλες από αλεύρι, αυγό και νερό που τηγανίζονταν στο τηγάνι.
Χαλβάς Παφραίικος. Αυτός κατασκευάζονταν από τις νοικοκυρές από καβουρδισμένο αλεύρι και πετιμέζι.
Όλα τα παραπάνω μαζί με το Χοχιάφι (Κομπόστα) αποτελούσαν εξαιρετική τροφή για τους Παφραίους και κατασκευάζονταν τις παραμονές των Χριστουγέννων για το τριήμερο της μεγάλης γιορτής.
Εκτάκτως, όταν τέλειωνε το φουρνιστό ψωμί, που γίνονταν συνήθως σε εβδομαδιαία βάση, μέχρι που να ετοιμαστεί το νέο ψωμί, κατασκεύαζαν Πισία, Τσιριχτάδες κ.λ.π.
Οι Παφραίοι μέχρι που ήρθαν στην Ελλάδα δεν συνήθιζαν να στολίζουν Χριστουγεννιάτικα δέντρα. Όχι διότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ζούσαν στα βουνά κάτω από άθλιες συνθήκες μέσα στα έλατα και στα πεύκα, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση κάποιο τέτοιο έθιμο.
Οι Πόντιοι γενικά, και ειδικότερα οι Παφραίοι, φύλαγαν σαν κόρη των ματιών, τις παραδόσεις της θρησκείας τους, γιατί αλλιώς θα είχαν αφομοιωθεί με τους Τούρκους, χωρίς Ελληνική γλώσσα και χωρίς άλλα στηρίγματα. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι ήσαν υποχρεωμένοι για αιώνες να ζουν με διάφορους λαούς ξένους και άσχετους πολλές φορές μεταξύ τους.
Άλλωστε υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα Θεολόγων ότι όντως το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας ήλθε από το βορρά, από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και μπήκε στη ζωή μας από μια συγκρητιστική τάση, που παρατηρείται στις μέρες μας λόγω της συχνής επικοινωνίας των λαών με τον Τουρισμό, τις διεθνείς συσκέψεις και διασκέψεις κ.λ.π.
Το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά τη θεία λειτουργία, μπροστά στην Εκκλησία οι νεότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλύτερων, δείχνοντας έτσι το σεβασμό τους, και αλληλοεύχονταν μεταξύ τους το «Χριστός γεννάται».
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Πόντιου Πάφραλη δεν έπρεπε να σβήσει μέχρι το πρωί το τζάκι ούτε και το φως. Το Καζάνι (μεγάλη κατσαρόλα) για το Κεσκέκι έπρεπε να είναι έτοιμο. Από μέρες είχε κοπανηθεί το σκληρό σιτάρι σε μεγάλα, συνήθως, ομαδικά γουδιά του χωριού από άνδρες και γυναίκες, μέχρι που να ασπρίσει το σιτάρι.
Απάνω σε μεγάλο μαγκάλι με κάρβουνα τοποθετούνταν σε μπακιρένιο συνήθως καζάνι το κοπανισμένο σιτάρι με ένα ή δυο κοτόπουλα ανάλογα και αγνό βούτυρο και ψήνονταν σιγά σιγά μέχρι το πρωί, έλιωνε το σιτάρι και το κοτόπουλο και γίνονταν ένα σχεδόν σώμα. Το πρωί με ειδικό ξύλο (το κουτέλ) ο σπιτονοικοκύρης με ειδικό τεχνικό ανακάτεμα το μετέτρεπε σε πηχτό χυλό. Αυτό ήταν το επίσημο φαγητό της ημέρας το λεγόμενο Κεσκέκι. Το ίδιο βράδυ της Πρωτοχρονιάς παράλληλα με το κεσκέκι σε ένα άλλο καζάνι έβραζαν καλαμπόκι με λίγο αλεύρι μέσα και όλη την εβδομάδα έτρωγαν απ’ αυτό το φαγητό. Παράλληλα φιλοξενούσαν και τους επισκέπτες.
Ομάδες μεγάλων ανδρών με νταούλια και ζουρνάδες έλεγαν τα κάλαντα. Οι καλανταδόροι περπατούσαν δυο και τρεις ώρες προκειμένου να επισκεφτούν τα γειτονικά χωριά για να πούνε και εκεί τα Κάλαντα. Τα Κάλαντα λέγονταν μέχρι το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι δεν ήξεραν πότε θα τους επισκεφτούν. Ήταν μεγάλη ντροπή και προσβολή οι Καλανταδόροι να επισκεφτούν ένα σπίτι και να το βρουν κλειστό. Το βράδυ της παραμονής το τραπέζι έπρεπε να είναι στρωμένο μέχρι το πρωί. Οι επισκέπτες μετά το καλάντισμα έπρεπε να κεραστούν και να φιλοξενηθούν. Σε κάποια Παφραίικα χωριά, στα οποία κατοικούσαν μερικές οικογένειες από την Προύσα και έκλειναν τα σπίτια τους από νωρίς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, απέδιδαν μεγάλη μομφή οι Παφραίοι και τους θεωρούσαν ακοινώνητους, άξεστους και απόβλητους της κοινωνίας.
Εκτός από τα κάλαντα που έψελναν υπήρχε και ένα άλλο έθιμο των Καρακοτζάδων, των Μωμόγερων, των κουτόγερων, των πονηρόγερων, όπως αποκαλούνταν από μερικούς. Σύμφωνα με τό έθιμο αυτό περιέρχονταν τα σπίτια ένας θίασος, που αποτελούνταν από τον Άκμπαμπα (άσπρο πατέρα), γέρο, από τον Καράμπαμπα (μαύρο πατέρα), νέο, από τη Μαρούσκα, γυναίκα του Άκμπαμπα και ένα χωροφύλακα. Το θίασο τον συμπλήρωναν ο οργανοπαίχτης ή καλαντάρης και ο κουβαλητής, που μάζευε τα δώρα με ένα δισάκι, το οποίο ήταν περασμένο στο λαιμό του. Ο Άκμπαμπας ήταν ντυμένος με άσπρο χιτώνα μέχρι το λαιμό, στο κεφάλι έφερε προβιά ζώου, τα δόντια του ήταν φτιαγμένα από άσπρες σκελίδες σκόρδου για να φαίνονται μεγάλα και απειλητικά. Στη μέση ήταν ζωσμένος με πολλά κουδούνια με διάφορες φωνές και έφερε μαζί του ένα μεγάλο σπαθί.
Ο Καράμπαμπας ή Καράχοτσας ή Κοτζαμάνης, όπως ονομάζονταν, ήταν ντυμένος με προβιά και στο κεφάλι φορούσε ένα πέτσινο μεγάλο καπέλο. Ήταν μουντζουρωμένος στο πρόσωπο με κάρβουνο ή με μαύρη μπογιά. Κρατούσε στο χέρι ένα μακρύ ρόπαλο και ήταν μεταμφιεσμένος σε τέτοιο βαθμό που ήταν αδύνατο να αναγνωριστεί.
Η Μαρούσκα, η νύφη (ένας λεπτός και ψηλός συνήθως άντρας), ήταν ντυμένη με γυναικεία ρούχα και παπούτσια και στο κεφάλι είχε ριγμένη μια μαντήλα που κάλυπτε το πρόσωπό της, που ήταν και αυτό βαμμένο για να μην αναγνωριστεί.
Ο χωροφύλακας φορούσε ανάλογη στολή και ήταν ζωσμένος στη μέση με πιστόλι και στο κεφάλι δίκοκο καπέλο.
Ο οργανοπαίκτης (λυράρης, βιολιστής ή τραγουδιστής) φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα, χωρίς καμιά παραλλαγή καθώς επίσης και ο κουβαλητής με το δισάκι στον ώμο.
Η παράσταση των Καρακοτσάδων δίνονταν στα σπίτια από την Πρωτοχρονιά ως τα Θεοφάνεια. Στην αρχή έμπαινε μέσα στο σπίτι ο λυράρης. Ζητούσε την άδεια από το σπιτονοικοκύρη να παρουσιάσει το πρόγραμμα του θιάσου. Γιατί υπήρχε περίπτωση να μη δοθεί η άδεια λόγω κάποιου πένθους ή ασθένειας κάποιου μέλους της οικογένειας. Οπότε απλώς έδινε ο σπιτονοικοκύρης κάποιο δώρο στον κουβαλητή και αναχωρούσαν. Αφού όμως εξασφαλίζονταν η άδεια, τότε ο λυράρης έψελνε τα κάλαντα. Στη συνέχεια έμπαινε μέσα η Μαρούσκα, φιλούσε το χέρι του σπιτονοικοκύρη και ζητούσε την προστασία του, γιατί την κυνηγούσε ο άντρας της Άκμπαμπας. Ο νοικοκύρης την έκρυβε στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγο έμπαινε στο σπίτι ο Άκμπαμπας, κάνοντας μεγάλο θόρυβο με τα κουδούνια.
-Καλήν εσπέραν, άρχοντα.
-Καλήν εσπέραν! Καλώς ο ορισμός σου. Τι θέλεις;
-Αφέντη έχασα το ταίρι μου, τη Μαρούσκα. Μήπως την είδες πουθενά;
-Όχι δεν την είδα.
-Εγώ πάντως θα ψάξω, με την άδειά σου. Μόνο δώσε μου δυο μέτρα τόπο για να ψάξω.
-Άντε ψάξε και βρες την. Ο Άκμπαμπας μετράει με το μπαστούνι του, αντί δύο έξι μέτρα τόπο και αρχίζει να ψάχνει.
-Αφέντη, λέει σε μια στιγμή.
-Τι είναι;
-Η μυρωδιά της έρχεται στη μύτη μου. Θα τη βρω.
-Άντε βρες την λοιπόν.
Μετά από κάμποση ώρα ακούονταν ένας πυροβολισμός και ο Άκμπαμπας έπεφτε κάτω νεκρός. Τότε η Μαρούσκα έβγαινε από την κρυψώνα της αφού διαπίστωνε ότι ήταν νεκρός, σήκωνε λίγο το φουστάνι της και ζωντάνευε το νεκρό με αέρα από το έντερο στο πρόσωπο (αερίζονταν). Τότε ο Άκμπαμπας ζωντάνευε και σηκώνονταν επάνω χαρούμενος και έλεγε.
-Αφέντη, αυτό ήταν σπουδαίο φάρμακο, ζωντάνεψα! Στη συνέχεια ακολουθούσε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα και με τη συνοδεία του λυράρη στήνονταν χορός.
Ξαφνικά όμως ακούονταν θόρυβοι, κουδουνίσματα και έμπαινε μέσα, με τη συνοδεία του χωροφύλακα, ο Καράμπαμπας, ένας αράπης λεβέντης με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένεια, κρατώντας όπλο στο χέρι.
-Εσύ έκλεψες τη γυναίκα μου! Εσύ πυροβόλησες; Θα σε σκοτώσω φώναζε ο Άκμπαμπας και ορμούσε κατ’ επάνω του. Πιάνονταν στα χέρια και χτυπιώνταν άγρια. Αφού ηρεμούσαν τα πνεύματα με την επέμβαση του χωροφύλακα και του σπιτονοικοκύρη, άρχιζε το δικαστήριο μπροστά στο χωροφύλακα με δικαστή το σπιτονοικοκύρη.
-Για πέστε μου, εφέντηδες, τι έχετε μεταξύ σας, έλεγε ο οικοδεσπότης.
-Άκου, άρχοντα μου, έλεγε ο Άκμπαμπας. Εγώ είχα μια γυναίκα τη Μαρούσκα και την έκλεψε τούτος εδώ ο Καράμπαμπας.
-Όχι ψέματα λέγει! φώναζε ο Καράμπαμπας. Αυτή η γυναίκα είναι δική μου.
-Όχι δική μου, επέμενε ο Άκμπαμπας.
-Όχι δική μου, πείσμονε ο Καράμπαμπας. Τέλος ο οικοδεσπότης φώναζε τη νύφη κοντά του. Ο Άκμπαμπας τη μετρούσε με το ραβδί του και φώναζε.
-Αυτή είναι η Μαρούσκα μου!..
-Για πες μας, Μαρούσκα, ρωτούσε ο σπιτονοικοκύρης, ποιον από τους δυο αγαπάς; Ποιον θέλεις; Τον Καράμπα-μπα, απαντούσε η Μαρούσκα. Ο Άκμπαμπας αναστατωμένος χτυπούσε τα κουδούνια του και έκαμνε απελπισμένες στροφές και κλαίγοντας έλεγε. Ένα κουδούνι γεμάτο λύρες έδωσα και την πήρα.
-Φύγε, γέρο! Φώναζε ο Καράμπαμπας. Έφευγε ο γέρος και εξακολουθούσε να φωνάζει: Ένα κουδούνι γεμάτο λίρες έδωσα και την πήρα. Ένα κουδούνι γεμάτο. Και έκλεινε η όλη παράσταση με χορό και με τραγούδι με τη συνοδεία' της λύρας. Στο χορό έπαιρναν μέρος όλοι μαζί, τα μέλη του θιάσου και ο σπιτονοικοκύρης. Ακολουθούσαν οι ευχές για το νέο έτος από τους Καρακοτζάδες και τα δώρα από το νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά. Μετά πήγαιναν σε άλλο σπίτι και έπαιζαν την ίδια υπόθεση.
Μια άλλη παραλλαγή του ίδιου θιάσου εμφανίζει τον Καράμπαμπα νέο με τη νύφη να ζητούν καταφύγιο και προστασία από τον οικοδεσπότη με διάφορες δικαιολογίες και μετά να εμφανίζεται ο Άκμπαμπας, γέρος, αναζητώντας τη γυναίκα του και στη συνέχεια γίνεται πάλι το δικαστήριο.
Κατά το Σαμουηλίδη στην παραπάνω παραλλαγή, που εκθέσαμε αναλυτικότερα, του ποντιακού λαϊκού θεάτρου, «Οι Καρακοτζάδες» της Πάφρας, έχουμε μια ελευθεριάζουσα ηθική αντίληψη που επενδύει αρμονικά την αρχέγονη πίστη. Οι τελετές αυτές φαίνεται να πηγάζουν από την ελληνική αρχαιότητα και είχαν κάποιο σύνδεσμο με τη λατρεία του θεού Διόνυσου και της Αρτέμιδας. Γι' αυτό συνοδεύονταν με αισχρολογίες και υπονοούμενα. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού ο Γρηγόριος Νεοκαισαρείας τις αντικατέστησε με σεμνές τελετές.
Ο νεαρός Καράμπαμπας κάνει απαγωγή της νύφης και την παντρεύεται. Ένα υποτυπώδες δικαστήριο απονέμει δικαιοσύνη. Γίνεται πλούσιος διάλογος, που δείχνει, κατά το Σαμουηλίδη, προχωρημένη θεατρική τέχνη. Συγκρούονται δύο άνδρες επικρατεί ο νεότερος, που ενσαρκώνει τον καινούργιο χρόνο, ενώ ο παλιός τον παλιό. Η σύγκρουσή τους σημαίνει τη διεκδίκηση της γονιμοποιού δύναμης πάνω στη γη, τη φύση, που συμβολίζεται από τη γυναίκα. Η παράσταση με τη νίκη του νέου, αποβλέπει με την αναλογική μαγεία, να βοηθήσει να έρθει ο καινούργιος χρόνος, η νέα δύναμη που θα γονιμοποιήσει τη φύση για να βλαστήσει ή να φύγει ο χειμώνας και να έρθει το καλοκαίρι. Παρόμοια θέματα συναντώνται και σε παραστάσεις άλλων λαών. Είναι πιθανό το θέμα της σύγκρουσης του νέου και του γέρου σε ένα τούρκικο δρώμενο να συνδέεται με την ομάδα παραστάσεων του χειμώνα και του καλοκαιριού και με το θέμα του θανάτου και της ανάστασης.
Κατά το Σαμουηλίδη «Καρακοτζάδες» ονόμαζαν τους μικρούς ομίλους και την παράστασή τους οι Τουρκόφωνοι κάτοικοι της περιφέρειας Πάφρας. Και εσήμαιναν, «μαύροι γέροι» ή «μαύροι σύζυγοι» ή «μαύρο αντρόγυνο». Η λέξη είναι σύνθετη από το kara (μαύρο) και koca (μεγάλος), γέρος και σύζυγος). Μια άλλη ερμηνεία θέλει το πρώτο συνθετικό kari (προφ. καρού) και το δεύτερο koca. «Καρού» σημαίνει γυναίκα, «Κοτζά» σύζυγος, δηλαδή μαζί αντρόγυνο.
Ο Σαμουηλίδης, εκτός των άλλων λέγει ότι η ονομασία Καρακοτζάδες ίσως να προήλθε από τα πρόσωπα του θιάσου, Άκμπαμπα ή Καράμπαμπα, είτε από το αντρόγυνο του θ.άσου. Ίσως, καταλήγει, να είναι παραφθορά της λέξης Καραχοτζάδες. (μαύροι Χοτζάδες των Τούρκων).
Ένα ακόμη έθιμο των Ποντίων Παφραίων ήταν το ότι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με το γύρισμα του χρόνου, με οποιεσδήποτε συνθήκες έπρεπε να πυροβολούν, για να νιώσουν έτσι καλύτερα την αλλαγή του χρόνου.
Τα Θεοφάνεια, από την παραμονή, άρχιζαν οι προετοιμασίες με εντονότερο ρυθμό. Η κάθε νοικοκυρά καθάριζε το σπίτι της και έκαμνε ποικιλία από γλυκίσματα και κουλούρια στον ιδιωτικό της φούρνο. Η νηστεία της παραμονής των Φώτων τηρούνταν με ιδιαίτερη σχολαστικότητα από το μικρότερο παιδί μέχρι και τον παππού της οικογένειας. Ο πατέρας καθάριζε τους σταύλους, τις αυλές, τους κοινόχρηστους χώρους. Οι μανάδες έλεγαν την ημέρα αυτή και οι Αρκούδες ακόμη πέφτουν στο νερό για να λουστούν. Τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας θα πήγαινε την παραμονή το πρωί στην Εκκλησία για το μεγάλο αγιασμό της παραμονής. Ο Αγιασμός αυτός μεταφέρονταν από τα παιδιά στα χωράφια για να τα αγιάσουν. Όλα έπρεπε να γίνουν την παραμονή, γιατί ανήμερα των Φώτων δεν'επι- τρέπονταν να γίνει καμία εργασία. Τα παιδιά των Παφραλίδων κάλαντα δεν έλεγαν τα Θεοφάνεια. Την παραμονή γυρνούσαν νύχτα τα σπίτια μεταμφιεσμένοι και έριχναν τα λεγόμενα ΣΕΠΕΤ (τουρβάς δεμένος στην άκρη κάποιου ξύλου). Οι νοικοκυρές τους βάζανε διάφορα δώρα, μήλα πορτοκάλια, ξυλοκέρατα κ.λ.π.
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Πάφρα |
Τα κολόφια. Αυτά ήσαν ρολά από ζυμάρι σαν στενόμακρα λουκάνικα, τα οποία έπλεκαν με δύο ή τρία σκέλη και τα τοποθετούσαν σε λαμαρίνες (φόρμες). Από πάνω τα άλειφαν με βούτυρο ή λάδι και κρόκο αυγού. Αυτά ψήνονταν σε ζεστό φούρνο. Ήταν πολύ νόστιμα και γλυκά.
Τα μπουρέκια. Αυτά ήσαν δύο φύλλα από ζυμάρι με ψιλοκομμένο ανάμεσα κρεμμύδι. Σπάνια οι δυνάμενοι βάζανε ρύζι με καβουρμά (κομμένα μικρά κομμάτια κρέατος) μέσα για να γίνει πιο νόστιμο. Το ψήσιμο αυτή τη φορά γίνονταν επάνω σε σάτσια (είδος χοντρής λαμαρίνας) που τοποθετούνταν επάνω στη φωτιά στο τζάκι, αφού προηγούμενα αλείφονταν με αγνό βούτυρο και αυγό. Μετά το ψήσιμο ήταν έτοιμο για σερβίρισμα.
Επίσης σε σάτσια ψήνονταν και τα λεϊλέκια (γιουχάδες, κατμέρια). Αυτά ήσαν φύλλα πλατιά από ζυμάρι, λεπτά που αλείφονταν με λάδι ή βούτυρο (κατμέρια) ή όχι (γιουχάδες) συνήθως με ένα μεγάλο φτερό από κότα ή από πετεινό.
Τα Πισία. Ήσαν στρογγυλές, μεγαλούτσικες πιτούλες από ζυμάρι που ψήνονταν στο τηγάνι και κατά την ώρα του ψησίματος, για να μη φουσκώνει πολύ άνοιγαν στη μέση μια τρύπα. Αφού ψήνονταν και από τις δυο πλευρές η πίτα, στοιβάζονταν όλες μαζί οι πίτες η μια απάνω στην άλλη.
Τα Τελλούπισια. Αυτά ήσαν πιο λεπτά πισία και ρίχνονταν από πάνω και ζάχαρη.
Οι Τσιριχτάδες. Αυτοί ήσαν μικρές λεπτές πιτούλες από αλεύρι, αυγό και νερό που τηγανίζονταν στο τηγάνι.
Χαλβάς Παφραίικος. Αυτός κατασκευάζονταν από τις νοικοκυρές από καβουρδισμένο αλεύρι και πετιμέζι.
Όλα τα παραπάνω μαζί με το Χοχιάφι (Κομπόστα) αποτελούσαν εξαιρετική τροφή για τους Παφραίους και κατασκευάζονταν τις παραμονές των Χριστουγέννων για το τριήμερο της μεγάλης γιορτής.
Εκτάκτως, όταν τέλειωνε το φουρνιστό ψωμί, που γίνονταν συνήθως σε εβδομαδιαία βάση, μέχρι που να ετοιμαστεί το νέο ψωμί, κατασκεύαζαν Πισία, Τσιριχτάδες κ.λ.π.
Οι Παφραίοι μέχρι που ήρθαν στην Ελλάδα δεν συνήθιζαν να στολίζουν Χριστουγεννιάτικα δέντρα. Όχι διότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ζούσαν στα βουνά κάτω από άθλιες συνθήκες μέσα στα έλατα και στα πεύκα, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση κάποιο τέτοιο έθιμο.
Οι Πόντιοι γενικά, και ειδικότερα οι Παφραίοι, φύλαγαν σαν κόρη των ματιών, τις παραδόσεις της θρησκείας τους, γιατί αλλιώς θα είχαν αφομοιωθεί με τους Τούρκους, χωρίς Ελληνική γλώσσα και χωρίς άλλα στηρίγματα. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι ήσαν υποχρεωμένοι για αιώνες να ζουν με διάφορους λαούς ξένους και άσχετους πολλές φορές μεταξύ τους.
Άλλωστε υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα Θεολόγων ότι όντως το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας ήλθε από το βορρά, από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και μπήκε στη ζωή μας από μια συγκρητιστική τάση, που παρατηρείται στις μέρες μας λόγω της συχνής επικοινωνίας των λαών με τον Τουρισμό, τις διεθνείς συσκέψεις και διασκέψεις κ.λ.π.
Το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά τη θεία λειτουργία, μπροστά στην Εκκλησία οι νεότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλύτερων, δείχνοντας έτσι το σεβασμό τους, και αλληλοεύχονταν μεταξύ τους το «Χριστός γεννάται».
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Πόντιου Πάφραλη δεν έπρεπε να σβήσει μέχρι το πρωί το τζάκι ούτε και το φως. Το Καζάνι (μεγάλη κατσαρόλα) για το Κεσκέκι έπρεπε να είναι έτοιμο. Από μέρες είχε κοπανηθεί το σκληρό σιτάρι σε μεγάλα, συνήθως, ομαδικά γουδιά του χωριού από άνδρες και γυναίκες, μέχρι που να ασπρίσει το σιτάρι.
Απάνω σε μεγάλο μαγκάλι με κάρβουνα τοποθετούνταν σε μπακιρένιο συνήθως καζάνι το κοπανισμένο σιτάρι με ένα ή δυο κοτόπουλα ανάλογα και αγνό βούτυρο και ψήνονταν σιγά σιγά μέχρι το πρωί, έλιωνε το σιτάρι και το κοτόπουλο και γίνονταν ένα σχεδόν σώμα. Το πρωί με ειδικό ξύλο (το κουτέλ) ο σπιτονοικοκύρης με ειδικό τεχνικό ανακάτεμα το μετέτρεπε σε πηχτό χυλό. Αυτό ήταν το επίσημο φαγητό της ημέρας το λεγόμενο Κεσκέκι. Το ίδιο βράδυ της Πρωτοχρονιάς παράλληλα με το κεσκέκι σε ένα άλλο καζάνι έβραζαν καλαμπόκι με λίγο αλεύρι μέσα και όλη την εβδομάδα έτρωγαν απ’ αυτό το φαγητό. Παράλληλα φιλοξενούσαν και τους επισκέπτες.
Ομάδες μεγάλων ανδρών με νταούλια και ζουρνάδες έλεγαν τα κάλαντα. Οι καλανταδόροι περπατούσαν δυο και τρεις ώρες προκειμένου να επισκεφτούν τα γειτονικά χωριά για να πούνε και εκεί τα Κάλαντα. Τα Κάλαντα λέγονταν μέχρι το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι δεν ήξεραν πότε θα τους επισκεφτούν. Ήταν μεγάλη ντροπή και προσβολή οι Καλανταδόροι να επισκεφτούν ένα σπίτι και να το βρουν κλειστό. Το βράδυ της παραμονής το τραπέζι έπρεπε να είναι στρωμένο μέχρι το πρωί. Οι επισκέπτες μετά το καλάντισμα έπρεπε να κεραστούν και να φιλοξενηθούν. Σε κάποια Παφραίικα χωριά, στα οποία κατοικούσαν μερικές οικογένειες από την Προύσα και έκλειναν τα σπίτια τους από νωρίς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, απέδιδαν μεγάλη μομφή οι Παφραίοι και τους θεωρούσαν ακοινώνητους, άξεστους και απόβλητους της κοινωνίας.
Εκτός από τα κάλαντα που έψελναν υπήρχε και ένα άλλο έθιμο των Καρακοτζάδων, των Μωμόγερων, των κουτόγερων, των πονηρόγερων, όπως αποκαλούνταν από μερικούς. Σύμφωνα με τό έθιμο αυτό περιέρχονταν τα σπίτια ένας θίασος, που αποτελούνταν από τον Άκμπαμπα (άσπρο πατέρα), γέρο, από τον Καράμπαμπα (μαύρο πατέρα), νέο, από τη Μαρούσκα, γυναίκα του Άκμπαμπα και ένα χωροφύλακα. Το θίασο τον συμπλήρωναν ο οργανοπαίχτης ή καλαντάρης και ο κουβαλητής, που μάζευε τα δώρα με ένα δισάκι, το οποίο ήταν περασμένο στο λαιμό του. Ο Άκμπαμπας ήταν ντυμένος με άσπρο χιτώνα μέχρι το λαιμό, στο κεφάλι έφερε προβιά ζώου, τα δόντια του ήταν φτιαγμένα από άσπρες σκελίδες σκόρδου για να φαίνονται μεγάλα και απειλητικά. Στη μέση ήταν ζωσμένος με πολλά κουδούνια με διάφορες φωνές και έφερε μαζί του ένα μεγάλο σπαθί.
Ο Καράμπαμπας ή Καράχοτσας ή Κοτζαμάνης, όπως ονομάζονταν, ήταν ντυμένος με προβιά και στο κεφάλι φορούσε ένα πέτσινο μεγάλο καπέλο. Ήταν μουντζουρωμένος στο πρόσωπο με κάρβουνο ή με μαύρη μπογιά. Κρατούσε στο χέρι ένα μακρύ ρόπαλο και ήταν μεταμφιεσμένος σε τέτοιο βαθμό που ήταν αδύνατο να αναγνωριστεί.
Η Μαρούσκα, η νύφη (ένας λεπτός και ψηλός συνήθως άντρας), ήταν ντυμένη με γυναικεία ρούχα και παπούτσια και στο κεφάλι είχε ριγμένη μια μαντήλα που κάλυπτε το πρόσωπό της, που ήταν και αυτό βαμμένο για να μην αναγνωριστεί.
Ο χωροφύλακας φορούσε ανάλογη στολή και ήταν ζωσμένος στη μέση με πιστόλι και στο κεφάλι δίκοκο καπέλο.
Ο οργανοπαίκτης (λυράρης, βιολιστής ή τραγουδιστής) φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα, χωρίς καμιά παραλλαγή καθώς επίσης και ο κουβαλητής με το δισάκι στον ώμο.
Η παράσταση των Καρακοτσάδων δίνονταν στα σπίτια από την Πρωτοχρονιά ως τα Θεοφάνεια. Στην αρχή έμπαινε μέσα στο σπίτι ο λυράρης. Ζητούσε την άδεια από το σπιτονοικοκύρη να παρουσιάσει το πρόγραμμα του θιάσου. Γιατί υπήρχε περίπτωση να μη δοθεί η άδεια λόγω κάποιου πένθους ή ασθένειας κάποιου μέλους της οικογένειας. Οπότε απλώς έδινε ο σπιτονοικοκύρης κάποιο δώρο στον κουβαλητή και αναχωρούσαν. Αφού όμως εξασφαλίζονταν η άδεια, τότε ο λυράρης έψελνε τα κάλαντα. Στη συνέχεια έμπαινε μέσα η Μαρούσκα, φιλούσε το χέρι του σπιτονοικοκύρη και ζητούσε την προστασία του, γιατί την κυνηγούσε ο άντρας της Άκμπαμπας. Ο νοικοκύρης την έκρυβε στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγο έμπαινε στο σπίτι ο Άκμπαμπας, κάνοντας μεγάλο θόρυβο με τα κουδούνια.
-Καλήν εσπέραν, άρχοντα.
-Καλήν εσπέραν! Καλώς ο ορισμός σου. Τι θέλεις;
-Αφέντη έχασα το ταίρι μου, τη Μαρούσκα. Μήπως την είδες πουθενά;
-Όχι δεν την είδα.
-Εγώ πάντως θα ψάξω, με την άδειά σου. Μόνο δώσε μου δυο μέτρα τόπο για να ψάξω.
-Άντε ψάξε και βρες την. Ο Άκμπαμπας μετράει με το μπαστούνι του, αντί δύο έξι μέτρα τόπο και αρχίζει να ψάχνει.
-Αφέντη, λέει σε μια στιγμή.
-Τι είναι;
-Η μυρωδιά της έρχεται στη μύτη μου. Θα τη βρω.
-Άντε βρες την λοιπόν.
Μετά από κάμποση ώρα ακούονταν ένας πυροβολισμός και ο Άκμπαμπας έπεφτε κάτω νεκρός. Τότε η Μαρούσκα έβγαινε από την κρυψώνα της αφού διαπίστωνε ότι ήταν νεκρός, σήκωνε λίγο το φουστάνι της και ζωντάνευε το νεκρό με αέρα από το έντερο στο πρόσωπο (αερίζονταν). Τότε ο Άκμπαμπας ζωντάνευε και σηκώνονταν επάνω χαρούμενος και έλεγε.
-Αφέντη, αυτό ήταν σπουδαίο φάρμακο, ζωντάνεψα! Στη συνέχεια ακολουθούσε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα και με τη συνοδεία του λυράρη στήνονταν χορός.
Ξαφνικά όμως ακούονταν θόρυβοι, κουδουνίσματα και έμπαινε μέσα, με τη συνοδεία του χωροφύλακα, ο Καράμπαμπας, ένας αράπης λεβέντης με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένεια, κρατώντας όπλο στο χέρι.
-Εσύ έκλεψες τη γυναίκα μου! Εσύ πυροβόλησες; Θα σε σκοτώσω φώναζε ο Άκμπαμπας και ορμούσε κατ’ επάνω του. Πιάνονταν στα χέρια και χτυπιώνταν άγρια. Αφού ηρεμούσαν τα πνεύματα με την επέμβαση του χωροφύλακα και του σπιτονοικοκύρη, άρχιζε το δικαστήριο μπροστά στο χωροφύλακα με δικαστή το σπιτονοικοκύρη.
-Για πέστε μου, εφέντηδες, τι έχετε μεταξύ σας, έλεγε ο οικοδεσπότης.
-Άκου, άρχοντα μου, έλεγε ο Άκμπαμπας. Εγώ είχα μια γυναίκα τη Μαρούσκα και την έκλεψε τούτος εδώ ο Καράμπαμπας.
-Όχι ψέματα λέγει! φώναζε ο Καράμπαμπας. Αυτή η γυναίκα είναι δική μου.
-Όχι δική μου, επέμενε ο Άκμπαμπας.
-Όχι δική μου, πείσμονε ο Καράμπαμπας. Τέλος ο οικοδεσπότης φώναζε τη νύφη κοντά του. Ο Άκμπαμπας τη μετρούσε με το ραβδί του και φώναζε.
-Αυτή είναι η Μαρούσκα μου!..
-Για πες μας, Μαρούσκα, ρωτούσε ο σπιτονοικοκύρης, ποιον από τους δυο αγαπάς; Ποιον θέλεις; Τον Καράμπα-μπα, απαντούσε η Μαρούσκα. Ο Άκμπαμπας αναστατωμένος χτυπούσε τα κουδούνια του και έκαμνε απελπισμένες στροφές και κλαίγοντας έλεγε. Ένα κουδούνι γεμάτο λύρες έδωσα και την πήρα.
-Φύγε, γέρο! Φώναζε ο Καράμπαμπας. Έφευγε ο γέρος και εξακολουθούσε να φωνάζει: Ένα κουδούνι γεμάτο λίρες έδωσα και την πήρα. Ένα κουδούνι γεμάτο. Και έκλεινε η όλη παράσταση με χορό και με τραγούδι με τη συνοδεία' της λύρας. Στο χορό έπαιρναν μέρος όλοι μαζί, τα μέλη του θιάσου και ο σπιτονοικοκύρης. Ακολουθούσαν οι ευχές για το νέο έτος από τους Καρακοτζάδες και τα δώρα από το νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά. Μετά πήγαιναν σε άλλο σπίτι και έπαιζαν την ίδια υπόθεση.
Μια άλλη παραλλαγή του ίδιου θιάσου εμφανίζει τον Καράμπαμπα νέο με τη νύφη να ζητούν καταφύγιο και προστασία από τον οικοδεσπότη με διάφορες δικαιολογίες και μετά να εμφανίζεται ο Άκμπαμπας, γέρος, αναζητώντας τη γυναίκα του και στη συνέχεια γίνεται πάλι το δικαστήριο.
Κατά το Σαμουηλίδη στην παραπάνω παραλλαγή, που εκθέσαμε αναλυτικότερα, του ποντιακού λαϊκού θεάτρου, «Οι Καρακοτζάδες» της Πάφρας, έχουμε μια ελευθεριάζουσα ηθική αντίληψη που επενδύει αρμονικά την αρχέγονη πίστη. Οι τελετές αυτές φαίνεται να πηγάζουν από την ελληνική αρχαιότητα και είχαν κάποιο σύνδεσμο με τη λατρεία του θεού Διόνυσου και της Αρτέμιδας. Γι' αυτό συνοδεύονταν με αισχρολογίες και υπονοούμενα. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού ο Γρηγόριος Νεοκαισαρείας τις αντικατέστησε με σεμνές τελετές.
1908: Γλεντι στα Σουρμενα |
Κατά το Σαμουηλίδη «Καρακοτζάδες» ονόμαζαν τους μικρούς ομίλους και την παράστασή τους οι Τουρκόφωνοι κάτοικοι της περιφέρειας Πάφρας. Και εσήμαιναν, «μαύροι γέροι» ή «μαύροι σύζυγοι» ή «μαύρο αντρόγυνο». Η λέξη είναι σύνθετη από το kara (μαύρο) και koca (μεγάλος), γέρος και σύζυγος). Μια άλλη ερμηνεία θέλει το πρώτο συνθετικό kari (προφ. καρού) και το δεύτερο koca. «Καρού» σημαίνει γυναίκα, «Κοτζά» σύζυγος, δηλαδή μαζί αντρόγυνο.
Ο Σαμουηλίδης, εκτός των άλλων λέγει ότι η ονομασία Καρακοτζάδες ίσως να προήλθε από τα πρόσωπα του θιάσου, Άκμπαμπα ή Καράμπαμπα, είτε από το αντρόγυνο του θ.άσου. Ίσως, καταλήγει, να είναι παραφθορά της λέξης Καραχοτζάδες. (μαύροι Χοτζάδες των Τούρκων).
Ένα ακόμη έθιμο των Ποντίων Παφραίων ήταν το ότι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με το γύρισμα του χρόνου, με οποιεσδήποτε συνθήκες έπρεπε να πυροβολούν, για να νιώσουν έτσι καλύτερα την αλλαγή του χρόνου.
Τα Θεοφάνεια, από την παραμονή, άρχιζαν οι προετοιμασίες με εντονότερο ρυθμό. Η κάθε νοικοκυρά καθάριζε το σπίτι της και έκαμνε ποικιλία από γλυκίσματα και κουλούρια στον ιδιωτικό της φούρνο. Η νηστεία της παραμονής των Φώτων τηρούνταν με ιδιαίτερη σχολαστικότητα από το μικρότερο παιδί μέχρι και τον παππού της οικογένειας. Ο πατέρας καθάριζε τους σταύλους, τις αυλές, τους κοινόχρηστους χώρους. Οι μανάδες έλεγαν την ημέρα αυτή και οι Αρκούδες ακόμη πέφτουν στο νερό για να λουστούν. Τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας θα πήγαινε την παραμονή το πρωί στην Εκκλησία για το μεγάλο αγιασμό της παραμονής. Ο Αγιασμός αυτός μεταφέρονταν από τα παιδιά στα χωράφια για να τα αγιάσουν. Όλα έπρεπε να γίνουν την παραμονή, γιατί ανήμερα των Φώτων δεν'επι- τρέπονταν να γίνει καμία εργασία. Τα παιδιά των Παφραλίδων κάλαντα δεν έλεγαν τα Θεοφάνεια. Την παραμονή γυρνούσαν νύχτα τα σπίτια μεταμφιεσμένοι και έριχναν τα λεγόμενα ΣΕΠΕΤ (τουρβάς δεμένος στην άκρη κάποιου ξύλου). Οι νοικοκυρές τους βάζανε διάφορα δώρα, μήλα πορτοκάλια, ξυλοκέρατα κ.λ.π.
Ανήμερα των Θεοφανίων κανένας δεν έπρεπε να λείπει από τη Θεία λειτουργία. Ήταν ημέρα μεγάλη στη συνείδηση των Παφραλήδων. Ήταν ημέρα που αγιάζονταν όλα τα νερά. Ημέρα βάπτισης του Χριστού, ημέρα παρουσίας Θεού στην Τριαδική του μορφή, ημέρα πραγματική των Φώτων.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας, σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνονταν ο Μεγάλος Αγιασμός από τον Ιερέα και ο σταυρός ρίπτονταν στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη δεξαμενή και αν δεν υπήρχαν αυτά έριχναν το σταυρό, ως συνήθως, στο αγιασματάρι του Ιερού Ναού. Στη Σαμψούντα, που ήταν παραλιακή πόλη η τελετή του Αγιασμού των υδάτων γίνονταν με εξαιρετική λαμπρότητα παρουσία όλων των αρχών του νομού και του λαού του Χριστιανικού και του Μουσουλμανικού. Ο Σταυρός ρίχνονταν στη θάλασσα και ανασύρονταν από καλούς κολυμβητές. Δίνονταν ειδικό δώρο σ’ αυτόν που θα έπιανε το Σταυρό. Μετά το τέλος της Εκκλησίας, γύριζαν με το Σταυρό όλα τα Χριστιανικά σπίτια ψέλνοντας το Απολυτίκιο των Φώτων, «Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...» και μάζευαν διάφορα φιλοδωρήματα.
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου