«Ας τραβήξουμε μια τελευταία φωτογραφία από τη Σμύρνη» είπαμε πριν αρχίσουμε την κατάβαση. Ίσως ήταν όντως «η τελευταία», αφού λίγες βδομάδες αργότερα αυτό το υπέροχο πανόραμα της ειρήνης και της ευημερίας έγινε στάχτη: Με την επίθεση των Τούρκων, την 26η Αυγούστου, οι γραμμές του ελληνικού στρατού κατέρρευσαν σε ένα μέτωπο 240 χιλιομέτρων.
Επακολούθησε κατακλυσμός προσφύγων επί έξι μήνες, λες και είχε μεταδοθεί ο πανικός τηλεπαθητικά, κατά μεγάλα κύματα που σάρωναν την Ανατολία, τη Σμύρνη, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες που ζούσαν στις αχανείς αυτές περιοχές αφυπνίστηκαν ξαφνικά, ανακαλύπτοντας ότι βρίσκονταν στο χείλος μιας επικίνδυνης δίνης.
Πρόσφυγες που ξεκινούσαν από μέρη που βρίσκονται μέχρι και 240 χιλιόμετρα στο εσωτερικό κατευθύνονταν κοπαδιαστά προς τα παράλια και τη Σμύρνη. Στην αρχή έφταναν με τα τακτικά δρομολόγια των τρένων ή με τις άμαξες. Κουβαλούσαν μπόγους με κουβέρτες και χράμια, λίγα σκεύη που είχαν πάρει από τα σπίτια τους, ίσως και μερικά ζώα. Καθώς η μακρινή πραγματικότητα του πολέμου ολοένα πλησίαζε, η φυγή του κόσμου ακολουθούσε ξέφρενο ρυθμό: δέκα, μετά είκοσι, κατόπιν τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες την ημέρα. Οι λίγες αποσκευές που όλο και λιγόστευαν προμήνυαν το τρελό φευγιό που θα ακολουθούσε μπροστά στη φωτιά και τη σφαγή. Το χάραμα της 7ης Σεπτεμβρίου βρήκε ολότελα απογυμνωμένα πλήθη ανθρώπων που παρέπαιαν, γυναίκες που θρηνούσαν την πρώτη τους οικογενειακή τραγωδία, μανάδες χωρίς φαΐ για τα μωρά τους, οι οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα μεγαλύτερα παιδιά τους σε χωριά στο δρόμο.
Η μεγάλη προκυμαία της Σμύρνης είχε γεμίσει πλέον ασφυκτικά από 150.000 περίπου εξόριστους που κατασκήνωναν και κοιμούνταν εκεί απλώνοντας χράμια και κουβέρτες για να προφυλαχθούν από το λιοπύρι, που η κάψα του και μόνο προμήνυε την επέλαση της φωτιάς.
Ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ κάλεσε όλους τους ομοεθνείς του -το προσωπικό του Αμερικανικού Κολεγίου, τους εκπροσώπους των τοπικών οργανώσεων περίθαλψης και των εμπορικών οίκων- να δημιουργήσουν μια επιτροπή που αργότερα έγινε γνωστή ως American Disaster Relief Committee. Η επιτροπή αυτή ανέλαβε τη διανομή ψωμιού σε όλη την προκυμαία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 8ης Σεπτεμβρίου, μέχρι αργά τη νύχτα, ηχούσαν τα ποδοβολητά των ηττημένων ελληνικών στρατευμάτων καθώς ορμούσαν στα πλοία που περίμεναν με αναμμένες τις μηχανές.Ύστερα όλα μαζί, ακολουθούμενα απ’ όσα άλλα πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι, γίνονταν καπνός και σκιές μέσα στο πέλαγος. Σαν αυλαία που σηκώνεται αργά, η ανατολή του ήλιου αποκάλυψε μόνο τις σκυθρωπές φιγούρες των ουδέτερων θωρηκτών που είχαν έρθει να «εποπτεύσουν» το καταστροφικό τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας της Ελλάδας στο νεκρό από εμπορική κίνηση λιμάνι της Σμύρνης.
Λίγες ώρες αργότερα μια ίλη του τουρκικού ιππικού μπήκε στη Σμύρνη. Οι έφιπποι στρατιώτες με τις μαύρες στολές και τα κρεμασμένα γιαταγάνια περνούσαν μπροστά από τα κλειδομανταλωμένα μαγαζιά φωνάζοντας συνεχώς «μη φοβάστε» και σηκώνοντας το αριστερό τους χέρι για να καθησυχάσουν τα κάτωχρα πρόσωπα του κοσμάκη που στριμωχνόταν στους πλαϊνούς δρόμους και τα σοκάκια.
Πριν πέσει η νύχτα όλη η δύναμη του ιππικού είχε μπει στην πόλη, μαζί με τις δύο μεραρχίες του πεζικού που ακολουθούσαν.
Επακολούθησε κατακλυσμός προσφύγων επί έξι μήνες, λες και είχε μεταδοθεί ο πανικός τηλεπαθητικά, κατά μεγάλα κύματα που σάρωναν την Ανατολία, τη Σμύρνη, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες που ζούσαν στις αχανείς αυτές περιοχές αφυπνίστηκαν ξαφνικά, ανακαλύπτοντας ότι βρίσκονταν στο χείλος μιας επικίνδυνης δίνης.
Πρόσφυγες που ξεκινούσαν από μέρη που βρίσκονται μέχρι και 240 χιλιόμετρα στο εσωτερικό κατευθύνονταν κοπαδιαστά προς τα παράλια και τη Σμύρνη. Στην αρχή έφταναν με τα τακτικά δρομολόγια των τρένων ή με τις άμαξες. Κουβαλούσαν μπόγους με κουβέρτες και χράμια, λίγα σκεύη που είχαν πάρει από τα σπίτια τους, ίσως και μερικά ζώα. Καθώς η μακρινή πραγματικότητα του πολέμου ολοένα πλησίαζε, η φυγή του κόσμου ακολουθούσε ξέφρενο ρυθμό: δέκα, μετά είκοσι, κατόπιν τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες την ημέρα. Οι λίγες αποσκευές που όλο και λιγόστευαν προμήνυαν το τρελό φευγιό που θα ακολουθούσε μπροστά στη φωτιά και τη σφαγή. Το χάραμα της 7ης Σεπτεμβρίου βρήκε ολότελα απογυμνωμένα πλήθη ανθρώπων που παρέπαιαν, γυναίκες που θρηνούσαν την πρώτη τους οικογενειακή τραγωδία, μανάδες χωρίς φαΐ για τα μωρά τους, οι οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα μεγαλύτερα παιδιά τους σε χωριά στο δρόμο.
Η μεγάλη προκυμαία της Σμύρνης είχε γεμίσει πλέον ασφυκτικά από 150.000 περίπου εξόριστους που κατασκήνωναν και κοιμούνταν εκεί απλώνοντας χράμια και κουβέρτες για να προφυλαχθούν από το λιοπύρι, που η κάψα του και μόνο προμήνυε την επέλαση της φωτιάς.
Ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ κάλεσε όλους τους ομοεθνείς του -το προσωπικό του Αμερικανικού Κολεγίου, τους εκπροσώπους των τοπικών οργανώσεων περίθαλψης και των εμπορικών οίκων- να δημιουργήσουν μια επιτροπή που αργότερα έγινε γνωστή ως American Disaster Relief Committee. Η επιτροπή αυτή ανέλαβε τη διανομή ψωμιού σε όλη την προκυμαία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 8ης Σεπτεμβρίου, μέχρι αργά τη νύχτα, ηχούσαν τα ποδοβολητά των ηττημένων ελληνικών στρατευμάτων καθώς ορμούσαν στα πλοία που περίμεναν με αναμμένες τις μηχανές.Ύστερα όλα μαζί, ακολουθούμενα απ’ όσα άλλα πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι, γίνονταν καπνός και σκιές μέσα στο πέλαγος. Σαν αυλαία που σηκώνεται αργά, η ανατολή του ήλιου αποκάλυψε μόνο τις σκυθρωπές φιγούρες των ουδέτερων θωρηκτών που είχαν έρθει να «εποπτεύσουν» το καταστροφικό τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας της Ελλάδας στο νεκρό από εμπορική κίνηση λιμάνι της Σμύρνης.
Λίγες ώρες αργότερα μια ίλη του τουρκικού ιππικού μπήκε στη Σμύρνη. Οι έφιπποι στρατιώτες με τις μαύρες στολές και τα κρεμασμένα γιαταγάνια περνούσαν μπροστά από τα κλειδομανταλωμένα μαγαζιά φωνάζοντας συνεχώς «μη φοβάστε» και σηκώνοντας το αριστερό τους χέρι για να καθησυχάσουν τα κάτωχρα πρόσωπα του κοσμάκη που στριμωχνόταν στους πλαϊνούς δρόμους και τα σοκάκια.
Πριν πέσει η νύχτα όλη η δύναμη του ιππικού είχε μπει στην πόλη, μαζί με τις δύο μεραρχίες του πεζικού που ακολουθούσαν.
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου