Μόλις βγήκαμε στο πεζοδρόμιο, ο ήλιος είχε γείρει κι η ώρα θα ήτανε τρεις ή τρεισήμισι περίπου. Εν τω μεταξύ, ο Σάββας, εκείνη τη νύχτα, εδώ μυρίζει, εκεί βρωμά, δεν κοιμήθηκε εκεί, πήγε και ειδοποίησε τον Ελληνισμό και ψάχνανε να μας βρουν. Ήμασταν χαμένοι, μας βρήκανε, τους βρήκαμε και τους είπαμε το τι μας συνέβη. Οι άνθρωποι στεναχωρήθηκαν, αμέσως μας κάλεσαν όλους και μας είπαν, πως η κατάστασις εκεί ήταν ανώμαλη και έπρεπε να φύγουμε, να πάμε στο Νοβοροσίνσκι. Πράγματι, την άλλη μέρα μας βάλανε στο τρένο, ήρθε μαζί μας και μια πενταμελής επιτροπή, γιατί είχαμε ανάγκη από προστασία, δεν ξέραμε και τη γλώσσα.
Μας δώσανε σαλάμια, ψωμί, λίγο φρουτάκι και ξεκινήσαμε για το Κερτς. Καθήσαμε πέντε μέρες εκεί και είχαμε πάλι τα ίδια. Μας βάλανε στο σχολείο και σε κάθε έξι επτά ομάδες δίνανε από μια οκά ψωμί.
Έβλεπα τις αψηλέστατες, καλοκάγαθες γυναίκες, απλοϊκές, με το καλάθι στα χέρια και τις πάπιες τους. Οι γυναίκες εκεί ήταν μπαρμπέρισσες. Που ακούστηκε κορίτσια να ξυρίζουν άντρες; Μου φαινόταν πολύ περίεργο, καπετάνισσες γυναίκες, περνούσαν αντίπερα και ερχόντουσαν στα μαγειρεία, πίνανε το τσάι τους, ευθυμούσαν, τραγουδούσαν, ζούσαν μια ζωή τόσο διαφορετική από κείνη που περνούσαμε εμείς εκεί και μάλιστα τα τελευταία χρόνια. Εν τω μεταξύ ρωτούσα: το Κελιντζίκ πού πέφτει και μου ’λεγαν κοντά στο Νοβοροσίνσκι. Ένοιωθα τότε μεγάλη χαρά, γιατί προς τα εκεί ήταν ο αδερφός μου.
Εν τω μεταξύ καθυστερούσαμε, γιατί η επιτροπή έψαχνε για βαπόρι και δεν έβρισκε. Οι κομμουνιστές με την επανάσταση, όλα τα καράβια τα βύθιζαν και εξείχαν τα κατάρτια. Στο λιμάνι ήταν αγκυροβολημένα έρημα καράβια, χωρίς ναύτες και χωρίς τίποτα. Ήταν πραγματικά μια ανώμαλη κατάσταση, αλλά ο κόσμος, καθώς ήταν ακοινώνητος και απλοϊκός, δεν το καταλάβαινε και η ζωή κυλούσε ομαλά.
Οι κομμουνιστές ήταν 4-5 ώρες μέσα από τη θάλασσα και πολεμούσαν με τα τσαρικά στρατεύματα. Ο λαός δεν καταλάβαινε τι είδους πόλεμος ήταν, νόμιζε ότι θα περνούσε. Απόδειξη ήταν, ότι ο στρατός και η αστυνομία παίρναν, πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου, κομμουνιστού ή τσαρικού. Σ’ αυτή την κατάσταση, οι δικοί μας, βρήκαν το βαπόρι «Άγιος Κωνσταντίνος», όπως όπως και βάλανε ναύτες και ένα καπετάνιο. Ήμασταν σαρανταδύο άτομα και θα πηγαίναμε από το Κερτς στο Νοβοροσίνσκι. Μας ειδοποίησαν και πήραμε τα σακουλάκια μας που ήταν κάτι σαν βλάχικες σακούλες και μέσα τους είχαμε τα εσώρουχά μας. Τα ίδια και τα ίδια βάζαμε, χωρίς να τα πλένουμε, τα ξαναβάζαμε και ήμασταν μέσα στην ψείρα!
Μπήκαμε στο πλοίο «Άγιος Κωνσταντίνος» από το Κερτς και ταξιδεύαμε για το Νοβοροσίνσκι. Η επιτροπή ήταν μαζί μας, για να μας παραδώσει στην άλλη επιτροπή. Για να ανασυντάξουν το καράβι και να το ξεκινήσουν κάναν πολλά έξοδα.
Φθάσαμε στο Νοβοροσίνσκι, σε δυο ή τρεις μέρες, εκεί, αφού μας παρέλαβε η επιτροπή και μας μοίρασε, άλλους σε ξενοδοχεία και άλλους σε σπίτια και σε σχολεία. Μας δώσανε πολύ μεγάλη σημασία, εμείς δεν θέλαμε χλιδή, δεν θέλαμε ταξίδια, εμείς πήγαμε για αποστολή, για το σκοπό μας, Τσάρος δεν υπήρχε, δεν ξέραμε σε ποιον ν’ αποταθούμε. «Εδώ θα παραμείνετε», μας είπαν, «είναι μέρος ασφαλές, μεγάλο λιμάνι», εκεί υπάρχουν τα σιλό, «όποιος θέλει» μας είπε η επιτροπή, «να παραμείνει στο Νοβοροσίνσκι, θα υποστηριχθεί, θα του βρούμε δουλειά και θα αποκατασταθεί. Όποιος έχει συγγενείς, η επιτροπή, θα τον στείλει στον κάθε του συγγενή».
Αφού καθίσαμε καμιά δεκαπενταριά - είκοσι μέρες, μας κρατούσαν οι Πόντιοι και μας κάναν πότε πότε το τραπέζι. Εκεί συναντήσαμε τον Αιμίλιο, τον οπλαρχηγό, που ήρθε για αποστολή και παράμεινε. Εκεί είχαμε συναντήσει τον Επεσλή Βασίλ αγά, τον σκότωσαν αργότερα, στην περίοδο του Κεμάλ, καθόταν στο καφενείο και επιστράτευε εθελοντικά αντάρτικα σώματα, ήταν επικίνδυνος και τον σκότωσαν οι Τούρκοι το 1919. Τον είχαμε συναντήσει στην Ρωσία.
Μετά ένα μήνα, μας κάλεσε η επιτροπή και μας είπε, όποιοι θέλουν να μείνουν και όποιοι δεν θέλουν, να τους στείλουνε στους συγγενείς τους. Παρουσιαστήκαμε εγώ και ο Μένος. Αυτός ήθελε να πάει στο Κατερινοντάρ, του κάνανε τα ναύλα του, του δώσανε είκοσι χιλιάρικα, κονσέρβες και τον στείλανε. Εμένα μου δώσανε δέκα ρούβλια, κονσέρβες, ψωμί και με πήγαν στο λιμάνι. Με βάλανε μέσα στο μοτοράκι και με πήγαν στο Κελιντζίκ, εκεί ήταν οι συγγενείς μου και ο αδερφός μου. Ήμασταν μέσα στη βάρκα (δηλαδή στο μοτοράκι) εικοσιπέντε ως τριάντα γυναίκες, Ρωσίδες, άντρες και κάνα παιδάκι. Αυτοί μιλούσαν, γελούσαν, κάναν αστεία μεταξύ τους, αντίθετα, εγώ ήμουν μελαγχολικός, ξένος και δεν καταλάβαινα τίποτα, σαν να ήμουνα απελπισμένος, σαν να ’χα αποξενωθεί. Και έλεγα μέσα μου, θα βρω τον αδελφό μου; Και έτσι, λυπημένος, συνέχιζα το ταξίδι μου, ούτε μιλιά δεν έβγαλα, είχα το δισάκι μου και που και που έτρωγα καμιά κονσέρβα.
Μέσα σε πέντε-έξι ώρες, κατά τις εννιά το βράδυ, που σκοτείνιασε, μπήκαμε στο λιμάνι του Κελιντζίκ. Κατά τις δέκα το βράδυ, έρχεται το μοτεράκι και πλαγιάζει (δηλαδή πλευρίζει) δίπλα στη σκάλα, στο γεφύρι, για να μας βγάλει. Φτάσαμε στο τέρμα. Η σκάλα ήταν φαρδιά, από ξύλα χοντρά φτιαγμένη και είχε απάνω κόσμο, πάρα πολύ.
Το Κελιντζίκ, η Γιάλτα, η Θεοδοσία έχουν κλίμα ωραίο και ξεχύνεται κόσμος, εικοσιπέντε ως τριάντα χιλιάδες παραθεριστές, κι όλοι είναι καλοντυμένοι.
Αφού ένας ένας βγήκαν οι συνταξιδιώτες, βγήκα τελευταίος και εγώ με το δίσακο μου. Πάνω στη σκάλα ανακατεύθηκα μέσα στο πλήθος και έλεγα: βρε, μπας και είναι και ο αδερφός μου; Κοίταγα τον ένα, κοίταγα τον άλλο και προχωρούσα προς τη στεριά. Μετά από τη σκάλα, μπήκαμε στην κεντρική οδό. Ήθελα να μπω μέσα σε κανένα ξενοδοχείο, εκεί μέσα μιλούσαν ποντιακά, παίζανε τάβλι, χαρτιά, μιλούσαν μεγαλόφωνα, και έλεγα: πώς να μπω μέσα, σ’ αυτή την κατάσταση που είμαι, για να ’χω δυνάμεις, να ψάξω την άλλη μέρα, να βρω τον αδερφό μου;
Νόμιζα, πως επειδή ήταν ξενοδοχείο πολυτελείας, δεν θα με αφήνανε να κοιμηθώ και γυρνούσα από την μια μεριά στην άλλη και περίμενα να φύγει ο κόσμος, να πάει στα σπίτια του, για να πω του καφετζή, να με αφήσει εκείνη τη βραδιά, να κοιμηθώ σε μια γωνιά. Αλλά όσο περνούσε η ώρα, το καφενείο δεν άδειαζε. Έλεγα, να κάνω και κανένα γύρο προς τα μέσα, σε κανένα απόκεντρο, μήπως βρω κανένα άλλο πιο κατάλληλο. Μπορούσε, όλοι αυτοί να με φιλοξενούσαν, αλλά ο τύπος μου είναι βαρύς και περήφανος, ύστερα η βρώμα και ψείρα, πώς να πάω; Από ξενοδοχεία δεν ήξερα.
Και εκεί, που γύριζα την γωνία και τράβηξα στην πέρα μεριά, βλέπω ένα σαν καφενείο και είχε πολύ φως απόξω. Ζύγωσα και κοίταξα μέσα, από τα τζάμια, οι άνθρωποι ήταν πιο απλοϊκοί και πήρα μεγαλύτερο θάρρος. Πρώτη φορά ένοιωσα ντροπαλός και άβγαλτος. Κοντοστάθηκα καμιά μισή ώρα, πήρα το θάρρος και μπήκα μέσα. Μέσα οι άνθρωποι, όλοι, ήταν Πόντιοι. Μιλούσαν μεγαλόφωνα και παίζανε χαρτιά. Αφού κοίταξα από ’δω και από ’κει, κάθισα σ’ ένα ντιβανάκι, από ροκανισμένο σανίδι και παράγγειλα ένα τσάι. Έφαγα λιγάκι, πέρναγε η ώρα, αλλά ο κόσμος δεν έφευγε, για να πάρω θάρρος, να παρακαλέσω, να με αφήσουνε να κοιμηθώ μέσα. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Είπα: «Κάνε μου δεύτερο τσάι» και μέσα σε τρις ώρες εγώ παράγγειλα τρία τσάγια.
Ο κόσμος μόλις άρχισε να πηγαίνει, για να κοιμηθεί, το γκαρσόνι άρχισε να σκουπίζει και να τακτοποιεί. Ήταν μόνο του, ο καφετζής ήταν μέσα. Δήμο, είπα μέσα μου, είναι καιρός να του το πεις. Ύστερα από εκείνο που έπαθα, έτρεμα να μείνω στο δρόμο. Και πήγα και του είπα: «Θα ’χετε την καλοσύνη, να μείνω μια βραδιά εδώ;»
Και μου είπε: Πολύ ευχαρίστως, αλλά δεν έχουμε κρεβάτια και τέτοια, που θα κοιμηθείς;» «Εδώ, χάμου, στα σανίδια, εδώ θα κοιμηθώ». Αυτουνού του φάνηκε περίεργο, Έλληνας, τόσο δυστυχισμένος, χωρίς κρεβάτι, χωρίς σπίτι, ενώ όλοι οι Έλληνες στη Ρωσία, τα έχουν όλα! Κατάλαβα τη σκέψη του και του είπα: «εγώ είμαι ξένος, μόλις ήρθα από τη Τουρκία, για αποστολή (ήρθα εδώ) επειδή έχω συγγενείς». Ποιους έχεις συγγενείς; (με ρώτησε).
Στο μεταξύ ήρθε ο καφετζής και κάτι άλλοι και σε λίγο γέμισε το καφενείο γυναίκες, άντρες και παιδιά και με ρωτούσαν, για την Τραπεζούντα, για την Κερασούντα, γιατί είχαν μάθει, ότι εκεί σφάχτηκαν όλοι και είχαν πολύ ενδιαφέρον. Όπως μπορούσα τους πληροφόρησα, αν ήταν Αμισιανοί ήξερα και τους έλεγα, αν όχι, ήξερα γενικά, για τον τόπο τους και λίγο ως πολύ τους κατατόπιζα.
Σε λίγο, τους είπε ο καφετζής: «Θέλει να κοιμηθεί απάνω στα σανίδια». Σαν τ’ άκουσαν αυτό, οι πατριώτες μου, με τραβούσαν ποιος να με πρωτοφιλοξενίσει, οι Πόντιοι ήταν φιλόξενοι, ήταν και εκείνα τα αγαθά χρόνια. Ήμουνα δισταχτικός, για την κατάστασή μου και νόμιζε, ο καφετζής, ότι απλώς ντρεπόμουνα. Και με ρωτούσε: «Πού είναι οι συγγενείς σου;» Τάχα μου, να με κάνει, για να μην τους ντρέπομαι. Τότε είπα ότι είχα ένα γαμπρό, που τον λέγανε Νικόλαο Κρασσά και τη γυναίκα του Παρασκευή. Και ότι, ο αδερφός μου, που είχε φύγει πριν από ένα χρόνο, λεγόταν Κωστής Κελεκίδης. Ένας θείος μου, από το Καράπερτσιν, έφυγε στη Ρωσία, εγκαταστάθηκε σαν αγρότης και έκανε καπνά. Τα καπνά δεν ήταν ακόμη διαδεδομένα στην Ρωσία και καθώς ήταν εργατικός και έξυπνος, έκανε πολλά λεφτά, αυτουνού κόρη ήταν η Παρασκευή. Το θείο μου τον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, πέθανε γρήγορα και όλη την κτηματική περιουσία την κληρονόμησε η κόρη του, η Παρασκευή.
Αυτή αγάπησε έναν λεβέντη, αγράμματο, καλής ψυχής και τον οδήγησε στην καπνεμπορία. Είχανε καπνοφυτείες ατέλειωτες και δουλεύανε εκεί χιλιάδες Ρώσοι. Τον αδερφό μου τον είχε ως είδος διαχειριστού. Η εξαδέλφη μου ήταν σαν αντρογυναίκα, είχε χρήμα πολύ, βάφτισε περί τα τετρακόσια ως πεντακόσια παιδιά, είχε στεφανώσει διακόσιους και τους προίκιζε τα κορίτσια. Είχε ένα Ρώσο αμαξηλάτη και πήγαινε ταξίδια, έλλειπε τρεις με τέσσερις μήνες, ήταν πολύ τίμια, ίσια, στα πέρατα της Ρωσίας, δεν τύχαινε κανείς που να μην την ξέρει.
Αφού τελείωσα τις πληροφορίες και είπα ότι Παρασκευή την λένε τη γυναίκα του, μου είπαν, την Παρασκευή θεία έχεις και θέλεις να κοιμηθείς απάνω στα σανίδια; Σήκω! Θα μας σκοτώσει, άμα το μάθει. Και άρχισαν να με τραβάνε ο ένας από την μια και ο άλλος από την άλλη. Εγώ, μπροστά στην επιμονή τους, πήρα το σακουλάκι μου, εδώ, δυο βήματα είναι το σπίτι της, μου είπαν και τους ακολούθησα.
Στο δρόμο, πηγαίνοντας μου ’λεγαν: «αυτό το τετράγωνο, δικό της είναι», «αυτός ο φούρνος, δικός της είναι», «αυτά τα καφενεία, δικά της είναι», και εγώ, με απορία, φοβισμένος, έριχνα ματιές εκεί που μου δείχνανε και από μέσα μου, άρχισε και με κυρίευε κάποιος φόβος, μήπως έγινε καμιά παρεξήγηση και πάω σε κανένα άλλο σπίτι, μεσάνυχτα! Οι φυλακές, δεν βγαίναν από το μυαλό μου και έτρεμα, μην πάθω τα ίδια πάλι. Σε λιγάκι, φτάνουμε μπροστά στο σπίτι, ένα σπίτι σαν κονάκι μεγάλο, ωραίο φτιαγμένο, πλούσιο, με φαρδιές, μεγάλες πόρτες. Εκεί δεν έχουν μάρμαρα, έχουν τσιμέντα. «Αυτό είναι το σπίτι της Παρασκευής», είπε ένας και σαλτάρει 3-4 σκαλοπάτια μαζεμένα και πατάει το κουμπί.
Αφού πάτησε μια, δυο και δεν άνοιγαν, άρχισε να βροντά την πόρτα και να φωνάζει νευρικά. Να πάρει ο διάβολος! Να πάρει ο διάβολος! Νύχτα, μεσάνυχτα, πολύ στενοχωριόμουνα. Δεν πειράζει, αύριο να έρθουμε, αύριο να έρθουμε, του είπα. Αυτός τίποτα, τα ίδια. «Έλα να πάμε από πίσω από τα κάγκελα, που μπαίνουνε τα αμάξια, θα πάμε
από ’κει, έλα», μου είπε και εγώ φοβόμουνα και έλεγα: Κάτι λάθος θα ’ναι, τέτοια πλούτη να έχει; Σύγχυση θα είναι, να φύγουμε έλεγα. Αυτός έλεγε: «μην φοβάσαι, αυτή είναι η κουμπάρα μου, αυτή με στεφάνωσε και μαζί είμαστε συγγενείς» και τα ’λεγε με ένα θάρρος! Εκεί που κουνούσε τα σίδερα της αποθήκης και φώναζε Κριστινά! -μια γερμανίδα δούλα που είχανε- Παρασκευή! Ιζένια!, ήταν το κοριτσάκι της δεκαπέντε χρονών, μια έκτακτη κοπέλα, της είχε και γερμανίδα πιανίστα. Εκεί που φώναζε τα ονόματα, χύμηξε ένας τεράστιος σκύλος, γαβ! γαβ! γαβ!, στα κάγκελα και ήθελε να βρει τρόπο, να μας ξεσχίσει! Εγώ γύρισα να φύγω και αφού με είδε, πως δεν άκουγε κανείς, «κοιμηθήκανε όλοι», είπε και με ακολούθησε. Γυρίσαμε στο καφενείο, μ’ όλο που επέμεινε, κοιμήθηκα εκεί και ήμουν ευχαριστημένος. Δεν ήθελα να δώσω παραπάνω ενόχληση και αυτός με καληνύχτησε και έφυγε. Όλη τη νύχτα σκεφτόμουνα, μην έγινε παρεξήγηση και μαζευτούνε και είναι τίποτα πλούσιοι και ντροπιαστώ. Και έλεγα: Πώς βρέθηκα σε τούτο το καφενείο; Και έλεγα, να μην ξημερώσει, να μην έρθουνε!
Λοιπόν, μόλις χάραξε, ανοίγω τα μάτια μου και ακούω: ντραμ... ντραμ, τα κλειδιά του καφενείου. Όπως άνοιξε τις πόρτες, χυμήξανε 30-40 και άρχισαν τις ερωτήσεις και τα διάφορα. Ο καφετζής, μπήκε στη μέση και τους είπε: «Είναι κουρασμένος, αφήστε τον. Είναι της Παρασκευής ο εξάδελφος και θα τον πάω εκεί». Λοιπόν, αυτός εμπρός, εγώ από πίσω, πάλι ανέβαινα τα σκαλιά και βροντάει την πόρτα. Εγώ έλιωνα από την στεναχώρια μου, έβλεπα διατυπώσεις, εγώ ήθελα απλά πράγματα, δεν ήθελα τέτοια, ας είχε λεπτά, δεν μου γέμιζε το μάτι, κάλλιο να ’ταν σε μια καλύβα.
Ανοίγει, η γερμανίδα, Κριστινά και της λέγει ο συνοδός μου ρωσικά: «Ο εξάδελφος Δημοσθένης». Όπως φαίνεται, κάτι είχε ακούσει για μένα, γιατί ο αδερφός μου, κάτι έλεγε για μας. Σε λιγάκι, η ξαδέρφη μου, τα μωρά της με τα νυχτικά τους, με αγκαλιάζουν και μ’ ανεβάζουνε τα σκαλιά και πήγαμε απάνω, σ’ ένα σαλόνι πολυτελείας. Εγώ, πάντα με το σακουλάκι μου, πήγα να καθίσω και βούλιαξα, κόντεψε να χτυπήσω. Με ρωτούσε, με ρωτούσε, για τη μάνα μου και έλεγε ότι ο Κωστής είναι πολύ ανήσυχος, δεν θέλει να παντρευτεί. Σε όλη την επικράτεια, όποια κοπέλα θέλει, μπορεί να του την δώσουμε, αλλά αν δεν έρθει η μάνα του, δεν θέλει να ακούσει για γάμο.
Αυτή μιλούσε και εγώ συλλογιζόμουν, μην πάρουν δρόμο οι ψείρες μου και άρχισα να ξύνομαι. Τότε φαίνεται και αυτοί το κατάλαβαν και λέει ρωσικά: Χριστίνα, να ανάψεις το λουτρό και να του δώσεις καθαρά. Σε λίγο ήρθε και είπε: «Κύριε, είναι έτοιμο». Και τότε κατάλαβα, γιατί και η ξαδέρφη μου μου είπε: «Δήμο, να καθαριστείς, να αλλάξεις». Κάτι ακόμα της είχε πει και με τράβηξε, με το ζόρι, από το χέρι. Πήγαμε στο μπάνιο, μου λέει: «Γδύσου να σε λούσω». «Όχι, φύγε!». «Όχι, εγώ». Με τα πολλά έφυγε αυτή και εγώ λούστηκα μόνος μου. Μου έδωσε καθαρά ρούχα, κουστούμια, με πήγανε σε κουρέα, έκοψα τα μαλλιά μου με πρώτη μηχανή (δηλαδή με ψιλή μηχανή), καθάρισα το κεφάλι μου, έστειλα τη Χριστίνα, μου πήρε ένα καπέλο, σαν κασκέτι ρούσικο και το έβαλα κι αυτό στο κεφάλι μου.
Εν τω μεταξύ, εκεί που συζητούσαμε, ένοιωσα μια αδιαθεσία, μια εξάντληση, κάτι κομάρες. Με ειδοποίησαν να πάμε για φαΐ, αλλά εγώ δεν είχα διάθεση. Τι να κάνω; Τους ακολούθησα. Στο τραπέζι ήταν η ξαδέρφη μου, τα ανίψια μου, η πεθερά της, ο άντρας της και δύο τρεις ξένοι. Εγώ καθόμουν δίπλα στην ξαδέρφη μου. Η Χριστίνα, πρώτη φορά (δηλαδή σαν πρώτο πιάτο) μας σέρβιρε τη σούπα, από δύο κουταλίτσες. Μετά μας έφερε με την πιατέλα πατάτες, τηγανισμένες με βούτυρο, όσες ήθελες έτρωγες. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος να με σερβίρουνε. Πάρε! πάρε!, μου ’λεγαν, αλλά εγώ ντρεπόμουν, δεν μου άρεσαν οι διατυπώσεις (δηλαδή οι τυπικότητες).
Σε λιγάκι φέραν άλλη πιατέλα, άλλη, άλλη... Εγώ έλεγα ψέματα, δεν πεινώ, το φαΐ δεν πήγαινε μέσα μου. Αφού έφαγα μου είπε, πως πρέπει να πάω να ξαπλώσω, για μια ή δυο ώρες το πολύ, αλλά εγώ έμεινα ξαπλωμένος όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Και μόλις άνοιξα τα μάτια μου, την άλλη μέρα το πρωί, και μόλις έκανα (δηλαδή αναρωτήθηκα) πού να είμαι, και πήγα να σηκωθώ, ήμουνα σαν το ξύλο. Λιγάκι κουνήθηκα και ήρθα στα συγκαλά μου. Αισθανόμουν ότι είμαι άρρωστος, τα ούρα μου ήταν κόκκινα και έλεγα «χρυσή» έχω (δηλαδή ίκτερο). Έβλεπα τα μάτια μου στον καθρέφτη, έκοβα από κάτω, τη γλώσσα μου και έπινα τα αποβραδυνά ούρα, που τα είχα στο αγιάζι, να παγώσουνε. Χάραξα, να τρέξει αίμα, το μέτωπό μου, ήμουνα κίτρινος και στενοχωριόμουν.
Οι Ρώσοι ζούσαν απλοϊκά. Οι δικοί μου, αν και απλοί ζούσαν «αλά φράγκα». Η ξαδέρφη μου, μου ’βαλε πενήντα ρούβλια στην τσέπη μου, δώδεκα ρούβλια είχανε μια χρυσή λίρα, αλλά, σ’ αυτή την ανώμαλη κατάσταση, δεν είχαν την πρώτη αξία. Μόλις σηκωνόμουν τι έκανα; Έπαιρνα μια οκά γλυκόξυνα, ζουμερά, αχλάδια, τα τραβούσε η καρδιά μου, έκανα κάπου είκοσι λεπτά, ήταν μια εκκλησία ρωσική εκεί, άνοιγα την αυλόπορτα, έμπαινα μέσα και πού και πού έτρωγα κανένα αχλάδι. Μετά από τις δώδεκα ή μία, έτρωγα σε κανένα μαγειριό, ελεύθερα και χωρίς διατυπώσεις και μετά, γυρνούσα στην αγορά, στα τσαγκαράδικα.
Με ένα τσαγκάρη, που πιάσαμε φιλία, του είπα να εργασθώ και μου είπε ευχαρίστως, να έρθεις, είχε ανάγκη, ήμουνα καλός τεχνίτης, δούλευα καλφαλίκι. Η εξαδέλφη μου με μάλωνε: «Πού ήσουνα; Φάγαμε τον κόσμο, είναι προσβολή για την οικογένειά μου, να μην έρχεσαι να τρως στο σπίτι, ο κόσμος θα νομίζει ότι σε αφήνομε πεινασμένο!».
Μετά από κάμποσο καιρό έμαθε, ότι εργαζόμουν σε ένα κατάστημα. Λοιπόν, μου είπε, πας σε ξένο μαγαζί και δουλεύεις; Να σου ανοίξω μπακάλικο, τσαγκαράδικο, ό,τι θέλεις. Φωνάζει τον αμαξηλάτη της και του λέει: «αύριο θα βάλεις την τρόικα, γιατί ήρθε χειμώνας και να τον πας στο Νοβοροσίνσκι, για να πάρει πετσιά, καλαπόδια και ό,τι θέλει, ν’ ανοίξει μαγαζί». Επειδή χιόνιζε παρέμεινε το ζήτημα του ταξιδιού μου, θα μου έδινε να ’χω μαζί μου και πέντε χιλιάδες ρούβλια.
Ρωτούσα, πότε κατεβαίνει ο Κωστής και μου λέγαν, ανάλογα με τις δουλειές των καπνών, σε 15 μέρες, σε 1, 2, 3, 6 μήνες. Ένα βράδυ, να τον, τον βλέπω και έρχεται με δεκαπέντε τετράτροχα φορτωμένα με καπνά. Δύο, τέσσερα, έξι άλογα τα τραβούσαν το καθένα και ήταν φρέσκα δέματα καπνά. Ανοίξαμε τα κάγκελα, φωνές, κακό, ο αδερφός μου διατάζει: «Αυτά από δω! Από κει!» Αφού έδωσε οδηγίες μπήκε μέσα στην τραπεζαρία. Ήταν πολύ μεγάλη, 8χ8 μέτρα, εκεί άναβαν σόμπες και ήταν πολύ ζεστά. Φορούσε γούνινο παλτό, αστρακάν, και ψηλές μπότες.
Η ξαδέρφη μου είπε: «Μην του πείτε τίποτα», και μέσα σαν μπήκε, είπε: «πεινώ, τι φαΐ έχετε; Βάλτε μου να φάω», πού να βάλει ο νους του, ότι μπορούσα να έρθω. Ήρθε ο γαμπρός μου και λογαριάζανε τα δέματα και τα καπνά. Ήρθε το φαΐ και εκεί που τρώει ο αδελφός μου μου ρίχνει πού και που καμιά ματιά, σαν να με ξέρει, σαν κάπου να με έχει δει. Σε κάποια στιγμή λέει στην εξαδέλφη μου: Μα αυτός ποιος είναι; «Ξέρω ’γω; Ένας μουσαφίρης» απάντησε εκείνη. «Μα αυτός μοιάζει του αδελφού μου, του Δημοσθένη», είπε εκείνος.
Μόλις είπε το Δημοσθένης δάκρυσα, δεν βάσταξα και είπα: «Ναι, εγώ είμαι, ο Δημοσθένης!» Τι κάνει η μάνα; πρόλαβε και ρώτησε και ύστερα αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Του εξιστόρησα, πως δεν ήξερα τι κάνει η μάνα, πως βγήκα κι εγώ στο βουνό και μου είπε: Μην στενοχωριέσαι, γιατί είσαι αδύνατος.
Την άλλη μέρα είμαστε μαζί, αυτός θα γύριζε στα «πλαντάζια» αλλά πριν φύγει του ζήτησα να μου δώσει λίγα χρήματα, να κάνω ένα ταξίδι, να πάω να δω τον Μένο. Ναι, μου είπε, να πας. Και βγάζει και μου δίνει ένα μονοκόμματο μεγάλο χρήμα «Ραστόφσκι», που έφερνε το όνομα του στρατηγού της περιφέρειας. Κωστή, του λέω, είναι μεγάλο, μη δεν ξέρω να το χαλάσω, μου δίνει άλλα διακόσια ρούβλια.
Φεύγει ο Κωστής και παίρνω το μοτοράκι, αυτή τη φορά, με τη βαλίτσα μου, τα ρουχαλάκια μου, το παλτό μου, τα υποδήματα, συγυρισμένος, όχι όπως πριν. Αποχαιρέτησα την Παρασκευή, τον άνδρα της, τον Νικολή, τα παιδιά, μπήκα στο μοτόρι και πήγα στο Νοβοροσίνσκι, εκεί νοίκιασα ένα κρεβάτι.
Σκοπό είχα να πάω στο Κατερινοντάρ, αλλά είπα, ας καθίσω μερικές μέρες και κάθισα δεκαπέντε μέρες. Έπιασα δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο, είχε μεγάλη ζήτηση στη Ρωσία, σαν έλεγες τσαγκάρης έκανε πιο εντύπωση από ένα υπουργό, δούλευες ένα μήνα και ζούσες πλούσια. Επήρα θάρρος, έμαθα κάπως ρωσικά, κέρδιζα και μπήκα, σιγά σιγά, σε άλλη γραμμή.
Δημοσθένης Κελεκίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο του :" ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Μας δώσανε σαλάμια, ψωμί, λίγο φρουτάκι και ξεκινήσαμε για το Κερτς. Καθήσαμε πέντε μέρες εκεί και είχαμε πάλι τα ίδια. Μας βάλανε στο σχολείο και σε κάθε έξι επτά ομάδες δίνανε από μια οκά ψωμί.
Έβλεπα τις αψηλέστατες, καλοκάγαθες γυναίκες, απλοϊκές, με το καλάθι στα χέρια και τις πάπιες τους. Οι γυναίκες εκεί ήταν μπαρμπέρισσες. Που ακούστηκε κορίτσια να ξυρίζουν άντρες; Μου φαινόταν πολύ περίεργο, καπετάνισσες γυναίκες, περνούσαν αντίπερα και ερχόντουσαν στα μαγειρεία, πίνανε το τσάι τους, ευθυμούσαν, τραγουδούσαν, ζούσαν μια ζωή τόσο διαφορετική από κείνη που περνούσαμε εμείς εκεί και μάλιστα τα τελευταία χρόνια. Εν τω μεταξύ ρωτούσα: το Κελιντζίκ πού πέφτει και μου ’λεγαν κοντά στο Νοβοροσίνσκι. Ένοιωθα τότε μεγάλη χαρά, γιατί προς τα εκεί ήταν ο αδερφός μου.
Εν τω μεταξύ καθυστερούσαμε, γιατί η επιτροπή έψαχνε για βαπόρι και δεν έβρισκε. Οι κομμουνιστές με την επανάσταση, όλα τα καράβια τα βύθιζαν και εξείχαν τα κατάρτια. Στο λιμάνι ήταν αγκυροβολημένα έρημα καράβια, χωρίς ναύτες και χωρίς τίποτα. Ήταν πραγματικά μια ανώμαλη κατάσταση, αλλά ο κόσμος, καθώς ήταν ακοινώνητος και απλοϊκός, δεν το καταλάβαινε και η ζωή κυλούσε ομαλά.
Οι κομμουνιστές ήταν 4-5 ώρες μέσα από τη θάλασσα και πολεμούσαν με τα τσαρικά στρατεύματα. Ο λαός δεν καταλάβαινε τι είδους πόλεμος ήταν, νόμιζε ότι θα περνούσε. Απόδειξη ήταν, ότι ο στρατός και η αστυνομία παίρναν, πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου, κομμουνιστού ή τσαρικού. Σ’ αυτή την κατάσταση, οι δικοί μας, βρήκαν το βαπόρι «Άγιος Κωνσταντίνος», όπως όπως και βάλανε ναύτες και ένα καπετάνιο. Ήμασταν σαρανταδύο άτομα και θα πηγαίναμε από το Κερτς στο Νοβοροσίνσκι. Μας ειδοποίησαν και πήραμε τα σακουλάκια μας που ήταν κάτι σαν βλάχικες σακούλες και μέσα τους είχαμε τα εσώρουχά μας. Τα ίδια και τα ίδια βάζαμε, χωρίς να τα πλένουμε, τα ξαναβάζαμε και ήμασταν μέσα στην ψείρα!
Μπήκαμε στο πλοίο «Άγιος Κωνσταντίνος» από το Κερτς και ταξιδεύαμε για το Νοβοροσίνσκι. Η επιτροπή ήταν μαζί μας, για να μας παραδώσει στην άλλη επιτροπή. Για να ανασυντάξουν το καράβι και να το ξεκινήσουν κάναν πολλά έξοδα.
Φθάσαμε στο Νοβοροσίνσκι, σε δυο ή τρεις μέρες, εκεί, αφού μας παρέλαβε η επιτροπή και μας μοίρασε, άλλους σε ξενοδοχεία και άλλους σε σπίτια και σε σχολεία. Μας δώσανε πολύ μεγάλη σημασία, εμείς δεν θέλαμε χλιδή, δεν θέλαμε ταξίδια, εμείς πήγαμε για αποστολή, για το σκοπό μας, Τσάρος δεν υπήρχε, δεν ξέραμε σε ποιον ν’ αποταθούμε. «Εδώ θα παραμείνετε», μας είπαν, «είναι μέρος ασφαλές, μεγάλο λιμάνι», εκεί υπάρχουν τα σιλό, «όποιος θέλει» μας είπε η επιτροπή, «να παραμείνει στο Νοβοροσίνσκι, θα υποστηριχθεί, θα του βρούμε δουλειά και θα αποκατασταθεί. Όποιος έχει συγγενείς, η επιτροπή, θα τον στείλει στον κάθε του συγγενή».
Αφού καθίσαμε καμιά δεκαπενταριά - είκοσι μέρες, μας κρατούσαν οι Πόντιοι και μας κάναν πότε πότε το τραπέζι. Εκεί συναντήσαμε τον Αιμίλιο, τον οπλαρχηγό, που ήρθε για αποστολή και παράμεινε. Εκεί είχαμε συναντήσει τον Επεσλή Βασίλ αγά, τον σκότωσαν αργότερα, στην περίοδο του Κεμάλ, καθόταν στο καφενείο και επιστράτευε εθελοντικά αντάρτικα σώματα, ήταν επικίνδυνος και τον σκότωσαν οι Τούρκοι το 1919. Τον είχαμε συναντήσει στην Ρωσία.
Μετά ένα μήνα, μας κάλεσε η επιτροπή και μας είπε, όποιοι θέλουν να μείνουν και όποιοι δεν θέλουν, να τους στείλουνε στους συγγενείς τους. Παρουσιαστήκαμε εγώ και ο Μένος. Αυτός ήθελε να πάει στο Κατερινοντάρ, του κάνανε τα ναύλα του, του δώσανε είκοσι χιλιάρικα, κονσέρβες και τον στείλανε. Εμένα μου δώσανε δέκα ρούβλια, κονσέρβες, ψωμί και με πήγαν στο λιμάνι. Με βάλανε μέσα στο μοτοράκι και με πήγαν στο Κελιντζίκ, εκεί ήταν οι συγγενείς μου και ο αδερφός μου. Ήμασταν μέσα στη βάρκα (δηλαδή στο μοτοράκι) εικοσιπέντε ως τριάντα γυναίκες, Ρωσίδες, άντρες και κάνα παιδάκι. Αυτοί μιλούσαν, γελούσαν, κάναν αστεία μεταξύ τους, αντίθετα, εγώ ήμουν μελαγχολικός, ξένος και δεν καταλάβαινα τίποτα, σαν να ήμουνα απελπισμένος, σαν να ’χα αποξενωθεί. Και έλεγα μέσα μου, θα βρω τον αδελφό μου; Και έτσι, λυπημένος, συνέχιζα το ταξίδι μου, ούτε μιλιά δεν έβγαλα, είχα το δισάκι μου και που και που έτρωγα καμιά κονσέρβα.
Μέσα σε πέντε-έξι ώρες, κατά τις εννιά το βράδυ, που σκοτείνιασε, μπήκαμε στο λιμάνι του Κελιντζίκ. Κατά τις δέκα το βράδυ, έρχεται το μοτεράκι και πλαγιάζει (δηλαδή πλευρίζει) δίπλα στη σκάλα, στο γεφύρι, για να μας βγάλει. Φτάσαμε στο τέρμα. Η σκάλα ήταν φαρδιά, από ξύλα χοντρά φτιαγμένη και είχε απάνω κόσμο, πάρα πολύ.
Το Κελιντζίκ, η Γιάλτα, η Θεοδοσία έχουν κλίμα ωραίο και ξεχύνεται κόσμος, εικοσιπέντε ως τριάντα χιλιάδες παραθεριστές, κι όλοι είναι καλοντυμένοι.
Αφού ένας ένας βγήκαν οι συνταξιδιώτες, βγήκα τελευταίος και εγώ με το δίσακο μου. Πάνω στη σκάλα ανακατεύθηκα μέσα στο πλήθος και έλεγα: βρε, μπας και είναι και ο αδερφός μου; Κοίταγα τον ένα, κοίταγα τον άλλο και προχωρούσα προς τη στεριά. Μετά από τη σκάλα, μπήκαμε στην κεντρική οδό. Ήθελα να μπω μέσα σε κανένα ξενοδοχείο, εκεί μέσα μιλούσαν ποντιακά, παίζανε τάβλι, χαρτιά, μιλούσαν μεγαλόφωνα, και έλεγα: πώς να μπω μέσα, σ’ αυτή την κατάσταση που είμαι, για να ’χω δυνάμεις, να ψάξω την άλλη μέρα, να βρω τον αδερφό μου;
Νόμιζα, πως επειδή ήταν ξενοδοχείο πολυτελείας, δεν θα με αφήνανε να κοιμηθώ και γυρνούσα από την μια μεριά στην άλλη και περίμενα να φύγει ο κόσμος, να πάει στα σπίτια του, για να πω του καφετζή, να με αφήσει εκείνη τη βραδιά, να κοιμηθώ σε μια γωνιά. Αλλά όσο περνούσε η ώρα, το καφενείο δεν άδειαζε. Έλεγα, να κάνω και κανένα γύρο προς τα μέσα, σε κανένα απόκεντρο, μήπως βρω κανένα άλλο πιο κατάλληλο. Μπορούσε, όλοι αυτοί να με φιλοξενούσαν, αλλά ο τύπος μου είναι βαρύς και περήφανος, ύστερα η βρώμα και ψείρα, πώς να πάω; Από ξενοδοχεία δεν ήξερα.
Και εκεί, που γύριζα την γωνία και τράβηξα στην πέρα μεριά, βλέπω ένα σαν καφενείο και είχε πολύ φως απόξω. Ζύγωσα και κοίταξα μέσα, από τα τζάμια, οι άνθρωποι ήταν πιο απλοϊκοί και πήρα μεγαλύτερο θάρρος. Πρώτη φορά ένοιωσα ντροπαλός και άβγαλτος. Κοντοστάθηκα καμιά μισή ώρα, πήρα το θάρρος και μπήκα μέσα. Μέσα οι άνθρωποι, όλοι, ήταν Πόντιοι. Μιλούσαν μεγαλόφωνα και παίζανε χαρτιά. Αφού κοίταξα από ’δω και από ’κει, κάθισα σ’ ένα ντιβανάκι, από ροκανισμένο σανίδι και παράγγειλα ένα τσάι. Έφαγα λιγάκι, πέρναγε η ώρα, αλλά ο κόσμος δεν έφευγε, για να πάρω θάρρος, να παρακαλέσω, να με αφήσουνε να κοιμηθώ μέσα. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Είπα: «Κάνε μου δεύτερο τσάι» και μέσα σε τρις ώρες εγώ παράγγειλα τρία τσάγια.
Ο κόσμος μόλις άρχισε να πηγαίνει, για να κοιμηθεί, το γκαρσόνι άρχισε να σκουπίζει και να τακτοποιεί. Ήταν μόνο του, ο καφετζής ήταν μέσα. Δήμο, είπα μέσα μου, είναι καιρός να του το πεις. Ύστερα από εκείνο που έπαθα, έτρεμα να μείνω στο δρόμο. Και πήγα και του είπα: «Θα ’χετε την καλοσύνη, να μείνω μια βραδιά εδώ;»
Και μου είπε: Πολύ ευχαρίστως, αλλά δεν έχουμε κρεβάτια και τέτοια, που θα κοιμηθείς;» «Εδώ, χάμου, στα σανίδια, εδώ θα κοιμηθώ». Αυτουνού του φάνηκε περίεργο, Έλληνας, τόσο δυστυχισμένος, χωρίς κρεβάτι, χωρίς σπίτι, ενώ όλοι οι Έλληνες στη Ρωσία, τα έχουν όλα! Κατάλαβα τη σκέψη του και του είπα: «εγώ είμαι ξένος, μόλις ήρθα από τη Τουρκία, για αποστολή (ήρθα εδώ) επειδή έχω συγγενείς». Ποιους έχεις συγγενείς; (με ρώτησε).
Στο μεταξύ ήρθε ο καφετζής και κάτι άλλοι και σε λίγο γέμισε το καφενείο γυναίκες, άντρες και παιδιά και με ρωτούσαν, για την Τραπεζούντα, για την Κερασούντα, γιατί είχαν μάθει, ότι εκεί σφάχτηκαν όλοι και είχαν πολύ ενδιαφέρον. Όπως μπορούσα τους πληροφόρησα, αν ήταν Αμισιανοί ήξερα και τους έλεγα, αν όχι, ήξερα γενικά, για τον τόπο τους και λίγο ως πολύ τους κατατόπιζα.
Σε λίγο, τους είπε ο καφετζής: «Θέλει να κοιμηθεί απάνω στα σανίδια». Σαν τ’ άκουσαν αυτό, οι πατριώτες μου, με τραβούσαν ποιος να με πρωτοφιλοξενίσει, οι Πόντιοι ήταν φιλόξενοι, ήταν και εκείνα τα αγαθά χρόνια. Ήμουνα δισταχτικός, για την κατάστασή μου και νόμιζε, ο καφετζής, ότι απλώς ντρεπόμουνα. Και με ρωτούσε: «Πού είναι οι συγγενείς σου;» Τάχα μου, να με κάνει, για να μην τους ντρέπομαι. Τότε είπα ότι είχα ένα γαμπρό, που τον λέγανε Νικόλαο Κρασσά και τη γυναίκα του Παρασκευή. Και ότι, ο αδερφός μου, που είχε φύγει πριν από ένα χρόνο, λεγόταν Κωστής Κελεκίδης. Ένας θείος μου, από το Καράπερτσιν, έφυγε στη Ρωσία, εγκαταστάθηκε σαν αγρότης και έκανε καπνά. Τα καπνά δεν ήταν ακόμη διαδεδομένα στην Ρωσία και καθώς ήταν εργατικός και έξυπνος, έκανε πολλά λεφτά, αυτουνού κόρη ήταν η Παρασκευή. Το θείο μου τον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, πέθανε γρήγορα και όλη την κτηματική περιουσία την κληρονόμησε η κόρη του, η Παρασκευή.
Αυτή αγάπησε έναν λεβέντη, αγράμματο, καλής ψυχής και τον οδήγησε στην καπνεμπορία. Είχανε καπνοφυτείες ατέλειωτες και δουλεύανε εκεί χιλιάδες Ρώσοι. Τον αδερφό μου τον είχε ως είδος διαχειριστού. Η εξαδέλφη μου ήταν σαν αντρογυναίκα, είχε χρήμα πολύ, βάφτισε περί τα τετρακόσια ως πεντακόσια παιδιά, είχε στεφανώσει διακόσιους και τους προίκιζε τα κορίτσια. Είχε ένα Ρώσο αμαξηλάτη και πήγαινε ταξίδια, έλλειπε τρεις με τέσσερις μήνες, ήταν πολύ τίμια, ίσια, στα πέρατα της Ρωσίας, δεν τύχαινε κανείς που να μην την ξέρει.
Αφού τελείωσα τις πληροφορίες και είπα ότι Παρασκευή την λένε τη γυναίκα του, μου είπαν, την Παρασκευή θεία έχεις και θέλεις να κοιμηθείς απάνω στα σανίδια; Σήκω! Θα μας σκοτώσει, άμα το μάθει. Και άρχισαν να με τραβάνε ο ένας από την μια και ο άλλος από την άλλη. Εγώ, μπροστά στην επιμονή τους, πήρα το σακουλάκι μου, εδώ, δυο βήματα είναι το σπίτι της, μου είπαν και τους ακολούθησα.
Στο δρόμο, πηγαίνοντας μου ’λεγαν: «αυτό το τετράγωνο, δικό της είναι», «αυτός ο φούρνος, δικός της είναι», «αυτά τα καφενεία, δικά της είναι», και εγώ, με απορία, φοβισμένος, έριχνα ματιές εκεί που μου δείχνανε και από μέσα μου, άρχισε και με κυρίευε κάποιος φόβος, μήπως έγινε καμιά παρεξήγηση και πάω σε κανένα άλλο σπίτι, μεσάνυχτα! Οι φυλακές, δεν βγαίναν από το μυαλό μου και έτρεμα, μην πάθω τα ίδια πάλι. Σε λιγάκι, φτάνουμε μπροστά στο σπίτι, ένα σπίτι σαν κονάκι μεγάλο, ωραίο φτιαγμένο, πλούσιο, με φαρδιές, μεγάλες πόρτες. Εκεί δεν έχουν μάρμαρα, έχουν τσιμέντα. «Αυτό είναι το σπίτι της Παρασκευής», είπε ένας και σαλτάρει 3-4 σκαλοπάτια μαζεμένα και πατάει το κουμπί.
Αφού πάτησε μια, δυο και δεν άνοιγαν, άρχισε να βροντά την πόρτα και να φωνάζει νευρικά. Να πάρει ο διάβολος! Να πάρει ο διάβολος! Νύχτα, μεσάνυχτα, πολύ στενοχωριόμουνα. Δεν πειράζει, αύριο να έρθουμε, αύριο να έρθουμε, του είπα. Αυτός τίποτα, τα ίδια. «Έλα να πάμε από πίσω από τα κάγκελα, που μπαίνουνε τα αμάξια, θα πάμε
από ’κει, έλα», μου είπε και εγώ φοβόμουνα και έλεγα: Κάτι λάθος θα ’ναι, τέτοια πλούτη να έχει; Σύγχυση θα είναι, να φύγουμε έλεγα. Αυτός έλεγε: «μην φοβάσαι, αυτή είναι η κουμπάρα μου, αυτή με στεφάνωσε και μαζί είμαστε συγγενείς» και τα ’λεγε με ένα θάρρος! Εκεί που κουνούσε τα σίδερα της αποθήκης και φώναζε Κριστινά! -μια γερμανίδα δούλα που είχανε- Παρασκευή! Ιζένια!, ήταν το κοριτσάκι της δεκαπέντε χρονών, μια έκτακτη κοπέλα, της είχε και γερμανίδα πιανίστα. Εκεί που φώναζε τα ονόματα, χύμηξε ένας τεράστιος σκύλος, γαβ! γαβ! γαβ!, στα κάγκελα και ήθελε να βρει τρόπο, να μας ξεσχίσει! Εγώ γύρισα να φύγω και αφού με είδε, πως δεν άκουγε κανείς, «κοιμηθήκανε όλοι», είπε και με ακολούθησε. Γυρίσαμε στο καφενείο, μ’ όλο που επέμεινε, κοιμήθηκα εκεί και ήμουν ευχαριστημένος. Δεν ήθελα να δώσω παραπάνω ενόχληση και αυτός με καληνύχτησε και έφυγε. Όλη τη νύχτα σκεφτόμουνα, μην έγινε παρεξήγηση και μαζευτούνε και είναι τίποτα πλούσιοι και ντροπιαστώ. Και έλεγα: Πώς βρέθηκα σε τούτο το καφενείο; Και έλεγα, να μην ξημερώσει, να μην έρθουνε!
Λοιπόν, μόλις χάραξε, ανοίγω τα μάτια μου και ακούω: ντραμ... ντραμ, τα κλειδιά του καφενείου. Όπως άνοιξε τις πόρτες, χυμήξανε 30-40 και άρχισαν τις ερωτήσεις και τα διάφορα. Ο καφετζής, μπήκε στη μέση και τους είπε: «Είναι κουρασμένος, αφήστε τον. Είναι της Παρασκευής ο εξάδελφος και θα τον πάω εκεί». Λοιπόν, αυτός εμπρός, εγώ από πίσω, πάλι ανέβαινα τα σκαλιά και βροντάει την πόρτα. Εγώ έλιωνα από την στεναχώρια μου, έβλεπα διατυπώσεις, εγώ ήθελα απλά πράγματα, δεν ήθελα τέτοια, ας είχε λεπτά, δεν μου γέμιζε το μάτι, κάλλιο να ’ταν σε μια καλύβα.
Ανοίγει, η γερμανίδα, Κριστινά και της λέγει ο συνοδός μου ρωσικά: «Ο εξάδελφος Δημοσθένης». Όπως φαίνεται, κάτι είχε ακούσει για μένα, γιατί ο αδερφός μου, κάτι έλεγε για μας. Σε λιγάκι, η ξαδέρφη μου, τα μωρά της με τα νυχτικά τους, με αγκαλιάζουν και μ’ ανεβάζουνε τα σκαλιά και πήγαμε απάνω, σ’ ένα σαλόνι πολυτελείας. Εγώ, πάντα με το σακουλάκι μου, πήγα να καθίσω και βούλιαξα, κόντεψε να χτυπήσω. Με ρωτούσε, με ρωτούσε, για τη μάνα μου και έλεγε ότι ο Κωστής είναι πολύ ανήσυχος, δεν θέλει να παντρευτεί. Σε όλη την επικράτεια, όποια κοπέλα θέλει, μπορεί να του την δώσουμε, αλλά αν δεν έρθει η μάνα του, δεν θέλει να ακούσει για γάμο.
Αυτή μιλούσε και εγώ συλλογιζόμουν, μην πάρουν δρόμο οι ψείρες μου και άρχισα να ξύνομαι. Τότε φαίνεται και αυτοί το κατάλαβαν και λέει ρωσικά: Χριστίνα, να ανάψεις το λουτρό και να του δώσεις καθαρά. Σε λίγο ήρθε και είπε: «Κύριε, είναι έτοιμο». Και τότε κατάλαβα, γιατί και η ξαδέρφη μου μου είπε: «Δήμο, να καθαριστείς, να αλλάξεις». Κάτι ακόμα της είχε πει και με τράβηξε, με το ζόρι, από το χέρι. Πήγαμε στο μπάνιο, μου λέει: «Γδύσου να σε λούσω». «Όχι, φύγε!». «Όχι, εγώ». Με τα πολλά έφυγε αυτή και εγώ λούστηκα μόνος μου. Μου έδωσε καθαρά ρούχα, κουστούμια, με πήγανε σε κουρέα, έκοψα τα μαλλιά μου με πρώτη μηχανή (δηλαδή με ψιλή μηχανή), καθάρισα το κεφάλι μου, έστειλα τη Χριστίνα, μου πήρε ένα καπέλο, σαν κασκέτι ρούσικο και το έβαλα κι αυτό στο κεφάλι μου.
Εν τω μεταξύ, εκεί που συζητούσαμε, ένοιωσα μια αδιαθεσία, μια εξάντληση, κάτι κομάρες. Με ειδοποίησαν να πάμε για φαΐ, αλλά εγώ δεν είχα διάθεση. Τι να κάνω; Τους ακολούθησα. Στο τραπέζι ήταν η ξαδέρφη μου, τα ανίψια μου, η πεθερά της, ο άντρας της και δύο τρεις ξένοι. Εγώ καθόμουν δίπλα στην ξαδέρφη μου. Η Χριστίνα, πρώτη φορά (δηλαδή σαν πρώτο πιάτο) μας σέρβιρε τη σούπα, από δύο κουταλίτσες. Μετά μας έφερε με την πιατέλα πατάτες, τηγανισμένες με βούτυρο, όσες ήθελες έτρωγες. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος να με σερβίρουνε. Πάρε! πάρε!, μου ’λεγαν, αλλά εγώ ντρεπόμουν, δεν μου άρεσαν οι διατυπώσεις (δηλαδή οι τυπικότητες).
Σε λιγάκι φέραν άλλη πιατέλα, άλλη, άλλη... Εγώ έλεγα ψέματα, δεν πεινώ, το φαΐ δεν πήγαινε μέσα μου. Αφού έφαγα μου είπε, πως πρέπει να πάω να ξαπλώσω, για μια ή δυο ώρες το πολύ, αλλά εγώ έμεινα ξαπλωμένος όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Και μόλις άνοιξα τα μάτια μου, την άλλη μέρα το πρωί, και μόλις έκανα (δηλαδή αναρωτήθηκα) πού να είμαι, και πήγα να σηκωθώ, ήμουνα σαν το ξύλο. Λιγάκι κουνήθηκα και ήρθα στα συγκαλά μου. Αισθανόμουν ότι είμαι άρρωστος, τα ούρα μου ήταν κόκκινα και έλεγα «χρυσή» έχω (δηλαδή ίκτερο). Έβλεπα τα μάτια μου στον καθρέφτη, έκοβα από κάτω, τη γλώσσα μου και έπινα τα αποβραδυνά ούρα, που τα είχα στο αγιάζι, να παγώσουνε. Χάραξα, να τρέξει αίμα, το μέτωπό μου, ήμουνα κίτρινος και στενοχωριόμουν.
Οι Ρώσοι ζούσαν απλοϊκά. Οι δικοί μου, αν και απλοί ζούσαν «αλά φράγκα». Η ξαδέρφη μου, μου ’βαλε πενήντα ρούβλια στην τσέπη μου, δώδεκα ρούβλια είχανε μια χρυσή λίρα, αλλά, σ’ αυτή την ανώμαλη κατάσταση, δεν είχαν την πρώτη αξία. Μόλις σηκωνόμουν τι έκανα; Έπαιρνα μια οκά γλυκόξυνα, ζουμερά, αχλάδια, τα τραβούσε η καρδιά μου, έκανα κάπου είκοσι λεπτά, ήταν μια εκκλησία ρωσική εκεί, άνοιγα την αυλόπορτα, έμπαινα μέσα και πού και πού έτρωγα κανένα αχλάδι. Μετά από τις δώδεκα ή μία, έτρωγα σε κανένα μαγειριό, ελεύθερα και χωρίς διατυπώσεις και μετά, γυρνούσα στην αγορά, στα τσαγκαράδικα.
Με ένα τσαγκάρη, που πιάσαμε φιλία, του είπα να εργασθώ και μου είπε ευχαρίστως, να έρθεις, είχε ανάγκη, ήμουνα καλός τεχνίτης, δούλευα καλφαλίκι. Η εξαδέλφη μου με μάλωνε: «Πού ήσουνα; Φάγαμε τον κόσμο, είναι προσβολή για την οικογένειά μου, να μην έρχεσαι να τρως στο σπίτι, ο κόσμος θα νομίζει ότι σε αφήνομε πεινασμένο!».
Μετά από κάμποσο καιρό έμαθε, ότι εργαζόμουν σε ένα κατάστημα. Λοιπόν, μου είπε, πας σε ξένο μαγαζί και δουλεύεις; Να σου ανοίξω μπακάλικο, τσαγκαράδικο, ό,τι θέλεις. Φωνάζει τον αμαξηλάτη της και του λέει: «αύριο θα βάλεις την τρόικα, γιατί ήρθε χειμώνας και να τον πας στο Νοβοροσίνσκι, για να πάρει πετσιά, καλαπόδια και ό,τι θέλει, ν’ ανοίξει μαγαζί». Επειδή χιόνιζε παρέμεινε το ζήτημα του ταξιδιού μου, θα μου έδινε να ’χω μαζί μου και πέντε χιλιάδες ρούβλια.
Ρωτούσα, πότε κατεβαίνει ο Κωστής και μου λέγαν, ανάλογα με τις δουλειές των καπνών, σε 15 μέρες, σε 1, 2, 3, 6 μήνες. Ένα βράδυ, να τον, τον βλέπω και έρχεται με δεκαπέντε τετράτροχα φορτωμένα με καπνά. Δύο, τέσσερα, έξι άλογα τα τραβούσαν το καθένα και ήταν φρέσκα δέματα καπνά. Ανοίξαμε τα κάγκελα, φωνές, κακό, ο αδερφός μου διατάζει: «Αυτά από δω! Από κει!» Αφού έδωσε οδηγίες μπήκε μέσα στην τραπεζαρία. Ήταν πολύ μεγάλη, 8χ8 μέτρα, εκεί άναβαν σόμπες και ήταν πολύ ζεστά. Φορούσε γούνινο παλτό, αστρακάν, και ψηλές μπότες.
Η ξαδέρφη μου είπε: «Μην του πείτε τίποτα», και μέσα σαν μπήκε, είπε: «πεινώ, τι φαΐ έχετε; Βάλτε μου να φάω», πού να βάλει ο νους του, ότι μπορούσα να έρθω. Ήρθε ο γαμπρός μου και λογαριάζανε τα δέματα και τα καπνά. Ήρθε το φαΐ και εκεί που τρώει ο αδελφός μου μου ρίχνει πού και που καμιά ματιά, σαν να με ξέρει, σαν κάπου να με έχει δει. Σε κάποια στιγμή λέει στην εξαδέλφη μου: Μα αυτός ποιος είναι; «Ξέρω ’γω; Ένας μουσαφίρης» απάντησε εκείνη. «Μα αυτός μοιάζει του αδελφού μου, του Δημοσθένη», είπε εκείνος.
Το Αικανερινοντάρ στις αρχές του 20ου αιώνα. |
Μόλις είπε το Δημοσθένης δάκρυσα, δεν βάσταξα και είπα: «Ναι, εγώ είμαι, ο Δημοσθένης!» Τι κάνει η μάνα; πρόλαβε και ρώτησε και ύστερα αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Του εξιστόρησα, πως δεν ήξερα τι κάνει η μάνα, πως βγήκα κι εγώ στο βουνό και μου είπε: Μην στενοχωριέσαι, γιατί είσαι αδύνατος.
Την άλλη μέρα είμαστε μαζί, αυτός θα γύριζε στα «πλαντάζια» αλλά πριν φύγει του ζήτησα να μου δώσει λίγα χρήματα, να κάνω ένα ταξίδι, να πάω να δω τον Μένο. Ναι, μου είπε, να πας. Και βγάζει και μου δίνει ένα μονοκόμματο μεγάλο χρήμα «Ραστόφσκι», που έφερνε το όνομα του στρατηγού της περιφέρειας. Κωστή, του λέω, είναι μεγάλο, μη δεν ξέρω να το χαλάσω, μου δίνει άλλα διακόσια ρούβλια.
Φεύγει ο Κωστής και παίρνω το μοτοράκι, αυτή τη φορά, με τη βαλίτσα μου, τα ρουχαλάκια μου, το παλτό μου, τα υποδήματα, συγυρισμένος, όχι όπως πριν. Αποχαιρέτησα την Παρασκευή, τον άνδρα της, τον Νικολή, τα παιδιά, μπήκα στο μοτόρι και πήγα στο Νοβοροσίνσκι, εκεί νοίκιασα ένα κρεβάτι.
Σκοπό είχα να πάω στο Κατερινοντάρ, αλλά είπα, ας καθίσω μερικές μέρες και κάθισα δεκαπέντε μέρες. Έπιασα δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο, είχε μεγάλη ζήτηση στη Ρωσία, σαν έλεγες τσαγκάρης έκανε πιο εντύπωση από ένα υπουργό, δούλευες ένα μήνα και ζούσες πλούσια. Επήρα θάρρος, έμαθα κάπως ρωσικά, κέρδιζα και μπήκα, σιγά σιγά, σε άλλη γραμμή.
Δημοσθένης Κελεκίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο του :" ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου