Μέρα και νύχτα, ακολουθώντας τους χείμαρρους που είχαν σχηματίσει οι φθινοπωρινές βροχές, το πλήθος των φυγάδων είχε πλέον ξεπεράσει τις 180.000 ψυχές μέσα σε δώδεκα μέρες, ενώ συνέχιζε με αργό ρυθμό την πορεία του προς τις ελώδεις εκβολές του πάντα φουσκωμένου Έβρου. Για λίγες ώρες τα βόδια θα ξεκουράζονταν εκεί λυμένα, ενώ οι οικογένειες των προσφύγων θα ξέκλεβαν λίγο ύπνο πάνω στα ιδρωμένα στομάχια των ζώων τους για να ζεσταθούν.
Τότε θα ακουγόταν το σφύριγμα του Οριάν Εξπρές, τα βαγόνια του οποίου έλαμπαν από φως και χλιδή καθώς περνούσε. Ύστερα από λίγο, το ταξίδι -ή, καλύτερα, η αργόσυρτη σαν χελώνα πορεία των λασπωμένων κάρων και των βαρύθυμων απ’ την εξάντληση βοδιών- ξανάρχιζε. Έπρεπε να φτάσουν στο ποτάμι πριν η διέλευσή του γίνει αδύνατη· έπρεπε να προχωρήσουν με πείσμα μπροστά.
Απ’ τις όχθες του'Εβρου, όπου όλοι οι δρόμοι καταλήγουν στη γέφυρα του Καραγάς, είτε από τις «βίγλες» στις ταράτσες των σπιτιών της Αδριανούπολης που βλέπουν στο ποτάμι, μπορούσε κανείς να δει την τελευταία φάση αυτής της φυγής. Τη μέρα, απ’ το πρώτο πλάνο μέχρι το βάθος του ορίζοντα, η ερημωμένη ύπαιθρος, πάνω στην οποία η ατελείωτη πομπή φιδογύριζε, σκοτείνιαζε και γινόταν γκρίζα μέσα στη δυνατή βροχή. Τη νύχτα, πάλι, στο φως των φαναριών που ξεχώριζαν μέσα στην απέραντη μαυρίλα, σηκωνόταν ένα συγκεχυμένο βουητό από τα μουγκανητά των ζώων, τα δυνατά χτυπήματα των μαστιγίων, το σφυροκόπημα της βροχής, τους τριγμούς των ξύλινων τροχών πάνω στους άξονές τους.
Παρατηρητές που περιέγραφαν το ολοκαύτωμα της Σμύρνης με φράσεις όπως «η εποποιία της φωτιάς!» τώρα μιλούσαν για τα πλήθη της Ανατολικής Θράκης που λύγιζαν απ’ το μαστίγωμα της νεροποντής - σαν να διέκριναν σ’ αυτό το χτύπημα της μοίρας. Έλεγαν ότι ήταν «η εποποιία της βροχής.»
Μ’ αυτό τον τρόπο 300.000 πρόσφυγες διέσχισαν το φουσκωμένο Έβρο και σκορπίστηκαν στις δυτικές του όχθες. Έτσι, λοιπόν, το τρίτο κύμα της μεγάλης προσφυγιάς, που αριθμούσε πλέον 700.000 ψυχές, πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας.
National Geographic Magazine
Καραβάνι προσφύγων στο δρόμο για την Ραιδεστό |
Τότε θα ακουγόταν το σφύριγμα του Οριάν Εξπρές, τα βαγόνια του οποίου έλαμπαν από φως και χλιδή καθώς περνούσε. Ύστερα από λίγο, το ταξίδι -ή, καλύτερα, η αργόσυρτη σαν χελώνα πορεία των λασπωμένων κάρων και των βαρύθυμων απ’ την εξάντληση βοδιών- ξανάρχιζε. Έπρεπε να φτάσουν στο ποτάμι πριν η διέλευσή του γίνει αδύνατη· έπρεπε να προχωρήσουν με πείσμα μπροστά.
Απ’ τις όχθες του'Εβρου, όπου όλοι οι δρόμοι καταλήγουν στη γέφυρα του Καραγάς, είτε από τις «βίγλες» στις ταράτσες των σπιτιών της Αδριανούπολης που βλέπουν στο ποτάμι, μπορούσε κανείς να δει την τελευταία φάση αυτής της φυγής. Τη μέρα, απ’ το πρώτο πλάνο μέχρι το βάθος του ορίζοντα, η ερημωμένη ύπαιθρος, πάνω στην οποία η ατελείωτη πομπή φιδογύριζε, σκοτείνιαζε και γινόταν γκρίζα μέσα στη δυνατή βροχή. Τη νύχτα, πάλι, στο φως των φαναριών που ξεχώριζαν μέσα στην απέραντη μαυρίλα, σηκωνόταν ένα συγκεχυμένο βουητό από τα μουγκανητά των ζώων, τα δυνατά χτυπήματα των μαστιγίων, το σφυροκόπημα της βροχής, τους τριγμούς των ξύλινων τροχών πάνω στους άξονές τους.
Παρατηρητές που περιέγραφαν το ολοκαύτωμα της Σμύρνης με φράσεις όπως «η εποποιία της φωτιάς!» τώρα μιλούσαν για τα πλήθη της Ανατολικής Θράκης που λύγιζαν απ’ το μαστίγωμα της νεροποντής - σαν να διέκριναν σ’ αυτό το χτύπημα της μοίρας. Έλεγαν ότι ήταν «η εποποιία της βροχής.»
Μ’ αυτό τον τρόπο 300.000 πρόσφυγες διέσχισαν το φουσκωμένο Έβρο και σκορπίστηκαν στις δυτικές του όχθες. Έτσι, λοιπόν, το τρίτο κύμα της μεγάλης προσφυγιάς, που αριθμούσε πλέον 700.000 ψυχές, πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας.
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου