Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Γ. ΚΑΝΔΗΛΑΠΤΗ-ΚΑΝΙΣ (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Ο Κανδηλάπτης με την σύζυγο του Αγγελική
Στο Γ. Κανδηλάπτη-Κάνι ασκούσαν μεγάλη και καθορι­στική επιροοή οι θέσεις και οι παραινέσεις ατόμων που εκτιμούσε και λειτουργούσαν ως πρότυπα συμπεριφοράς. Αυ­τό φαίνεται ήδη από την παιδική του ηλικία. Μαθητής της Δ' τάξεως του δημοτικού, το σχολικό έτος 1892-1893, συγκινείται από τις παραινέσεις του αρχιερατικού επιτρόπου της επαρχίας Χαλδίας, παπά-Αθανασίου Σουμελίδου και αποφασίζει να γίνει «καλός άνθρωπος». 
(Αυτοβιογραφία, σελ. 17). 
Το 1908 αποφασίζει να γίνει ακόμη καλύτερος δη­μοσιογράφος, επειδή συγκινείται από τα λόγια του Αριστεί­δη Ιεροκλή, αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Φάρος της Ανα­τολής»: «Άφίσατε τον νέον τούτον, όστις θα έξελιχθή εις καλόν δημοσιογράφον.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 64).
Από παιδί ο Γ. Κανδηλάπτης-Κάνις δείχνει ενδιαφέρον για ποικίλες δραστηριότητες και εξελίσσεται σε άριστο μαθητευόμενο και μετέπειτα επαγγελματία σε διάφορα επαγ­γέλματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μαθητής της Δ' τάξεως του δημοτικού ασχολείται με την εκμάθηση της παρασκευ­ής φαγητών.
«Κατά τάς διακοπάς με εισήγαγον εις υπηρέτησιν των μαγειρείων της πόλεως αντί γροσίων 30 κατά μήνα μετά τής τροφής μου. Έξέμαθον δέ καί ίκανώς τήν παρασκευήν φαγητών καί ιδίως τού ψητού (κ. κεπαπί­ου), ώστε ότε βραδύτερον έξερχόμεθα εις έκδρομάς, άνδρες πλέον, άνά τά γραφικά τοπία των Χανακάδων, Αγίας Σημής, Μισαλάς, Λύκ Όμάλ πρός ψυχαγωγίαν καί διασκέδασιν πάντες εις εμέ άπέβλεπαν πρός παρασκευήν ψητών.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 17),
Μαθητής της Ε' τάξης βοηθά τον πατέρα του στα καθή­κοντα του νεωκόρου. «Τόσην δέ έπιδεξότητα είχαν εις τήν άνοδον καί κάθοδον των κλιμάκων πρός άναψιν των κανδήλων, ώστε όλοι μέ έθαύμαζον καί μέ προώριζον ώς διάδοχον τού πατρός μου εις τήν νεωκορίαν του ναού. Ήσθάνθην δέ μεγάλην αγάπην πρός τά θεία καί τόν ναόν, ον έθεώρουν ώς ίδιον μας οίκημα καί πάσαν ώραν καί στιγμήν είσερχόμην εις αυτόν, άδιάφορον άν εις τήν αυλήν του ήτο νεκροταφείον νεοσκαφών τάφων. 
Ένώ δέ πρό ολίγων ετών έτρόμαζον καί εις τήν θέαν ενός βατράχου κατα τήν νύκτα, ήδη περί μέσα νυκτός ήνοιγον τόν ναόν, έναπόθετον λάγηνον ύδατος επί νεοσκαφών τάφων καί προέβαινον εις τήν άφαίρεσιν αυτού περί τά έξημερώματα, συμφώνως πρός τάς κρατούσας παρα­δόσεις.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 19).
Το 1900, δάσκαλος στο γωριό Τσιμπρικά του Πόντου, βρίσκει μαρμάρινους βράχους στο όρος Καστέλ. Με εξαιρετι­κή επιτυχία δημιουργεί σφραγίδες, μελανοδοχεία και αγάλ­ματα.
Το 1902, δάσκαλος στο χωριό Σίδη, μαθαίνει τις τέχνες του κουρέα και του οδοντιάτρου. Το 1907, δάσκαλος στο Ερζιγκιάν της Αρμενίας αγοράζει εργαλεία οδοντιάτρου, παρακολουθεί πολλούς ιατρούς και τελειοποιεί τις γνώσεις του ως πρακτικός οδοντίατρος.
Στα δύσκολα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου επιδίδεται με εξαιρετική επιτυχία σε χειρωνακτικά εξειδικευμένα επαγγέλματα και κατορθώνει να συντηρεί την οι­κογένεια του. Το 1915, ενώ κρύβεται ως φυγόστρατος στην Αργυρούπολη ειδικεύεται στην κατασκευή γυναικείων πε­δίλων (τσοκάρων) από ξύλο καρυδιάς.
«Έπεδόθην δέ κυρίως εις τήν κατασκευήν πολυτελών έκ ξύλου καρύας γαλεντσίωv, άπερ πλουσιοπαρόχως αί χανούμισσαι ήγόραζον διά χρήσιν έν τώ λουτρώ.» (Αυτοβιογραφία, σελ 103). 
Αργυρούπολη Πόντου

Την πε­ρίοδο 1916-1918 ανοίγει κουρείο στην Αργυρούπολη.
Εξόριστος στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) το 1921 επιδίδεται σε εργασίες που του εξασφαλίζουν όχι μόνο την αυ­τοσυντήρησή του, αλλά και τη συντήρηση της οικογένειας του στην Αργυρούπολη.
«Εγώ κάθε έβδομάδα έπεμπον άνά 5 λίρας εις τήν οικο­γένειαν μου, καί ούτως, ούδέν έπιπλον ή οικογένεια μου έπώλησε πρός ζωάρκειαν. Τολμηρός καί τουρκομαθής, προσελήφθην ώς βοηθός του επιστάτου των μεμφίδων (εξορίστων) ομογενών Βασιλείου Κεϊβενίδου τού έκ Τσιμεράς τής Μουζένης, είσπράττων συνδρομάς πρός κηδείαν τών άποθνησκόντων ομογενών, διανέμων τάς έπιστολάς τών έξορίστων καί έρχόμενος εις επικοινωνίαν μετά τών αρχών περί τών ύποθεσεών των καί ιδίως μετά του εκεί έξορίστου Μητροπολίτου Ίκονίου Προκοπίου. Χαίρων τής εύνοίας τού γενικού διευθυντού τών Ταχυδρομείων Θεοδοσιουπόλεως Χουσείν βέη, τόν οποίον έγνώρισα εις τήν Άργυρόπολιν, πάντοτε έλευθέρως εισερχόμην εις τά Ταχυδρομεία λαμβάνων τάς χρηματικάς αυτών άποστολάς καί διαβιβάζων τά δέματα αυτών καί τά χρήματα εις τάς οικογενείας των.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 13δ). 
Την ίδια χρονιά παρέχει υπηρεσίες στους εξόριστους ομογενείς ως κουρέας και ως πρακτικός γιατρός.
Εξόριστος το 1922 στο Ερζιγκιάν ανοίγει καφενείο. Μέ­χρι την ώρα της ανταλλαγής το 1924 εξασκεί με μεγάλη επιτυχία σε διάφορες πόλεις τα επαγγέλματα του κουρέα και του οδοντιάτρου.
To 1933, δάσκαλος στην Αισύμη του νομού Έβρου, ασχολείται με επιτυχία με τη γλυπτική.
Ανθρωπος με ανεξάντλητα αποθέματα επιμονής στην επίτευξη των στόχων του, παρασύρεται από τον παρορμητισμό του και λειτουργεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με τρόπο απρόβλεπτο και ασύμβατο με τις βασικές αρχές του συστήματος αξιών που τον διέπουν. Μετανοεί για τα παραπτώματά του και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παρουσιάζει αργότερα παρόμοια συμπεριφορά. 
Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει για ένα έγγραφο που συνέταξε ο ίδιος κι έστει­λε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ. Η αναφορά έθιγε το Μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιο. Το έγγραφο συνόδευσε με σαράντα υπογραφές πολιτών, τις οποίες έβαλε ο ίδιος χω­ρίς να ρωτήσει τους ενδιαφερόμενους. Το γεγονός αποκαλύφτηκε, αλλά ο Μητροπολίτης αντέδρασε με εξαιρετική με­γαλοψυχία. Τον συγχώρεσε, τον συμβούλεψε και τον φίλησε. Από τότε, όπως ο ίδιος αναφέρει «μετενόησα καί ουδέποτε άνεμίχθην εις ύποθέσεις κληρικών». (Αυτοβιογραφία, σελ. 41).
Στην Ελλάδα η εμμονή στις απόψεις του, είτε αυτές αφο­ρούν σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, είτε συγκεκριμένες πο­λιτικές πεποιθήσεις τον οδηγούν πολλές φορές σε στερεοτυπική προκατειλημμένη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά του σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να δι­καιολογηθεί λόγω της αυστηρότητας των ηθών της ελλη­νικής επαρχίας στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αντικομμουνιστική ιδεολογία και πρακτική τον διακατέχει από την ε­ποχή που οι Ρώσοι εγκαταλείπουν στο έλεος των Νεοτούρκων τον ανατολικό Πόντο λόγω της συμμαχίας Λένιν- Κεμάλ.
Η στάση του απέναντι στην αριστερή ιδεολογία είναι άκαμπτη. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που κάνει στην αυτοβιογραφία του για τον ανεψιό του, Αριστείδη Κανδηλάπτη, ο οποίος απολύθηκε το 1967 από το δικτατορικό κα­θεστώς λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
«Μέ μεγίστην ψυχικήν άθυμίαν καί ταραχήν άνέγνων [τό 1967] ότι ό ανεψιός μου Αριστείδης Χαρ. Κανδηλάπτης, ον επί δύο έτη έφιλοξενησα εις τήν οικίαν μου καί έμορφώθη διδάσκαλος εις τήν Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν Άλεξανδρουπόλεως, έν άγνοία μου, πρεσβεύων τόν αριστερισμόν έτέθη εις διαθε­σιμότητα προς μεγίστην λύπην μας, διότι προσέβαλεν τό γένος Κανδηλαπτών, οίτινες διακρίνονται επί φιλοπατρία. Ό Θεός νά τόν εύσπλαχνισθή καί νά έπανέλθη εις τήν νομιμό­τητα.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 439).
Τα προτερήματα του χαρακτήρα του υπερβαίνουν κατά πολύ των ελαττωμάτων. Τις δύσκολες ώρες των διωγμών και του εκπατρισμού η αγάπη του για τον ελληνισμό και η ανάγκη που αισθάνεται για τη διάσωση των κειμηλίων της πατρίδας, υπερβαίνουν την ανάγκη της αυτοσυντήρησης και της φροντίδας της οικογένειας.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που περισσυλέγει και μεταφέρει στην Ελλάδα τα ο­στά του αυτοκράτορος της Τραπεζούντος Αλεξίου Δ' Κομνηνού: «Ήτο μήν Ιούνιος του 1924. Εύρισκόμην τότε ακόμη εις Τραπεζούντα μετά τής οίκογενείας μου, όπου είχον συγκεντρωθεί άνω των 5.000 προσφύγων (Χαλδίας, Θεοδοσιουπόλεως, Σουρμένων, Πλατάνων, Έρζιγκιάν καί άλλων μερών), έτοιμοι ίνα άποπλεύσωσι δι’Ελλάδα κατ’ εφαρμογήν τής περί ανταλλαγής τών πληθυσμών συνθήκης.
 Διεμένομεν καθ’ ομάδας εις διάφορα μεγάλα οικήματα, ξενώνας, ναούς κτλ. Έγώ ύπηρέτουν εις τό Γραφείον της Επιτροπής της Άνταλλαγής (οικία Άνδρέου Μεταξά, Ιατρού) μετά τών κ.κ. Γρηγορ. Άργυροπούλου, Άχ. Μεταξά, Νικολ. Μουμτσίδη, Ίω. Άνδρεάδη κ.ά. Ήσχολούμεθα περί τήν καταγραφήν τής έγκαταλειφθείσης ακινήτου περιουσίας τών προσφύγων. 

Μαρία Βεργέτη

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah