ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο καταρράκωσε το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που συνεπαγόταν η συντήρηση της στρατιάς ανάγκασαν την κυβέρνηση να προχωρήσει, με εισήγηση του αρμόδιου υπουργού Πρωτοπαπαδάκη, σε διχοτόμηση του νομίσματος, ενέργεια που προκάλεσε γενική δυσφορία.
Οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα, η αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Α. Παπούλα από τον Γ. Χατζηανέστη και οι αγωνιώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να πείσει τους πρώην Συμμάχους να προτείνουν κάποιο σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος σε συνδυασμό με την απόλυτη αδιαλλαξία του Κεμάλ φανέρωναν τη σκληρή πραγματικότητα, ότι η τελευταία σκηνή του δράματος θα παιζόταν στο πεδίο της μάχης.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου του 1922 (Π. Η.) άρχισε η από πολύ καιρό αναμενόμενη τουρκική επίθεση. Εκδηλώθηκε στο νότιο τομέα, στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός, που το ηθικό του είχε καταρρακωθεί-λόγω της μακράς παραμονής του στο μέτωπο, αλλά και της απίθανης πολιτικολογίας και της πολύχρωμης προπαγάνδας που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του—, γρήγορα έπαψε να αντιστέκεται αποτελεσματικά και άρχισε να υποχωρεί προς το Αιγαίο σε απόλυτη αταξία ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων που προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στη Σμύρνη και στη συνέχεια στην Ελλάδα.
Στο βόρειο τομέα το Γ' Σώμα Στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη και κατευθύνθηκε προς τα λιμάνια της Πανόρμου και της Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το μετέφεραν στην Ελλάδα. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1922 μέχρι και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης είχε εγκαταλείψει το μικρασιατικό έδαφος.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης. Η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε με την αυξανόμενη άφιξη χιλιάδων προσφύγων στην πόλη. Στις 19 Αυγούστου του 1922 ο ύπατος αρμοστής στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης διέταξε τους υπαλλήλους της αρμοστείας που ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την ελληνική ζώνη κατοχής να συγκεντρωθούν στη Σμύρνη.
Παράλληλα άρχισαν να συγκεντρώνονται στο λιμάνι της πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων για να προστατεύσουν τα μέλη των ξένων παροικιών. Στις 26 Αυγούστου η ανησυχία του πλήθους μετατράπηκε σε πανικό, καθώς τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού συγκεντρώθηκαν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και ο Στεργιάδης.
Στις 27 Αυγούστου μπήκαν στην πόλη τουρκικά στρατεύματα και εγκαταστάθηκε τουρκική διοίκηση υπό τον Νουρεντίν πασά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Νουρεντίν παρέδωσε στον τουρκικό όχλο το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και μαζί του αρκετά μέλη της δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι, αφού υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια, θανατώθηκαν.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου οι Τούρκοι, πρώτα οι κάτοικοι και έπειτα οι στρατιώτες, άρχισαν δολοφονίες και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 5.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.
Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην αρμενική συνοικία της πόλης. Η φωτιά ήταν προφανώς προμελετημένη και την ευθύνη πιθανότατα έφεραν οι τουρκικές Αρχές, καθώς ανεξάρτητοι παρατηρητές -κυρίως Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες- είδαν Τούρκους στρατιώτες να μεταφέρουν δοχεία με πετρέλαιο.
Η πυρκαγιά, η οποία εκδηλώθηκε σε μια στιγμή που φυσούσε νότιος άνεμος, γρήγορα επεκτάθηκε στην ελληνική συνοικία. Πολλοί κάτοικοι, στην προσπάθειά τους να απομακρυνθούν, εμποδίστηκαν δυναμικά από τους Τούρκους στρατιώτες. Οι Αρχές δεν πήραν κανένα μέτρο για την κατάσβεσή της.
Ήταν φανερή η επιδίωξή τους να καταστραφεί οτιδήποτε μαρτυρούσε τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή. Καθώς η φωτιά μαινόταν, χιλιάδες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πανικόβλητοι στην προκυμαία, προσπαθώντας να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη με κάθε μέσο. Συνέπεια αυτής της προσπάθειας ήταν να βρουν τραγικό θάνατο εκατοντάδες άνθρωποι, ενώ τα πληρώματα των ξένων πολεμικών πλοίων παρακολουθούσαν τις δραματικές σκηνές που εκτυλίσσονταν.
Μέχρι τη 17η Σεπτεμβρίου 1922 όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της Σμύρνης (Έλληνες και Αρμένιοι) είχαν εγκαταλείψει τη πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες είχαν μεταφερθεί στην Ανατολία ως όμηροι. Τα πουλιά, που το 800 π.Χ. περίπου είχαν πετάξει προς την Ανατολή και είχαν δημιουργήσει το θαύμα της Ιωνίας, γύρισαν πληγωμένα στη φωλιά τους!
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ-ΓΟΝATΑ
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922 (Π. Η.) εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις του στρατού, ο κύριος όγκος του οποίου ήταν συγκεντρωμένος στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Την ίδια στιγμή είχε σχηματιστεί στην Αθήνα Επαναστατική Επιτροπή, που βρισκόταν σε στενή επαφή με τους κινηματίες, αρχηγοί των οποίων ήταν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς. Σε προκήρυξή τους οι επαναστάτες ζητούσαν παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου, απομάκρυνση από το θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου και παραίτησή του υπέρ του διαδόχου Γεωργίου Β', διάλυση της Βουλής και ενίσχυση του στρατού στη Θράκη.
Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο καταρράκωσε το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που συνεπαγόταν η συντήρηση της στρατιάς ανάγκασαν την κυβέρνηση να προχωρήσει, με εισήγηση του αρμόδιου υπουργού Πρωτοπαπαδάκη, σε διχοτόμηση του νομίσματος, ενέργεια που προκάλεσε γενική δυσφορία.
Οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα, η αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Α. Παπούλα από τον Γ. Χατζηανέστη και οι αγωνιώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να πείσει τους πρώην Συμμάχους να προτείνουν κάποιο σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος σε συνδυασμό με την απόλυτη αδιαλλαξία του Κεμάλ φανέρωναν τη σκληρή πραγματικότητα, ότι η τελευταία σκηνή του δράματος θα παιζόταν στο πεδίο της μάχης.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου του 1922 (Π. Η.) άρχισε η από πολύ καιρό αναμενόμενη τουρκική επίθεση. Εκδηλώθηκε στο νότιο τομέα, στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός, που το ηθικό του είχε καταρρακωθεί-λόγω της μακράς παραμονής του στο μέτωπο, αλλά και της απίθανης πολιτικολογίας και της πολύχρωμης προπαγάνδας που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του—, γρήγορα έπαψε να αντιστέκεται αποτελεσματικά και άρχισε να υποχωρεί προς το Αιγαίο σε απόλυτη αταξία ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων που προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στη Σμύρνη και στη συνέχεια στην Ελλάδα.
Στο βόρειο τομέα το Γ' Σώμα Στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη και κατευθύνθηκε προς τα λιμάνια της Πανόρμου και της Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το μετέφεραν στην Ελλάδα. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1922 μέχρι και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης είχε εγκαταλείψει το μικρασιατικό έδαφος.
Αριστείδης Στεργιάδης |
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης. Η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε με την αυξανόμενη άφιξη χιλιάδων προσφύγων στην πόλη. Στις 19 Αυγούστου του 1922 ο ύπατος αρμοστής στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης διέταξε τους υπαλλήλους της αρμοστείας που ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την ελληνική ζώνη κατοχής να συγκεντρωθούν στη Σμύρνη.
Παράλληλα άρχισαν να συγκεντρώνονται στο λιμάνι της πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων για να προστατεύσουν τα μέλη των ξένων παροικιών. Στις 26 Αυγούστου η ανησυχία του πλήθους μετατράπηκε σε πανικό, καθώς τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού συγκεντρώθηκαν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και ο Στεργιάδης.
Στις 27 Αυγούστου μπήκαν στην πόλη τουρκικά στρατεύματα και εγκαταστάθηκε τουρκική διοίκηση υπό τον Νουρεντίν πασά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Νουρεντίν παρέδωσε στον τουρκικό όχλο το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και μαζί του αρκετά μέλη της δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι, αφού υπέστησαν φριχτά βασανιστήρια, θανατώθηκαν.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου οι Τούρκοι, πρώτα οι κάτοικοι και έπειτα οι στρατιώτες, άρχισαν δολοφονίες και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 5.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.
Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην αρμενική συνοικία της πόλης. Η φωτιά ήταν προφανώς προμελετημένη και την ευθύνη πιθανότατα έφεραν οι τουρκικές Αρχές, καθώς ανεξάρτητοι παρατηρητές -κυρίως Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες- είδαν Τούρκους στρατιώτες να μεταφέρουν δοχεία με πετρέλαιο.
Η πυρκαγιά, η οποία εκδηλώθηκε σε μια στιγμή που φυσούσε νότιος άνεμος, γρήγορα επεκτάθηκε στην ελληνική συνοικία. Πολλοί κάτοικοι, στην προσπάθειά τους να απομακρυνθούν, εμποδίστηκαν δυναμικά από τους Τούρκους στρατιώτες. Οι Αρχές δεν πήραν κανένα μέτρο για την κατάσβεσή της.
Ήταν φανερή η επιδίωξή τους να καταστραφεί οτιδήποτε μαρτυρούσε τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή. Καθώς η φωτιά μαινόταν, χιλιάδες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πανικόβλητοι στην προκυμαία, προσπαθώντας να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη με κάθε μέσο. Συνέπεια αυτής της προσπάθειας ήταν να βρουν τραγικό θάνατο εκατοντάδες άνθρωποι, ενώ τα πληρώματα των ξένων πολεμικών πλοίων παρακολουθούσαν τις δραματικές σκηνές που εκτυλίσσονταν.
Μέχρι τη 17η Σεπτεμβρίου 1922 όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της Σμύρνης (Έλληνες και Αρμένιοι) είχαν εγκαταλείψει τη πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες είχαν μεταφερθεί στην Ανατολία ως όμηροι. Τα πουλιά, που το 800 π.Χ. περίπου είχαν πετάξει προς την Ανατολή και είχαν δημιουργήσει το θαύμα της Ιωνίας, γύρισαν πληγωμένα στη φωλιά τους!
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ-ΓΟΝATΑ
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922 (Π. Η.) εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις του στρατού, ο κύριος όγκος του οποίου ήταν συγκεντρωμένος στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Την ίδια στιγμή είχε σχηματιστεί στην Αθήνα Επαναστατική Επιτροπή, που βρισκόταν σε στενή επαφή με τους κινηματίες, αρχηγοί των οποίων ήταν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς. Σε προκήρυξή τους οι επαναστάτες ζητούσαν παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου, απομάκρυνση από το θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου και παραίτησή του υπέρ του διαδόχου Γεωργίου Β', διάλυση της Βουλής και ενίσχυση του στρατού στη Θράκη.
Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου και αναχώρησε για το εξωτερικό. Συγχρόνως σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σωτήριο Κροκιδά.
Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΕΞ
Στις 12 Οκτωβρίου 1922 δημοσιεύτηκε διάταγμα με το οποίο οριζόταν ανακριτική επιτροπή για να διερευνήσει τις τυχόν ευθύνες των πολιτικών που κυβέρνησαν τη χώρα μετά το Νοέμβριο του 1920. Με το ίδιο διάταγμα σχηματιζόταν και έκτακτο στρατοδικείο για να δικάσει τους πρωταίτιους της ήττας.
Η ανακριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον Θεόδωρο Πάγκαλο, χωρίς δυσκολία παρέπεμψε σε δίκη τους πολιτικούς Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Θεοτόκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Στράτο και τους στρατιωτικούς Γεώργιο Χατζηανέστη, Μιχαήλ Γούδα και Ξενοφώντα Στρατηγό.
Η δίκη άρχισε με πρόεδρο του στρατοδικείου το στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο και με βασικό μάρτυρα κατηγορίας το στρατηγό -και μέχρι πριν από λίγους μήνες φιλοβασιλικό αρχηγό της Στρατιάς της Μικρός Ασίας- Α. Παπούλα. Με συνοπτικές διαδικασίες το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία όλους τους πολιτικούς και το στρατηγό Χατζηανέστη, οι οποίοι εκτελέστηκαν σχεδόν αμέσως μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης.
Βενιζέλος-Ινονού |
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ
Το Νοέμβριο του 1922 άρχισαν στη Λοζάνη της Ελβετίας οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης με την Τουρκία. Την ηγεσία της ελληνικής αντιπροσωπείας ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αποδεχόμενος σχετική πρόταση της Επαναστατικής Επιτροπής, ενώ επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ισμέτ Ινονού πασάς. Η συνδιάσκεψη διήρκεσε οκτώ περίπου μήνες. Σε αυτό το διάστημα πολλές φορές κινδύνεψαν να διακοπούν οι εργασίες, κυρίως εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Σημαντικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά υπήρξε η στρατιά του Έβρου, η οποία είχε ήδη συγκροτηθεί με ενέργειες του 0. Πάγκαλου.
Συνολικά υπογράφτηκαν πέντε συνθήκες και συμβάσεις:
Η συνθήκη ειρήνης, η σύμβαση για το καθεστώς των Στενών, η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών, η σύμβαση για τα σύνορα της Θράκης και το σύμφωνο για την απελευθέρωση των πολιτών ομήρων και για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.
Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Η ανταλλαγή των πληθυσμών αποτέλεσε το πιο λεπτό ζήτημα από όσα συζητήθηκαν στη Λοζάνη. Ο Βενιζέλος διαφώνησε στην αρχή με την πρόταση της κεμαλικής αντιπροσωπείας για την ανταλλαγή, γιατί πίστευε ότι ο εκπατρισμός της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης θα αποτελούσε βαρύ πλήγμα για το μέλλον του Ελληνισμού.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν οι Τούρκοι έθεσαν θέμα απομάκρυνσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων αποσοβήθηκε η ρήξη και αποφασίστηκε η παραμονή του Πατριαρχείου, το οποίο θα είχε μόνο θρησκευτικά καθήκοντα. Τελικά, αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Η σύμβαση υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 (Ν. Η) και από το διακανονισμό εξαιρέθηκαν οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Η μαζική άφιξη των προσφύγων δημιούργησε ανυπέρβλητες, σχεδόν, δυσκολίες στο ελληνικό κράτος. Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ήρθαν στην Ελλάδα λίγο μετά την καταστροφή και ακολούθησαν περίπου 250.000 μέχρι το 1924, στο πλαίσιο της εφαρμογής της σύμβασης που αφορούσε στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ 1918
1. Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι πρώτοι ομογενείς που πέρασαν μαζικά τα ελληνικά σύνορα προέρχονταν από την Ανατολική Ρωμυλία (1906). Η μαζική αυτή μετακίνηση ήταν αποτέλεσμα της όξυνσης των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. Οι δύο χώρες διεκδικούσαν τον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας, όταν είχε διαφανεί πλέον ότι η οθωμανική διοίκηση θα κατέρρεε σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως και έγινε.
Οι πρόσφυγες από την Α. Ρωμυλία -κυρίως αυτοί που ήρθαν πριν από το 1910— εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς στη Θεσσαλία (Ν. Αγχίαλος, Ν. Φιλιππούπολη) ή διασκορπίστηκαν στο τότε ελεύθερο ελληνικό κράτος.
2. Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ήταν μακραίωνη. Οι πυκνοί κατά την αρχαιότητα και τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί αραίωσαν αισθητά μετά το 12ο αιώνα, κυρίως λόγω των συστηματικών εξισλαμισμών. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε ένα μεταναστευτικό ρεύμα από την κυρίως Ελλάδα προς τα παράλια της Μ. Ασίας, το οποίο ενισχύθηκε το 19ο αιώνα. Η θεαματική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή σηματοδοτήθηκε από την οικονομική άνοδο, την πνευματική άνθηση και την αξιόλογη κοινοτική και εκπαιδευτική οργάνωση.
Η εθνική αφύπνιση, των Σέρβων και των Ελλήνων αρχικά και των άλλων βαλκανικών λαών στη συνέχεια, έθεσε σε δοκιμασία την ενότητα της αυτοκρατορίας. Ως αντίδραση στις κεντρόφυγες τάσεις που συνεχώς ενισχύονταν, εμφανίστηκε ένα τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο επιδίωκε τη δημιουργία ενός αμιγώς τουρκικού κράτους στο οποίο οι μειονότητες (Ελληνες, Αρμένιοι, Κούρδοι κ.ά) ή θα υποτάσσονταν πλήρως ή θα εξοντώνονταν.
Στο στόχαστρο των Τούρκων εθνικιστών βρέθηκαν κυρίως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, καθώς κατείχαν μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας.
3. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Μετά το τέλος του Β' Βαλκανικού Πολέμου, η τουρκική κυβέρνηση υποκίνησε μετακινήσεις μουσουλμανικών πληθυσμών από τα τέως οθωμανικά εδάφη της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας προς την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, με σκοπό να εξαναγκάσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς (Έλληνες, Αρμένιους κ.ά.) σε έξοδο και στη συνέχεια να προχωρήσει στην τελική λύση, την «εκκαθάριση» της επικράτειας της από τους αλλοεθνείς. Εκείνη την εποχή διαπράχθηκαν ωμότητες εις βάρος των ομογενών. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να διαπραγματευτεί με την τουρκική την ανταλλαγή των Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και των μουσουλμάνων της Ελλάδας υπογράφοντας σχετική συμφωνία. Η είσοδος της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τον Οκτώβριο του 1914 ματαίωσε την ανταλλαγή, αλλά οι διωγμοί δεν σταμάτησαν.
Μετά το τέλος του πολέμου, το 1918, το υπουργείο Περιθάλψεως σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο οργάνωσε τον επαναπατρισμό των προσφύγων, ο οποίος αρχικά επιτράπηκε στους ευπορότερους και σε αυτούς που προέρχονταν από συγκεκριμένες περιοχές της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης, και στη συνέχεια στους υπόλοιπους. Μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919, το ρεύμα της επιστροφής ενισχύθηκε, με αποτέλεσμα στις αρχές του 1921 οι περισσότεροι πρόσφυγες να έχουν επιστρέφει στις πατρογονικές τους εστίες.
national Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου