ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 1912-1913 ΜΕΡΟΣ 4ο

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο πόλεμος αυτός κράτησε ένα μήνα και στη διάρκειά του διεξήχθησαν πολλές μάχες στο ελληνοβουλγαρικό μέτωπο. Επίσης, χαρακτηρίστηκε από τη σκληρότητα των μαχών και έμεινε στην ελληνική στρατιωτική ιστορία ως ένας από τους φονικότερους πολέμους, αφού οι νεκροί αξιωματικοί και οπλίτες έφτασαν τους 5.681 -στη Μικρασιατική Εκστρατεία (Μάιος 1919-Αύγουστος 1922) οι νεκροί και οι αγνοούμενοι ήταν 42.000 - και οι τραυματίες τους 16.442.
Την αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού, που στην αρχή αριθμούσε οκτώ και στη συνέχεια εννέα μεραρχίες, είχε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', ενώ οι Βούλγαροι αντιπαρέταξαν εναντίον των συμμάχων 15 μεραρχίες ισχυρής σύνθεσης. Στο ελληνικό μέτωπο ο στρατηγός Ιβάνωφ διέθετε 59 τάγματα πεζικού και ικανό αριθμό πυροβόλων (II Βουλγαρική Στρατιά). Με την έναρξη των επιχειρήσεων σχεδίαζε να αναλάβει δράση εναντίον της Θεσσαλονίκης, αλλά η αστραπιαία αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων οδήγησε στην αιχμαλωσία δύο βουλγαρικών ταγμάτων μέσα στην πόλη και στην καθήλωση των δυνάμεών του στην περιοχή Κιλκίς-Λαχανά.

Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε η πρώτη αποφασιστική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων και ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο προς το βορρά. Η βουλγαρική αντίσταση κάμφθηκε πρώτα στο Κιλκίς και κατόπιν στο Λαχανά (19-21 Ιουνίου). Οι Βούλγαροι υποχώρησαν, με βαρύτατες απώλειες, προς τη γέφυρα του Ορλιάκο κοντά στο Στρυμονικό. Η ελληνική αυτή νίκη, που οφειλόταν περισσότερο στον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών και λιγότερο σε κάποιο επιτελικό σχέδιο, αποτέλεσε και την απαρχή της ήττας των Βουλγάρων.
Οι ελληνικές δυνάμεις στη συνέχεια κινήθηκαν προς τη Στρωμνίτσα και προς τον άξονα Σέρρες-Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο), καταδιώκοντας τις βουλγαρικές που υποχωρούσαν με πλήρη συνοχή υπερασπιζόμενες με σθένος τα εδάφη τα οποία κατείχαν. Πρώτα απελευθερώθηκαν οι Σέρρες και μετά η Δράμα. Στην περιοχή της τελευταίας, και ιδιαίτερα στο Δοξάτο, τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους εκτέλεσαν πολλούς Έλληνες. Το γεγονός αυτό φανάτισε όχι μόνο στους απλούς στρατιώτες αλλά και τα μέλη της ελληνικής ηγεσίας.
Οι Έλληνες, μετά τις τελευταίες επιτυχίες τους, απέβλεπαν στην καταδίωξη του εχθρού διαμέσου της κοιλάδας του Στρυμόνα και από εκεί στην προέλαση στην πεδιάδα της Σόφιας.
Παράλληλα με τις χερσαίες επιχειρήσεις ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε στις 27 Ιουνίου την Καβάλα και στις 12 Ιουλίου το Δεδέ Αγάτς (την Αλεξανδρούπολη). Παράλληλα, η VIII Ελληνική Μεραρχία, που είχε αποβιβαστεί στην Καβάλα, απελευθέρωσε στις 13 Ιουλίου την Ξάνθη και στις 16 Ιουλίου την Κομοτηνή.
Στο μεταξύ, στις 10 Ιουλίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Στενά της Κρέσνας, η έξοδος από τα οποία έγινε με πολύ μεγάλη δυσκολία. Η αδράνεια που κάποια στιγμή επέδειξε ο σερβικός στρατός επέτρεψε στους Βούλγαρους να μεταφέρουν ισχυρές δυνάμεις απέναντι από τους Έλληνες. Έτσι, οι τελευταίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με το σύνολο των βουλγαρικών δυνάμεων στην τριπλή μάχη Ογνιάρ Μαχαλά-Σιμιτλή-Τρεσκόβου (11-14 Ιουλίου). 
Στη μάχη της Τζουμαγιάς (15-18 Ιουλίου) ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε με θάρρος και αποφασιστικότητα τις βουλγαρικές επιθέσεις, αλλά είχε φτάσει πλέον στα όρια της αντοχής του. Ο Βενιζέλος, σε μια έξαρση της διπλωματικής του ιδιοφυίας, κατόρθωσε να εμφανίσει την αναγκαστική υπαναχώρηση του ελληνικού στρατηγείου από τις αδιάλλακτες θέσεις του ως παραχώρηση. Η ανακωχή της 18ης Ιουλίου βρήκε τον ελληνικό στρατό να κατέχει θέσεις μέσα στην Παλαιά Βουλγαρία.

ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ 
Με την επίθεσή τους εναντίον των Σέρβων οι Βούλγαροι επιδίωκαν την κατάληψη των Σκοπίων και της γύρω περιοχής, στην οποία πίστευαν ότι κατοικούσαν άτομα βουλγαρικής καταγωγής. Οι συγκρούσεις, που διήρκεσαν από τις 17 έως τις 26 Ιουνίου του 1913, είναι γνωστές στη στρατιωτική ιστορία ως μάχη της Μπρεγαλνίτσα και κατέληξαν σε νίκη των Σέρβων. Κατόπιν, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν βορειότερα, στην περιοχή Εγρί Παλάνκα, με αποτέλεσμα οι ελληνικές και σερβικές δυνάμεις να χάσουν κάθε επαφή.
Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό στρατηγείο προσδοκούσε να κινηθούν οι Σέρβοι προς
το Κιουστενδήλ και μετά να επιτεθούν στη Σόφια, ώστε να περιοριστεί η πίεση που ασκούσαν οι Βούλγαροι στις ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή των Στενών της Κρέσνας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Οι Σέρβοι, για άγνωστους λόγους, αναλώθηκαν σε συγκρούσεις τοπικού χαρακτήρα, οι οποίες ήταν μεν αιματηρές αλλά δεν είχαν κανέναν αντικειμενικό σκοπό. Έτσι, επέτρεψαν στους Βούλγαρους να στρέψουν το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών τους εναντίον των Ελλήνων.
Οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση που δημιουργήθηκε, κατέλαβαν στις 9 Ιουλίου την Αδριανούπολη, ενώ οι Ρουμάνοι, διεκδικώντας για τον εαυτό τους το ρόλο του ένοπλου διαιτητή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, εισέβαλαν στη Βουλγαρία και χωρίς καμία αντίσταση προήλασαν μέχρι τη Σόφια. Στις 18 Ιουλίου οι αντιμαχόμενοι αποδέχτηκαν τους όρους της ανακωχής.
Προσεκτική ανάλυση των επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα καταδεικνύει ότι οι Βούλγαροι είχαν αξιολογήσει το ελληνικό μέτωπο ως το πλέον σημαντικό γι’ αυτούς και τις εδαφικές και πολιτικές τους επιδιώξεις. Ωστόσο, είχαν υποτιμήσει τις αξιόμαχες ελληνικές δυνάμεις, καθώς και τους επιτελείς του ελληνικού στρατηγείου. Η μάχη όμως στο Κιλκίς-Λαχανά τούς έπεισε για το αντίθετο, ενώ η επική προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα από τα Στενά της Κρέσνας με κατεύθυνση προς την Τζουμαγιά, με αγώνες εκ του συστάδην και με εφ’ όπλου λόγχη, τους οδήγησε στην ήττα.

Μια σπάνια φωτογραφία από το αρχείο του Θ. Βαφειάδη με πρόσφυγες στο Κιλκίς, έξω από το καμένο Διοικητήριο, όπως είχε απομείνει από τη μάχη του 1913 μεταξύ ελληνικού και βουλγαρικού στρατού


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤIΟΥ
Η συνθήκη ανάμεσα στην ηττημένη Βουλγαρία και τους νικητές, στους οποίους περιλαμβάνονταν πλέον και οι Ρουμάνοι, υπογράφηκε στο Βουκουρέστι στις 28 Ιουλίου του 1913 - οι Τούρκοι υπέγραψαν ξεχωριστή συνθήκη στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η Βουλγαρία προσπάθησε να ρυθμίσει τις σχέσεις της με τη Σερβία και τη Ρουμανία, με κάποιες παραχωρήσεις, ενώ απέναντι στην Ελλάδα ακολούθησε σκληρή πολιτική στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την έξοδό της στο Αιγαίο.
 Οι ισχυροί της Ευρώπης σε καμιά περίπτωση δεν ευνοούσαν την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας σε όλες τις περιοχές που κατείχαν οι Έλληνες. Αντίθετες στις ελληνικές διεκδικήσεις ήταν η Ρωσία και η Αυστρία, η Αγγλία εμφανιζόταν επιφυλακτική, ενώ μόνο η Γαλλία ήταν θετική. 
Μολονότι, λοιπόν, οι διαπραγματεύσεις φαίνονταν να οδηγούνται σε αποτελμάτωση, υπήρξε απρόσμενα ευνοϊκή για την Ελλάδα αλλαγή στην πολιτική του Γερμανού κάιζερ. Αυτό οφειλόταν στα σχέδιά του για τη δημιουργία φιλογερμανικού μετώπου Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας και τελικά οδήγησε στην επιδίκαση της Καβάλας στην Ελλάδα, τα σύνορα της οποίας έφταναν πλέον μέχρι τις εκβολές του Νέστου. Προς βορρά η συνοριακή γραμμή άρχιζε ανάμεσα στο Μοναστήρι και τη Φλώρινα, περνούσε από τη Γευγελή και κατέληγε βορειοανατολικά της Δράμας.

ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ 
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου υπήρξε ένα σπουδαίο βήμα στην πορεία για την εκπλήρωση των εθνικών προσδοκιών. Η τύχη της Βόρειας Ηπείρου και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου δεν είχε ακόμη καθοριστεί, ενώ ο ελληνισμός της Ανατολικής Μακεδονίας, της Θράκης και της Μικράς Ασίας παρέμενε εκτός των συνόρων του διευρυμένου ελληνικού κράτους. 
Η χώρα απαλλασσόταν από την εδαφική καχεξία και την οικονομική στενότητα του 19ου αιώνα και ο ατυχής πόλεμος του 1897 ήταν πια μια πολύ μακρινή ανάμνηση. Η Ελλάδα αναδεικνυόταν όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά σε μια υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων και οι Έλληνες ήλπιζαν πλέον ότι θα υλοποιούσαν τις εθνικές τους επιδιώξεις. 
Δυστυχώς όμως, τα γεγονότα των επόμενων ετών, τα οποία θα χαρακτηρίζονταν από επιτυχίες, στρατιωτικές και διπλωματικές, αλλά και από ήττες, κατέληξαν στο δράμα του ξεριζωμού του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και έβαλαν οριστικό τέλος στη Μεγάλη Ιδέα.

National Geographic Magazine



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah