Η Χαλδία γνωστή στην αρχαιότητα ως Χαλύβη ή Χαλυβία, ήταν «χώρα μεσόγειος μεταξύ του Ευξείνου Πόντου, του Αντιταύρου, της Κολχίδος και της Σκυθικής και αποτελείτο από ορεινά το πλείστον χωρία πλην διαμερίσματος τινός του μετέπειτα Χερίανα ονομασθέντος».
Διοικητικά ανήκε στον Νομό (σαντζάκι ή μουτεσαριφλίκι) Τραπεζούντας με πληθυσμό που το 1912 έφθανε το 1.030.000 κατοίκους. Τα σύνορά της εκτείνονταν έως τον Νομό Σεβάστειας προς τον Νότο, τον Νομό Ερζερούμ προς τα ανατολικά, τους Νομούς Σεβάστειας και Κασταμονής προς τα δυτικά, ενώ βόρεια βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο. Πρωτεύουσά της ήταν το Καν (από το περιρρέον ομώνυμο ποτάμι) ή Γκιουμουσχανέ (τουρκική λέξη Gumushane, δηλ. οίκος αργύρου) εξαιτίας των πολλών και πλούσιων μεταλλείων της.
Η νεώτερη ονομασία Αργυρούπολη, ακριβής μετάφραση της τουρκικής λέξης, οφείλεται στον μεγάλο διδάσκαλο του Ελληνισμού του Πόντου και ευεργέτη της ιδιαίτερης πατρίδας του, Γεώργιο Κυριακίδη, ο οποίος για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε το 1846 και έπειτα αυτή υιοθετήθηκε από το σύνολο των λογίων, των εμπόρων και των εκκλησιαστικών αρχόντων.
Ο μεσογειακός Πόντος και ιδιαίτερα η Χαλδία υπήρξαν σπουδαία κέντρα μεταλλουργίας, χάρη στα πλούσια κοιτάσματα αργύρου, αλλά και άλλα μεταλλεύματα, όπως λ.χ. χαλκό, μαγγάνιο κ.λπ., τα οποία η φύση «έδωσε απλόχερα» στην περιοχή.
«Άπασα η Χαβδία άτε πετρώδης και φαραγγώδης ούσα γέμει μεταλλείων, των πλείστων αργυρούχων», αναφέρει σχετικά ο Ι.Π. Ελευθεριάδης. Η λειτουργία των μεταλλείων της Χαλδίας παρουσίασε πολλές μεταπτώσεις στο πέρασμα των αιώνων, ωστόσο ο θρύλος για τον πλούτο και την εκμετάλλευση του υπεδάφους της φθάνει χρονικά έως τους μυθικούς χρόνους, την αργοναυτική εκστρατεία και την προϊστορική εποχή.
Στους Ομηρικούς μάλιστα χρόνους πληροφορούμαστε ότι τα μεταλλεία όχι μόνο ήταν γνωστά, αλλά βρίσκονταν και σε πλήρη λειτουργία: «αυτάρ Αλιζώνων — βδίος και επίστροφος ήρχον —τηλόθεν εξ Αλύβης όθεν αργύρου εστί γενέθλη... (Ομήρου Ιλιάς Β' κατάλογος νεών. 52, 855-857).
Η «χρυσή εποχή», όμως, της επαρχίας Χαλδίας, περίοδος στην οποία η Χαλδία έφθασε στο απόγειο της ακμής της, της οικονομικής ευμάρειας και, κατά συνέπεια, της αύξησης του πληθυσμού της, είναι σίγουρα ο 17ος και 18ος αιώνας. Καθώς η Αργυρούπολη έφτασε να θεωρείται τον 18ο αιώνα η πλουσιότερη και ισχυρότερη πόλη του Πόντου, πλήθος κατοίκων από τα παράλια και την ευρύτερη περιοχή του Πόντου είχαν συρρεύσει τους προηγούμενους αιώνες στη Χαλδία και ειδικότερα στην ορεινή γύρω από τον Κάνη ποταμό περιφέρεια της Αργυρούπολης, για να προστατευθούν από τις διώξεις και τις βιαιοπραγίες των τοπικών ηγεμόνων (ντερεμπέηδων), αλλά και με σκοπό να εργασθούν στα εκεί μεταλλεία.
Η Αργυρούπολη αποτέλεσε τη «σωστική κιβωτό του Ελληνισμού της Ανατολής», σύμφωνα με χαρακτηρισμό του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθου Νοταρά. Ο Α.Α. Παπαδόπουλος, χωρίς ίχνος υπερβολής, ορθώς την αποκάλεσε «εθνικό καταφύγιο των απανταχού του Πόντου δυναστευομένων Ελλήνων».Όταν, μάλιστα, το 1722 τα μεταλλεία έφθασαν στο ζενίθ της ακμής τους, η πόλη αλλά και ολόκληρη η επαρχία Χαλδίας απέκτησαν τέτοια ισχύ και επιρροή, κυρίως χάρη στα προνόμια, που χορηγούσε το επίσημο κράτος στους μεταλλουργούς για την εξόρυξη και την κατεργασία των μετάλλων, ώστε ακόμα και αυτοί οι ίδιοι οι διοικούντες «πολλάκις εκ του νεύματος αυτών εξηρτώντο».
ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΑΚΜΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΧΑΛΔΙΑΣ
Τα περίφημα προνόμια των μεταλλουργών είχε παραχωρήσει ήδη από το 1580 ο σουλτάνος Μουράτ Γ' (1574-1595) αλλά και ο διάδοχός του στον θρόνο Μεχμέτ Γ' (1595 -1603), ο οποίος όχι μόνο επικύρωσε τα μέχρι τότε προνόμια, αλλά και προέβη στη θέσπιση νέων. Συγκεκριμένα, τα μεταλλεία κηρύχθηκαν «μπεϊλίκια» (= προνομιούχα, κυβερνητικά) και οι μεταλλουργοί «μπεϊλικσήδες» (= προνομιούχοι, ευνοούμενοι, άνθρωποι της κυβέρνησης), ενώ παράλληλα ορίσθηκε ως επόπτης των μεταλλείων (maden emin) ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του σουλτάνου.
Απαγορεύθηκε η ιδιωτική εκμετάλλευση των μεταλλείων από τρίτους, δίχως τη συναίνεση και συγκατάθεση των μεταλλουργών, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισαν την αποκλειστική ιδιοκτησία και εκμετάλλευση των στοών. Οι μεταλλουργοί απαλλάχθηκαν από τη φορολογία, τις εισφορές, τις αγγαρείες, τις διώξεις, αλλά και την υποχρεωτική στράτευση και το παιδομάζωμα, συνήθεις τακτικές αφαίμαξης του ελληνικού στοιχείου.
Οι σουλτάνοι ήταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ελευθερίες και προνόμια στους ειδικούς και έμπειρους 'Ελληνες μεταλλουργούς και στο υπόλοιπο προσωπικό των μεταλλείων τους, αφού αυτά αποτελούσαν την «πρώτην πλουτοφόρον πηγήν της ευδαιμονίας του κράτους τους».
Τα έσοδα από τα μεταλλεία μπορούσαν να επενδυθούν στον εξοπλισμό και την οργάνωση του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τη συνέχιση του επεκτατικού της έργου. Ο σουλτάνος έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να αναγνωρίσει ως άσυλα τους μεταλλουργικούς οικισμούς, γεγονός που παρείχε στους Έλληνες μεταλλουργούς όλα τα εχέγγυα για μια ελεύθερη και δημιουργική ζωή, χωρίς παρεμβάσεις και προσκόμματα από πλευράς της κεντρικής διοίκησης.
Εξαιρετικό προνόμιο, επίσης, αποτελούσε η αναγνώριση του δικαιώματος της κοπής νομισμάτων (νομισματοκοπείο στην Αργυρούπολη και σε μεγάλους μεταλλουργικούς οικισμούς, λ.χ. το Μπουγά μαντέν) και της παράλληλης κυκλοφορίας τους με τα αντίστοιχα τουρκικά. Η «γενναιοδωρία» της αυτοκρατορίας έχει, βέβαια, την εξήγησή της, καθώς μόνο το ελληνικό στοιχείο είχε μακραίωνη παράδοση ενασχόλησης με τη μεταλλουργία.
Οι Οθωμανοί, εξαιτίας του πολεμοχαρούς χαρακτήρα τους, αλλά και των θρησκευτικών επιταγών του Κορανίου, και έχοντας ούτως ή άλλως την εξουσία στα χέρια τους, θεωρούσαν πολύ υποτιμητικό και ταπεινωτικό, αλλά και συνάμα βαρύ και επίμοχθο το έργο των μεταλλουργών.
Επιπροσθέτως, δεν διέθεταν ούτε τις γνώσεις, αλλά πολύ περισσότερο ούτε και την ικανότητα να ασχοληθούν με την εξόρυξη του μεταλλεύματος. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ο λόγος του Οθωμανού βουλευτή Νίγδης, Μουχεδίν βέη, στην Οθωμανική Βουλή το 1918. Σε συζήτηση που έγινε με θέμα τα μεταλλεία παραδέχθηκε με «αφοπλιστική» ειλικρίνεια και παρρησία, ενώπιον Οθωμανών και μη συναδέλφων του, ότι «ημείς [ενν. οι Τούρκοι] ποτέ δεν είμεθα δημιουργοί, αλλά πάντοτε μιμηταί τούτων [ενν. των Ελλήνων της Ανατολής] και εν Έθνος, όταν δεν έχει πνεύμα δημιουργίας, δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήση μίαν επιχείρησιν τοσαύτης σπουδαιότητας [ενν. τα μεταλλεία]». Η αδυναμία και απροθυμία των Οθωμανών να ασχοληθούν με τη μεταλλουργία εξυπηρετούσε από την άλλη πλευρά τους αρχιμεταλλουργούς, αφού εξασφάλιζε την ομοιογένεια του προσωπικού του μεταλλείου, το οποίο επόπτευαν.
Το εν λόγω σύστημα παροχής ιδιαίτερων προνομίων σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες που ασχολούνταν με τα ορυχεία ή και σε ολόκληρες κοινότητες καταργήθηκε, επίσημα τουλάχιστον, το 1839 (Harti Sherif). Παρ' όλα αυτά κάποια προνόμια θα συνεχίσουν de facto να ισχύουν καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν και είχε αρχίσει να διαφαίνεται κάποια χαλάρωση του ενδιαφέροντος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την αναδιοργάνωση και την εκμετάλλευση των μεταλλείων από τα τέλη του 18ου αιώνα, είναι γεγονός, ότι υπήρξαν προσπάθειες, έστω και μεμονωμένες, για σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή του Μεγάλου Βεζίρη Κιοπρουλού Ζαδέ Χουσεΐν.
Κυριάκος Χατζηκυριακίδης
Ιστορικός
Διοικητικά ανήκε στον Νομό (σαντζάκι ή μουτεσαριφλίκι) Τραπεζούντας με πληθυσμό που το 1912 έφθανε το 1.030.000 κατοίκους. Τα σύνορά της εκτείνονταν έως τον Νομό Σεβάστειας προς τον Νότο, τον Νομό Ερζερούμ προς τα ανατολικά, τους Νομούς Σεβάστειας και Κασταμονής προς τα δυτικά, ενώ βόρεια βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο. Πρωτεύουσά της ήταν το Καν (από το περιρρέον ομώνυμο ποτάμι) ή Γκιουμουσχανέ (τουρκική λέξη Gumushane, δηλ. οίκος αργύρου) εξαιτίας των πολλών και πλούσιων μεταλλείων της.
Η νεώτερη ονομασία Αργυρούπολη, ακριβής μετάφραση της τουρκικής λέξης, οφείλεται στον μεγάλο διδάσκαλο του Ελληνισμού του Πόντου και ευεργέτη της ιδιαίτερης πατρίδας του, Γεώργιο Κυριακίδη, ο οποίος για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε το 1846 και έπειτα αυτή υιοθετήθηκε από το σύνολο των λογίων, των εμπόρων και των εκκλησιαστικών αρχόντων.
Ο μεσογειακός Πόντος και ιδιαίτερα η Χαλδία υπήρξαν σπουδαία κέντρα μεταλλουργίας, χάρη στα πλούσια κοιτάσματα αργύρου, αλλά και άλλα μεταλλεύματα, όπως λ.χ. χαλκό, μαγγάνιο κ.λπ., τα οποία η φύση «έδωσε απλόχερα» στην περιοχή.
«Άπασα η Χαβδία άτε πετρώδης και φαραγγώδης ούσα γέμει μεταλλείων, των πλείστων αργυρούχων», αναφέρει σχετικά ο Ι.Π. Ελευθεριάδης. Η λειτουργία των μεταλλείων της Χαλδίας παρουσίασε πολλές μεταπτώσεις στο πέρασμα των αιώνων, ωστόσο ο θρύλος για τον πλούτο και την εκμετάλλευση του υπεδάφους της φθάνει χρονικά έως τους μυθικούς χρόνους, την αργοναυτική εκστρατεία και την προϊστορική εποχή.
Στους Ομηρικούς μάλιστα χρόνους πληροφορούμαστε ότι τα μεταλλεία όχι μόνο ήταν γνωστά, αλλά βρίσκονταν και σε πλήρη λειτουργία: «αυτάρ Αλιζώνων — βδίος και επίστροφος ήρχον —τηλόθεν εξ Αλύβης όθεν αργύρου εστί γενέθλη... (Ομήρου Ιλιάς Β' κατάλογος νεών. 52, 855-857).
Η «χρυσή εποχή», όμως, της επαρχίας Χαλδίας, περίοδος στην οποία η Χαλδία έφθασε στο απόγειο της ακμής της, της οικονομικής ευμάρειας και, κατά συνέπεια, της αύξησης του πληθυσμού της, είναι σίγουρα ο 17ος και 18ος αιώνας. Καθώς η Αργυρούπολη έφτασε να θεωρείται τον 18ο αιώνα η πλουσιότερη και ισχυρότερη πόλη του Πόντου, πλήθος κατοίκων από τα παράλια και την ευρύτερη περιοχή του Πόντου είχαν συρρεύσει τους προηγούμενους αιώνες στη Χαλδία και ειδικότερα στην ορεινή γύρω από τον Κάνη ποταμό περιφέρεια της Αργυρούπολης, για να προστατευθούν από τις διώξεις και τις βιαιοπραγίες των τοπικών ηγεμόνων (ντερεμπέηδων), αλλά και με σκοπό να εργασθούν στα εκεί μεταλλεία.
Η Αργυρούπολη αποτέλεσε τη «σωστική κιβωτό του Ελληνισμού της Ανατολής», σύμφωνα με χαρακτηρισμό του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθου Νοταρά. Ο Α.Α. Παπαδόπουλος, χωρίς ίχνος υπερβολής, ορθώς την αποκάλεσε «εθνικό καταφύγιο των απανταχού του Πόντου δυναστευομένων Ελλήνων».Όταν, μάλιστα, το 1722 τα μεταλλεία έφθασαν στο ζενίθ της ακμής τους, η πόλη αλλά και ολόκληρη η επαρχία Χαλδίας απέκτησαν τέτοια ισχύ και επιρροή, κυρίως χάρη στα προνόμια, που χορηγούσε το επίσημο κράτος στους μεταλλουργούς για την εξόρυξη και την κατεργασία των μετάλλων, ώστε ακόμα και αυτοί οι ίδιοι οι διοικούντες «πολλάκις εκ του νεύματος αυτών εξηρτώντο».
ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΑΚΜΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΧΑΛΔΙΑΣ
Τα περίφημα προνόμια των μεταλλουργών είχε παραχωρήσει ήδη από το 1580 ο σουλτάνος Μουράτ Γ' (1574-1595) αλλά και ο διάδοχός του στον θρόνο Μεχμέτ Γ' (1595 -1603), ο οποίος όχι μόνο επικύρωσε τα μέχρι τότε προνόμια, αλλά και προέβη στη θέσπιση νέων. Συγκεκριμένα, τα μεταλλεία κηρύχθηκαν «μπεϊλίκια» (= προνομιούχα, κυβερνητικά) και οι μεταλλουργοί «μπεϊλικσήδες» (= προνομιούχοι, ευνοούμενοι, άνθρωποι της κυβέρνησης), ενώ παράλληλα ορίσθηκε ως επόπτης των μεταλλείων (maden emin) ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του σουλτάνου.
Απαγορεύθηκε η ιδιωτική εκμετάλλευση των μεταλλείων από τρίτους, δίχως τη συναίνεση και συγκατάθεση των μεταλλουργών, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισαν την αποκλειστική ιδιοκτησία και εκμετάλλευση των στοών. Οι μεταλλουργοί απαλλάχθηκαν από τη φορολογία, τις εισφορές, τις αγγαρείες, τις διώξεις, αλλά και την υποχρεωτική στράτευση και το παιδομάζωμα, συνήθεις τακτικές αφαίμαξης του ελληνικού στοιχείου.
Οι σουλτάνοι ήταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ελευθερίες και προνόμια στους ειδικούς και έμπειρους 'Ελληνες μεταλλουργούς και στο υπόλοιπο προσωπικό των μεταλλείων τους, αφού αυτά αποτελούσαν την «πρώτην πλουτοφόρον πηγήν της ευδαιμονίας του κράτους τους».
Τα έσοδα από τα μεταλλεία μπορούσαν να επενδυθούν στον εξοπλισμό και την οργάνωση του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τη συνέχιση του επεκτατικού της έργου. Ο σουλτάνος έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να αναγνωρίσει ως άσυλα τους μεταλλουργικούς οικισμούς, γεγονός που παρείχε στους Έλληνες μεταλλουργούς όλα τα εχέγγυα για μια ελεύθερη και δημιουργική ζωή, χωρίς παρεμβάσεις και προσκόμματα από πλευράς της κεντρικής διοίκησης.
Εξαιρετικό προνόμιο, επίσης, αποτελούσε η αναγνώριση του δικαιώματος της κοπής νομισμάτων (νομισματοκοπείο στην Αργυρούπολη και σε μεγάλους μεταλλουργικούς οικισμούς, λ.χ. το Μπουγά μαντέν) και της παράλληλης κυκλοφορίας τους με τα αντίστοιχα τουρκικά. Η «γενναιοδωρία» της αυτοκρατορίας έχει, βέβαια, την εξήγησή της, καθώς μόνο το ελληνικό στοιχείο είχε μακραίωνη παράδοση ενασχόλησης με τη μεταλλουργία.
Οι Οθωμανοί, εξαιτίας του πολεμοχαρούς χαρακτήρα τους, αλλά και των θρησκευτικών επιταγών του Κορανίου, και έχοντας ούτως ή άλλως την εξουσία στα χέρια τους, θεωρούσαν πολύ υποτιμητικό και ταπεινωτικό, αλλά και συνάμα βαρύ και επίμοχθο το έργο των μεταλλουργών.
Επιπροσθέτως, δεν διέθεταν ούτε τις γνώσεις, αλλά πολύ περισσότερο ούτε και την ικανότητα να ασχοληθούν με την εξόρυξη του μεταλλεύματος. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ο λόγος του Οθωμανού βουλευτή Νίγδης, Μουχεδίν βέη, στην Οθωμανική Βουλή το 1918. Σε συζήτηση που έγινε με θέμα τα μεταλλεία παραδέχθηκε με «αφοπλιστική» ειλικρίνεια και παρρησία, ενώπιον Οθωμανών και μη συναδέλφων του, ότι «ημείς [ενν. οι Τούρκοι] ποτέ δεν είμεθα δημιουργοί, αλλά πάντοτε μιμηταί τούτων [ενν. των Ελλήνων της Ανατολής] και εν Έθνος, όταν δεν έχει πνεύμα δημιουργίας, δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήση μίαν επιχείρησιν τοσαύτης σπουδαιότητας [ενν. τα μεταλλεία]». Η αδυναμία και απροθυμία των Οθωμανών να ασχοληθούν με τη μεταλλουργία εξυπηρετούσε από την άλλη πλευρά τους αρχιμεταλλουργούς, αφού εξασφάλιζε την ομοιογένεια του προσωπικού του μεταλλείου, το οποίο επόπτευαν.
Το εν λόγω σύστημα παροχής ιδιαίτερων προνομίων σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες που ασχολούνταν με τα ορυχεία ή και σε ολόκληρες κοινότητες καταργήθηκε, επίσημα τουλάχιστον, το 1839 (Harti Sherif). Παρ' όλα αυτά κάποια προνόμια θα συνεχίσουν de facto να ισχύουν καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν και είχε αρχίσει να διαφαίνεται κάποια χαλάρωση του ενδιαφέροντος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την αναδιοργάνωση και την εκμετάλλευση των μεταλλείων από τα τέλη του 18ου αιώνα, είναι γεγονός, ότι υπήρξαν προσπάθειες, έστω και μεμονωμένες, για σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή του Μεγάλου Βεζίρη Κιοπρουλού Ζαδέ Χουσεΐν.
Κυριάκος Χατζηκυριακίδης
Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου